Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος – Η Ρωσική εμπειρία

Επιμέλεια: ofisofi //

Το διπλό τεύχος του περιοδικού Ελί – τροχος,  που εκδόθηκε Άνοιξη – Καλοκαίρι 1996 από τις Αχαϊκές Εκδόσεις στην Πάτρα, ήταν αφιερωμένο σε δύο σημαντικούς Έλληνες συγγραφείς της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, στον ποιητή Γιάννη Δάλλα και στον πεζογράφο Μήτσο Αλεξανδρόπουλο.

Επιλέξαμε  από το αφιέρωμα στον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο το άρθρο του Χριστόφορου Μηλιώνη το οποίο αναφέρεται στον τρόπο που ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος  αξιοποίησε  την επαφή, τη μελέτη και την εμπειρία της ρωσικής λογοτεχνίας.

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος- Η Ρωσική εμπειρία

Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό αληθεύει η αντίληψη πως η καλλιτεχνική δημιουργία είναι η πιο ελεύθερη πράξη, ή η αντίθετή της, πως είναι και αυτή προϊόν των ιστορικών συνθηκών. Συνήθως σε τέτοιες ακραίες – και στη γενικότητά τους άκριτες – θέσεις η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση, οπότε ο απόλυτος τρόπος της διατύπωσης έχει νόημα μονάχα όταν θέλει να υπογραμμίσει απλώς το ρόλο των μεν ή των δε. Πάντως στη λογοτεχνία υπάρχουν συγγραφείς που θα μπορούσε να τους κορνιζάρει κανείς με οποιοδήποτε πλαίσιο. Λόγου χάρη τον πεζογράφο Νίκο Καζαντζάκη θα μπορούσε να τον φανταστεί να γράφει τα μυθιστορήματά του, όχι στη δεκαετία του ’40 ή στις αρχές του ΄50, αλλά στις αρχές του αιώνα μας ή έστω, στη δεκαετία του ΄30. Υπάρχουν όμως άλλοι που είναι αδύνατο να τους σκεφτείς με διαφορετικούς ιστορικούς όρους. Είναι ζυμωμένοι με τα υλικά της εποχής τους, είναι κάτι περισσότερο: δημιουργοί και δημιούργημά της. Είναι οι μάρτυρές της, με τη διπλή σημασία αυτής της αμφίσημης λέξης που φορτίστηκε με όλο το ιστορικό βάρος των συναξαριστών, εκείνων δηλαδή που αποτύπωσαν  τη μεγάλη στροφή της Ιστορίας, έστω κι αν η στροφή αυτή ήταν τελικά μια στροφή επί τόπου. Έστω και αν άνθρωποι παραδέρνουν πάλι στην απιστία ή στην κοινωνική ανισότητα. Οι συγγραφείς της παραμένουν οι πιο αυθεντικοί.

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος είναι από τους πιο αντιπροσωπευτικούς συγγραφείς, απ’ αυτή την άποψη. Βρέθηκε στην εφηβεία του στην Κατοχή, σε μια ηλικία δηλαδή που κάθε άνθρωπος καλείται να κάνει τις επιλογές του – ποτέραν των οδών τράποιτο – και σε μια εποχή όπου δεν υπήρχε πιο τίμια επιλογή από την ένταξη και την αντίσταση. Από κει και πέρα τα πράγματα πήρανε το δρόμο τους. Οι άνθρωποι δοκίμασαν πάνω στο κορμί τους και πάνω στην ψυχή τους, σε όλη τους δηλαδή την υπόσταση, τις συνέπειες των επιλογών τους. Ιδιαίτερα ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος ήπιε το ποτήρι ως την τελευταία σταγόνα και έφαγε στην εξορία τα ραδίκια της τα πικρά – για να χρησιμοποιήσω μια δική του έκφραση – με αξιοπρέπεια και λεβεντιά κολοκοτρωναίικη, θα έλεγα, όχι μόνο για να υπογραμμίσω τα πάθη του, αλλά και για να δηλώσω τη γνήσια μωραΐτικη ρίζα του, που είναι βυθισμένη σ’ αυτά τα βαθιά στρώματα του τόπου του.

Σ’ αυτές τις εμπειρίες οφείλει ένα μέρος από το πολύτομο έργο του.

1967: Νίζνι Νόβγκοροντ, στο σπίτι του Γκόρκι, μπροστά στο βαφείο του γερο - Κασίριν

1967: Νίζνι Νόβγκοροντ, στο σπίτι του Γκόρκι, μπροστά στο βαφείο του γερο – Κασίριν

Αλλά φαίνεται ότι αυτός ο ασίγαστος άνθρωπος και χαλκέντερος συγγραφέας δεν αφέθηκε να τον αλέσουν ούτε οι μυλόπετρες της προσφυγιάς ούτε οι πολιτικές ίντριγκες. Και για να χρησιμοποιήσω, ως πιο έγκυρη, τη μαρτυρία της Έλλης Αλεξίου που παρακολούθησε από κοντά την πορεία του, εκεί, ( στη Σοβιετική Ένωση), πια οπλισμένος με το έμφυτο ταλέντο του και τον ώριμο στοχασμό, μυημένος ήδη στα μυστικά της Τέχνης, επιδόθηκε στην πλήρη κατάκτηση των θεμάτων, του υλικού που αποτελούσε πάντα τα πρωταρχικά του ενδιαφέροντα. Μέσα του κυριαρχούσε η δίψα να μελετήσει και να γνωρίσει κατά βάθος συγγραφείς, εποχές, επιδράσεις, ρεύματα, τους παγκόσμιους κορυφαίους της διανόησης, και κατ’εξοχήν να εισδύσει στα ιδιαίτερα συστατικά που απαρτίζουν και καθορίζουν την ιδιαιτερότητα του καθενός (βλ. Η Μεταπολεμική Πεζογραφία, εκδ. Σοκόλη, τ.Β΄, σελ.108). Βάλθηκε κυρίως να γνωρίσει από κοντά και μέσα από την ίδια τη ρωσική γλώσσα, δηλαδή με τον πιο αυθεντικό τρόπο, το ρωσικό λαό και την πνευματική του παράδοση, μια παράδοση που έχει διαποτίσει την ευρωπαϊκή σκέψη. Και συνάμα, έμμεσα ή άμεσα, και την ελληνική.

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος βυθίστηκε σ’ αυτή τη συγκλονιστική εμπειρία όχι απλώς σαν μελετητής, αλλά σαν συγγραφέας, με εξαιρετική δηλαδή ευαισθησία και δεκτικότητα και φλογερό ενδιαφέρον για τους μηχανισμούς που διέπουν τη λογοτεχνική δημιουργία, και μάλιστα σε μια χώρα όπου ο λαός της πάλλεται από πάθος και οριακές ανησυχίες. Με άλλα λόγια ο Αλεξανδρόπουλος μπήκε σε μια νέα περιπέτεια, της συνείδησης και του νου αυτή τη φορά, ωστόσο το ίδιο βαθειά και επώδυνη, όπως και η προηγούμενη – και εξίσου γόνιμη.

Καρπός αυτής της ρωσικής εμπειρίας είναι (για να παρακάμψω την τρίτομη Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας,  που ακύρωσε την ελλιπέστατη και απαρχαιωμένη του Ν.Καζαντζάκη) οι ιδιότυπες βιογραφίες του για τις εξέχουσες μορφές της Ρωσικής Λογοτεχνίας: τον Γκόρκι, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τσέχοφ, τον Γκέρτσεν. Πρόκειται για συγγραφικά επιτεύγματα, πρωτότυπα στη σύλληψή τους, όπου ο δοκιμιακός και ο αφηγηματικός λόγος συγχωνεύονται σ’ ένα γοητευτικό αμάλγαμα. Πολύ περισσότερο που ο συγγραφέας τους είχε τη σπάνια τόλμη να διεισδύσει στους ερεβώδεις λαβύρινθους της ζωής, της ψυχής και του έργου αυτών των δαιμονικών συγγραφέων και να ανιχνεύσει τις εσωτερικές λειτουργίες της δημιουργίας τους.

Απ’ αυτές τις βιογραφικές μυθιστορίες, όπως τις αποκαλεί, αναδύεται ο αγώνας του Γκόρκι για τη ζωή, ο αγώνας του Τσέχοφ, για ν’ απαλλαγεί από τη βαρειά σκιά των μεγάλων κλασικών και ιδιαίτερα του Τολστόι, ο αγώνας του Ντοστογιέφσκι με τα αβυσσαλέα του πάθη, και τέλος ο αγώνας του Γκέρτσεν κατά του τσαρισμού. Σ’ αυτά να προσθέσουμε ακόμη τη μελέτη του Πέντε Ρώσοι Κλασικοί  που ο Άγγελος Τερζάκης της είχε αφιερώσει δυο Επιφυλλίδες  του στο «Βήμα». Κι ακόμη: τα ταξιδιωτικά του Από τη Μόσχα στη Μόσχα και οι Αρμένηδες, όπου βιογραφείται ένας ολόκληρος λαός – έργο που βραβεύτηκε από την Πολιτεία της Αρμενίας.

Οφείλω να εξομολογηθώ την υποψία μου: Ότι αυτός είναι ο βασικότερος λόγος που οι κριτικοί μας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, προτίμησαν να περιβάλουν με τη σιωπή τους την τεράστια παραγωγή του: Επειδή, δηλαδή, η κριτική της απαιτούσε, με τη σειρά της, σκευή ανάλογη με του συγγραφέα.

Φυσικά και δεν πρόκειται να το αποτολμήσω εγώ σήμερα, στο λίγο χρόνο που μου αναλογεί. Άλλωστε, τα μίζερα χρόνια που μας έτυχαν, μας στέρησαν ακριβώς αυτές τις προϋποθέσεις που απαιτούνται. Γι’ αυτό και θα σας παρουσιάσω σύντομα ορισμένα βασικά βιβλία της ρωσικής παράδοσης, που ο Αλεξανδρόπουλος έχει μεταγράψει στην ελληνική γλώσσα – καρπός κι αυτά της ρωσικής εμπειρίας – όπως προανέφερα.

Επιθυμώ, μιλώντας ειδικότερα γι’ αυτά, να υπογραμμίσω κάποιες ειδικές αρετές του, σπάνιες σήμερα. Εννοώ τη συγγραφική του ευσυνειδησία, που δε διαπιστώνεται μονάχα στη λεπτομερή διερεύνηση των πηγών, αλλά και στην επίγνωση των ειδικών προβλημάτων της δουλειάς που αναλαμβάνει, και, προπάντων, στον αγώνα του να βρει τις ουσιαστικές λύσεις που δεν είναι οι ευκολότερες. Εννοώ ακόμη την ικανότητά του να χειρίζεται ένα λόγο χυμώδη και δραστικό που καλύπτει μια μεγάλη κλίμακα, από το λαϊκό λόγο του Πρωτόπαπα Αββακούμ ως τον εκλεπτυσμένο του Πούσκιν.

Το 1976 λοιπόν εκδίδει τις μεταφράσεις των παλαιορωσικών κειμένων Ο Βίος του Πρωτόπαπα Αββακούμ και Η εκστρατεία του Ίγκορ. Τα βιβλία αυτά είναι τα πρώτα που μ’ έφεραν σ’ επαφή με το έργο του – ενώ ως τότε δεν είχα παρά μιαν αόριστη γνώση για το συγγραφέα – κι ήταν τόσος ο ενθουσιασμός μου, ώστε – μολονότι δεν είμαι κριτικός – τα παρουσίασα, πρώτος εγώ, αν δεν κάνω λάθος, με δυο κριτικά μου κείμενα: Το ένα στη «Φιλολογική Καθημερινή» και το άλλο στο περιοδικό «Αντί». Θεωρώ ότι αυτά τα κείμενά μου, τόσο αυθόρμητα γραμμένα, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον με κάνουν να έχω κάποια εμπιστοσύνη στο ένστικτό μου ( Βλ. Χρ. Μηλιώνης, Υποθέσεις (δοκίμια), εκδ. Καστανιώτης, 1983).

Και πρώτα ο θαυμαστός Βίος του Πρωτόπαπα Αββακούμ, έργο θεμελιώδες για τη Ρωσική Λογοτεχνία. Είναι μια αυτοβιογραφία, γραμμένη από Ρώσο κληρικό, ανάμεσα στα 1672 – 1676. Τα χρόνια εκείνα ο Τσάρος Αλέξιος κάνει την πρώτη απόπειρα να προσαρμόσει στο τυπικό του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης το τυπικό της Ρωσικής Εκκλησίας – μέτρα που υπηρετούσαν τις πολιτικές σκοπιμότητες – καθώς η Ρωσία ετοιμαζόταν ν’ αναλάβει ηγετικό ρόλο ανάμεσα στους ορθόδοξους λαούς. Οι ασήμαντες μεταρρυθμίσεις προκάλεσαν περιπλοκές και φανατισμένη αντίδραση, που αντιμετωπίστηκε με συλλήψεις, βασανιστήρια, ακρωτηριασμούς και θανατώσεις. Ένας απ’ αυτούς και ο Πρωτόπαπας Αββακούμ.

1959. Μπασκιρία της Σοβιετικής Ένωσης

1959. Μπασκιρία της Σοβιετικής Ένωσης

Η μορφή του αναδύεται μέσα από την αφήγηση γεμάτη δυναμισμό και αντιφάσεις. Τέρας αντοχής, σωματικής και ψυχικής, με τρομερό καλογερίστικο πείσμα και εμπάθεια: Έχω στο Χριστό την ελπίδα – γράφει στους εχθρούς του – ότι θα πέσετε στα χέρια μου. Ε, τότε θα σας βγάλω το ζουμί!  Γεμάτος από δεισιδαιμονίες και πανουργία, και άλλοτε τρυφερός και όλος ταπείνωση. Έξοχος αφηγητής, είτε πρόκειται να μιλήσει για τη μαυριδερή κοτούλα του, είτε πρόκειται να περιγράψει εκείνη την εφιαλτική σκηνή, όπου οι λιμασμένοι εξόριστοι τραβούν πρόωρα από την κοιλιά της μάνας του το αλογάκι, για να το καταβροχθίσουν.

Ο Αββακούμ έχει συνειδητή προσήλωση στη μητρική του γλώσσα, που δηλώνεται ρητά και με πάθος: Μιχαήλοβιτς, γράφει στον Τσάρο, Ρούσος είσαι και όχι Γραικός, μίλα τη γλώσσα της μάνας σου!  Κι αλλού: Μη καταφρονέσετε, για όνομα του Θεού, τον απλό μας λόγο, εγώ αγαπώ τη γλώσσα που γεννήθηκα, τη ρωσική! Με τέτοιες εκλάμψεις που διασπαθίζουν συχνά το ρόλο του, η στάση του Αββακούμ υπερβαίνει τα στενά όρια της τυπολατρίας και ανάγεται σε πνευματικότερα επίπεδα που αφορούν τη βαθύτερη υπόσταση του λαού του. Γι’ αυτό, παραλλάσσοντας το λόγο – του Ντοστογιέφσκι, νομίζω – για το Παλτό του Γκόγκολ, θα έλεγα πως όλοι αυτοί οι μεγάλοι Ρώσοι συγγραφείς βγήκαν από το ράσο του Πρωτόπαπα Αββακούμ. Θα έλεγα ακόμη πως το ήθος του κρατάει από την ίδια φλέβα του Μακρυγιάννη κι έχει την ίδια σημασία μ’ αυτόν για τον Έλληνα αναγνώστη.

Και ακριβώς, τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη χρησιμοποίησε στη μετάφρασή του ο Αλεξανδρόπουλος ως ελληνικό ανάλογο. Το χρησιμοποίησε ως οδηγό, ωστόσο ο λόγος του παρέμεινε ιδιότυπα λαϊκός, δηλαδή χωρίς τα φραστικά κλισέ του Μακρυγιάννη. Διατήρησε το έντονο πάθος, τον ιδιαίτερο κυματισμό και την καυτή ανάσα του πρωτότυπου. Αυτό σημαίνει πως ο Αλεξανδρόπουλος στηρίχθηκε σ’ έναν δικό του αξιοθαύμαστο γλωσσικό θησαυρό και κυρίως στο δικό του γλωσσικό αίσθημα.

Με την Εκστρατεία του Ίγκορ, που η μετάφρασή της εκδόθηκε την ίδια χρονιά, τα πράγματα ήταν ακόμα πιο περίπλοκα. Πρόκειται για ένα ιδιότυπο κείμενο του 12ου αιώνα που χρησιμοποιεί ποικίλους ποιητικούς και αφηγηματικούς τρόπους. Ο Αλεξανδρόπουλος χρησιμοποιώντας με εξαιρετική ευλυγισία τη νεοελληνική ποιητική παράδοση κατόρθωσε να μας δώσει μια θαυμάσια μετάφραση και μοναδική αυτού του εθνικού έπους της Ρωσίας, που κατέχει στην παράδοσή της την ίδια θέση που έχει σ’ εμάς το Έπος του Διγενή Ακρίτα.

Μοναδική είναι και η μετάφραση του χρονικού Η Πολιορκία και ή Άλωση της Πόλης του Νέστορα Ισκεντέρη. Ο συγγραφέας του, αμφίβολης καταγωγής, βρέθηκε ως κρυπτοχριστιανός στο στρατό του Μωάμεθ του Πορθητή, πήρε μέρος στην πολιορκία και μπήκε στην Πόλη με τους νικητές. Το χρονικό αυτό, μαζί με τα τρία άλλα γνωστά (του Φραντζή, του Δούκα και του Κριτόβουλου) ολοκληρώνουν την εικόνα του ζοφερού εκείνου ιστορικού συμβάντος, φωτίζοντάς το από μια ιδιότυπη οπτική γωνία. Πρόκειται για ένα βιβλίο που δε θα έπρεπε – όπως άλλωστε και τα προηγούμενα – να λείπει από καμιά σχολική, τουλάχιστον, βιβλιοθήκη, όχι μόνο για την απολαυστική του αφήγηση, αλλά και για την ιστορική του σημασία.

Ακολούθησε η παρουσίαση μιας άλλης ομάδας μικρών αριστουργημάτων της Ρωσικής Λογοτεχνίας του περασμένου αιώνα: Η Ντάμα Πίκα  του Αλέξανδρου Πούσκιν, οι Μικρές Τραγωδίες  του ίδιου και το θεατρικό έργο του Γκριμπογιέντοφ Συμφορά από το πολύ μυαλό,  που δοκιμάστηκε με πολλή επιτυχία πάνω στη σκηνή. (Από το θίασο «Σκηνή», της οδού Κυκλάδων, με το Λευτέρη Βογιατζή).

Εδώ θα ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα στη  περίφημη νουβέλα Ντάμα Πίκα  του μεγάλου Ρώσου ποιητή, ένα αφήγημα που κινείται στα όρια του φανταστικού και της ίντριγκας. Η υπόθεσή της ξετυλίγεται με εκπληκτικό ρυθμό και ταχύτητα, για να κατακρημνισθεί ξαφνικά σε μια μεταφυσική άβυσσο. Ο αναγνώστης θα βρει κι εδώ όχι μονάχα τον χυμώδη μεταφραστικό λόγο του Αλεξανδρόπουλου, αλλά και μια ουσιαστική Εισαγωγή, όπου, μεταξύ των άλλων, επισημαίνεται διακριτικά η σχέση της νουβέλας με το πασίγνωστο μυθιστόρημα Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι.

Ο μεταφραστής κλείνει την Εισαγωγή του με μια πολύ διδακτική παρατήρηση: Στον Πούσκιν, γράφει, χρωστάνε τα πάντα οι μεγάλοι Ρώσοι του 19ου αιώνα, αλλά κι εκείνος δεν τους χρωστάει λιγότερα. Οι Ρώσοι δεν άφησαν τα μεγάλα τους πνεύματα να τα θάψουν ούτε μια μέρα.

Όπως εμείς  – θα πρόσθετα εγώ – και θα τελειώσω μ’ αυτό το πικρό σχόλιο.

                                                                                     Χριστόφορος Μηλιώνης

(Οι φωτογραφίες από το περιοδικό)