Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Λαθεύουν και οι παπαδιές…» — Τι σημαίνει η φράση

 Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

«Ο παπ­πάς τα γένια του βλο­γά­ει». Κανό­νας στα χωριά. Έτσι το είπαν οι παλιοί, εμείς δεν μπο­ρού­με να το αλλά­ξου­με. Τα είπαν, τα διέ­δω­σαν, τα πιστέ­ψα­με και τα ακο­λου­θού­με. Ευλο­γη­μέ­νος καθώς είναι, ευλο­γη­μέ­να θα είναι και τα μέλη της οικο­γέ­νειάς του και ιδιαί­τε­ρα η παπα­διά. Ήθος και τάξη. Κανό­νας. Νομοτέλεια.

Έτσι κάπου κάπο­τε ένας παπάς σ’ ένα χωριό παντοιο­τρό­πως δόξα­ζε τον Κύριο και ευλα­βι­κώς αιτού­σε απ’ αυτόν, τον Κύριο, Μεγά­λη η Χάρη του, να τεκνο­ποι­ή­σει η παπα­διά. Τι μετά­νοιες, τι Ευχέ­λαια, τι Λει­τουρ­γί­ες σ’ όλα τα εξω­κλή­σια και στον κεντρι­κό φυσι­κά ναό. Γιοκ κού­τσκο η παπαδιά.

Ριχτο­λό­γοι και οιω­νο­σκό­ποι γνω­μά­τευ­σαν πως είναι μαρ­μά­ρα. Δεν πρό­κει­ται να κάνει παι­δί. Απελ­πι­σμέ­νος ο παπάς κατέ­βη­κε στην πόλη και πήγε να φτιά­ξει τα δικά του υδραυ­λι­κά. «Πού ξέρεις, είπε μέσα του. Μπο­ρεί και να φταίω εγώ». Και οι εξε­τά­σεις έγι­ναν και η απά­ντη­ση δόθη­κε. «Μου­λα­ΐμ­κος» ο παπάς. Του ‘ρθε ταμπλάς. Γύρι­σε στο χωριό, καπί­στρω­σε και τη μάνα του που είχε ανοί­ξει το στό­μα της και έσερ­νε, και τι δεν έσερ­νε της παπα­διάς και έκα­τσε στα αυγά του. «Θεία θέληση».

Κάποια επο­χή όμως δια­πί­στω­σε πως η κοι­λιά της παπα­διάς φού­σκω­νε. Και φού­σκω­νε χαρα­κτη­ρι­στι­κά. Έκο­ψε τα φασό­λια και τα ρεβί­θια, της απα­γό­ρευ­σε να τρώ­ει κάτι τέτοιο. «Τα φου­σκο­κοί­λια σε του­μπα­νιά­ζουν», της είπε, αλλά αυτή φού­σκω­νε… Τούρ­λα η κοι­λιά της παπαδιάς.

Πήγαν και στο για­τρό και δια­πί­στω­σε πως η παπα­διά ήταν έγκυος! Τόσο απλά. Έγκυος! Του ‘ρθε του παπά αλα­τζού­τζου­ρας. Να τον κατα­πιεί η γη. Μόνο που δεν έβρι­σε τα θεία. Τα υπό­λοι­πα τα είπε. Τα κατέ­βα­σε όλα. Καντή­λια και εικο­νο­στά­σια. Και απο­φά­σι­σε πως κάποιος παρέ­συ­ρε την παπα­διά. Η παπα­διά είναι αγία. Δεν μπο­ρεί να έκα­νε κάτι τέτοιο. Σκοτώθ’κε με όλο το χωριό. Όλοι οι άντρες γι’ αυτόν ήταν ένο­χοι. Ώσπου κάποιος αψύς του είπε έντο­να. «Κάτσε καλά παπά. Φιστικώθ’κε η παπα­διά και θα το πλη­ρώ­σει όλο το χωριό;» Αρπά­χτη­καν μαλ­λί με μαλ­λί κι έβα­λαν κάτω τις μου­τσού­νες τους. «Θα σε φάω μωρέ ντιλ­νέ, θα σού στρί­ψω το λαρύγ­γι», φώνα­ζε ο παπάς για να πάρει την απά­ντη­ση. «Α, ρε παπά. Με τις μπό­τες κοι­μά­σαι. Άιντε στην Πανα­γία να εξο­μο­λο­γη­θείς. Δε σου φταί­με εμείς τίπο­τε». «Πάω να πάρω το ντ’φέκ’ να σε καθα­ρί­σω», ήταν η απά­ντη­ση του παπά. Κι έκο­ψε κάτ’ να πάει σπί­τι τ’ να πάρ’ το ντ’φέκ.

Πέρ­να­γε όμως έξω από την εκκλη­σία. Και είδε τη μάνα του. «Άει παι­δά­κι μ’ μέσα στην εκκλη­σιά να προ­σευ­χη­θείς στην Πανα­γιά να σε σχω­ρέσ’. Θα σ’ φανε­ρώσ’ αυτή τον φταίχτ’». Ο παπάς κοντο­στά­θη­κε και έστρι­ψε κατά την εκκλη­σία . Μπή­κε μέσα και πήγε κατευ­θεί­αν στην Ωραία Πύλη. «Πανα­γία μου, εγώ σε υπη­ρε­τώ με ευλά­βεια. Ό,τι μού ζητή­σεις, εγώ θα το κάνω. Ποιος είναι αυτός ο κερα­τάς που συγύ­ρι­σε την παπα­διά και βγή­κε γκα­στρω­μέν’; Με τι μού­τρα εγώ να βγω στον κόσμο. Ο άλλος μού είπε πώς φταί­ει η παπα­διά. Κού­νη­σε λέει την ουρά της. Δεν κάν’ τέτοια πράγ­μα­τα η παπαδι’ά. Τη βίασαν…»

Και τότε από τον γυναι­κω­νί­τη ακού­στη­κε η ατά­κα. «Τέκνον μου λαθεύ­ουν και οι παπα­διές». Το άκου­σε ο παπάς σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε τρεις φορές και ανέ­κρα­ξε: «Ουδείς ανα­μάρ­τη­τος. Λαθεύ­ουν αλή­θεια και οι παπα­διές. Αυτό, όμως δεν είναι λάθος. Είναι ξερο­πρι­τσιά­λι­σμα δικό μου, Πανα­γία μου, σ’χώρεσέ με». Αυτά είπε κι έφυ­γε για το σπί­τι. Από την πίσω πόρ­τα της εκκλη­σί­ας ακο­λού­θη­σε και η παπαδιά.

Λεξι­λό­γιο
Μαρ­μά­ρα: η στεί­ρα γίδα ή προ­βα­τί­να, αλλά και η στεί­ρα γυναίκα
Μου­λα­ΐμ­κος: ήμε­ρος, ήσυ­χος υπά­κουος, αλλά και στεί­ρος, χαζούλης
Αλα­τζού­τζου­ρας, ο: αιφ­νί­δια ζάλη, τρι­κυ­μία στο κεφάλι
Ντιλνός,ή,ό: χαζός, βλάκας

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο