Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μίμης Φωτόπουλος, ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης

Ο Μίμης Φωτόπουλος γεννήθηκε στη Ζάτουνα της Γορτυνίας στις 20 Απρίλη του 1913. Πέθανε στις 29 Οκτωβρίου 1986. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, καθώς έμεινε νωρίς ορφανός από πατέρα. Μεγάλωσε με τη μητέρα και τον αδερφό του στα Εξάρχεια. Εκεί, ο Φωτόπουλος έκανε τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα, στήνοντας με τους φίλους του μπερντέ στην αυλή του σπιτιού του και έπαιζε Καραγκιόζη. Παρά τη φτώχεια της οικογένειας, ο Φωτόπουλος μαθαίνει γαλλικά και βιολί, ενώ ξοδεύει το χαρτζιλίκι του σε λογοτεχνικά βιβλία.

Ξεκίνησε να σπουδάζει στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά την παράτησε στο δεύτερο έτος. Η καλλιτεχνική του φύση τον οδήγησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (τότε Βασιλικού Θεάτρου). Απογοητεύεται νωρίς και φεύγει πηγαίνοντας στη Δραματική Σχολή του Κουνελάκη, παίρνοντας μαζί του το προσωνύμιο «γέρος» λόγω της ιδιαίτερης μπάσας φωνής του.

Πρεμιέρα στη θεατρική του καριέρα έκανε στο 1932, στην παράσταση «Λοκαντιέρα», με το θίασο Κουνελάκη. Το 1934 κάνει την πρώτη του περιοδεία με το θίασο «Δράματος, κωμωδίας, κωμειδυλλίου και επιθεωρήσεως» του Θεμιστοκλή Νέζερ, ως αντιγραφέας και πέμπτος κατά σειρά κωμικός στην αυστηρή ιεραρχία που επικρατούσε τότε στα θέατρα. Ακολουθεί η περίοδος που ο ηθοποιός περιφέρεται στην ελληνική επαρχία με θιάσους μπουλουκιών με πενιχρά μεροκάματα, αλλά αποκτώντας μια πολύτιμη πείρα σκηνής και ζωής. Το 1945 εκδίδει μια σειρά ποιημάτων με τίτλο «Τα μπουλούκια». Το 1939 παίζει στο «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ με τον πρωτοεμφανιζόμενο θίασο του Κάρολου Κουν.

Λίγο πριν τον πόλεμο του ’40, ξαναρχίζει η περιπλάνησή του με μικρούς θιάσους και μετά κάνει ένα σύντομο πέρασμα απ’ το χώρο του βαριετέ και το θέατρο της Κατερίνας, συμμετέχοντας σε πολεμικές επιθεωρήσεις και μουσικές ηθογραφίες. Μεταπηδάει στο θίασο Αργυρόπουλου, παίζοντας το ρόλο του Ασλάκσιν στον «Εχθρό του λαού» του Ερρίκου Ιψεν.

Στη διάρκεια της Κατοχής ο Μ. Φωτόπουλος είχε πάρει μέρος στην ΕΑΜική Αντίσταση. Στα Δεκεμβριανά το 1945, συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα στην Αφρική.

Ο Δεκέμβρης του 1944, η εξορία του στην Ελ Ντάμπα και οι διώξεις των ΕΑΜιτών ηθοποιών, τον σημαδεύουν. Η Συμφωνία της Βάρκιζας τον βρίσκει πίσω από τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου. Στα τέλη Μάρτη του 1945, παίρνει το δρόμο του γυρισμού. «Εμείς που ήρθαμε τελευταίοι» – γράφει στην αυτοβιογραφία του – «είχαμε περάσει πάνω από δυόμισι μήνες στην έρημο. Είχαμε δοκιμάσει πολλούς εξευτελισμούς, πολλούς πόνους, πολλά βάσανα. Και στα σύρματα είχαμε αφήσει ένα ματωμένο κομμάτι της ζωής μας».

Καθιερώνεται στον κινηματογράφο τη δεκαετία του 1950 και έκτοτε συμμετείχε σε 101 ταινίες.

Ολοκληρωμένος καλλιτέχνης, γράφει ποίηση, θεατρικά έργα και πεζά, ενώ ζωγραφίζει με μια δική του τεχνική κολλάζ γραμματοσήμων.

Έγραψε 7 βιβλία (4 ποιητικές συλλογές: «Μπουλούκια» 1940, «Ημιτόνια» 1960, «Σκληρά τριολέτα» 1961 και ο «θάνατος των ημερών» 1976) και 3 αυτοβιογραφικά («25 χρόνια θέατρο» 1958, «Το ποτάμι της ζωής μου» και «Ελ Ντάμπα – Όμηρος των Εγγλέζων» 1965) και 2 θεατρικά έργα («Ένα κορίτσι στο παράθυρο» 1966 και «Πελοπίδας ο καλός πολίτης» 1976) που έχουν παιχτεί. Οργάνωσε 5 εκθέσεις ζωγραφικής (ιδιότυπης τεχνικής κολάζ γραμματοσήμων).

Παρά τη λαμπρή του καριέρα στο θέατρο και τον κινηματογράφο, το 1981, όταν θέλησε να συνταξιοδοτηθεί, δε στάθηκε δυνατόν. Είχε μόνο 1.400 ένσημα, που δεν αρκούσαν ούτε για τη μικρότερη σύνταξη. Επρεπε να δουλέψει άλλα πέντε χρόνια για να συμπληρώσει τη βάση. Δούλεψε. Τα συντάξιμά του συμπληρώθηκαν δια της βίας με τις τελευταίες ραδιοτηλεοπτικές εμφανίσεις του και με μια τιμητική σύνταξη από το ΥΠΠΟ, που όμως δε χάρηκε παρά ελάχιστα, αφού τα προβλήματα υγείας του τον πρόδωσαν.