Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η θηλυκή αύρα της ποίησης του Γιάννη Παπαοικονόμου

Γράφει η Μαργαρίτα Φρονιμάδη-Ματάτση //

Έχοντας στα χέρια μου τα εφτά ποιητικά έργα του φίλου, συναγωνιστή και συνάδελφου λογοτέχνη Γιάννη Παπαοικονόμου, το ενδιαφέρον μου κέντρισε το γεγονός της συχνής αναφοράς του στο πρόσωπο της Γυναίκας, της μάνας, της αδελφής, της κόρης, της συντρόφισσας, της εργάτριας της άνεργης. Μια θηλυκή αύρα θαρρείς διαπερνάει την ποίησή του από την αρχή έως το τέλος της προσδίδοντάς της έναν χαρακτήρα και μια χροιά ιδιαίτερης ευαισθησίας, ευγένειας και διακριτικότητας. Απλά, λιτά και δωρικά ο ποιητής δομεί την έμπνευσή του στη σταθερή βάση του μέτρου, υλοποιώντας την ελάχιστη, για ένα ικανοποιητικό ποιητικό εγχείρημα, συνθήκη του «μηδέν άγαν». Έχοντας κατά νου ο δημιουργός ότι «ποιητικό είναι μόνο ό,τι είναι αληθινό», δρέπει ιδέες, εικόνες, πλέκει στίχους και αντλεί εμπνεύσεις μέσα από τα καθημερινά του βιώματα, μέσα από τους σκληρούς, ταξικούς αγώνες, μέσα από την αδυσώπητη βιοπάλη, μέσα από το αποφασιστικό αντιπάλεμα της ανέχειας, της φτώχιας, της εξαθλίωσης του ανθρώπου, της στυγνής εκμετάλλευσης του λαού και της κοινωνίας.

Ο συνάδελφος Γ. Παπαοικονόμου, που μόλις το 2000 έκδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, παρουσιάστηκε στα νεοελληνικά γράμματα από τα γυμνασιακά του χρόνια δημοσιεύοντας ποιήματά του και πεζά στον «ΠΥΡΣΟ», περιοδικό του Α΄ Πρότυπου Γυμνασίου Πειραιά (νυν Ιωνίδιο). Ως φοιτητής υπήρξε αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Πειραϊκό Μέλλον», ενώ ως αυτοεξόριστος στο Παρίσι, επί Χούντας δημοσίευε ποιήματά του στην «Ελεύθερη Πατρίδα» και στο «Νέο Κόσμο». Μετά τη μεταπολίτευση, το 1974, εργασίες και ποιήματά του δημοσιεύτηκαν στα «Ρεθυμνιακά νέα», στην εφημερίδα του Περάματος «ΠΕΡΑΜΑ» και στο «Περαμαϊκό Βήμα».

Στα «υλικά της μνήμης», εκδόσεις «Πανδώρα» 2000, στην πρώτη του δηλαδή συμπυκνωμένη, εκδοτική απόπειρα, μ’ έναν απαράμιλλο λυρισμό και βαθύ στοχασμό ο ποιητής πραγματοποιεί την «προς ένδον» πορεία του ψηλαφώντας μορφές και εικόνες και φιλοτεχνώντας πίνακες και πορτρέτα αγαπημένα με κυρίαρχη αυτή τη «θηλυκή αύρα» που προαναφέραμε, που άγγιξε τα συναισθήματά μας, που κέντρισε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον μας και που εδώ θα προσπαθήσουμε, να ανιχνεύσουμε, να εντοπίσουμε και να εμφυσήσουμε στην κρίση και την απόλαυσή σας, εν τέλει.

