Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λιουμπόβ Τ. Κοσμοντεμιάνσκαγια Η Ζόγια και ο Σούρα

Γράφει η Κυριακή Καμαρινού //

Λιουμπόβ Τ. Κοσμοντεμιάνσκαγια

Η Ζόγια και ο Σούρα

(εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2017, σελ.334)

Η παρούσα έκδοση, στο πλαίσιο του εκδοτικού αφιερώματος της “Σύγχρονης Εποχής” για την επέτειο της Οχτωβριανής Επανάστασης και τα επιτεύγματα του σοσιαλισμού, αποτελεί  επανέκδοση ενός βιβλίου με ιδιαίτερη ιστορική βαρύτητα. Το διήγημα “Η Ζόγια και ο Σούρα” πρωτοκυκλοφόρησε το 1952 από τις εκδόσεις “Νέα Ελλάδα” και ήταν από τα πρώτα βιβλία που απευθύνονταν κυρίως στους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στην πολιτική προσφυγιά. Ο λιτός τίτλος του βιβλίου, με τα παράξενα για τους Έλληνες αναγνώστες ρωσικά ονόματα δυο αδερφιών, της Ζόγιας (από το ελληνικό Ζωή) και του Σούρα (Shoura: χαϊδευτικό του Αλέξανδρου), καθώς και το δυσκολοδιάβαστο επώνυμο της συγγραφέα και μητέρας τους, που προέρχεται κι αυτό από τα ελληνικά ονόματα Κοσμάς και Δαμιανός, ίσως δεν προϊδεάζουν πως πρόκειται για την πιο πολυδιαβασμένη, πιο πονεμένη, πιο τραγική, μα ταυτόχρονα και πιο φωτεινή, επική ιστορία δυο νέων ανθρώπων, που έζησαν και, όταν χρειάστηκε, υπερασπίστηκαν με τη ζωή τους την πρώτη σοσιαλιστική πατρίδα.

Ιδιαίτερα τραγικός και ταυτόχρονα απαράμιλλα ηρωικός ήταν ο θάνατος της Ζόγιας. Λίγους μόλις μήνες μετά την κήρυξη του πολέμου της φασιστικής Γερμανίας κατά της ΕΣΣΔ η δεκαοχτάχρονη κομσομόλα Ζόγια, που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του νεανικού τάγματος των σαμποτέρ, πιάστηκε, βασανίστηκε απάνθρωπα από τους Γερμανούς και απαγχονίστηκε στις 29 Νοέμβρη του 1941, στο χωριό Πετρίσεβο, έξω από τη Μόσχα. Η ηρωική στάση της και τα φλογερά της λόγια, λίγο πριν την κρεμάλα, συγκλόνισαν το σοβιετικό λαό. Το όνομά της έγινε σύμβολο αντίστασης κατά της φασιστικής βαρβαρότητας. στο όνομά της έδιναν όρκο εκδίκησης οι μαχητές του Κόκκινου Στρατού. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο αδερφός της, κομσομόλος κι αυτός, Σούρας, που ζήτησε να πάει στην πρώτη γραμμή του μετώπου, στα τεθωρακισμένα, και τον Απρίλη του ‘45, ενώ ουσιαστικά τελείωνε ο πόλεμος, διέκοψε την ολιγοήμερη στρατιωτική του άδεια και σκοτώθηκε επιτελώντας το διεθνιστικό του καθήκον στην Αυστρία. Τα δύο αδέλφια τιμήθηκαν με τη διάκριση του “Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης”.

Ο μεταφραστής του βιβλίου δυστυχώς δεν είναι γνωστός, κάτι που ίσως έχει να κάνει με την τήρηση των συνωμοτικών όρων της δύσκολης μετεμφυλιακής περιόδου.[1] Η πιστότητα της μετάφρασης καταφέρνει να μας μεταφέρει τον ιδιαίτερα συγκινητικό και γλαφυρό τόνο της συγγραφέα, η οποία με τη διεισδυτική ματιά της δασκάλας, που ήταν το επάγγελμά της, καταφέρνει να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα των παιδιών της χωρίς καμιά προσπάθεια επιτήδευσης και υπερβολής. Μέσα από μια πολύ προσεχτικά δομημένη περιγραφή και ξεκάθαρη στοχοθεσία, που υπηρετείται με συνέπεια, η ζωή μιας τυπικής σοβιετικής οικογένειας ξετυλίγει μπροστά μας το νήμα της διαπαιδαγωγικής επίδρασης της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας, που αποτελούσε τη βάση όλου του συστήματος αγωγής.

Η Λιουμπόβ Κοσμοντεμιάνσκαγια στον πρόλογο μεταγενέστερων εκδόσεων αποκαλύπτει πως αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου στάθηκε το ερώτημα που έθεσε ο Α. Μερέσιεφ[2] στη Σύνοδο Ειρήνης του Παρισιού, το 1949, σχετικά με το χρέος του κάθε ανθρώπου για την επίτευξη της Ειρήνης: «Τον ακούω και αναρωτιέμαι: Τι είναι αυτό που μπορώ να κάνω εγώ σήμερα για την ειρήνη; Και απαντώ στον εαυτό μου: μάλιστα, μπορώ να συμβάλω με το δικό μου μερίδιο στη σπουδαία αυτή υπόθεση. Θα τους πω για τα παιδιά μου. Για τα παιδιά που γεννήθηκαν και μεγάλωναν για την ευτυχία, τη χαρά, την τίμια εργασία – και σκοτώθηκαν στον αγώνα κατά του φασισμού, υπερασπιζόμενα το δικαίωμα στη δουλειά, την ευτυχία, την ελευθερία και ανεξαρτησία του λαού τους. Ναι, θα μιλήσω γι’ αυτά…».

Το νήμα της εξιστόρησης αρχίζει πριν από τη γέννηση των παιδιών, από τα νεανικά προεπαναστατικά χρόνια της Λιουμπόβ Τιμοφέεβνας, τη γνωριμία της με τον πατέρα των παιδιών της, τον Ανατόλι Π. Κοσμοντεμιάνσκι, και τη δημιουργία στις αρχές του ‘20 μιας οικογένειας που στηριζόταν σε νέα, πρωτόγνωρα πρότυπα αμοιβαιότητας και σεβασμού των μελών της, με κρισιμότερο κύτταρο τη προσωπικό παράδειγμα και τη συμπεριφορά του γονέα. Στα κεφάλαια που αναφέρονταν στις ιδιαίτερες στιγμές της οικογένειας, διαβάζουμε: « Ο Ανατόλι Πετρόβιτς μ’ έμαθε να καταλαβαίνω ότι η διαπαιδαγώγηση έχει σχέση με την κάθε λεπτομέρεια, με την κάθε σου πράξη, με το κάθε σου βλέμμα, με την κάθε λέξη σου. Όλα το διαπλάθουν το παιδί σου: και το πώς δουλεύεις και το πώς αναπαύεσαι, πώς μιλάς με φίλιους και με μη φίλους, πώς φέρεσαι όταν είσαι καλά και πώς όταν είσαι άρρωστος, στη λύπη και στη χαρά-όλα τα προσέχει το παιδί σου και σε όλα αρχίζει να σε μιμείται. [….] Όταν το παιδί μεγαλώνει δίπλα σου χορτάτο, ντυμένο, φοράει παπούτσια, αλλά είναι απομονωμένο, τότε τίποτα δε θα σε βοηθήσει να το διαπαιδαγωγήσεις. Ούτε τα ακριβά παιχνίδια, ούτε οι διασκεδαστικοί περίπατοι που κάνεις μαζί του, ούτε οι αυστηρές και λογικές συμβουλές. Πρέπει το παιδί σου να νιώθει την παρουσία σου, πρέπει παντού να νιώθει τη στοργή σου και ποτέ να μην αμφιβάλλει γι’ αυτήν…».

Ο πρόωρος θάνατος του πατέρα των παιδιών συγκλόνισε την οικογένεια και είχε αποφασιστικό αντίχτυπο στο χαραχτήρα τους, ιδιαίτερα της Ζόγιας, η οποία με ιδιαίτερη υπευθυνότητα ανταποκρινόταν στα επιβεβλημένα νέα καθήκοντα του οικογενειακού καταμερισμού. Τα παιδιά έμεναν πολλές ώρες μόνα στο σπίτι, γιατί η μητέρα τους μετά τη δουλειά συνέχιζε τις σπουδές της. Η καθαριότητα του σπιτιού, η συνέπεια στην τήρηση ενός άτυπου ημερήσιου προγράμματος για το ζέσταμα του φαγητού και της μελέτης των μαθημάτων έπεφταν στους τρυφερούς ώμους της “μεγάλης”, της δεκάχρονης Ζόγιας. Αρωγός ζωής για την οικογένεια στάθηκε το νέο σοβιετικό κράτος, με τις νέες δομές και παροχές του. Όπως μονολογεί η Λιουμπόβ Τιμοφέεβνα: «… Τώρα πια δεν τα αναθρέφω μόνη εγώ, η μητέρα.  τα ανατρέφουν το σχολείο και οι ομάδες των Πιονέρων, τα ανατρέφουν όλα όσα βλέπουν γύρω τους».

Οι σελίδες που αναφέροντα στα παιδικά και εφηβικά χρόνια της Ζόγιας και του Σούρα αποπνέουν αβίαστα τη φρεσκάδα και τον ενθουσιασμό της εκκολαπτόμενης νέας γενιάς «χτιστών της νέας κοινωνίας». Ενεργά μέλη των πιονιέρικων ομάδων, παθιάζονται ακούγοντας την προσωπική μαρτυρία του μπολσεβίκου, που στο 3ο συνέδριο της Κομσομόλ, το 1920, άκουσε τη γνωστή προτροπή του Λένιν:«Να μαθαίνετε, να μαθαίνετε και πάλι να μαθαίνετε!».

Η Ζόγια διαβάζοντας για τις ηρωικές μορφές της επανάστασης συγκινείται από το μεγαλείο της μπολσεβίκας Τάνιας Σολομάχα, που δολοφονήθηκε άγρια από τους λευκοφρουρούς-αντεπαναστάτες στη διάρκεια του εμφυλίου. Το όνομα “Τάνια” θα διαλέξει αργότερα ως συνωμοτικό ψευδώνυμο και θα τηρήσει την ίδια μπολσεβίκικη στάση απέναντι στους φασίστες δημίους της. Τα δυο παιδιά με αγωνία παρακολουθούσαν τις εξελίξεις στην Ισπανία, συγκέντρωναν υλικό και κατέθεταν το χαρτζιλίκι τους για την ενίσχυση των αγωνιζόμενων, αγωνιούσαν για την τύχη των προσφυγόπουλων του εμφυλίου κατά τη μεταφορά τους στη Σοβιετική Ένωση.

Αναπόσπαστο κομμάτι της πλούσιας σχολικής ζωής και δράσης των παιδιών ήταν η σχέση και ο σεβασμός που έτρεφαν για τους δασκάλους τους, η παρωθητική δύναμη των οποίων ενέπνεε τους μαθητές τους. Στο πρόσωπο της φιλολόγου Βέρας Σεργκέγιεβνας, μέσα από τα λόγια της Ζόγιας, η συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να δώσει το στίγμα της προσωπικότητας των εκπαιδευτικών των νέων παιδαγωγικών αρχών και μεθόδων: «Μπαίνει στην αίθουσα, αρχίζει να μιλάει και εμείς όλοι καταλαβαίνουμε πως δεν παραδίδει απλώς το μάθημα γιατί έτσι είναι το πρόγραμμα. Όχι, θεωρεί πιο σπουδαίο και ενδιαφέρον αυτό που διηγείται […], θέλει να μαθαίνουμε, να σκεφτόμαστε και να καταλαβαίνουμε. […] σου γεννιέται η επιθυμία να διαβάσεις για όσα σου μίλησε. Όταν την ακούσεις, μ’ εντελώς νέο τρόπο διαβάζεις το βιβλίο. Διακρίνεις εκείνο που πριν καθόλου δεν είχες προσέξει…».

