Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Άμα σε στουμπίσω στο γουδί θα σε κάνω σκορδαλιά»

 Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος //

Η λαϊ­κή αυτή ρήση  ειπώ­θη­κε πρό­σφα­τα και αμέ­σως όμως κατα­λά­για­σε και εγκα­τα­στά­θη­κε στο λεξι­λό­γιο των χωρι­κών. Είναι μάλ­λον κραυ­γή αγανάκτησης!

Έχου­με λοι­πόν και λέμε: «Ειπώ­θη­καν ψέμα­τα που ντρά­πη­καν και τα ίδια. Μιας και δεν ντρά­πη­καν τα στό­μα­τα που τα λέγαν…».  Μ. Λουντέμης

Το στού­μπι­σμα αφο­ρά το κτύ­πη­μα με στού­μπο, με κόπα­νο, με «δάρ­τι».  Στου­μπί ή και στού­μπος σημαί­νει και η πέτρα που μπο­ρεί να σηκώ­σει κάποιος με το ένα χέρι και να την πετά­ξει (να ρίξει μια στου­μπιά), «του ‘ριξε μια στου­μπιά». Το χρη­σι­μο­ποιούν και για το στού­μπι­σμα του χοντρού αλα­τιού. Ακό­μα στου­μπάω (στ’μπάω) σημαί­νει στου­μπί­ζω, χτυ­πώ με στού­μπο ή με κόπα­νο ή με γου­δο­χέ­ρι ή αλω­νί­ζω το σιτά­ρι με δάρ­τια ή σπά­ζω καρύ­δια, μύγδα­λα κλπ. ή σκο­τώ­νω.  «Tον στούμπ’σε τον λαγό».

Όλα αυτά τα βάζω στο μυα­λό μου και αντρα­λί­ζο­μαι για­τί παράλ­λη­λα θυμά­μαι και τις δηλώ­σεις πολ­λών πολι­τι­κών ανδρών. Ο ένας «πρό­σφυ­γας» κατά δήλω­σή του,  ενώ δεν τον είχε απο­κό­ψει από το γάλα η μάνα του, (παι­δά­κι έξι μηνών), άρα και «Μέγας Επα­να­στά­της», ο άλλος  «ανώ­τε­ρες σπου­δές», ο παρα­άλ­λος «έχει το παι­δί στην ξενι­τιά για σπου­δές» και γι αυτό «μετέ­φε­ρα κάποια από τα χρή­μα­τά μου για περί­πτω­ση ανά­γκης, επει­δή είχα παι­δί στο εξω­τε­ρι­κό». Τα θυμά­μαι και με βαρά­ει κατα­κρί­κε­λα ο συνειρ­μός. Η «ρου­φιά­να» η ξενι­τιά, πόσα και πόσα παι­δά­κια έφαγε!

Όλοι, κατα­τα­λαι­πω­ρη­μέ­νοι και στου­μπι­σμέ­νοι από την ξενι­τιά. Πώς να το κάνου­με όλοι τους συν­θέ­τουν το εθνι­κό δρά­μα.  «Ξενι­τε­μέ­να μου που­λιά». O εθνι­κός ύμνος της Ηπεί­ρου. Τότε και τώρα. Παι­διά και παι­δά­κια να δουν τα μάτια σας που κατσιάρ­τι­σαν για το εξω­τε­ρι­κό. Και στο παρελ­θόν, αλλά και τώρα. Από την μετα­νά­στευ­ση του χθες, στην μετα­νά­στευ­ση του σήμε­ρα. Και είναι αλή­θεια πως, όταν η ιστο­ρία επα­να­λαμ­βά­νε­ται, είναι τρα­γω­δία. Κι αυτή την τρα­γω­δία την έφκια­ξαν (τη συνέ­θε­σαν κατά τους σπου­δαγ­μέ­νους εις Εσπε­ρί­αν συγκε­κρι­μέ­νοι. Και πού θα πάνε. Οσο­νού­πω θα τους μου­στρί­σουν…), αλλά δεν την γεύ­ο­νται αυτοί. Η ξενι­τιά, η τσί­πα και η γάνα αφο­ρά άλλους…

«Στα ξένα δε δρο­σί­ζει το νερό, και το ψωμί πικραίνει!».
Η ξενι­τιά. Τότε και Τώρα. Την έζη­σε την ξενι­τιά η Ήπει­ρος και, δυστυ­χώς, τη ζει ακό­μα. Τζου­μερ­κιώ­της είμαι, ξέρω καλά πως η ξενι­τιά, για πολ­λούς αιώ­νες, απο­τέ­λε­σε βασι­κό στοι­χείο και γνώ­ρι­σμα της ψυχι­κής και κοι­νω­νι­κής ζωής των Τζου­μερ­κιω­τών και, φυσι­κά, όλων των Ηπει­ρω­τών. Οι περισ­σό­τε­ρες Τζου­μερ­κιώ­τι­κες οικο­γέ­νειες ‑αν δεν είχαν μετα­να­στεύ­σει μέσα και έξω- είχαν για πολ­λούς μήνες τους άντρες στο ταξί­δι. Κάθε Μάρ­τη, ο αρχη­γός της οικο­γέ­νειας ήταν έρμαιο μιας σκλη­ρής και αδυ­σώ­πη­της μοί­ρας: να απο­χω­ρί­ζε­ται τα αγα­πη­μέ­να του πρό­σω­πα και να ξενι­τεύ­ε­ται, για να δου­λέ­ψει και να τους εξα­σφα­λί­σει τα ανα­γκαία για τη ζωή.

Όταν τα  άκου­σε όλα αυτά ο μπάρ­μπα Μήτρος, γνή­σιος και ατό­φιος Τζου­μερ­κιώ­της, έξυ­σε το κεφά­λι του και σαν να απο­λο­γού­νταν: «Τους κατα­λα­βαί­νω, τους κατα­λα­βαί­νω απα­ξά­πα­ντας… Το ξέρου­με, το ξέρου­με. Εκα­τομ­μύ­ρια παι­διά μετα­νά­στες. Τότε και τώρα… Από μανού­λες βγή­καν. Κάποια μάνα κοι­λο­πό­νε­σε. Δεν βγή­καν από κατσα­ρό­λες… Ό,τι και να μού λένε, εμέ­να δεν φεύ­γει από το μυα­λό μου αυτό που έζη­σα παι­δά­κι. Ήταν η επο­χή που μας επι­σκέ­φτη­καν εκπρό­σω­ποι δια­φό­ρων εται­ρειών, οι οποί­οι «πρα­κτό­ρευαν» τη μετα­νά­στευ­ση. Συγκέ­ντρω­σαν στην πλα­τεία του χωριού μου πάνω από πενή­ντα χωρια­νούς και χωρια­νές, τους έβα­λαν στη γραμ­μή καντα­ρέ­λα και προ­έ­βη­σαν σε υγειο­νο­μι­κή τους εξέ­τα­ση. Θυμά­μαι και ανα­τρι­χιά­ζω… Πρώ­τα πρώ­τα μέτρη­σαν τα δόντια τους. Δεξιά οι/αι μη χρήζοντες/χρήζουσαι οδο­ντια­τρι­κής περί­θαλ­ψης. Αρι­στε­ρά οι/αι οδο­ντια­τρι­κώς προβληματικοί/ές. Κάποιος είπε: “ξεχω­ρί­ζουν τα ζωντα­νά”. Ίσα που δεν τον έφα­γαν οι άλλοι. “Θα έχου­με δου­λειά, θα έρθει χρή­μα, θα ανα­πτυ­χθεί του­ρι­στι­κώς το χωριό μας”. Οι γραμ­μα­τι­ζού­με­νοι το έλε­γαν: “εισ­ροή συναλ­λάγ­μα­τος”. Το ξέρω, αυτά φοβή­θη­καν… Και που λες ο κόσμος έφυ­γε και το συνάλ­λαγ­μα ποτέ δεν ήρθε…Και εμείς, μεγα­λώ­σα­με με το όνει­ρο να φύγου­με απ’ το χωριό, να απο­δρά­σου­με από τη φτώ­χεια και την ανέ­χεια, να στα­μα­τή­σου­με να μανα­ρί­ζου­με τα ζωντα­νά, “να γίνου­με μεγάλ’ και τρανοί”.

Το πώς φύγα­με, ανε­ψιέ, είναι μεγά­λη, μα πολύ μεγά­λη ιστορία.

Θα την πω άλλη φορά. Τώρα θα πω σ’ αυτά τα γκα­φά­λια τα εξής: «Άμα τους αρπά­ξω και τους  στ’(ου)μπίσω  με το γ(ου)δί θα τους κάνουν σκορ­δα­λιά. Ίσως  κοκ­κι­νί­σουν ».  Δεν μίλη­σα. Φοβή­θη­κα μην γίνω εγώ σκορδαλιά.

____________________________________________________

Κατσιαρ­τί­ζω: φεύ­γω , «το σκάω».
Μου­στρί­ζω: τσαλακώνω

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο