Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι  “Λιποτάχτες” του Γιάννη Θεοδωράκη επανακυκλοφορούν σε συλλογική έκδοση

Αρχές της δεκα­ε­τί­ας του 1950, την επο­χή που γρά­φο­νταν τα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής «Λιπο­τά­χτες», ο Γιάν­νης Θεο­δω­ρά­κης (1932 – 1996) ήταν τελειό­φοι­τος Γυμνα­σί­ου στον Γαλα­τά των Χανί­ων· εκεί, όπου ο αδελ­φός του, Μίκης, φτά­νει στις 23 Αυγού­στου του 1949 με το ατμό­πλοιο «Ελέ­νη», σοβα­ρά τραυ­μα­τι­σμέ­νος από τα βασα­νι­στή­ρια της Μακρο­νή­σου. Ο Εμφύ­λιος στην Κρή­τη είχε λήξει ένα χρό­νο νωρί­τε­ρα από τις τελευ­ταί­ες μάχες στον Γράμ­μο και το Βίτσι, και η κατα­δί­ω­ξη των ενα­πο­μει­νά­ντων Κρη­τι­κών ανταρ­τών συνε­χι­ζό­ταν μέσα σε ένα καθε­στώς φόβου και τρο­μο­κρα­τί­ας του τοπι­κού πλη­θυ­σμού από την πλευ­ρά των κυβερ­νη­τι­κών δυνά­με­ων, της Χωρο­φυ­λα­κής, της Εθνο­φυ­λα­κής και των παρα­κρα­τι­κών συμμοριών.
Τέσ­σε­ρα από αυτά τα ποι­ή­μα­τά του –με τίτλους: «Θα γίνεις δικιά μου» (στο «Όμορ­φη Πόλις»), «Δακρυ­σμέ­να μάτια», «Σκέ­πα­σε ατμός τον έρω­τά μας» και «Χάθη­κα»– μελο­ποι­ή­θη­καν από τον Μίκη την περί­ο­δο 1952–1954 και ηχο­γρα­φή­θη­καν το 1960 στο παλιό στού­ντιο της «Columbia», με τον ίδιο τον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη στο τρα­γού­δι, τον Μανώ­λη Χιώ­τη στο μπου­ζού­κι, τον Δημή­τρη Φάμπα στην κιθά­ρα και τον Σπύ­ρο Λιβιε­ρά­το «Καζά­να» στα κρου­στά. Τίτλος του πρώ­του ολο­κλη­ρω­μέ­νου κύκλου τρα­γου­διών: «Λιπο­τά­κτες».
Έναν χρό­νο πριν από τη δισκο­γρά­φη­σή του σε 45άρι, με πρω­το­βου­λία του Μίκη, κυκλο­φό­ρη­σε από τις «Εκδό­σεις Δίφρος» του Γιάν­νη Γου­δέ­λη –με τον οποίο ο Μίκης συνυ­πη­ρέ­τη­σε για ένα διά­στη­μα στο Κέντρο Διερ­χο­μέ­νων, στην Αθή­να– η ομώ­νυ­μη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του αδελ­φού του. Εξή­ντα τέσ­σε­ρα χρό­νια μετά, οι «Λιπο­τά­κτες» του Γιάν­νη Θεο­δω­ρά­κη επα­να­κυ­κλο­φο­ρούν από τις εκδό­σεις Μετρο­νό­μος. Το artwork του εξω­φύλ­λου είναι του Πέτρου Παράσχη.
_              Από τον πρό­λο­γο του Σπύ­ρου Αρα­βα­νή στη νέα έκδοση

Γρά­φει ο Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Οκτώ­βρης 1960: ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης, ξεκι­νώ­ντας τη μακρά του πορεία και σαν ερμη­νευ­τής, μπή­κε στο παλιό στού­ντιο της Columbia για να ηχο­γρα­φή­σει τέσ­σε­ρα τρα­γού­δια σε ποί­η­ση του αδελ­φού του Γιάν­νη, που γρά­φτη­καν στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’50 στα Χανιά, την Αθή­να και το Παρί­σι και απο­τέ­λε­σαν τον κύκλο «Λιπο­τά­κτες» _Λιπο­τά­χτες. Τον συνό­δευ­σαν ο Μανώ­λης Χιώ­της στο μπου­ζού­κι, ο Δημή­τρης Φάμπας στην κιθά­ρα και ο Σπύ­ρος Λιβιε­ρά­τος _«Καζάνας», στα κρουστά.

Τα τρα­γού­δια «Όμορ­φη πόλη», «Αυγή αφρά­τη» _ή «Σκέ­πα­σε ατμός τον έρω­τα μας», «Δακρυ­σμέ­να μάτια» και «Χάθη­κα» κυκλο­φό­ρη­σαν σε 45άρι βυνί­λιο extended play της His masters Voice, ενώ δυο χρό­νια μετά, οι «Λιπο­τά­κτες» γνώ­ρι­σαν μια νέα εκτέ­λε­ση (στο ίδιο ηχη­τι­κό κλί­μα) με ερμη­νευ­τή τον Κώστα Χατζή και στο πέρα­σμα των χρό­νων ακο­λού­θη­σαν δεκά­δες επανεκτελέσεις.

Στην ται­νία “Les Amants de Teruel”, ήταν μου­σι­κό θέμα το «Θα γίνης δικιά μου» («Όμορ­φη πόλις»), από τους «Λιπο­τά­κτες».

Ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης θυμάται…
«Την ίδια επο­χή ηχο­γρα­φή­θη­καν και οι ΛΙΠΟΤΑΚΤΕΣ στο παλιό στού­ντιο της Columbia _Ήθελα πολύ τη μου­σι­κή μου να τη χορεύ­ουν τα νεα­ρά ζευ­γά­ρια στα πολύ ρομα­ντι­κά κέντρα της επο­χής. Θυμά­μαι ένα στη Γλυ­φά­δα, ανά­με­σα στα πεύ­κα, δίπλα στη θάλασ­σα. Εκεί­νο το κέντρο φαντα­ζό­μουν, όταν προ­σπα­θού­σα να βγά­λω στην επι­φά­νεια της ενορ­χή­στρω­σης τα κρου­στά, δίνο­ντας όσο γίνε­ται περισ­σό­τε­ρο χορευ­τι­κό ρυθ­μό στο έργο.  Τρα­γού­δη­σα ο ίδιος για πρώ­τη φορά. Αυτό άρε­σε σε πολ­λούς, ενώ άλλοι βρή­καν τη φωνή μου απαί­σια. Ένας απ’ αυτούς κι ο Σάκης Πεπο­νής, που, όταν ήταν διευ­θυ­ντής του ΕΙΡ, μου δήλω­σε ότι διέ­τα­ξε να μη μπαί­νουν οι ΛΙΠΟΤΑΚΤΕΣ για­τί ήμουν φάλ­τσος…»

Ο Γιάν­νης Θεο­δω­ρά­κης εξέ­δω­σε τρεις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, τους «Λιπο­τά­κτες», την «Πλημ­μύ­ρα» και το «Ένα τρα­γού­δι του και­ρού μας» και ένα πεζο­γρά­φη­μα. Ο Μίκης μελο­ποί­η­σε είκο­σι ποι­ή­μα­τα του, με απο­τέ­λε­σμα ισά­ριθ­μα, ξεχω­ρι­στά τρα­γού­δια, όπως ήταν, εκτός από τους «Λιπο­τά­κτες», η «Λει­τουρ­γία» από το «Αρχι­πέ­λα­γος», το τρα­γού­δι της «Φαί­δρας» («Αστέ­ρι μου φεγ­γά­ρι μου»), τα «Μενε­ξε­δέ­νια τα βου­νά», «Νύχτα μέσα στα μάτια σου», «Τώρα πεθαί­νουν τα λου­λού­δια» και «Μην κλαις», από τον κύκλο «Ταξί­δι μέσα στη νύχτα», το «Βγά­λε τα μαύ­ρα πανιά» και το «Μελα­χρι­νό παι­δί», από τον δίσκο «Οκτώ­βρης ‘78», «Ο Μπε­λο­γιάν­νης» από το soundtrack της ται­νί­ας «Ο άνθρω­πος με το γαρύ­φαλ­λο», τα «Ποτέ, ποτέ μαζί» («Νύχτα μαγι­κιά»), «Κάνε κου­ρά­γιο», «Η αγά­πη ζει με τ’ όνει­ρο», «Μη με προ­δώ­σεις» και «Χωρί­σα­με» από τους «Χαι­ρε­τι­σμούς» και τα τρα­γού­δια «Της νύχτας τ’ όνει­ρο» και «Αυτό το καλο­καί­ρι» από τα «Λυρι­κώ­τα­τα» (cd «Άσμα­τα»).
Ένα χρό­νο πριν την κυκλο­φο­ρία του δίσκου με τους «Λιπο­τά­κτες», κυκλο­φό­ρη­σε με πρω­το­βου­λία του Μίκη, από τις εκδό­σεις «Δίφρος», η ομώ­νυ­μη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Γιάν­νη Θεο­δω­ρά­κη, περι­λαμ­βά­νο­ντας, μετα­ξύ άλλων και τα τρία από τα τέσ­σε­ρα τρα­γού­δια που μελο­ποι­ή­θη­καν, εκτός από το «Χάθη­κα», που ήταν το πρώ­το που μελο­ποί­η­σε ο Μίκης στα Χανιά.

Πριν κάποιους μήνες αυτό το σημα­ντι­κό και σπά­νιο ποι­η­τι­κό βιβλίο επα­να­κυ­κλο­φό­ρη­σε από τις εκδό­σεις Μετρο­νό­μος. Για πρώ­τη φορά είχε τυπω­θεί από τις εκδό­σεις Δίφρος του Γιάν­νη Γου­δέ­λη, το 1959. Το βιβλίο _σημαντικό και από μόνο του, ως αυτό­νο­μο ποι­η­τι­κό έργο δηλα­δή, μα και για­τί συν­δέ­θη­κε μ’ ένα από τα πιο συναρ­πα­στι­κά, πρώ­ι­μα, λαϊ­κά τρα­γου­δι­στι­κά έργα του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, (το γράμ­μα “χ” του βιβλί­ου έχει γίνει “κ” στον δίσκο), που θα ηχο­γρα­φού­νταν τον Οκτ-1960 και που θα κυκλο­φο­ρού­σαν σ’ ένα 7ιντσο EP, με τέσ­σε­ρα τρα­γού­δια, λίγους μήνες αργό­τε­ρα – στο τέλος του 1960 ή, το πιο πιθα­νόν, στους πρώ­τους μήνες του 1961.

Η οικο­γέ­νεια Θεο­δω­ρά­κη Όρθιος ο Γιάν­νης _καθιστοί από δεξιά Μίκης η μάνα Ασπα­σία & ο πατέ­ρας Γιώργος

Ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης είχε αρχί­σει να κατα­πιά­νε­ται με ορι­σμέ­να από τα ποι­ή­μα­τα του αδελ­φού του, ήδη από τις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’50. Στο πρό­γραμ­μα των συναυ­λιών στο Θέα­τρο Λυκα­βητ­τού, που θα γίνο­νταν γνω­στές ως «Μου­σι­κός Αύγου­στος 1977» (θα απο­δί­δο­νταν και οι «Λιπο­τά­κτες» εκεί) διαβάζουμε:

«Το “Χάθη­κα”, τελευ­ταίο τρα­γού­δι από τους “Λιπο­τά­κτες” είναι ουσια­στι­κά το πρώ­το τρα­γού­δι του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη. Γρά­φτη­κε πάνω σε στί­χους του αδελ­φού του, όταν εκεί­νος υπη­ρε­τού­σε φαντά­ρος στα Χανιά Κρή­της στα 1951. Αργό­τε­ρα, στα 1959 στο Παρί­σι, τελειο­ποί­η­σε (ο Μίκης) άλλα τρία τρα­γού­δια από την ομώ­νυ­μη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Γιάν­νη Θεο­δω­ρά­κη, και έτσι γεν­νή­θη­κε ο κύκλος τρα­γου­διών “Λιπο­τά­κτες”».

Το σίγου­ρο είναι, και ανε­ξαρ­τή­τως του πότε ακρι­βώς συνε­τέ­θη­σαν τα κομ­μά­τια, σε μια πρω­τό­λεια μορ­φή, πως ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης κατα­πιά­νε­ται με αυτά ουσια­στι­κά, δίνο­ντάς τους την τελι­κή τους διά­στα­ση, το 1959–60. Μετά την έκδο­ση τού βιβλί­ου τού αδελ­φού του.

Όταν θα έβγαι­νε λοι­πόν το βιβλίο στον Δίφρο, ο ποι­η­τής Γιάν­νης Θεο­δω­ρά­κης και μετέ­πει­τα δημο­σιο­γρά­φος _θα γινό­ταν περισ­σό­τε­ρο γνω­στός από το καλο­καί­ρι του 1960 και μετά, λόγω της παρου­σί­ας του, ως συντά­κτης, στο περιο­δι­κό «Δρό­μοι της Ειρήνης».
Υπάρ­χει ο πόλε­μος («τα σύνο­ρα  \ πίσω απ’ τους ανέ­μους  \ κι εμείς  \ αρα­δια­σμέ­νοι πλάι-πλάι  \ ο καθέ­νας μ’ οκά­δες γη στην αγκα­λιά του σημα­δεύ­ου­με»), υπάρ­χει η αγω­νία όχι μόνο για το παρόν, αλλά και για το τι θα φέρει το αύριο («μιλού­σα­με για τα βάσα­νά μας  \ καθι­σμέ­νοι πλάι στον ποτα­μό  \ κι έτσι που κρυ­φο­κοι­τά­ζα­με ο ένας τον άλλο  \ καθώς το δάσος δεν είχε φωνή ν’ ακου­στεί  \ κι η νύχτα δεν είχε χρώ­μα να μας βάψει  \ μεί­ναμ’ εκεί  \ ακί­νη­τοι σαν βρά­χια από λάσπη  \ ως το πρωί»), υπάρ­χει η γενι­κό­τε­ρη κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κή κατά­στα­ση, που σε συν­θλί­βει («αυγή αφρά­τη  \ τσε­κου­ριά στην πλά­τη  \ απ’ τις καμι­νά­δες ξέφυ­γε η καπνιά  \ και κρε­μά­στη­κε στα παρά­θυ­ρά μας  \ σκέ­πα­σε ατμός τον έρω­τά μας»), όπως υπάρ­χει και η πίστη στη ζωή και η ανά­γκη να ξεφύ­γεις από το χώρο και τις κατα­στά­σεις που σε πνί­γουν, ανα­ζη­τώ­ντας κάπου άλλου ένα δικαιό­τε­ρο μέλ­λον («δακρυ­σμέ­να μάτια  \ νυσταγ­μέ­νοι κήποι  \ όνει­ρα κομ­μά­τια  \ ας ήτα­νε να ζω  \ στους μεγά­λους δρό­μους  \ κάτω απ’ τις αφί­σες  \ στα χιλιά­δες χρώ­μα­τα  \ ας ήταν να βρεθώ»).

Οι «Λιπο­τά­χτες» χωρί­ζο­νται σε τρεις ενότητες.

  • Η πρώ­τη έχει τίτλο «Περι­γρα­φή» και απο­τε­λεί­ται από δεκα­εν­νέα ποιήματα,
  • Η δεύ­τε­ρη «Μαντι­νά­δες-Χωριό Γαλα­τάς» και απο­τε­λεί­ται από ένα ποί­η­μα και η τρίτη
  • «Υδρο­κέ­φα­λος» απο­τε­λεί­ται από έντεκα.

Εν τω μετα­ξύ κάποια από τα ποι­ή­μα­τα του Γιάν­νη Θεο­δω­ρά­κη είναι «ελεύ­θε­ρα», ενώ σε κάποια άλλα υπάρ­χει ομοιο­κα­τα­λη­ξία (στα λιγό­τε­ρα). Ασυ­ζη­τη­τί, όμως, ο ρυθ­μός τους είναι πάντα εκεί και η προ­σω­δία τους, ενό­σω τα δια­βά­ζεις, είναι ικα­νή να σε κινη­το­ποι­ή­σει συναι­σθη­μα­τι­κά και να σε οδη­γή­σει κάπου αλλού. Φυσι­κά, δια­βά­ζο­ντάς τα, από νωρίς, ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης δεν γινό­ταν να μην επι­λέ­ξει ορι­σμέ­να εξ αυτών, ώστε να τα μελοποιήσει.

Η μελο­ποί­η­ση μπο­ρεί να είναι ένα βασι­κό και πρω­ταρ­χι­κό στά­διο στη δημιουρ­γία ενός τρα­γου­διού, αλλά από ’κει και πέρα πολύ μεγά­λο ρόλο παί­ζει η επι­λο­γή της φωνής και βεβαί­ως η ενορ­χή­στρω­ση. Τον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη τον απα­σχο­λού­σε από τότε το θέμα της «ελλη­νι­κό­τη­τας» στη σύν­θε­ση, αλλά σε συν­δυα­σμό, πάντα, με τα πιο σύγ­χρο­να μου­σι­κά ρεύ­μα­τα. Όπως θα έγρα­φε και ο ίδιος στο περιο­δι­κή «Κρι­τι­κή» [τεύ­χος #6, Νοε.-Δεκ. 1959], που τύπω­νε ο ποι­η­τής Μανό­λης Ανα­γνω­στά­κης στη Θεσσαλονίκη:
«Το στοι­χείο της ελλη­νι­κό­τη­τας θα πρέ­πει να το εξε­τά­σου­με κάτω από τη διπλή δια­πί­στω­ση: 1). Κλη­ρο­νό­μοι μιας δυνα­τής παρά­δο­σης σε ιστο­ρία, έθι­μα, χαρα­κτή­ρα, σε λαϊ­κή τέχνη, λαϊ­κή μου­σι­κή και 2). Σύγ­χρο­νο έθνος, που τεί­νει να ευθυ­γραμ­μί­σει τα ενδια­φέ­ρο­ντα και τα επι­τεύγ­μα­τά του με τις ακραί­ες τάσεις του σύγ­χρο­νου πολι­τι­σμού. Ώστε, αν από την πρώ­τη πηγά­ζει η ανα­γκαιό­τη­τα να εκφρά­σου­με την κατα­γω­γή μας ή καλύ­τε­ρα να αντλή­σου­με από την κατα­γω­γή μας όλα τα στοι­χεία που θα μας επι­τρέ­ψουν να εκφρα­στού­με πηγαία και δυνα­τά, απ’ την δεύ­τε­ρη δια­πι­στώ­νου­με ότι θα ήταν απα­ρά­δε­κτο να παρα­βλέ­ψου­με το γεγο­νός ότι τα τεχνι­κά και εκφρα­στι­κά δεδο­μέ­να της σύγ­χρο­νης σύν­θε­σης δια­γρά­φουν ορι­σμέ­νες στοι­χειώ­δεις τεχνι­κές και εκφρα­στι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις για το σύγ­χρο­νο έργο. Άρα το γνή­σιο ελλη­νι­κό έργο θα πρέ­πει να είναι και γνή­σιο σύγ­χρο­νο έργο».

Αυτές τις από­ψεις ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης θα τις έκα­νε χει­ρο­πια­στές σε διά­φο­ρα έργα του, εκεί­νης της επο­χής, με τους «Λιπο­τά­κτες» να είναι ένα από τα πλέ­ον χαρα­κτη­ρι­στι­κά και προ­φα­νώς πρω­το­πο­ρια­κά. Για τις ανά­γκες, δε, του έργου ο συν­θέ­της θα μελο­ποιού­σε τέσ­σε­ρα ποι­ή­μα­τα τού αδελ­φού του Γιάν­νη, δηλα­δή τα «Θα γίνης δικιά μου», «Δακρυ­σμέ­να μάτια», «Σκέ­πα­σε ατμός τον ερω­τά μας» και «Χάθη­κα».

Το «Θα γίνης δικιά μου», που έγι­νε γνω­στό και ως «Όμορ­φη πόλις» (από τον πρώ­το στί­χο του) είναι το «Ζ» ποί­η­μα από το μέρος «Περι­γρα­φή» των «Λιπο­τα­χτών», το «Δακρυ­σμέ­να μάτια» είναι το «Δ» ποί­η­μα από το ίδιο μέρος, το «Σκέ­πα­σε ατμός τον ερω­τά μας» είναι το «Α» ποί­η­μα επί­σης από την «Περι­γρα­φή» (ξεκι­νά με τον στί­χο «Αυγή αφρά­τη»), ενώ το «Χάθη­κα», κατά έναν περί­ερ­γο(;) τρό­πο δεν συμπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο βιβλίο. Ανή­κει όμως και αυτό στην σει­ρά «Λιπο­τά­χτες» καθώς το δια­βά­ζου­με στη δεύ­τε­ρη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή τού Γιάν­νη Θεο­δω­ρά­κη, που απο­κα­λεί­ται «Πλημ­μύ­ρα» [Ίκα­ρος, 1980] και η οποία θα επα­νεκ­δι­δό­ταν, και αυτή από τον Μετρο­νό­μο, τον Οκτώ­βριο του 2023. Η «Πλημ­μύ­ρα» απο­τε­λεί­ται επί­σης από τρία μέρη, με το τρί­το εξ αυτών να απο­κα­λεί­ται «Λιπο­τά­χτες». Εκεί υπάρ­χει το «Χάθη­κα», αλλά όχι και όλα τα υπό­λοι­πα ποι­ή­μα­τα της έκδο­σης του 1959.

Εκεί­νο που κάνει τους «Λιπο­τά­κτες» ξεχω­ρι­στούς είναι, φυσι­κά, η από­φα­ση του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη να ερμη­νεύ­σει ο ίδιος τα ποι­ή­μα­τα τού αδελ­φού του και βεβαί­ως η ενορ­χή­στρω­ση που τους επι­φυ­λάσ­σει. Όπως δια­βά­ζου­με στο οπι­σθό­φυλ­λο του μικρού δίσκου:

«H ομώ­νυ­μη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή τού Γιάν­νη Θεο­δω­ρά­κη κυκλο­φό­ρη­σε στα 1959. Ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης είχε ήδη γρά­ψει μου­σι­κή πάνω σ’ ένα παλιό ποί­η­μα του αδελ­φού του, το “Χάθη­κα μέσα στους δρό­μους”. Αργό­τε­ρα (ευθύς μετά τα τρα­γού­δια του για τον Επι­τά­φιο, 1958) διά­λε­ξε τρία ποι­ή­μα­τα από τους Λιπο­τά­κτες κι έτσι συμπλη­ρώ­θη­κε ο κύκλος.(…) Όπως σ’ όλα του τα τρα­γού­δια, έτσι κι εδώ, ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης στη­ρί­ζει τη ραχο­κο­κα­λιά της μου­σι­κής του πάνω στους μελω­δι­κούς αρμούς των δημο­τι­κών μας τρα­γου­διών και της εκκλη­σια­στι­κής ψαλ­μω­δί­ας. Για την ενορ­χή­στρω­ση και μου­σι­κή εκτέ­λε­σή τους ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης οδη­γή­θη­κε από τον εξής συλ­λο­γι­σμό: “Εάν ζού­σαν στις μέρες μας οι Γερ­μα­νοί μελω­δι­στές του περα­σμέ­νου αιώ­να θα συνό­δευαν ασφα­λώς τα τρα­γού­δια τους με τα ζωντα­νό­τε­ρα όργα­να της επο­χής μας”. Σαν τέτοια θεω­ρεί αφ’ ενός μεν την τζαζ (σ.σ. τα ντραμς, τα κρου­στά), δηλα­δή τον χορευ­τι­κό ρυθ­μό –μου­σι­κό σφυγ­μό– του αιώ­να μας και αφ’ ετέ­ρου το μπου­ζού­κι, το κατ’ εξο­χήν σύγ­χρο­νο ελλη­νι­κό λαϊ­κό όργα­νο. Χάρη στην μεγά­λη μου­σι­κό­τη­τα και δεξιο­τε­χνία τού Μανώ­λη Χιώ­τη, αυτό το τελευ­ταίο μας δεί­χνει μέσα στους Λιπο­τά­κτες ένα εντε­λώς νέο πρό­σω­πο. Ο Θεο­δω­ρά­κης τρα­γου­δά ο ίδιος τους Λιπο­τά­κτες, τόσο για να απο­κλεί­σει κάθε είδος φωνη­τι­κής τεχνι­κής, που θ’ αλλοί­ω­νε, σ’ αυτή την μορ­φή, τον χαρα­κτή­ρα και της ποί­η­σης και της μου­σι­κής, όσο και για­τί είναι ένθερ­μος θια­σώ­της μιας όσο γίνε­ται πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νης επα­φής τού καλ­λι­τέ­χνη με το κοι­νό του».

Κατ’ αρχάς το γεγο­νός πως ένας μη-τρα­γου­δι­στής, όπως ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης, επι­λέ­γει να ερμη­νεύ­σει τα τέσ­σε­ρα κομ­μά­τια του δίσκου, είναι κάτι που παρα­τη­ρεί­ται για πρώ­τη φορά στην πιο σύγ­χρο­νη δισκο­γρα­φία μας (από το 1960 και μετά). Αυτό είναι και θεμε­λια­κό και πρω­το­πο­ρια­κό. Ουσια­στι­κά μ’ αυτή την κίνη­σή του ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης εγκαι­νιά­ζει την κατη­γο­ρία των singer-songwriters στην Ελλά­δα – εκεί όπου το songwriter προη­γεί­ται του singer. Μετά απ’ αυτόν θα ακο­λου­θού­σαν ο Κώστας Χατζής, ο Διο­νύ­σης Σαβ­βό­που­λος και όλοι οι υπό­λοι­ποι μη-τρα­γου­δι­στές. Κακά τα ψέμα­τα… και ο Χατζής, αλλά και ο Σαβ­βό­που­λος δεν μπο­ρεί παρά να τον είχαν για πρότυπο.

Και διε­θνώς αν το δού­με, όμως, ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης μοιά­ζει να είναι εδώ «πιο μπρο­στά» και από τον Bob Dylan (για­τί και ο Dylan δεν ήταν τρα­γου­δι­στής με την τυπι­κή έννοια). Όχι μόνον ως μη-τρα­γου­δι­στής, που ηχο­γρα­φεί τρα­γού­δια του  τον Οκτώ­βριο του 1960, αλλά και ως… ηλε­κτρι­κός τρα­γου­δο­ποιός. Εκεί κι αν είναι «πιο μπρο­στά» απ’ όλους. Για­τί επι­λέ­γο­ντας το ηλε­κτρι­κό μπου­ζού­κι του Μανώ­λη Χιώ­τη, με τον και­νού­ριο και πιο «δυτι­κό» ήχο και όχι ένα μπου­ζού­κι από τα «τυπι­κά» της επο­χής κάνει τα τρα­γού­δια του να ακού­γο­νται κάπως… folk-rock – όπως συνέ­βαι­νε με κάποια τρα­γού­δια του σπου­δαί­ου Trini Lopez, από την ίδια εποχή.

Και­νο­το­μεί όμως γενι­κό­τε­ρα, από ενορ­χη­στρω­τι­κής άπο­ψης, εδώ ο Μ. Θεο­δω­ρά­κης. Για­τί από τη μια μεριά μπο­ρεί να δίνει μέσω του μπου­ζου­κιού αυτό το folklore ηλε­κτρι­κό χρώ­μα, αλλά μέσω του συν­δυα­σμού της κλα­σι­κής κιθά­ρας, που χει­ρί­ζε­ται ο Δημή­τρης Φάμπας, των κρου­στών του Σπύ­ρου Λιβιε­ρά­του, μα και των υπό­λοι­πων οργά­νων (ακού­γο­νται ακό­μη πιά­νο, ακορ­ντε­όν και μπά­σο), δημιουρ­γού­νται μονα­δι­κά ρυθ­μι­κά και μελω­δι­κά υπό­βα­θρα, ικα­νά να σε μετα­φέ­ρουν κατ’ ευθεί­αν στην καρ­διά του folk revival της επο­χής (σε ΗΠΑ και Μεγά­λη Βρε­τα­νία). Κοντο­λο­γίς, εφαρ­μό­ζει εδώ ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης εκεί­να που έλε­γε παρα­πά­νω (στο περιο­δι­κό «Κρι­τι­κή»). Δηλα­δή, από τη μια μεριά να παρου­σιά­ζε­ται ως «κλη­ρο­νό­μος μιας δυνα­τής παρά­δο­σης» (μπου­ζού­κι) και από την άλλη να χρη­σι­μο­ποιεί «τεχνι­κά και εκφρα­στι­κά δεδο­μέ­να της σύγ­χρο­νης σύν­θε­σης» (κλα­σι­κή κιθά­ρα, κρουστά).

Το πότε ακρι­βώς κυκλο­φο­ρεί το δισκά­κι «Λιπο­τά­κτες», με τα τέσ­σε­ρα τρα­γού­δια και με το ωραίο εξώ­φυλ­λο του Μποστ, δεν είναι γνω­στό (το πιο πιθα­νό είναι αυτό να συμ­βαί­νει στις αρχές του 1961), τοπο­θε­τεί­ται όμως ασυ­ζη­τη­τί σε μια φοβε­ρή δημιουρ­γι­κή φάση του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, ο οποί­ος από το φθι­νό­πω­ρο του 1960 έως και το φθι­νό­πω­ρο του 1961, δηλα­δή μέσα σ’ ένα χρό­νο, δισκο­γρα­φεί και κυκλο­φο­ρεί τους εξής ιστο­ρι­κούς «κύκλους λαϊ­κών τραγουδιών»:

«Επι­τά­φιος» (με Νάνα Μού­σχου­ρη-Μάνο Χατζι­δά­κι σε Fidelity, με Γρη­γό­ρη Μπι­θι­κώ­τση-Καί­τη Θύμη-Μανώ­λη Χιώ­τη σε Columbia και Μαί­ρη Λίντα-Μανώ­λη Χιώ­τη επί­σης σε Columbia), «Λιπο­τά­κτες» (σε ποί­η­ση Γιάν­νη Θεο­δω­ρά­κη), «Πολι­τεία» (σε ποί­η­ση Τάσου Λει­βα­δί­τη και Δημή­τρη Χρι­στο­δού­λου, με Γρη­γό­ρη Μπι­θι­κώ­τση- Στέ­λιο Καζαν­τζί­δη-Μαρι­νέλ­λα, αλλά και με την Μαί­ρη Λίντα), «Αρχι­πέ­λα­γος» (σε ποί­η­ση Νίκου Γκά­τσου-Γιάν­νη Θεο­δω­ρά­κη-Πάνου Κοκ­κι­νό­που­λου-Οδυσ­σέα Ελύ­τη-Μίκη Θεο­δω­ρά­κη-Δημή­τρη Χρι­στο­δού­λου και με ερμη­νεί­ες σε δια­φο­ρε­τι­κές εκτε­λέ­σεις από τους Μαί­ρη Λίντα, Γρη­γό­ρη Μπι­θι­κώ­τση και Γιο­βάν­να), «Η Νήσος των Αζο­ρών» (σε ποί­η­ση Μποστ, με Γ. Μπιθικώτση‑Κ. Θύμη) και ακό­μη το σάου­ντρακ από την ται­νία του Αλέ­κου Αλε­ξαν­δρά­κη «Συνοι­κία το Όνει­ρο» (σε ποί­η­ση Τάσου Λει­βα­δί­τη-Κώστα Βίρ­βου, με τον Γ. Μπι­θι­κώ­τση). Αν μετρή­σα­με καλά λέμε για 28(!) δίσκους 45 στρο­φών, που κυκλο­φο­ρούν μέσα σ’ ένα χρό­νο και που αλλά­ζουν άρδην το τοπίο και της ελλη­νι­κής μου­σι­κής, μα και της δισκογραφίας.

Αυγή Αφρά­τη (Σκέ­πα­σε ατμός Τον έρω­τα μας): Τα τέσ­σε­ρα τρα­γού­δια από τους «Λιπο­τά­κτες» (υπεν­θυ­μί­ζου­με: «Θα γίνης δικιά μου», «Δακρυ­σμέ­να μάτια», «Σκέ­πα­σε ατμός τον ερω­τά μας», «Χάθη­κα») υπήρ­ξαν εξαρ­χής το κάτι άλλο, και δεν έχουν ουδε­μία σχέ­ση με όλα τα υπό­λοι­πα (εκπλη­κτι­κά), που θα δισκο­γρα­φού­σε το 1960–61 ο Μίκης Θεοδωράκης.

Απο­ρώ, θέλω να πω, πώς τα αντι­με­τώ­πι­ζε τότε ο κόσμος – αν και κάτι αντι­λαμ­βά­νο­μαι από το μέρος μιας ερώ­τη­σης, που απευ­θύ­νε­ται στον Μ. Θεο­δω­ρά­κη, στους «Δρό­μους της Ειρή­νης» τον Ιού­λιο του ’61: «Δε μιλάω για τους “Λιπο­τά­κτες”, που ύστε­ρα από το δεύ­τε­ρο-τρί­το άκου­σμα γίνο­νται απα­ραί­τη­τοι στον ακρο­α­τή και ασκούν μια παρά­ξε­νη, αδιό­ρα­τη μαγεία επά­νω του»

Φαί­νε­ται λοι­πόν απ’ αυτές τις δυο γραμ­μές πως τα τρα­γού­δια απαι­τού­σαν περισ­σό­τε­ρες ακρο­ά­σεις για να σε «πιά­σουν», και από τη στιγ­μή που θα συνέ­βαι­νε αυτό, τότε ασκού­σαν επά­νω σου αυτή την «παρά­ξε­νη» και «αδιό­ρα­τη μαγεία». Κακά τα ψέμα­τα… 63 χρό­νια αργό­τε­ρα το ίδιο ακρι­βώς συμβαίνει!

Το 1958 ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης, στο Παρί­σι, συνερ­γά­ζε­ται με την κορυ­φαία γαλ­λί­δα χορεύ­τρια Ludmilla Tchérina, η οποία θέλει να εντά­ξει στο πρό­γραμ­μά της τρία μπα­λέ­τα. Το ένα ήταν το “Les Amants de Teruel”, σε μου­σι­κή Μίκη Θεο­δω­ρά­κη και χορο­γρα­φία Milko Šparemblek, που ήταν βασι­σμέ­νο σε μιαν ιδέα τού βρε­τα­νού σκη­νο­θέ­τη Michael Powell (ιδέα που θα μετα­τρε­πό­ταν και σε ται­νία την ίδια περί­ο­δο, την πασί­γνω­στη “Luna de Miel” ή “Honeymoon” ή “The Lovers of Teruel”), εκεί όπου ακού­στη­κε για πρώ­τη φορά και το κλα­σι­κό “The honeymoon song” («Αν θυμη­θής τ’ όνει­ρό μου») από το Marino Marini Quartet.

Έτσι το 1962 ο γάλ­λος ηθο­ποιός και σκη­νο­θέ­της Raymond Rouleau γυρί­ζει σε ται­νία τον ίδιο μύθο, ως “Les Amants de Teruel” (πρώ­τη προ­βο­λή στη Γαλ­λία, στις 23 Μαΐ­ου 1962), με τον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη να συμ­με­τέ­χει και πάλι στο σάου­ντρακ. Εκεί θα ακου­γό­ταν η μελω­δία “Thème de l’amour”, που δεν ήταν άλλη από το «Θα γίνης δικιά μου» («Όμορ­φη πόλις»), από τους «Λιπο­τά­κτες». Λίγο και­ρό αργό­τε­ρα, μέσα στο 1962, η μελω­δία θα απο­κτού­σε και γαλ­λι­κούς στί­χους από τον Jacques Plante, και ως “Les amants de Teruel” θα τρα­γου­διό­ταν από την Edith Piaf

Τη σημα­σία που είχε απο­κτή­σει σαν τρα­γού­δι το «Θα γίνης δικιά μου» («Όμορ­φη πόλις») το αντι­λαμ­βά­νε­σαι περαι­τέ­ρω και από το γεγο­νός πως ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης, το καλο­καί­ρι του 1962 (9 Ιου­νί­ου η πρε­μιέ­ρα) θα τιτλο­φο­ρού­σε τη μου­σι­κο-θεα­τρι­κή παρά­στα­σή του, που θα ανέ­βαι­νε στο Θέα­τρον Παρκ, ως «Όμορ­φη Πόλη» (μια επι­θε­ώ­ρη­ση κατά βάση στη­ριγ­μέ­νη σε κεί­με­να Μποστ‑Μ. Θεο­δω­ρά­κη και σκη­νο­θε­σία Μιχά­λη Κακογιάννη).

Πότε θα ακού­γο­νταν, όμως, οι «Λιπο­τά­κτες» για πρώ­τη φορά σε LP; Τού­το θα συνέ­βαι­νε στο άλμπουμ «Μικρές Κυκλά­δες  \ Λιπο­τά­κτες» [His Master’s Voice, 1964], με τα τέσ­σε­ρα τρα­γού­δια να χαρά­ζο­νται στο τέλος της δεύ­τε­ρης πλευ­ράς.  Ακό­μη, στο σάου­ντρακ της ται­νί­ας του Νίκου Τζί­μα «Ο Άνθρω­πος με το Γαρύ­φαλ­λο» [Lyra, 1980] θα συμπε­ρι­λαμ­βα­νό­ταν όλο το έργο «Λιπο­τά­χτες» στη δεύ­τε­ρη πλευ­ρά του δίσκου – με τα «Θα γίνεις δικιά μου», «Δακρυ­σμέ­να μάτια», «Σκέ­πα­σε ατμός τον ερω­τά μας» και «Χάθη­κα» να ακού­γο­νται σε ορχη­στρι­κές δια­σκευ­ές.  Μνεία, επί­σης, και στην CD-έκδο­ση του έργου «Το Τρα­γού­δι του Νεκρού Αδελ­φού + Λιπο­τά­κτες» [EMI  \ His Master’s Voice] από το 2003.

Φυσι­κά οι μεμο­νω­μέ­νες δια­σκευ­ές των τεσ­σά­ρων τρα­γου­διών είναι δεκά­δες μέσα στα χρό­νια, καθώς αυτά έχουν ερμη­νευ­θεί από «τους πάντες» (Μαρι­νέλ­λα, Μαρ­γα­ρί­τα Ζορ­μπα­λά, Γιάν­νης Που­λό­που­λος, Βασί­λης Παπα­κων­στα­ντί­νου, Σωκρά­της Μάλα­μας, Βίκυ Λέαν­δρος, Μαρία Φαρα­ντού­ρη, Χορω­δία Τερ­ψι­χό­ρης Παπα­στε­φά­νου, Δημή­τρης Ψαρια­νός, Μανώ­λης Μητσιάς, Χάρις Αλε­ξί­ου, Γιάν­νης Πάριος κ.ά.).

Μου­σι­κός Αύγου­στος 1977 &
περισ­σό­τε­ρα

εδώ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο