Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η «Αράχνη» του Νικολάου Γύζη

Όπως και στο ποιητικό έργο Μεταμορφώσεις του Οβιδίου, ο πίνακας του Γύζη απεικονίζει το μύθο της Αράχνης όπου μια νεαρή γυναίκα τόλμησε να ανταγωνιστεί τη θεά Αθηνά σε έναν διαγωνισμό ύφανσης. Στην περίπτωση που ηττείτο, η Αράχνη δεσμεύτηκε να απολέσει τα πάντα και να αφήσει την Αθηνά να αποφασίσει για τη μοίρα της. Όταν οι δυο διαγωνιζόμενες ολοκλήρωσαν τα έργα τους, η θεά Αθηνά δεν μπόρεσε να βρει κάποιο λάθος στο αναμφισβήτητα επιδέξιο τάπητα που είχε δημιουργήσει η Αράχνη. Εντούτοις, εξοργίστηκε από το περιεχόμενο του έργου, διότι η Αράχνη είχε επιλέξει να απεικονίσει τη διαφθορά των κακών Θεών. Η Αθηνά διέλυσε το έργο και χτύπησε επανειλημμένα τη νεαρή γυναίκα ενώ για να ξεπεράσει την απελπισία της, η πληγωμένη και ταπεινωμένη Αράχνη προσπάθησε να βάλει τέλος στη ζωή της και κρεμάστηκε. Από λύπηση, η θεά Αθηνά την επανάφερε στη ζωή, αλλά την καταδίκασε να πλέκει για πάντα με την νέα της μορφή ως αράχνη.

Ο Γύζης ολοκλήρωσε άλλο ένα παρόμοιο γνωστό έργο και μια ελαιογραφία (Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου, Αθήνα). Και τα δύο χρονολογούνται το 1884. Αν και τα τρία έργα διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, η έκφραση επαναλαμβάνεται σε όλα συμβολίζοντας έτσι ένα κεντρικό νόημα. Με τα μαγνητικά και επίβουλα μάτια της, η Αράχνη κοιτάει σε άλλη κατεύθυνση περιμένοντας έτσι την τιμωρία της. Αν και τα γυμνά άκρα της είναι ευγενικά απεικονισμένα, μοιάζουν να έχουν έντονη ακαμψία, καθώς αυτή σηκώνει τα χέρια της για να κρατήσει το ολοκληρωμένο έργο προμηνύοντας τη μεταμόρφωσή της σε αράχνη. Επιπλέον τα ακίνητα άκρα της στέκονται σε έντονη αντίθεση με τα μάτια της γεμίζοντάς τα ταυτόχρονα με συγκίνηση και κίνηση.