Με πολλές εναλλαγές και πρόσωπα, με πολύτροπες και πολυποίκιλες προσεγγίσεις ο ποιητής καταφέρνει και συγκρατεί στην επιφάνεια της έμπνευσης και του λόγου του αποφθεγματικά, στοχαστικά και συμπυκνωμένα νοήματα και ιδέες, έμψυχα και άψυχα όντα, ανθρώπινες υπάρξεις και φυσικό περιβάλλον, θηλυκού γένους τα πιο πολλά, όπως η Φύση, η Ιστορία, η Ποίηση, η Ζωή , η Επανάσταση, η Ελπίδα, η Ανατολή, η Δύση, η Αγάπη και η διαλεκτική της, η Λευκή Σιωπή ή η Αποδημία, όπως μεταφορικά παρομοιάζει και αποκαλεί το θάνατο, η Ψυχή, η Μοναξιά, η «όξινη βροχή του χωρισμού», η θάλασσα που…. «μακριά μου σε κρατά /και σε γλεντάει σαν δροσιά/σάμπως ομίχλη/κι εγώ μια πεταλίδα/δε μπορώ/το βράχο μου ν’ αφήσω», όπως με πίκρα αναγνωρίζει. Κι αναδύεται αίφνης, μέσα από την προσεκτική παρατήρηση των στίχων του ποιητή ένας υπέρμετρος ρομαντισμός, μια ασύλληπτη τρυφεράδα κι ένας ορθάνοιχτος εσωτερικός κόσμος που εξωτερικεύει αποκαλυπτικά την αυθεντική, τη γνήσια, την ανθρώπινη πλευρά του. Και ανάμεσα στις αφηρημένες έννοιες, οράματα, ιδέες που προσωποποιεί η πέννα του, γλαφυρά και ζωντανά, θωρούμε κυρίαρχα τα υπαρκτά, οικεία, γυναικεία πρόσωπα που σημάδεψαν και σηματοδοτούν τη ζωή του, όπως εκείνο της μάνας: «το βλέμμα της/σκιά και χώμα./Τώρα βαθειά στο μνήμα/μονάχα βλέμμα.» ή της «γερόντισσας» που «επότιζε γεράνια/μέσα σε τενεκέδες/σκουριασμένους», ή των κοριτσιών που «τις άδειες κάμαρες/μετρούν» ή της «καστανομάτας» που «φίλησε τα χωμάτινά μου χείλη» εκλιπαρεί «ν΄ αναστηθούν απ΄ τα δικά σου νειάτα» ή της «κόρης με τις γαλάζιες/ θύελλες/και την εαρινή συμφωνία/των χειλιών…» ή εκείνης , της αγάπης του που, όντας μακριά της, την επισκέπτεται ως ιδεατός μουσαφίρης, καταδικασμένος στου χωρισμού και της μοναξιάς την απομόνωση: «Στα χέρια σου/πεθαίνει η δύναμή μου/όπως τα πουλιά/πιασμένα στις παγίδες/αργά μα βέβαια/κι ύστερα δεν έχω/παρά το υγρό/έλος της μοναξιάς».

Ακολουθούν οι «Παλιές αυλές», από τις εκδόσεις «ποιήματα των φίλων», το Δεκέμβρη 2005, με 40 ποιήματα καταχωρημένα, ως επί το πλείστον ολιγόστιχα, αποφθεγματικά, νοσταλγικά πάντα και σημαδεμένα από την απουσία της αγαπημένης του οικογένειας εξ ού και οι αφιερώσεις στα τρία παιδιά του το Νίκο, το Στέλιο, τη Στέλλα, αλλά και στη Μάτα που με τη μερίδα του Λέοντος προσπαθεί να την χορτάσει, παραθέτοντας προς χάριν της μιαν ολάκερη ερωτική σύνθεση με τίτλο «η άλλη νύχτα», αποτελούμενη από (6) έξη μικρές ενότητες αλλά και ένα ακόμα 7ο ποίημα με τίτλο «το αγκάλιασμα», όπου σαν μικρό παιδί τάζει «μαντζούνια» και χαρές εκλιπαρώντας και αναζητώντας με αναζωπυρωμένη, ερωτική διάθεση τη ζεστή αγκαλιά της αγαπημένης του, που, όμως, ζει μακριά του και δεν μπορεί όσο κι αν το θέλει να ανταποκριθεί: «Από τον Ψηλορείτη/γίδια/και μαντινάδες/ασφόντιλα/και δίκταμο/φλισκούνι/και φασκομηλιά/με του βραδιού/τις αύρες/θα σου στείλω/μήπως στον ύπνο σου/με πάρεις στο πλευρό σου.» Και να που κι εδώ φιγουράρει κυρίαρχα η γραφική μορφή της γερόντισσας με τα γεράνια, μιας σεβάσμιας γερόντισσας που θα μπορούσε να θυμίζει ή να είναι η ίδια του η μάνα, ή η μάνα του φίλου του Παν. Γαρίδη, που στη μνήμη του το ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ: «τα γιασεμιά της μάνας σου/και την κουφοξυλιά της/μην τα ξεχνάς εκεί που πας»…….. και επίσης : «τη μάνα π’ άφησες εδώ /μην τηνε λησμονήσεις/απ’ των ματιών της την πληγή / θα την αναγνωρίσεις ».