zogia

Στα 15 της η Ζόγια (κοντά και ο αδερφός της, που μοιραζόταν ως ακροατής τις ιστορικές αναζητήσεις της) είχε εκπονήσει πλήθος εργασιών πάνω στα θέματα της Γαλλικής Κομμούνας, των Γάλλων επαναστατών ποιητών, τον πόλεμο του 1812. Ήξερε απ’ έξω ολόκληρες σελίδες από το Πόλεμος και Ειρήνη, απάγγελνε όλο το έργο του Μαγιακόβσκι, αλλά και Γερμανούς ποιητές, όπως τον Γκαίτε. Η εργασία όμως όπου δόθηκε ολόψυχα και που απέσπασε την απόλυτη επιδοκιμασία της τάξης της ήταν πάνω στο έργο του Ν. Γκ. Τσερνισέφσκι.[3]

Η ένταξη στην Κομσομόλ αρχικά της Ζόγιας και στη συνέχεια του Σούρα αποτέλεσαν σταθμό στη ζωή τους. Η προετοιμασία απαιτούσε σοβαρή μελέτη, γνώση και συνείδηση του καθήκοντος που επωμιζόταν το νέο μέλος. Τα λόγια της Ζόγιας στη μητέρα της είναι χαραχτηριστικά: «Μου φαίνεται πως κάπως άλλαξα τώρα, σα νά ‘γινα  αλλιώτικη…». Χαραχτηριστική όμως είναι και η στιχομυθία τους, όταν η μητέρα της θέλοντας να την πειράξει είπε: «Τότε λοιπόν έλα να γνωριστούμε». Τα μάτια της Ζόγιας όμως δεν άφηναν τέτοια περιθώρια και η Λιουμπόβ Τιμοφέεβνα απάντησε: «Καταλαβαίνω, Ζόγια».

Η Ζόγια δεν άργησε να αναδειχτεί και να αναλάβει οργανωτικά καθήκοντα στο σοβιέτ των κομσομόλων της τάξης της. Με αυστηρότητα πρώτα προς τον εαυτό της και μετά προς τους άλλους έλεγχε τις δραστηριότητες της κολεκτίβας. Η ίδια ανάλαβε να μάθει γράμματα σε αμόρφωτη ηλικιωμένη γυναίκα και, παρά τον βαρύ χειμώνα του΄39, διανύοντας μεγάλες αποστάσεις, τελικά τα κατάφερε, ενώ άλλα μέλη της ομάδας είχαν εγκαταλείψει. Χωρίς να φαίνεται καθαρά μέσα στο βιβλίο, μα παρακολουθώντας τη ροή των γεγονότων, η υπερπροσπάθεια αυτή της Ζόγιας είχε αντίχτυπο στην υγεία της. Λίγους μόλις μήνες αργότερα αρρωσταίνει σοβαρά από μηνιγγίτιδα και θα χρειαστεί κυριολεχτικά να δοθεί μάχη για να κρατηθεί στη ζωή. Στη διάρκεια της πολύμηνης ανάρρωσής της, στο σανατόριο Σοκόλνικι, η Ζόγια συναντιέται με το μεγάλο Ρώσο παιδικό συγγραφέα Αρκάντι Γκαϊντάρ. Ο Γκαϊντάρ εντυπωσιάζεται από την ευρυμάθεια και την πρώιμα ώριμη προσωπικότητά της. Από την αφιέρωση που της κάνει χρησιμοποιώντας λόγια του βιβλίου του Ο Τσουκ και ο Γκεκ, μπορεί να αντιληφθεί κανείς το βάθος των συζητήσεών τους. Διαβάζουμε: «Τι είναι ευτυχία- αυτό το καταλαβαίνει ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Αλλά όλοι μαζί οι άνθρωποι ήξεραν και καταλάβαιναν ότι πρέπει να ζουν τίμια, να εργάζονται πολύ, ν’ αγαπούν πολύ και να υπερασπίζονται αυτήν την απέραντη και ευτυχισμένη γη, που λέγεται σοβιετική χώρα.»

Το πραγματικό περιεχόμενο του προλεταριακού πατριωτισμού κυριαρχεί στις συζητήσεις και αναζητήσεις των συνομήλικων φίλων των δυο αδερφών. Η πένα της μητέρας τους μας μεταφέρει την αγωνία της πρώτης αυτής φουρνιάς της επανάστασης να παρακολουθεί με κομμένη ανάσα τη φασιστική επέλαση στην Ευρώπη και να αντιτείνει το μεγαλείο του ανθρωπισμού της δικής της κοινωνικής πραγματικότητας: «Όλα όσα βλέπανε τα παιδιά γύρω τους, όλα όσα τους μάθαιναν στο σχολείο, τα διαπαιδαγωγούσαν σε αυτόν τον γνήσιο ανθρωπισμό, τη θερμή θέληση να οικοδομούν και όχι να καταστρέφουν, να δημιουργούν και όχι ν’ αφανίζουν. Κι εγώ πίστευα ότι όλοι τους θα γίνουν ευτυχισμένοι και η ζωή τους θα είναι ωραία και λαμπρή.».

Η κήρυξη του πολέμου βρίσκει τα δυο αδέλφια στην 10η , την τελευταία τάξη του σχολείου. Αναλαμβάνουν αμέσως τις χρεώσεις της Κομματικής τους Οργάνωσης για τη βοήθεια στα μετόπισθεν, είτε δουλεύοντας ως τορναδόροι, είτε βοηθώντας στη συγκομιδή των κηπευτικών, στο “Μέτωπο Εργασίας”. Οι πρώτοι βομβαρδισμοί της Μόσχας σφυροκοπούν την καρδιά και τη συνείδηση της Ζόγιας, που ασφυχτιά και δεν ικανοποιείται από τη μέχρι τώρα συμμετοχή της. Υποβάλλει αίτημα να γίνει μάχιμη και με πείσμα καταφέρνει να γίνει μέλος της επίλεκτης ομάδας χιλίων κομσομόλων σαμποτέρ.

Από το σημείο αυτό η διήγηση της μητέρας χάνει το νοσταλγικό της οίστρο, η οδύνη την οδηγεί σε μια ιδιότυπη μορφή “αποστασιοποιημένης” γραφής, σα να παρακολουθεί την αναπόδραστη ηρωική πορεία του σπλάχνου της. Ζώντας στιγμές τραγικής ειρωνείας, μαθαίνει καθυστερημένα πως η ηρωική κομσομόλα “Τάνια”, για την οποία έγραψε συνταρακτικό άρθρο στην Πράβντα ο πολεμικός ανταποκριτής Λίντοφ και μιλούσε το ραδιόφωνο, το πρόσωπο της κοπέλας με τη θηλιά στο λαιμό που συγκλόνισε το σοβιετικό λαό, ήταν το κοριτσάκι της. Την παραδίνει στην ιστορία και αποτραβιέται σεμνά αφήνοντας τον αναγνώστη να ψηλαφίσει νοερά τα τραγικά ντοκουμέντα, να θαυμάσει το μεγαλείο της ψυχής της Ζόγιας στα απανωτά «Όχι, δε λέω» κατά την ανάκριση, να πονέσει από τη βαρβαρότητα των ανείπωτων μαρτυρίων που υποβλήθηκε το νεαρό της κορμί όσο ζούσε, αλλά και μετά το θάνατό της, να θρηνήσει και ταυτόχρονα να μισήσει το φασισμό. Ένα χρόνο αργότερα, τον Οχτώβρη του ΄42, δημοσιεύτηκαν στην Πράβντα πέντε φωτογραφίες, που βρέθηκαν στο πτώμα ενός χιτλερικού αξιωματικού. Ήταν από τις τελευταίες στιγμές της Ζόγιας… Η συγγραφέας-μάνα αφήνει να της ξεφύγει για λίγο, δικαιολογημένα, ο λυγμός: «Αυτός που θα διαβάσει αυτό το βιβλίο ας προσέξει σε αυτήν την απαίσια γερμανική φωτογραφία το πρόσωπο της Ζόγιας. Και θα ιδεί πως νικητής είναι η Ζόγια. Οι φονιάδες είναι πτώματα μπροστά της. Με το μέρος της είναι ό,τι πιο ανώτερο, υπέροχο, ιερό, ανθρωπιστικό, όλη η αλήθεια και η καθαρότητα του κόσμου. Αυτά δεν πεθαίνουν. Ενώ αυτοί, αυτοί δεν έχουν τίποτα το ανθρώπινο. Αυτοί δεν είναι άνθρωποι, ούτε θηρία, είναι φασίστες…».

Ο ηρωισμός της 18χρονης Κομσομόλας ξεπέρασε σε σύντομο διάστημα τα όρια της Σοβιετικής Ένωσης. Διαπέρασε ακόμα και τα κελιά των κρατούμενων αγωνιστών, όπως του Ναζίμ Χικμέτ, στην Τουρκία. Το 1945, διαβάζοντας μεταφρασμένο άρθρο γαλλικής εφημερίδας, ο ποιητής συγκλονίζεται και την ίδια μέρα γράφει ποίημα για την “Τάνια”, τραγουδώντας στo έργο του Ανθρώπινα τοπία τη γυναίκα, αδερφή, συντρόφισσα, που κόσμησε το “τοπίο” της ανθρωπότητας με το μεγαλείο της ψυχικής και σωματικής της αντοχής.[4]

Στις μέρες μας, μετά τις ανατροπές, οι ρωσικές κυβερνήσεις προσπάθησαν αρχικά ν’ αποδομήσουν το ηθικό εκτόπισμα της ηρωικής στάσης της κομσομόλας Ζόγιας, να την παρουσιάσουν ως «τίμια πατριώτισσα», ως μια νέα Ζαν ντ’ Αρκ, σύμφωνα με τη γενικευμένη πλέον ταχτική της οικειοποίησης των σοβιετικών επιτευγμάτων από την καπιταλιστική εξουσία. Να αμβλύνουν και να μειώσουν την αίγλη, την κινητήρια δύναμη των κομμουνιστικών ιδεών, αποκαθηλώνοντας μνημεία δόξας και τιμής. Στο 201ο σχολείο της Μόσχας, όπου φοίτησαν τα αδέλφια Κοσμοντεμιάνσκι, οι τέσσερις αίθουσες, που αποτελούσαν το μουσείο προς τιμή τους, συρρικνώθηκαν σε μία. Τουλάχιστον τρεις φορές έχει μεταφερθεί στην οθόνη η ιστορία της Ζόγιας. Η σύγχρονη εκδοχή έχει απαλείψει την ξεκάθαρη ιδεολογική-πολιτική στράτευση των αδερφιών.

Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί πώς η αποκαθήλωση ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, αμέσως μετά το θάνατο του Στάλιν. Το παρόν βιβλίο αποτελεί μια αδιάψευστη μαρτυρία για τη σταδιακή αποϊδεολογικοποίηση που συντελούνταν στην ΕΣΣΔ, στη δεκαετία του ‘60. Στα χρόνια της πρώτης, αυτούσιας μετάφρασης του βιβλίου, που έχουμε στα χέρια μας, δεν έχουν “λογοκριθεί” τα τρία κεφάλαια που αναφέρονται στο Στάλιν, την αποδοχή που είχε στον κόσμο και τον λόγο του στις 7/10/41, στην επέτειο της Οxτωβριανής Επανάστασης. Κάτι που έγινε στις μεταγενέστερες εκδόσεις. και επομένως η παρούσα έκδοση έχει και ιστορική βαρύτητα. Η συνειδητή  αυτή “επέμβαση” στέρησε από το έργο την ουσία της λυσσαλέας και απάνθρωπης συμπεριφοράς των ναζιστών. Ήξεραν πως έχουν να κάνουν με συνειδητοποιημένο πολιτικό τους εχθρό. Δεν είναι τυχαία τα ερωτήματα που της έκαναν για το πού βρίσκεται ο Στάλιν, αν δηλαδή βρίσκεται ακόμα στη Μόσχα ή σε άλλη πόλη – μια πληροφορία που μόνο από κομματικά στελέχη και μέλη μπορούσαν να περιμένουν ότι θα το γνώριζαν. Η σθεναρή απάντηση της Ζόγιας ( – Ο Στάλιν είναι στη θέση του!) και τα τελευταία θαρραλέα λόγια της την ώρα του απαγχονισμού: (- Γειά σας σύντροφοι! Πολεμάτε τους, μη φοβάστε. Μαζί μας είναι ο Στάλιν!), δεν μπόρεσε να τα λεκιάσει τελικά όμως καμιά “επέμβαση”.

Το βιβλίο αυτό αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα της τιτάνιας δύναμης της ανθρώπινης ψυχής, όταν την εμπνέουν υψηλά ιδανικά. Κοντά στη Ζόγια, μας έρχονται στο νου οι απαντήσεις της Ηλέκτρας Αποστόλου στους βασανιστές της Ελληνικής Γκεστάπο, τα πύρινα λόγια πριν την εκτέλεση της Βαγγελίτσας Κουσιάντζα, της Αθηνάς Μπενέκου και αμέτρητων ηρωίδων και ηρώων που κόσμησαν και κοσμούν το πανανθρώπινο  τοπίο. Οι φλόγες της αλήθειας των λόγων τους ειπωμένες σε διαφορετικές γλώσσες ηχούν το ίδιο όμορφα και δονούν τη σκέψη και την ψυχή. Τα λόγια του σαιξπηρικού Άμλετ (- «Γεια σου , γεια σου και να μη με ξεχνάς»), με τα οποία τελείωνε το νεανικό ημερολόγιο της Ζόγιας, έρχονται κοντά μας μέσα από το γνώριμο, οικείο και τρυφερό θρόισμα των στίχων του Γιάννη Ρίτσου: «Να με θυμάστε»…

Προδημοσίευση από το περιοδικό Θέματα Παιδείας, τεύχος 65-68

_______________________________________________________________________

[1] Στη διάρκεια του αγώνα του ΔΣΕ, από τις εκδόσεις “Σταλινική Γενιά” (Νοέμβρης 1948), στη θεματική ενότητα “Ήρωες Κομσομόλοι κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο”, κυκλοφόρησαν για τη Ζόγια Κ. δύο διηγήματα των Π. Σκόσιρεβ και Κ. Φιν αντίστοιχα. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το βιβλίο Το μίσος, σε μετάφραση Χ. Δημητρίου, που αναφερόταν στη Ζόγια.

[2] Ο πιλότος Αλεξέι Μερέσιεφ (1916-2001) τιμήθηκε με τη διάκριση του Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης κατά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Από τις πρώτες μέρες του πολέμου με το καταδιωχτικό αεροπλάνο του κατάφερε μεγάλες απώλειες στους Γερμανούς. Το 1942 στη διάρκεια αερομαχίας τραυματίστηκε βαριά. έπαθε γάγγραινα και οι γιατροί έκοψαν και τα δυο πόδια του κάτω από το γόνατο. Με απίστευτο πείσμα και θέληση όχι μόνο ξαναπερπάτησε, αλλά ξαναμπήκε σε καταδιωχτικό συνεχίζοντας τη μαχητική του δράση.

[3]Νικολάι Γκ. Τσερνισέφσκι (1828-1889): σημαντική προεπαναστατική μορφή του ουτοπικού και επιστημονικού σοσιαλισμού. Πολέμιος της απολυταρχίας ο Τσερνισέφσκι εξορίστηκε και φυλακίστηκε εξαιτίας των ριζοσπαστικών του ιδεών. Το πιο γνωστό και πολυδιαβασμένο του μυθιστόρημα ήταν το Τι να κάνουμε, όπου μέσα από τη στάση ζωής ενός νέου ζευγαριού, που ζούσε από την εργασία του και οργάνωνε σε νέες βάσεις τη ζωή του, με τρόπο απλό και κατανοητό προπαγανδίζονταν οι σοσιαλιστικές ιδέες.

[4] To ποίημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά μεταφρασμένο στα ελληνικά στο περιοδικό μας Θέματα Παιδείας, τεύχ.53-56, σσ.295-301.