Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

“Το μουνί σέρνει καράβια” και “Οὐ παντός ἀνδρός ἐς Κόρινθον ἔσθ’ ὁ πλοῦς”

Οι φρά­σεις «Το μου­νί σέρ­νει καρά­βια» και «Οὐ παντός ἀνδρός ἐς Κόριν­θον ἔσθ’ ὁ πλο­ῦς» έχουν κατα­γω­γή από την Κόριν­θο και «ρίζες» που φτά­νουν τα 2.500 χρό­νια.

Η αρχαία Κόριν­θος πρέ­πει να ήταν μια πόλη ξεχω­ρι­στή, σχε­δόν μονα­δι­κή. Το βασι­κό της πλε­ο­νέ­κτη­μα ήταν η θέση της σε ένα σταυ­ρο­δρό­μι όπου ο βορ­ράς συνα­ντού­σε τον νότο και η δύση την ανα­το­λή. Εκεί συνέρ­χο­νταν εκτά­κτως οι Έλλη­νες σε κρί­σι­μες στιγ­μές για να λάβουν απο­φά­σεις. Στα δυο λιμά­νια της, τις Κεγ­χρε­ές από την πλευ­ρά του Σαρω­νι­κού και το Λέχαιο από την πλευ­ρά του Κοριν­θια­κού, έφτα­ναν τα πλοία που έρχο­νταν φορ­τω­μέ­να από την ανα­το­λή και από τη δύση, για να μετα­φερ­θούν διά ξηράς στην άλλη πλευ­ρά (δίολ­κος) και να απο­φύ­γουν τον επι­κίν­δυ­νο περί­πλου της Πελο­πον­νή­σου, ενώ ο Ισθμός λει­τουρ­γού­σε ως πύλη για όσους ταξί­δευαν διά ξηράς από και προς την Πελο­πόν­νη­σο. Όλη αυτή η κίνη­ση έφερ­νε στην πόλη πλού­το, αφθο­νία αγα­θών και πολ­λούς ξένους, που έδι­ναν κοσμο­πο­λί­τι­κο χαρακτήρα.

Η Κόριν­θος είχε τη φήμη πόλης των ηδο­νών και των απο­λαύ­σε­ων. Από εκεί κατα­γό­ταν η θρυ­λι­κή εταί­ρα Λαΐ­δα, εκεί έζη­σε στα νιά­τα της η γνω­στή εταί­ρα του 4ου αιώ­να Νέαι­ρα, ενώ, σύμ­φω­να με τον Στρά­βω­να, χίλιες εταί­ρες ήταν αφιε­ρω­μέ­νες στο ιερό της Αφρο­δί­της. Πλή­θη ανδρών, κυρί­ως ναυ­τι­κών, συνέρ­ρε­αν στην Κόριν­θο και ξόδευαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Οὐ παντός ἀνδρός ἐς Κόριν­θον ἔσθ’ ὁ πλο­ῦς, έλε­γε μια παροι­μία, αλλά φαί­νε­ται πως λίγοι της έδι­ναν σημασία.

“Το μουνί σέρνει καράβια”

Η φρά­ση προ­έρ­χε­ται από την επο­χή που περι­γρά­ψα­με, όταν οι ναυ­τι­κοί έσερ­ναν τα καρά­βια δια ξηράς στον ισθμό της Κορίν­θου.  Τοπο­θε­τού­σαν κορ­μούς δέντρων και έσερ­ναν από πάνω τα πλοία.

Η ρυμούλ­κη­ση διαρ­κού­σε αρκε­τό χρό­νο, ωστό­σο ήταν προ­τι­μό­τε­ρο για τους ναυ­τι­κούς από το να πλεύ­σουν γύρω από την Πελο­πόν­νη­σο. Άλλω­στε, είχαν την ευκαι­ρία να επι­σκε­φθούν και τα ξακου­στά πορ­νεία της επο­χής, τα “ιερά της Αφρο­δί­της”.

Οι ναυ­τι­κοί που έκα­ναν στά­ση στην Κόριν­θο δεν παρέ­λει­παν να επι­σκε­φθούν τους οίκους ανο­χής της περιο­χής. Για τον λόγο αυτό, υπήρ­χε η φήμη ότι όσοι επέ­λε­γαν να σύρουν τα καρά­βια στη στε­ριά, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα επι­θυ­μού­σαν να επι­σκε­φθούν τα πορνεία…

“Λύχνου σβεσθέντος, πάσα γυνή Λαϊς”

Ήταν τόσο όμορ­φη που κατά τον Προ­πέρ­τιο “όλη η Ελλά­δα έλιω­νε από πόθο μπρο­στά στην πόρ­τα της” ενώ ο Αρι­σταί­νε­τος γρά­φει πως “τα στή­θια της ήταν σαν κυδώ­νια” και κατά τον Αθή­ναιο πολ­λοί ζωγρά­φοι την είχαν ως πρό­τυ­πο. Δεν ήταν όμως μόνο πανέμορφη.

Ήταν πολύ μορ­φω­μέ­νη, καλ­λιερ­γη­μέ­νη, και πάμπλου­τη. Φυσι­κά είχε σχέ­σεις με τους επι­φα­νέ­στε­ρους και πλου­σιώ­τε­ρους Έλλη­νες, που συνέρ­ρε­αν στην Κόριν­θο για να τη γνωρίσουν.

Ο Διο­γέ­νης στην αρχή δεν έδι­νε καμιά σημα­σία στη Λαϊ­δα και όταν κάποιος φίλος του τον ρώτη­σε για­τί δεν την επι­σκέ­πτε­ται, αυτός απά­ντη­σε “ουκ ωνέ­ο­μαι εγώ δεκα­κι­σχι­λί­ων μίαν μετα­μέ­λειαν”, δηλα­δή δεν αγο­ρά­ζω με δέκα χιλιά­δες δραχ­μές κάτι για το οποίο θα μετα­νιώ­σω. Να σημειω­θεί πως δέκα χιλιά­δες δραχ­μές, ήταν ένα τερά­στιο ποσό.

Η Λαϊ­δα, μαθαί­νο­ντας το περι­στα­τι­κό, πει­ρά­χτη­κε και απο­φά­σι­σε να τιμω­ρή­σει τον φιλό­σο­φο που κατα­φρο­νού­σε τη γοη­τεία της. Κατά­φε­ρε να τον πλη­σιά­σει και του υπο­σχέ­θη­κε μια ερω­τι­κή νύχτα μαζί της, δωρεάν.

Ο Διο­γέ­νης, τι είχε να χάσει, συμ­φώ­νη­σε. Η Λαϊς όμως τον υπο­δέ­χτη­κε σε ένα σκο­τει­νό δωμά­τιο και στη θέση της βρι­σκό­ταν μια κακά­σχη­μη υπη­ρέ­τριά της, από την οποία τελι­κά ο φιλό­σο­φος δέχτη­κε τις θωπεί­ες που του υπο­σχέ­θη­κε η Λαϊς.

Το άλλο πρωί δια­πί­στω­σε το πάθη­μά του, το οποίο η εταί­ρα φρό­ντι­σε να το μάθει όλη η Κόριν­θος. Ο Διο­γέ­νης όμως απτό­η­τος της αντα­πέ­δω­σε στα ίσα, λέγο­ντας “λύχνου σβε­σθέ­ντος, πάσα γυνή Λαϊς”, δηλα­δή: «Στο σκο­τά­δι, όλες οι γυναί­κες σαν τη Λαΐ­δα είναι»!.

Ύστε­ρα όμως από αυτό το επει­σό­διο η Λαϊς, μετα­νοη­μέ­νη, δέχτη­κε και πάλι τον Διο­γέ­νη, αυτή τη φορά η ίδια αυτο­προ­σώ­πως και χωρίς καμιά αμοιβή.…!

ΙΔΕΕΣ και «ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ» που άλλα­ξαν το ποδό­σφαι­ρο – Γιάν­νης Γεωργάκης

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο