Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πεζογραφία

Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //

Σταματάς στο φανάρι μαζί με τον κόσμο. Έχεις όλο το χρόνο να σκεφτείς και να θαυμάσεις τη σημειολογική δύναμη του συστήματος, που τα πάντα εν σοφία εποίησε. Το κόκκινο παραλύει κάθε δραστηριότητα, το πράσινο σε κουρδίζει να προχωρήσεις στον ίδιο ρυθμό, κι ας μην ξέρεις πού ακριβώς θέλεις να πας. Ενώ όσοι περνάν με κόκκινο, κινδυνεύουν και μπορεί να την/τους πατήσουν.

Βλέπεις τους πεζούς γύρω σου κι αναρωτιέσαι ποιος απ’ αυτούς μπορεί να κρύβει έναν ποιητή μέσα σου. Πέφτεις άθελά σου στο θανάσιμο αμάρτημα του φυσιογνωμισμού για τον «πήξε» και το «δείξε», λες και μπορεί να σου μάθει κάτι για τους συναθλητές σου. Που περιμένουν νευρικά την πιστολιά του αφέτη, για να συνεχίσουν την κούρσα τους, σαν τρελά ηλεκτρόνια, αλλά χωρίς πυρήνα και συγκεκριμένο στόχο.

Σπάνια μπορείς να δεις τόσο μαζικό ατομισμό, κι ας ακούγεται αντιφατικό, τόσες μαζεμένες μονάδες να συνωστίζονται, χωρίς αλληλεπίδραση, να αγγίζονται χωρίς να έρχονται σε επαφή κι η μόνη τους έγνοια να είναι η δική τους διαδρομή, πώς να φτάσουν στον προορισμό τους μια ώρα αρχύτερα –αρκεί να μην είναι κάτι μεγαλεπήβολο, όπως η Ιθάκη ή να βρεις τον εαυτό σου και να τα έχεις καλά μαζί του.

Κι η παρτίδα ξεκινάει, σαν ηλεκτρονικό. Γιαγιάδες που σου κλείνουν το δρόμο, αλλά σου δίνουν περισσότερους πόντους. Ποδήλατα που έρχονται στο πεζοδρόμιο να περάσουν ξυστά δίπλα σου γιατί κάποιος είχε παρκάρει στη λωρίδα τους ή γιατί, ακόμα καλύτερα, δεν υπάρχει καν κάποιος ποδηλατόδρομος. Λαγοί και χελώνες από το αντίθετο ρεύμα, αριστερά όπως μπαίνεις στην κυβέρνηση, που έρχονται κατά πάνω σου πολύ απειλητικοί και μένουν αταλάντευτοι στη γραμμή τους, αλλά την κάνουν γυριστή την τελευταία στιγμή και γλιτώνουμε παρατρίχα το GREXIT. Πωρωμένες καταναλώτριες, πανέτοιμες να (την) ψωνίσουν κι αποφασισμένες να περάσουν πάνω από το πτώμα σου, ιδίως αν βγάζει κάποια γούνα. Κομπάρσοι, που θαρρείς και λειτουργούν με αισθητήρα και περιμένουν να μπεις στην περιοχή της εμβέλειάς τους, το ζωτικό τους χώρο, για να αρχίσουν να κινούνται σαν εμπόδια, όπως σε εκείνη την ταινία με τον Τρούμαν.

Μα γιατί να τυχαίνουν σε μένα όλοι οι περίεργοι; σιχτιρίζεις από μέσα σου.

Αγνοώντας πως για τους άλλους είσαι κι εσύ ένας περίεργος σαν τους υπόλοιπους. Που ξεχνάει πως το περπάτημα είναι μια ευκαιρία να μείνεις με τον εαυτό σου, όπου σου έρχονται συνήθως οι καλύτερες ιδέες και ο πεζός μπορεί να γίνει ο καλύτερος ποιητής. Να (αμπελο)φιλοσοφήσει, να πιάσει στην ατμόσφαιρα τις μυρωδιές της ζωής, να σταθεί να θαυμάσει το ωραίο, στα κτίρια, τις γειτονιές, τους ανθρώπους. Και να φανταστείς ότι αυτή είναι μόνο η εξωτερική ομορφιά, που δεν είναι η πιο σημαντική.

Περίεργο θα ήταν να ζούσες σε αυτό το «Τρούμαν Σόου» και να μην αντιδρούσες ποτέ. Να είχες έτοιμο, προκαθορισμένο ρόλο σε αυτό το ηλεκτρονικό, όπως οι ήρωες του Αρκά στο «Φάε το Κερασάκι» και να μην είχες ποτέ την περιέργεια να δεις τι υπάρχει έξω από αυτό το σκηνικό, έξω από το μονόδρομο που μας έχουν ορίσει να βαδίζουμε.

Περίεργο; Κι όμως…