Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η ποίηση ως φάρμακο και ασθένεια (αφιέρωμα)

Σχό­λιο – επι­λο­γή ποι­η­μά­των: Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Πολ­λοί κι ιδιαί­τε­ρα αντι­φα­τι­κοί είναι οι ορι­σμοί της Ποί­η­σης, δεν θα ανα­λύ­σου­με εδώ τους λόγους, και ιδιαί­τε­ρα όταν έχουν να κάνουν με εκεί­νη την Ποί­η­ση που σχε­τί­ζε­ται με τα ανθρώ­πι­να πάθη και τις κοι­νω­νι­κές καταστάσεις.

Για άλλους η Ποί­η­ση δεν είναι τίπο­τα άλλο από μία τέχνη σαν όλες τις άλλες τέχνες, με τις δικές τις ιδιαί­τε­ρες δια­δι­κα­σί­ες και για άλλους μια τέχνη που παράλ­λη­λα είναι το φάρ­μα­κο αλλά και η ίδια η ασθέ­νεια για τα ανθρώ­πι­να πάθη. Αυτό το ορι­σμό, αυτή την εικό­να αν θέλε­τε, εξε­τά­ζου­με στο σημε­ρι­νό μας αφιέ­ρω­μα παρα­θέ­το­ντας ποι­ή­μα­τα εκλε­κτών Ελλή­νων ποι­η­τών. (1)

Για αρχή, ο Καβά­φης έχει το λόγο:

Μελαγ­χο­λία του Ιάσω­νος Κλε­άν­δρου ποι­η­τού εν Κομ­μα­γη­νή• 595 μ.Χ 

Το γήρα­σμα του σώμα­τος και της μορ­φής μου

είναι πλη­γή από φρι­κτό μαχαίρι.

Δεν έχω εγκαρ­τέ­ρη­σι καμιά.

Εις σε προ­στρέ­χω Τέχνη της Ποιήσεως,

που κάπως ξέρεις από φάρμακα•

νάρ­κης του άλγους δοκι­μές, εν Φαντα­σία και Λόγω.

 

Είναι πλη­γή από φρι­κτό μαχαίρι. —-

Τα φάρ­μα­κά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,

που κάμνου­νε —- για λίγο —- να μη νοιώ­θε­ται η πληγή.

Κ.Π.Καβάφης (1921)

 

Εδώ λοι­πόν γεν­νιού­νται, φυτρώ­νουν τα πρώ­τα ερω­τή­μα­τα: κι αν η ποί­η­ση είναι το φάρ­μα­κο, που όμως δεν προ­σφέ­ρει την ίαση αλλά απλώς ανα­κου­φί­ζει από την ενό­χλη­ση κι από τον πόνο,  ποια μπο­ρεί να είναι η ασθένεια;

Το γήρας; Η αδρά­νεια; Ο θάνα­τος που έρχε­ται στη μορ­φή αλλά όχι στο πνεύ­μα, στις επι­θυ­μί­ες ή έστω στα κατα­πιε­σμέ­να συναι­σθή­μα­τα και στις ανά­γκες μας; Όλα μαζί;

Κι αν η Ποί­η­ση δεν είναι το φάρ­μα­κο αλλά μια αυτα­πά­τη, ένα ψέμα; Κι αν η Ποί­η­ση είναι μια ακό­μα ανά­γκη μας που όταν δεν ικα­νο­ποιεί­ται οδη­γεί στην Μελαγ­χο­λία, που σαν μαχαί­ρι στρέ­φε­ται ενά­ντια σε αυτόν που την αγάπησε;

Μαχαί­ρι, να ποιός ήταν ο τίτλος που δόθη­κε στην πρώ­τη γρα­φή (1918) στο παρα­πά­νω ποί­η­μα του Καβά­φη. Αλλά, μην ξεχνά­με, υπάρ­χει κι ο Καρού­ζος. Ας δού­με τι έχει να μας πει:

Διε­ρώ­τη­ση για να μην κάθο­μαι άνεργος

Ποτέ στ’ αλή­θεια δεν το ‘μαθα

τι είναι τα ποιήματα

Είναι πλη­γώ­μα­τα

ειν’ ομοιώ­μα­τα

φενά­κη

φρε­να­πά­τη;

 

Φρε­νά­ρι­σμα ίσως;

ταρα­χώ­δη κύματα;

τι είναι τα ποιήματα;

Είν’ εκδο­ρές απλά γδαρσίματα;

είναι σκα­ψί­μα­τα;

Είναι ιώδιο; είναι φάρμακα;

είναι γάζες επίδεσμοι

παρη­γο­ριά ή διαλείμματα;

Πολ­λοί τα βαλ­σα­μώ­νουν ως μηνύματα.

Εγώ τα λέω ενθύ­μια φρίκης.

 

Κι αν τα ποι­ή­μα­τα είναι ενθύ­μια φρί­κης, μήπως η Ποί­η­ση είναι μια φρι­κια­στι­κή, μια απε­χθής δια­δι­κα­σία; Αν ναι, τότε για­τί γρά­φει ο Καρού­ζος, για­τί γρά­φουν οι ποι­η­τές ή όσοι νομί­ζουν πως είναι ποιητές;

Πολ­λά τα ερω­τή­μα­τα, πολ­λές κι οι απα­ντή­σεις. Πολ­λά και τα… αντι­κλεί­δια, για να ανοί­ξου­με μια διέ­ξο­δο μέσα στο πρό­βλη­μα, όπως μας υπεν­θυ­μί­ζει ο Γιώρ­γος Παυ­λό­που­λος:

 

Τα αντι­κλεί­δια

Η Ποί­η­ση είναι μια πόρ­τα ανοιχτή.

Πολ­λοί κοι­τά­ζουν μέσα χωρίς να βλέπουν

τίπο­τα και προ­σπερ­νού­νε. Όμως μερικοί

κάτι βλέ­πουν, το μάτι τους αρπά­ζει κάτι

και μαγε­μέ­νοι πηγαί­νου­νε να μπουν.

Η πόρ­τα τότε κλεί­νει. Χτυ­πά­νε μα κανείς

δεν τους ανοί­γει. Ψάχνου­νε για το κλειδί.

Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη

και τη ζωή τους κάπο­τε χαλά­νε μάταια

γυρεύ­ο­ντας το μυστι­κό να την ανοίξουν.

Φτιά­χνουν αντι­κλεί­δια. Προσπαθούν.

Η πόρ­τα δεν ανοί­γει πια. Δεν άνοι­ξε ποτέ

για όσους μπό­ρε­σαν να ιδούν στο βάθος.

Ίσως τα ποι­ή­μα­τα που γράφτηκαν

από τότε που υπάρ­χει ο κόσμος

είναι μια ατέ­λειω­τη αρμα­θιά αντικλείδια

για να ανοί­ξου­με την πόρ­τα της Ποίησης.

 

Μα η Ποί­η­ση είναι μια πόρ­τα ανοιχτή.

 

Αλλά εάν η Ποί­η­ση είναι μια πόρ­τα ανοι­χτή για­τί εμείς δεν τολ­μά­με να δια­σχί­σου­με το κατώ­φλι παρά μένου­με απ’ έξω σαν έφη­βος στο πρώ­το του ερω­τι­κό ραντε­βού; Ίσως βέβαια η Ποί­η­ση να είναι μια “κραυ­γή έξω απ’ τον πόνο”, άρα και τα πάθη, τα λάθη ή τις ασθέ­νειες, όπως μας παρα­θέ­τει ο Βύρων Λεο­ντά­ρης (Τις λέξεις κουρ­τα­λώ και δε μου ανοί­γουν, Εν γη αλμυ­ρά (1996):

 Τις λέξεις κουρ­τα­λώ και δε μου ανοίγουν
για­τί πια δεν τις κατοι­κούν τα βάσα­νά μας.
Τις εγκα­τέ­λει­ψαν σάμπως να επί­κει­ται σει­σμός ή έκρηξη.
Ανά­σα και χει­ρο­νο­μιά καμ­μιά μέσ’ στα αδεια­νά φωνήεντα
κι ούτε ένα τρί­ξι­μο απ’ τα σύμφωνα
και μήτε τρέ­μι­σμα κορ­μιού ή κεριού
και μήτε σάλε­μα σκιών στους τοίχους.

Ο κόσμος μετα­κό­μι­σε στο απάνθρωπο
βολεύ­τη­κε σ’ αυτή την προσφυγιά
πήρε μαζί του για εικο­νί­σμα­τα φωτο­γρα­φί­ες δημίων
όργα­να βασα­νι­στη­ρί­ων για φυλαχτά
μιλά­ει μόνο με σήματα
μέσ’ στην οχλα­γω­γία της ερημιάς
στις φαντα­σμα­γο­ρί­ες του τίποτε.

Έτσι κι εμείς αδειάσαμε
και μας ψεκά­σαν με αναισθητικό
έτσι που απο­ξε­νω­θή­κα­με απ’ τον πόνο
— αυτό δα είναι κι αν είναι αποξένωση… —
κι η ποί­η­ση έγι­νε κραυ­γή έξω απ’ τον πόνο.
Σμι­λεύ­ου­με σμι­λεύ­ου­με πληγές
σκα­ρώ­νο­ντας μνη­μεία και μπιμπελό
Αλλά το τρο­με­ρό καραδοκεί

 

Ίσως πάλι Ποί­η­ση να μην είναι τίπο­τα από όλα τα παρα­πά­νω (ή και να είναι όλα μαζί, ποιος ξέρει)παρά μόνο η εικό­να, η κατά­στα­ση που μας δίνει ο Αργύ­ρης Χιό­νης στο ποί­η­μα που ακο­λου­θεί και με το οποίο θα κλεί­σου­με το αφιέ­ρω­μά μας:

Δ’ [Κού­φιον γαρ χρήμα] 

 

Η ποί­η­ση πρέ­πει να ‘ναι

Ένα ζαχα­ρω­μέ­νο βότσαλο

Πάνω που θα’ χεις γλυκαθεί

Να σπας τα δόντια σου.

 

(Τύποι ήλων, 1978)

 _____________________________

Παρα­πο­μπές:

 

  • Η Ποί­η­ση, η ασθέ­νεια (ψυχι­κή ή σωμα­τι­κή), η δια­κει­με­νι­κή τους επι­κοι­νω­νία και το πώς χει­ρί­ζο­νται οι ποι­η­τές τη δική τους νόσο ή των άλλων, ακό­μα και τα ποι­ή­μα­τα για για­τρούς κι ασθέ­νειες, είναι άλλη μία παρά­με­τρος που μπο­ρού­με να δού­με σχε­τι­κά με το θέμα μας αλλά που πάει μακρύ­τε­ρα από τους στό­χους αυτού του αφιε­ρώ­μα­τος. Ενδει­κτι­κά μόνο θα ανα­φέ­ρου­με κάποιους ποι­η­τές και ποι­ή­τριες που ασχο­λή­θη­καν με το ζήτη­μα: Γεώρ­γιος Βιζυ­η­νός, Ρώμος Φιλύ­ρας, Κώστας Καρυω­τά­κης, Κατε­ρί­να Γώγου, Νικό­λας Άσι­μος, Λευ­τέ­ρης Πού­λιος κ.α. όπως παρα­θέ­τει κι η Παυ­λί­να Μάρ­βιν σε σχε­τι­κή δημο­σί­ευ­ση (Στί­χοι αντι­μέ­τω­ποι με τη νόσο, Bookpress.gr, 2/3/2012)
  • Τα ποι­ή­μα­τα του συγκε­κρι­μέ­νου αφιε­ρώ­μα­τος προ­έρ­χο­νται από… χει­ρό­γρα­φες αντι­γρα­φές ποι­η­μά­των που πραγ­μα­το­ποί­η­σα ως ασθε­νής τον Μάρ­τιο και τον Απρί­λιο του 2012 στο Λαϊ­κό Νοσο­κο­μείο Αθηνών. 
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο