Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μάρκος Αυγέρης: Έτσι συντόνισα το βήμα μου με το βήμα της Ιστορίας

Σαν σήμε­ρα 8 Ιου­νί­ου 1973 πέθα­νε ο κομ­μου­νι­στής συγ­γρα­φέ­ας, ποι­η­τής και κρι­τι­κός Μάρ­κος Αυγέ­ρης. Με αυτή την αφορ­μή ανα­δη­μο­σιεύ­ου­με από τα Άπα­ντά του αυτο­βιο­γρα­φι­κό σημείωμα:

Παρου­σιά­στη­κα στα ελλη­νι­κά γράμ­μα­τα εκεί γύρω στα είκο­σι μου χρό­νια. O εξο­πλι­σμός μου ήταν από τότε μια ποι­κί­λη παι­δεία αρχαία, νεο­ελ­λη­νι­κή και ξένη. H σκέ­ψη μου ήταν βαθιά επη­ρε­α­σμέ­νη από την ευρω­παϊ­κή λογο­τε­χνία. Μα αυτή την ευρω­παϊ­κή σκέ­ψη ήθε­λα να την ενσαρ­κώ­σω σ’ εθνι­κές μορ­φές, να ντύ­σω την ευρω­παϊ­κή και συγ­χρο­νι­σμέ­νη αντί­λη­ψη μου μ’ ελλη­νι­κό ένδυ­μα. Αυτή ήταν ή αισθη­τι­κή μου. Και στην αρχή του στα­δί­ου μου, μέσα στην πρώ­τη δεκα­ε­τία του αιώ­να τού­το επι­δί­ω­ξα να πετύ­χω. Να συν­θέ­σω μια ποί­η­ση σύγ­χρο­νη με τα μοτί­βα του δημο­τι­κού τρα­γου­διού και των λαϊ­κών μορ­φο­πλα­σιών, να συνε­χί­σω την παρά­δο­ση μ’ έναν τρό­πο μοντέρ­νο, συγ­χρο­νί­ζο­ντας την με τις νέες ποι­η­τι­κές αντι­λή­ψεις και με το νέο πνεύ­μα. Τη επι­δί­ω­ξη μου αυτή τη δοκί­μα­σα με την πρώ­τη ποί­η­ση μου, με τη «Βάβω την Τασιά» (στο Νου­μά 1904), με το τρα­γού­δι «Του Μπέη με τον ταμπού­ρά» (Ηγη­σώ 1907), με «Το τρα­γού­δι της Πλη­βεί­ας» την ίδια επο­χή και με άλλα.

Την ίδια επο­χή (1904) έγρα­ψα κι ένα κοι­νω­νι­κό δρά­μα, πού παί­χτη­κε από τή Νέα Σκη­νή του Κώστα Χρη­στο­μά­νου. Η Ιδέα του ήταν η σύγκρου­ση του ελεύ­θε­ρου άτο­μου με μια κοι­νω­νία καθυ­στε­ρη­μέ­νη, που την κυβερ­νούν οι προ­λή­ψεις και τα παλιά ταμπού. Αυτό το δρά­μα χάθηκε.

Γενι­κά η αισθη­τι­κή μου αντα­πο­κρι­νό­ταν στην Ιδε­ο­λο­γία μου. Ήμουν φανα­τι­κά φιλε­λεύ­θε­ρος και  πατριώ­της, και σύμ­φω­να με το πνεύ­μα του δημο­τι­κι­σμού στην εξόρ­μη­ση του, ο λαός με τη γλώσ­σα του και τις λαϊ­κές δημιουρ­γί­ες του ήταν η μεγά­λη σχο­λή για όλους μας.  Ήμουν δια­φω­τι­σμέ­νος και με πάθος δημο­τι­κι­στής από τα σχο­λι­κά μου χρόνια.

Μετεί­χα ζωη­ρά σ’ όλες τις κοι­νω­νι­κές και πολι­τι­κές περι­πέ­τειες, στους γλωσ­σι­κούς αγώ­νες, στις φιλε­λεύ­θε­ρες πολι­τι­κές εκδη­λώ­σεις και στην Ιστο­ρι­κή ανα­τα­ρα­χή του 1909.  Ήμουν ενθου­σιώ­δης οπα­δός της μεταρ­ρυθ­μι­στι­κής κίνη­σης, πού είχε ανα­λά­βει τότε ο Στρα­τιω­τι­κός Σύν­δε­σμος. Περί­με­να πολ­λά απ’ αυτή την κίνη­ση, όμως οι προσ­δο­κί­ες μου δεν πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν. Παρ’ όλες τις αδυ­να­μί­ες της η κίνη­ση αυτή απο­τέ­λε­σε σημα­ντι­κή στρο­φή για την πολι­τι­κή μας ζωή.