Έντονη η θηλυκή ανάσα και παρουσία και στην 3η του ποιητική συλλογή, την αφιερωμένη και πάλι στα δύο αγόρια του και τη Στέλλα που έχει τον τίτλο «33 γκρίζα σονέτα» και κυκλοφόρησε το Νοέμβρη του 2005 από τις εκδόσεις «Ποιήματα των φίλων». Μόνο που εδώ γίνεται χρήση του παραδοσιακού στίχου με ρίμα-μέτρο και ρυθμό. Εδώ παρατίθενται 33 σονέτα που ο ίδιος τα χαρακτηρίζει γκρίζα, προφανώς επειδή διαπνέονται από τη μελαγχολία και τη θλίψη της ξενιτιάς, στην οποία υποχρεώθηκε από την επάρατη Χούντα του ’67, το ένα καλύτερο από το άλλο, γραμμένα σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, μεταξύ 1965 και 2004. Μυθικά γυναικεία πρόσωπα, όπως εκείνο της Ωραίας Ελένης, της Εκάτης, της μητέρας αλλά και η θηλυκού γένους νοσταλγία, αφικνούνται από το βάθος του χρόνου στα «αφροκύματα» της ανάμνησης γκρίζων καιρών και εποχών. Από τον Αύγουστο του 1968, με πέντε Παριζιάνικα Σονέτα, ο αυτοεξόριστος ποιητής Γ. Παπαοικονόμου, με πλεούμενο το στοχασμό του Γ. Σεφέρη «εγέμισε η ζωή μας λόγια» αναλύεται σε λυγμούς και θρήνους για τη «χαμένη πατρίδα» του.
Παραθέτω: σελ.35: «Στα ξένα βγήκαμε μονάχοι/μα πότε είχαμε πατρίδα/με της ζωής μας την παγίδα/πάντα μας σκόπευαν οι βράχοι…….» Παραθέτω: σελ.37 «Κάτω εμείς απ΄τα γιοφύρια/γυρεύαμε να σταυρωθούμε/χωρίς κι αυτό να το μπορούμε/δε δίνουν πια τριάντ’ αργύρια».

Η 5η κατά σειρά ποιητική συλλογή με τίτλο «Ελεγείες και μπαλάντες» κυκλοφορεί από τις ίδιες εκδόσεις, τρία χρόνια μετά, το 2008 και περιλαμβάνει 15 ελεγείες και μπαλάντες μοντέρνες, λυρικές, με μουσικότητα και παλμό. Εδώ, βρισκόμαστε μπροστά σε μια, αναφανδόν, έκδηλη κοινωνική, επαναστατική, με έντονα τα χαρακτηριστικά του φιλοσοφικού στοχασμού και ενδυναμωμένη περιγραφική ικανότητα. Η Ζώνη του Περάματος, η Ζώνη διαβίωσης του ποιητή, ένα αντιφατικό και ανταγωνιστικό στρατόπεδο, ένας τόπος σύγκρουσης και ταξικής πάλης, όπου από τη μια παρατάσσεται ο κόσμος που «τη ντροπή έκανε κέρδος/και το κέρδος ηθική» κι από την άλλη ο κόσμος του μόχθου, της εναγώνιας βιοπάλης και της στέρησης. Το κεφάλαιο που δεν διστάζει και τη ζωή του εργάτη να θερίσει, αρκεί αυτό το κέρδος του ν’ αυξήσει και η εργατιά αποπροσανατολισμένη και αναποφάσιστη αλλά παράλληλα αγωνιστική και πρωτοπόρα.

Στους πέντε της Ζώνης που τινάχτηκαν στον αέρα κι έχασαν άδικα τη ζωή τους, δουλεύοντας χωμένοι στ΄αμπάρια ενός καραβιού, αφιερώνεται η Α΄ Μπαλάντα κι ακολουθεί η Ελεγεία της Ζώνης απ΄ όπου αναδεικνύεται υμνούμενη, απαστράπτουσα και λαμπερή της εργατιάς η φυσιογνωμία: «Εμείς το μέλλον/τ’ όνειρο/κι η ποίηση/εμείς/ο μόχθος/κι ο πλούτος/εμείς/εμείς το πεπρωμένο/του άνθρωπου/κι η ομορφιά του/εμείς/το φως του κόσμου/εμείς/η εργατιά.» και παραπέρα: «Αλλά κάθε πρωί /σκυφτοί στις/σκάλες της/ανάγκης/σκαρφαλώναμε/……σκιές καβουρντισμένες/να κρατηθούμε/γυρεύαμε/απ’ τη σκυλίσια ζωή.»…… «μια ζωή/που θάνατος/φτιαγμένη από/θάνατο» όταν με σκυφτό το κεφάλι αποδέχεται το ζυγό και που όταν για το δίκιο και τη Λευτεριά χαλαλίζεται : «θάνατος/ζωή/από ζωή/φτιαγμένος». Αλλά και της μάνας, της γυναίκας ή της συντρόφισσας η σεβάσμια φιγούρα δεν μπορεί να αγνοηθεί ή να μην παρασυρθεί από το χείμαρρο μιας έμπνευσης που πηγάζει από τα παραπήγματα και τα αναχώματα της φτωχογειτονιάς της εργατούπολης. Θα τη συναντήσουμε συχνά – πυκνά στις αράδες της μπαλάντας ή της ελεγείας σαν μάνα εργάτρια, σαν γυναίκες με άδειες ποδιές (ανέχειας και ένδειας), ή σαν άνεργες αγαπημένες που ενώνουν τη φωνή τους με τους εξεγερμένους προλετάριους και φωνάζουν: «χίλιες φωνές/με τις γροθιές τους δάση/μες τη φωνή του (οδηγητή)».

Η 6η ποιητική συλλογή που εκδόθηκε έναν χρόνο μετά, το 2009, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο έχει τον τίτλο «ο κυρ Γιάννης ο απόξενος και το φωτεινό σκοτάδι». Αποτελείται από δύο μέρη σύμφωνα με τον διπλό της τίτλο, με (6) έξη ποιήματα στο Α’ μέρος αναφερόμενα στον κυρ Γιάννη τον απόξενο, έναν απόκληρο της κοινωνίας και με (9) εννέα ενότητες στο Β’ μέρος που αποτελούν την ενιαία σύνθεση «το φωτεινό σκοτάδι». Κι όπως είναι φυσικό ακόμα και σ’ ενός άνδρα την πολιτεία δεν μπορεί παρά… θεμέλιο και έρεισμα και βάση σθεναρή, κάποιας γυναίκας πρόσωπο κι εδώ κυριαρχεί: «τα πράγματα/πήραν φωνή/ πληγές και/πόνοι κλείσαν/Αγάπη/Μάνα/ κι Αδελφή/τώρα/ο κόσμος όλος/που σπέρνει μες/τα χέρια του/τ’ άνθη της / αντρειοσύνης.» Στο Β’ μέρος γυρεύοντας μέσα στο φωτεινό σκοτάδι το φως των τυφλών που μόνον οι ποιητές μπορούν ν’ ανάψουν για να λάμψει η γη κι ο κόσμος, διαπιστώνει και καταγγέλλει: «…άφρονες/λωτούς καταβροχθίζοντας/εχάσαμε το δρόμο/της σιωπής/τη μουσική του κόσμου/που μόνο στο φωτεινό/ σκοτάδι τους ανθίζει/γόος βαθύς υπόκωφος/τη μέσα πλήξη / πλημμυρίζει/κι όλα πονούν/κι αιμορροούν/αιμόφιλα/βλαστάρια του θανάτου.»

Η 7η και πιο πρόσφατη ποιητική συλλογή του Γιάννη Παπαοικονόμου με τον τίτλο «Επιδέσμια Μνήμη» που κυκλοφόρησε φέτος τον Ιούλιο από τις εκδόσεις «ΑΛΦΕΙΟΣ», ανεβάζει την ποιότητα της επίδοσής του στην ανώτατη βαθμίδα της. Μεστή, κατασταλαγμένη και ωριμότερη η ποίησή του, πιο στωική και πιο στοχαστική ανατρέχει στις ιστορικές μνήμες του παρελθόντος και εξάγει αβίαστα το φιλοσοφικό τους απόσταγμα. Στις σελίδες της «Επιδέσμιας μνήμης» και στο τρίτο κεφάλαιο που τιτλοφορείται «τα Συντροφικά» δεσπόζουσα θα προβάλλει η «Παρισινή Ραψωδία», αφιερωμένη στη μνήμη της Ζερμαίν Ρενάρντ, της Γαλλίδας «μικροκαμωμένης δασκάλας», που του στάθηκε στο διάστημα της αυτοεξορίας του στο Παρίσι, αντικαθιστώντας της μάνας του τη μητρική φροντίδα και μυώντας τον στην ποίηση, τη μουσική και τον αγώνα για «τη Δημοκρατία στην Ελλάδα». Τη Ζερμαίν θα τη συναντήσουμε και πάλι, λίγο παρακάτω, στο «Εμβατήριο της Ανατολής», παρέα με τον άνδρα της τον Μαρσέλ Εμί, τη Σεσίλ και τη Ματούλα να συμπληρώνουν το απέραντο μωσαϊκό, μικρές ψηφίδες, του Μέλλοντός μας.

Η «Ωδή σ΄ένα άνεργο κορίτσι», σφυριά και τσεκούρι στο στυγνό εκμεταλλευτικό πρόσωπο της κοινωνίας του σήμερα, κραυγή αγωνίας για το μέλλον των λαών και των παιδιών μας: «παιδιά μαραίνονται/βαθιά σου/η γυναίκα στερεύει/του έρωτα η γλύκα/Εφιάλτης/και μόνο η λευκή ονείρωξη/καταπέλτης ατσάλινος/και πρόβα θανάτου». Και μετά το άνεργο κορίτσι στρέφεται στην κόρη του Στέλλα, την διαλεκτική της αγάπης θέλοντας να την διδάξει: «Όταν αγαπάς το καλό σου/γίνεσαι γυναίκα/όταν αγαπάς το σπλάχνο σου/γίνεσαι μάνα/κι όταν αγαπάς όλους/τους πεινασμένους της γης/γίνεσαι άνθρωπος». Κι ενώ είμαστε βέβαιοι ότι η Στέλλα θα γίνει σίγουρα, αν δεν έγινε κι όλας, άνθρωπος σωστός και δίκαιος, σύμφωνα με τις νουθεσίες και το παράδειγμα, φυσικά, του πατέρα της, επανερχόμαστε για μια τελευταία ματιά πριν την ολοκλήρωση της ιχνηλασίας μας στην ποίηση του Γ. Παπαοικονόμου: Στην υπόσταση της Ζωής που είναι το Α και το Ω της θηλυκής αύρας της. Της Ζωής εκείνων που συμβιβάστηκαν και που όμως «χαίτες κυμάτων/ τρικυμίζουν/ στον ύπνο τους» οι ενοχές και τα κρίματα και της Ζωής εκείνων που δεν συμβιβάστηκαν και που ακριβώς το ίδιο «σαν ποταμός» κυλά κι αυτή και συμπαρασύρει τα πάντα στον ρου και το διάβα της.