Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ένα μνημειώδες βιβλιογραφικό έργο για τις θεατρικές σπουδές στη χώρα μας

Ένα μνημειώδες βιβλιογραφικό έργο για τις θεατρικές σπουδές στη χώρα μας

ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ,
ΔΙΑΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΟΛΟΓΩΝ
1900-1940

 Α΄ ΚΑΙ Β΄ ΤΟΜΟΙ

ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΣΤΑ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΟΥΡΑΝΗ

ΑΘΗΝΑ 2020, σσ. 878 + 867= 1745

Παρουσιάζει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης //

Ένα πολύ αξιόλογο δίτομο κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, το οποίο έχει προσφέρει πολλά και σημαντικά βιβλία για τη μελέτη φιλολογικών, θεατρολογικών, βιβλιογραφικών θεμάτων γενικού και ειδικού επιστημονικού ενδιαφέροντος, καθώς και βιβλία με λογοτεχνικά έργα κορυφαίων δημιουργών, τα οποία επιμελήθηκαν πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, φιλόλογοι και μελετητές κύρους.

Πρόκειται για προϊόν μακροχρόνιας και επίπονης έρευνας της πολύπειρης και καταξιωμένης στον πανεπιστημιακό χώρο των θεατρικών σπουδών, Καθηγήτριας και συγγραφέα κ. Χρυσοθέμιδος Σταματοπούλου-Βασιλάκου, η οποία γράφει σχετικά στις «Ευχαριστίες» της: «Με την έκδοση ενός έργου ολοκληρώνεται μία περιπέτεια ζωής με πολύ μόχθο, άγχος, στιγμές ενθουσιασμού, αλλά και συχνά απογοήτευσης. Ενθουσιασμού για την ανακάλυψη νέου υλικού, απογοήτευσης για την έλλειψη οικονομικής στήριξης, αλλά και επαρκούς ανθρώπινου δυναμικού που να μπορούσε να συνδράμει στην ταχύτερη διεκπεραίωση του όλου εγχειρήματος.»

Παρ’ όλα, λοιπόν, τα προβλήματα και τις αντιξοότητες έφθασε το πλήρωμα του χρόνου, ώστε η πολυσέλιδη αυτή εργασία να ολοκληρωθεί και να δει επιτέλους το φως της δημοσιότητας χάρη στον αείμνηστο Σπύρο Α. Ευαγγελάτο (1940-2017), αρχικά, ο οποίος εισηγήθηκε την έκδοσή της στο Δ.Σ. του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, και τελικά ακολούθησε η θετική έκβαση της ενλόγω έκδοσης. Ο Επίτιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην Πρόεδρος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών και νυν έχων στο Ίδρυμα αυτό τη Γενική Φιλολογική Εποπτεία της Θεατρικής Βιβλιοθήκης του, κ. Βάλτερ Πούχνερ, το ενέταξε στη σειρά σχετικών με το θέατρο μελετών και βιβλιογραφιών. Το έργο αργοπόρησε να εκδοθεί, αφού δε βρέθηκε κάποιο μεγάλο ερευνητικό πρόγραμμα για να χρηματοδοτηθεί δεόντως, με αποτέλεσμα να περάσουν περισσότερα από είκοσι χρόνια μέχρι την έκδοσή του. Η ερευνητική ομάδα, με μέλη που εργάστηκαν σταδιακά και με εναλλαγές, αποτελούνταν από δύο βιβλιοθηκονόμους αρχικά, τον κ. Μιχ. Βγόντζα και την κ. Αγγελική Γαλανοπούλου, οι οποίοι συνέβαλλαν αποφασιστικά κάτω από την επιστημονική επίβλεψη και καθοδήγηση της κ. Σταματοπούλου-Βασιλάκου, καθώς και στη συνέχεια η επίσης βιβλιοθηκονόμος κ. Μαρία Λουμπάκη και ασφαλώς οι βασικοί συνεργάτες της θεατρολόγοι κ.κ. Πέτρος Βραχιώτης και Κατερίνα Διακομοπούλου, οι οποίοι από την αρχή ως το πέρας του εγχειρήματος σήκωσαν μεγάλο βάρος του.

Η κ. Σταματοπούλου-Βασιλάκου ευχαρίστησε ως όφειλε δεοντολογικά όλους εκείνους τους συναδέλφους της καθηγητές θεατρολόγους και διάφορων άλλων ειδικοτήτων, υποψήφιους διδάκτορες και άλλους θεατρολόγους, που τη βοήθησαν παντοιοτρόπως για να ολοκληρωθεί το έργο.

Πρόκειται για μια κλασική βιβλιογραφική εργασία ειδικού ενδιαφέροντος, όπως είναι η θεατρική παραγωγή, ελληνική και ξενόγλωσση, δημοσιευμένη σε περιοδικά και βιβλία ή αδημοσίευτη, χειρόγραφη ή δακτυλογραφημένη, αχρονολόγητη, πρωτότυπη ή μεταφρασμένη, κατά την περίοδο 1900-1940.

Ξετυλίγοντας το κουβάρι της παρούσας βιβλιοπαρουσίασης, θα αρχίσω τις αναφορές μου από τον μεστό και κατατοπιστικό «Πρόλογο» του κ. Βάλτερ Πούχνερ, ο οποίος πάντοτε στα προλογικά σημειώματά του σε βιβλία ή στα βιβλιοκριτικά του κείμενα περιέχει εύστοχες παρατηρήσεις και σχόλια, χρήσιμα στον αναγνώστη. Χαρακτηρίζει, λοιπόν, το παρόν δίτομο ως «μνημειώδες έργο, αναφαίρετο βοήθημα και  θεμελιώδες ερευνητικό εργαλείο της μελλοντικής Ελληνικής Θεατρολογίας.» Και φυσικά έχει απόλυτο δίκιο, αφού το περιεχόμενο τέτοιου είδους βιβλίων είναι απαραίτητο εργαλείο για να προχωρήσει η έρευνα και μελέτη θεμάτων θεατρολογικού ενδιαφέροντος. Επισημαίνει δε εύστοχα ότι στο δίτομο με τα αναγραφόμενα θεατρικά έργα η συγγραφέας «αναδεικνύει την εποχή του “Θεάτρου των Ιδεών” (1895-1922), δηλαδή του ελληνικού μοντερνισμού, καθώς και το χρονικό διάστημα του Μεσοπολέμου ως μια από τις πιο γόνιμες περιόδους του 20ού αιώνα.» Διαπιστώνει μ’ ευχαρίστηση ότι «ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί ο αριθμός των διαλόγων και μονολόγων, που μαρτυρούν τη διείσδυση της δραματικής γραφής και του σκηνικού λόγου και σε άλλες μορφές της λογοτεχνίας και της γραμματολογίας ενγένει.» Για το βιβλιογραφικό πλούτο στοιχείων, που περιέχει το δίτομο, γράφει ότι «πρόκειται για έναν συνδυασμό περιγραφικής, αναλυτικής και συστηματικής βιβλιογραφίας». Εξαίροντας την εργατικότητα, την επιστημοσύνη, την εμπειρία, την πλούσια συγγραφική παραγωγή και τις ειδικές βιβλιοθηκονομικές και αρχειακές σπουδές της συγγραφέα, κλείνει ως εξής το προλόγισμά του: «Η κορύφωση όμως των βιβλιογραφικών της εργασιών είναι χωρίς άλλο αυτή η ογκώδης δίτομη βιβλιογραφία που προλογίζω αυτή τη στιγμή. Η συγκέντρωση και έκδοση μιας βιβλιογραφίας, έργο κοπιώδες, ποτέ εκατό τοις εκατό εξαντλητικό, υποκρύπτει πολύχρονο μόχθο για τη συλλογή, επεξεργασία, οργάνωση και τεκμηρίωση των λημμάτων, που δεν μπορεί να εκτιμηθεί από τους μη μυημένους στην έρευνα. Αντιθέτως, για τους συστηματικούς ερευνητές, το έργο αυτό αξιολογείται ως ανεκτίμητο εργαλείο έρευνας. Χωρίς τέτοια βασικά εργαλεία, όπως είναι η εργογραφία, η παραστασιογραφία, η βιβλιογραφία των σχετικών μελετημάτων και η κριτικογραφία των παραστάσεων, η θεατρολογική έρευνα δεν μπορεί να προχωρήσει.» Μη αυτονόητες, για τους περισσότερους, αλλά ορθές επισημάνσεις!

Θα συνεχίσω το παρόν σημείωμά μου με την πολυσέλιδη εμπεριστατωμένη και κατατοπιστική για τον απλό αναγνώστη ή τον θεατρολόγο «Εισαγωγή» (σ. 23-112) της συγγραφέα, η οποία αποτελείται από πέντε μέρη: Μέρος Α΄. Πηγές της έρευνας στην Ελληνική Θεατρολογία – Βιβλιογραφία – Εργογραφία 1900-1940: Συνοπτική θεώρηση, Μέρος Β΄. Ελληνική Θεατρική Βιβλιογραφία 1900-1940, Μέρος Γ΄. Ταξινόμηση του υλικού, Μέρος Δ΄. Δομή του λήμματος. Τύποι αναγραφών με αντιπροσωπευτικά παραδείγματα, Μέρος Ε΄. Χαρτογράφηση του υλικού. Πίνακες ποσοτικών δεδομένων Θεατρικής Βιβλιογραφίας 1900-1940.

Η δομή της «Εισαγωγής» εντυπωσιάζει τον αναγνώστη με τις πολλές και ποικίλες υποδιαιρέσεις που διαθέτει, δίνοντας ένα πλήθος από πληροφορίες, ώστε να διευκρινιστούν τα πάντα και να γίνει πιο άνετη, σαφής και ξεκάθαρη η αναζήτηση κάποιου θεατρικού έργου που τον ενδιαφέρει. Οι δε πλούσιες υποσημειώσεις παρέχουν πληροφορίες για βιβλιογραφίες, για ευρετήρια περιοδικών, για καταλόγους θεατρικών έργων. Ενδεικτικά αναφέρω ορισμένες πληροφορίες, στο υποκεφάλαιο «Είδος Βιβλιογραφίας»: «Η ανά χείρας βιβλιογραφία, εξεταζόμενη με βάση τα διεθνώς καθιερωμένα κριτήρια της Επιστήμης της Βιβλιογραφίας χαρακτηρίζεται ως ακολούθως: Α΄. Ειδική ή Θεματική Βιβλιογραφία […] Β΄. Ιστορική ή Αναδρομική Βιβλιογραφία […] Γ΄. Εξαντλητική Βιβλιογραφία […]», παρέχοντας ανάλογες επεξηγήσεις  ή «[…] έχουν περιληφθεί σε αυτή: Αυτοτελείς εκδόσεις. Δημοσιεύσεις σε συλλογικούς τόμους (Άπαντα. Αφιερώματα κ.ά.). Δημοσιεύσεις σε περιοδικά έντυπα (περιοδικά, ημερολόγια, λευκώματα και επετηρίδες). Μεμονωμένες δημοσιεύσεις σε εφημερίδες. Δημοσιεύσεις σε σχολικά εγχειρίδια. Χειρόγραφα και δακτυλόγραφα.» «Σε σχέση με τα είδη θεάτρου έχει συμπεριλάβει: Θέατρο Πρόζας. Λυρικό θέατρο. Επιθεώρηση. Σχολικό θέατρο και θέατρο για παιδιά» «Σε σχέση με την έκταση και τη μορφή του θεατρικού κειμένου έχουν περιληφθεί: Πολύπρακτα έργα. Μονόπρακτα έργα. Θεατρικοί ή Θεατρόμορφοι διάλογοι. Μονόλογοι.» κ.ά.

Στο Β΄ Μέρος, περιέχονται τα εξής υποκεφάλαια: «Αντικείμενο και χρονικά όρια», «Είδος Βιβλιογραφίας», στο οποίο ήδη αναφέρθηκα, υπάρχουν δε ακόμη οι εξής παράγραφοι: «Η χρονολόγηση αχρονολόγητων αυτοτελών εκδόσεων», «Η χρονολόγηση αχρονολόγητων χειρογράφων και δακτυλόγραφων έργων», «Τα περιεχόμενα συλλογικών και πολύτομων έργων», «Η παραστασιογραφία», «Πηγές της παραστασιογραφίας», «Η μνεία προγενέστερων βιβλιογραφιών», «Η μνεία βιβλιοθηκών», «Τρόπος βιβλιογραφικής εργασίας», «Καταλογογράφηση».

Και όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης πλήθος από πληροφορίες για κάθε θέμα παρέχονται αναλυτικά στα υπόλοιπα προαναφερόμενα Μέρη (Γ΄, Δ΄, Ε΄) της «Εισαγωγής».

Ακολουθούν οι «Συντομογραφίες» για ελληνικές και ξένες βιβλιοθήκες, η «Ειδική Βιβλιογραφία» (σ. 119-148), οι «Λοιπές συντομογραφίες».

Ο Α΄ τόμος περιέχει το καθαυτό κεφάλαιο της βιβλιογραφίας: «Αυτοτελείς Εκδόσεις – Δημοσιεύσεις: 1900-1929» (σ. 151-878), το οποίο συνεχίζεται και ολοκληρώνεται στον Β΄ τόμο (περίοδος 1930-1940) (σ. 9-364).

Ακολουθεί το κεφάλαιο «Ανέκδοτα θεατρικά έργα (Δακτυλόγραφα – Χειρόγραφα 1900-1940)» (σ. 365-577) και το κεφάλαιο «Αχρονολόγητα θεατρικά έργα» (σ. 579-624).

Ακολουθεί το κεφάλαιο «Πηγές της έρευνας» (σ. 625-663): «Γενική Βιβλιογραφία», «Περιοδικά – Εφημερίδες», «Ημερολόγια – Επετηρίδες – Λευκώματα», «Αρχεία», «Ιστοσελίδες». Ένα πολύ χρήσιμο κεφάλαιο για τους ερευνητές/μελετητές, διότι από τη  μια πληροφορούνται για το ποιες πηγές υπάρχουν και φυσικά αξιοποιήθηκαν από τη συγγραφέα, και από την άλλη συμπεραίνουν συγχρόνως ότι υπάρχουν και άλλες πηγές που θα πρέπει να αξιοποιηθούν στο μέλλον, ώστε να διευρυνθεί το βιβλιογραφικό υλικό του συγκεκριμένου ερευνητικού θέματος.

Τέλος, δημοσιεύονται: «Ελληνόγλωσσο ευρετήριο κυρίων ονομάτων» (σ. 671-738), «Ξενόγλωσσο ευρετήριο κυρίων ονομάτων» (σ. 739-762), «Ελληνόγλωσσο ευρετήριο θεατρικών έργων» (σ. 763-848), «Ξενόγλωσσο ευρετήριο θεατρικών έργων» (σ. 849-862) και «Ευρετήριο κυρίων ονομάτων εισαγωγής» (σ. 863-865).

Στο δίτομο δημοσιεύονται οι τίτλοι 5.344 θεατρικών έργων, διαλόγων και μονολόγων, δημοσιευμένων ή μη στην ελληνική γλώσσα, μεταφρασμένων από άλλες γλώσσες. Αποδελτιώθηκαν 200 περιοδικά λόγου και τέχνης Η παραστασιογραφία, βέβαια, είναι το ζητούμενο, γενικώς, και γι’ αυτό είναι τις περισσότερες φορές ελλιπής, ιδίως για την περίπτωση του σχολικού και ενγένει μαθητικού και ερασιτεχνικού θιάσου, αφού δεν υπάρχουν, στη συντριπτική πλειοψηφία των θεατρικών παραστάσεων, έντυπα (προσκλήσεις ή προγράμματα) ή σχετικά με την παράσταση δημοσιευμένο στον τύπο υλικό (θεατρική κριτική, ρεκλάμες ή προσκλήσεις).

Με την ευκαιρία, θεωρώ απαραίτητο να επαναδημοσιεύσω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο μου Ιστορία της Δραματουργίας για παιδιά στην Ελλάδα (1871-1949) και την Κύπρο (1932-1949). [Θεματολογία – Ιδεολογία – Παιδαγωγία. 22 Έλληνες Δραματουργοί] Με στοιχεία θεατρικής αγωγής και παραστασιογραφίας του σχολικού θεάτρου (Πρόλογος Βάλτερ Πούχνερ). Εκδοτικός οίκος Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2012, σσ. 551. Απόσπασμα, στο οποίο επισημαίνεται, εδώ και 9 χρόνια από τότε που το δημοσίευσα, η αναγκαιότητα να διδαχθεί η Ιστορία του Θεάτρου για παιδιά και εφήβους στην Ελλάδα στα Πανεπιστήμιά μας (στα Παιδαγωγικά Τμήματα και στα Τμήματα Θεατρικών Σπουδών). Το μεν Σχολικό Θέατρο έχει ζωή περίπου 200 χρόνων, το δε  Επαγγελματικό Θέατρο περίπου 70 χρόνων:

«Ένα σοβαρό, κατά τη γνώμη μου, πρόβλημα είναι το γεγονός της υποτίμησης του Θεάτρου για παιδιά ως είδος, και ιδιαίτερα η Ιστορία του Θεάτρου για παιδιά και η Ιστορίας της Δραματουργίας του, και η μη καθιέρωσή του, ακόμη, στη συνείδηση της επιστημονικής/ακαδημαϊκής κοινότητας, αλλά και των ΜΜΕ […] Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι να μην υπάρχει αυτόνομη θέση Δ.Ε.Π. στα Τμήματα Θεατρικών Σπουδών και στα Παιδαγωγικά Τμήματα, να μην επιχειρείται διαρκής και συστηματική έρευνα και μόνο στοιχεία του να διδάσκονται στα πλαίσια των καθιερωμένων από χρόνια μαθημάτων που σχετίζονται με την Ιστορία και Δραματουργία του Νεοελληνικού Θεάτρου για ενήλικους. Το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και για την ιστορική έρευνα και μελέτη των άλλων παραστατικών τεχνών (Κουκλοθέατρο, Θέατρο Σκιών, Μαριονέτα, Αφήγηση Παραμυθιών). […] Η “Ιστορία του Θεάτρου για παιδιά”, η “Ιστορία της Δραματουργίας για παιδιά” και η “Ιστορία του Κουκλοθέατρου, Θεάτρου Σκιών, Μαριονέτας, Αφήγησης Παραμυθιών κ.ά. παραστατικών τεχνών” είναι τρία βασικά μαθήματα που αφορούν τη διδασκαλία της Ιστορίας και την επιστημονική ιστορική έρευνα όλων των σκηνικών θεατρικών δρώμενων στο σχολικό και στο επαγγελματικό θέατρο. Τα μαθήματα αυτά, νομίζω, ότι ωρίμασε ο καιρός για να διδάσκονται (είτε υποχρεωτικά είτε κατ’ επιλογήν) σε όλα τα Τμήματα Θεατρικών Σπουδών και στα Παιδαγωγικά Τμήματα των Πανεπιστημίων μας. Πιστεύω ότι είναι θέμα χρόνου να πεισθεί η ακαδημαϊκή κοινότητα και να καθιερωθεί η διδασκαλία τους. […]» (σύντομο απόσπασμα από τις σ. 53-63 του βιβλίου μου, όπου αναφέρονται, σχολιάζονται και προτείνονται σχετικά θέματα.)

Άλλωστε διδάσκονται τόσα και τόσα μαθήματα Ιστορίας, που αφορούν το Θέατρο για ενήλικους στα ενλόγω Πανεπιστημιακά Τμήματα. Είναι αυτονόητο, νομίζω, ότι όπως πραγματοποιήθηκε αυτή η θαυμάσια βιβλιογραφική εργασία (η οποία περιλαμβάνει βέβαια κάποια θεατρικά έργα του σχολικού μας θεάτρου) θα μπορούσαν να υπάρχουν και άλλες παρόμοιες εργασίες με συστηματικό τρόπο και μετά από ενδελεχή έρευνα για το σχολικό μας θέατρο, με αποτέλεσμα να αποκαλυφθούν στοιχεία και για τη δραματουργία του και την παραστασιογραφία του.

Ένα έργο ενδιαφέρον, πολύτιμο, χρήσιμο, πλούσιο και πλήρες. Καλοτάξιδο!