Αργό­τε­ρα άλλα­ξαν οι αντι­λή­ψεις μου γιέ την πνευ­μα­τι­κή μας πορεία. Ένοιω­σα πως η ποί­η­ση με τα στοι­χεία της δημο­τι­κής παρά­δο­σης μπο­ρού­σε μόνο σ’ έναν περιο­ρι­σμέ­νο κύκλο θεμά­των να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί αισθη­τι­κά γόνι­μα. Νέα ισχυ­ρά ρεύ­μα­τα ιδε­ών έμπαι­ναν στην πνευ­μα­τι­κή μας ζωή από τον ευρω­παϊ­κό χώρο κι’ έδι­ναν νέους προ­σα­να­το­λι­σμούς στην τέχνη μας. Μα κι η ζωή μου στο μετα­ξύ άλλα­ξε γρή­γο­ρα. Στον τόπο μας με το βενι­ζε­λι­σμό παρα­τη­ρή­θη­κε μια γρή­γο­ρη ανορ­θω­τι­κή άνο­δο. Μια λιγό­χρο­νη εθνι­κή ευφο­ρία παρα­τη­ρή­θη­κε σ’ όλα μας τα φανε­ρώ­μα­τα, πού είχε σαν απο­τέ­λε­σμα να εμφα­νι­στεί ένα ισχυ­ρό αισιό­δο­ξο ρεύ­μα, παν­θεϊ­στι­κό στο χαρα­κτή­ρα του, που για μικρό διά­στη­μα επη­ρέ­α­σε των ποί­η­ση όλων των νέων εκεί­νης της επο­χής. Μα κι η πολι­τι­κή ομα­λό­τη­τα δεν κρά­τη­σε πολύ. Μπή­κα­με σε μια σει­ρά πολέ­μων, από τους βαλ­κα­νι­κούς στον παγκό­σμιο πόλε­μο κι ύστε­ρα στο μικρα­σια­τι­κό, με δια­σπα­σμέ­νο το λαό και με αδιάλ­λα­κτες πολι­τι­κές εχθρό­τη­τες. Εγώ πού στρα­τευό­μουν κάθε τόσο είχα προ­σχω­ρή­σει στο κίνη­μα της Θεσ­σα­λο­νί­κης, όταν τα πολι­τι­κά πάθη είχαν παρο­ξυν­θεί στο έπα­κρο. Ώσπου φτά­σα­με στη μικρα­σια­τι­κή κατα­στρο­φή, μια από τις μεγα­λύ­τε­ρες κατα­στρο­φές της Ιστο­ρί­ας μας.

Κάτω από την τερά­στια εντύ­πω­ση της μεγά­λης Ρωσι­κής Επα­νά­στα­σης από τη μια κι υστέ­ρα κάτω από τίς συνέ­πειες της μικρα­σιά­τι­κης κατα­στρο­φής, πολ­λοί δια­νο­ού­με­νοι και λογο­τέ­χνες,  — κι εγώ μαζί τους — ένοιω­σαν βαθειά πως οι εθνι­κοί σωβι­νι­σμοί και το κατα­κτη­τι­κό πνεύ­μα με τους πολέ­μους ήταν ολέ­θρια για τον πολι­τι­σμό, για τις ανθρώ­πι­νες αξί­ες και Ιδιαί­τε­ρα για τους μικρούς λαούς, όπως ή Ελλά­δα, πού μπο­ρού­σαν να γίνουν βορά των ισχυ­ρών και να εξα­φα­νι­στούν σαν ελεύ­θε­ροι λαοί. Και μόνο αν στε­ρέ­ω­νε ο σοσια­λι­σμός, που ήταν κατά τον πολέ­μων και του κατα­κτη­τι­κού Ιμπε­ρια­λι­σμού, θα μπο­ρού­σαν όλοι να ζήσουν ήσυ­χα και δημιουρ­γι­κά. Με το εργα­τι­κό ελλη­νι­κό κίνη­μα και το σοσια­λι­σμό στην Ελλά­δα άλλα­ξε και στον τόπο μας η κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­κή ατμό­σφαι­ρα. Θεω­ρη­τι­κά είχα από τότε προ­σχω­ρή­σει στα μαρ­ξι­σμό και μ’ αχόρ­τα­στη περιέρ­γεια έπε­σα στη μελέ­τη της μαρ­ξι­στι­κής φιλο­σο­φί­ας. Όμως δεν πήγα πιο πέρα από τον Παπα­να­στά­ση. Αργο­πό­ρη­σα πολύ  να βγά­λω από πάνω μου τις Ιδε­α­λι­στι­κές επι­δρά­σεις. Μόνο με τη δικτα­το­ρία του Μετα­ξά ένοιω­σα πως έπρε­πε να μπω ξανά στη σχο­λή, του λαού και να λάβω μέρος στους αγώ­νες του. Από τό φασι­σμό και το ναζι­σμό, που είχε για πρό­γραμ­μα του την κοσμο­κρα­το­ρία, κιν­δύ­νευαν τα πάντα, οι δημο­κρα­τι­κές κατα­κτή­σεις κι οι ελευ­θε­ρί­ες των λαών, οι ηθι­κές και πνευ­μα­τι­κές αξί­ες, ολό­κλη­ρος ο πολι­τι­σμός. Κιν­δύ­νευε η ίδια η φυσι­κή ύπαρ­ξη των λαών. Δεν υπήρ­χε πια περι­θώ­ριο για καμιά άλλη κοι­νω­νι­κή τοπο­θέ­τη­ση. Ο Κώστας Καρα­γιώρ­γης, που στην αρχή της κατο­χής, ενέρ­γη­σε να γρα­φώ στις δυνά­μεις της Εθνι­κής Αντί­στα­σης„ μ’ έβγα­λε από τη θεω­ρη­τι­κή μου αδρά­νεια. Μπή­κα στις· αγω­νι­ζό­με­νες τάξεις του λαού. Έτσι συντό­νι­σα το βήμα μου με το βήμα της Ιστο­ρί­ας. Μέσα στις τάξεις του λαού γνώ­ρι­σα την ψυχι­κή του έξαρ­ση και την ηθι­κή μέθη του. Σ’ αυτόν τον αγώ­να πήρα πολύ περισ­σό­τε­ρα απ’ όσα έδω­σα. Ή ζωή μου; σαν πνευ­μα­τι­κού άνθρω­που δικαιώ­θη­κε κι* από­κτη­σε νόη­μα. Βέβαια εγώ δεν είχα ατό ενερ­γη­τι­κό μου κανέ­να σπου­δαίο πνευ­μα­τι­κό κεφά­λαιο, όμως θα μπο­ρού­σα να καυ­χη­θώ, όπως ο Αισχύ­λος, πως πολέ­μη­σα στο Μαρα­θώ­να, κι είναι αυτό η μόνη και μεγά­λη μου αρε­τή. Μια τέτοια αρε­τή, να βρε­θεί κανείς και ν’ αγω­νι­στεί μέσα στις φωτει­νές φάλαγ­γες της  ιστο­ρι­κής πρω­το­πο­ρί­ας θα μπο­ρού­σε να δικαιώ­σει τη ζωή κάθε πνευ­μα­τι­κού άνθρω­που, και να κάνει τον ελά­χι­στο να στα­θεί ισό­τι­μος πλάι στο μέγι­στο. Έτσι θα μπο­ρού­σε και για μένα vα γρα­φεί στον τάφο μου «πήρε μέρος στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση» και θάταν αυτό αρκε­τό για την ευθα­να­σία ενός άνθρωπου.

Αυτή η κοι­νω­νι­κή μου έντα­ξη έδω­σε νέα τρο­πή στο πνεύ­μα μου και γονι­μο­ποί­η­σε τη σκέ­ψη μου. Μου απο­κά­λυ­ψε νέες πρω­τό­φα­ντες. πλευ­ρές στην κατα­νό­η­ση του κόσμου. Μπή­κα στον ιστο­ρι­κό διά­λο­γο των και­ρών κι έδω­σα κι  εγώ την υπεύ­θυ­νη από­κρι­ση μου. Οι μελέ­τες, μου που τώρα εκδί­δο­νται στο σύνο­λο τους είναι έργο των τελευ­ταί­ων ετών. Οι παλιές εργα­σί­ες μου είναι δύσκο­λο να βρε­θούν, όπως είναι σκορ­πι­σμέ­νες σε φύλ­λα και περιο­δι­κά μιας εξη­ντα­ε­τί­ας. Δεν κρά­τη­σα κανέ­να σημεί­ω­μα για το πού δημο­σιεύ­τη­καν. Μα δε θ’ άξι­ζαν κιό­λας ν’ ξανα­δη­μο­σιευ­θούν, ιδί­ως η ποί­η­σή μου, που στο μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της, γραμ­μέ­νη σε νεα­ρή ηλι­κία, είναι ανώ­ρι­μη. Όλα όσα τώρα θα κυκλο­φο­ρή­σουν είναι λογο­τε­χνι­κές μελέ­τες για ντό­πιους και ξένους συγ­γρα­φείς και ποι­η­τές. Και με τα Ιδε­ο­λο­γι­κά άρθρα μου γίνε­ται κρι­τι­κή Ιδε­ών, είναι οι φωνές και τα’ αντί­φω­να του και­ρού, όπου ο διά­λο­γος ξετυ­λί­γε­ται πολύ­πλευ­ρα, οι δίψες, οι προσ­δο­κί­ες και τα αίσια αγγέλ­μα­τα του νέου κόσμου, μέσα σ’ αυτά ακού­ε­ται η ανα­τα­ρα­χή του εικο­στού αιώ­να, η πολυάν­θρω­πη διέ­νε­ξη κι οι αντι­θέ­σεις των κόσμων, έτσι όπως περ­νούν από τη συγκι­νη­μέ­νη νόη­ση μου. Αλλά είναι μικρές ή μεγα­λύ­τε­ρες μελέ­τες, δόκι­μες κι άλλα είναι σύντο­μα σημειώ­μα­τα, για τον Παλα­μά, το Σολω­μό, τον Κάλ­βο, το Σικε­λια­νό, το Σεφέ­ρη, τον Καζαν­τζά­κη. Για τα σημειώ­μα­τα μου απά­νω στο Βάρ­να­λη κι άλλους ανα­γνω­ρί­ζω πως τους χρω­στώ πιο στη­ριγ­μέ­νες κι ολο­κλη­ρω­μέ­νες εξη­γή­σεις. Κάποιες από­ψεις και για μερι­κούς μεγά­λους ξένους τεχνί­τες, όπως λόγου χάρη, για το Ντο­στο­γιέφ­σκι, τον Τολ­στόι, τον Τσέ­χωφ, τω Μπαλ­ζάκ, τον Τ.Σ. Ελιοτ και μικρό­τε­ρα σημειώ­μα­τα για άλλους, μαζί με τα ιδε­ο­λο­γι­κά άρθρα μου, θ’ απο­τε­λέ­σουν το υλι­κό των τριών τόμων, που τώρα τοι­μά­ζε­ται η έκδο­σή τους.

Για τη σημε­ρι­νή λογο­τε­χνία των νέων αφιέ­ρω­σα ως τώρα μερι­κά βιβλιο­κρι­τι­κά σημειώ­μα­τα, πού δεν είναι ούτε πολ­λά ούτε επαρ­κή για να τους χαρα­κτη­ρί­σουν. Για ν’ αντι­με­τω­πί­σει κανείς σοβα­ρά αυτό το θέμα θα χρειά­ζο­νταν πλα­τειές μελέ­τες κι επι­με­λη­μέ­νες εργα­σί­ες για να επι­ση­μά­νει και ανα­δεί­ξει τον πλού­το των άξιων που φέρ­νουν στα γράμ­μα­τα μας. Γενι­κά νομί­ζω πως η λογο­τε­χνία των νέων και στην πεζο­γρα­φία και στην ποί­η­ση, σχε­τι­κά με πολ­λά έργα των παλιών, βρί­ζε­ται και κινεί­ται σε ψηλό­τε­ρα επί­πε­δα. Η αφη­γη­μα­τι­κή τεχνι­κή παρου­σιά­ζε­ται προηγ­μέ­νη από πολ­λά χρό­νια τώρα. Μα η ποί­η­ση των νέων απο­τε­λεί μια ολό­τε­λα νέα παρου­σία και νέα προ­σφο­ρά στον ελλη­νι­κό ποι­η­τι­κό λόγο. Είναι πρω­τό­τυ­πη, συχνά μεγά­λη, μ’ εξαι­ρε­τι­κή εκφρα­στι­κή δύνα­μη κι έντο­νο δρα­μα­τι­κό χαρα­κτή­ρα. Αισθη­τι­κά μπο­ρεί να στα­θεί πλάι στην καλύ­τε­ρη σημε­ρι­νή ποί­η­ση σε παγκό­σμια σύγκρι­ση, και με την πιο ζωτι­κή Ιδε­ο­λο­γία και των πλα­τύ­τε­ρο ουμα­νι­σμό πού έχει εκφρά­σει ή ποί­η­ση ως τώρα.

 

(Από τα Απα­ντα Μάρ­κου Αυγέ­ρη, Εκδό­σεις Νέα Τέχνη, 1964

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο