Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Έτσι κι αλλιώς, κι αλλιώτικα

Φιλοξενούμενη η Ελένη Μακαντάση //

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια τάση και μια ανάγκη γενικότερη που εκπορεύεται και πηγάζει από τις κοικωνικοπολιτικές συνθήκες που βιώνουμε να θέλουμε να δούμε τα πράγματα «αλλιώς», στο όνομα αυτού του «αλλιώς» κάνουμε πράγματα και γίνονται πράγματα τύπου ανατρεπτικά, μας επιβάλλονται προοδευτικές ιδέες «αλλιώς» χωρίς να μας εξηγήσει κανένας το «πώς». Στα πλαίσια αυτού του δήθεν «επαναστατικού αλλιώς» προέκυψε και το παρακάτω ζήτημα.

Η κρίση (προσωπική, οικονομική, κοινωνική, «αλλιώς» καπιταλιστική) που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια σαν λαός έχει βγάλει στην επιφάνεια και πολλά ζητήματα ψυχοκοινωνικής φύσεως, ένα από αυτά που μας απασχολεί τις τελευταίες μέρες είναι και αυτό της αλλαγής φύλου που έρχεται σε αντίθεση με την «αλλιώς» μαθημένη κοινωνία. Το φύλο και η σεξουαλική ταυτότητα, συνεπώς και κοινωνική αποτελεί ένα πολύ ευαίσθητο έτσι κι αλλιώς θέμα, και μάλιστα ταμπού για την ελληνική κοινωνία, που ακόμη διστάζει σε πολλές περιπτώσεις να αποδεχτεί την ισότητα των δύο φίλων.

Το ζήτημα λοιπόν εκτός από προσωπικό, όπως συνηθίζεται να είναι η επιλογή συντρόφου (γνωστή η λαϊκή ρήση τι σε νοιάζει εσένα τι κάνω στο κρεβάτι μου) έχει κοινωνικές και ηθικές, προεκτάσεις και προβλημάτισε έντονα το μέσο ελληνικό νοικοκυριό τις τελευταίες μέρες. Οι κοινωνικές προεκτάσεις είναι ανάλογες της μαθημένης κοινωνικής συμπεριφοράς, δηλαδή ζούμε σε μια κοινωνία που η γυναίκα έχει συνταγματικό δικαίωμα ψήφου, μετά από αγώνες από το 1964, «αλλιώς» αναγνωρίζεται με την ιδιότητα του πολίτη από την μεταπολεμική περίοδο και έπειτα. Σε μια κοινωνία που ακόμα προβάλλει στα κεντρικά δελτία ειδήσεων την γυναίκα εργαζόμενη στα «αντρικά» επαγγέλματα . Οπότε μιλάμε για μια «αλλιώς» εκπαιδευμένη κοινωνία σε θέματα ταυτότητας φύλου γενικότερα και ειδικότερα «αλλιώς» εκπαιδευμένη στην αποδοχή. Κυρίως μαθημένη στην προσαρμογή και σε αυτό που επιβάλει ο ισχυρότερος, ας μην ξεχνάμε ότι ζούμε σε καπιταλιστικές συνθήκες με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Οπότε τώρα η κοινωνία καλείται να προσαρμοστεί και γιατί όχι «βίαια» σ’ ένα νομοσχέδιο που ψηφίστηκε, υπερπροβλήθηκε στα ΜΜΕ και μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αποτελεί το φλέγον ζήτημα από τα ίντερνετ καφέ μέχρι τα καφενεία και εκφράζεται, μεταφράζεται «αλλιώς» από τον καθένα. Προκαλεί την δέουσα αντίδραση σε κάποιες κοινωνικές ομάδες και χάνει και την ουσία του και το ζήτημα το οποίο θα μπορούσε απλά να γίνει αντικείμενο εκπαίδευσης και γιατί όχι μέσο πρόληψης με γενικότερο στόχο να μειωθεί η καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο.

Ηθικά τώρα, επίσης ζούμε σε μια κοινωνία που ο μέσος Έλληνας και Ελληνίδα περιμένουν τον διάδοχο που θα κληρονομήσει τη «δυναστεία» του ονόματος και θα την αναπαράγει στους αιώνες των αιώνων ή «αλλιώς» την κόρη που θα τους δώσει ένα ποτήρι νερό στα γεράματα. Το δικαίωμα της αλλαγής φύλου ήχησε τουλάχιστον σαν βόμβα κι όχι άδικα (βλ. πιο πάνω για εκπαιδευμένες κοινωνίες). Ηθικά, ειδικότερα το όλο το ζήτημα και δεδομένης της ηλικίας (εφηβεία κλπ) που αναφέρεται στο νομοσχέδιο ότι μπορεί να γίνει η επιλογή θα μπορούσε να είναι ισάξιας ηθικής έντασης με το ερώτημα πότε θα πρέπει να πεθάνει κάποιος και το δικαίωμα στην ευθανασία σε περιπτώσεις πάντα που επικρατεί το μη περαιτέρω. Και εν τέλει το ηθικό ερώτημα, το κράτος τι κάνει «ηθικά αλλιώς» για να υποστηρίξει αυτή την καθοριστική απόφαση για ένα άτομο, ένας νόμος από μόνος του δεν καλύπτει το μετά αυτής της απόφασης, πως ένας νεαρός άνθρωπος που θα επιλέξει δικαιωματικά να κάνει αυτή την αλλαγή θα μπορέσει να αντικρούσει αυτό που θα ακολουθήσει από την «αλλιώς» εκπαιδευμένη κοινωνία.

Το ζήτημα λοιπόν αυτό με τις μεγάλες κοινωνικές, ηθικές προεκτάσεις της φυλετικής ταυτότητας θα μπορούσε να γίνει αφορμή και να μας αφυπνίσει και σε άλλα κοινωνικά ζητήματα, όχι τόσο σαν κατάσταση, αυτό όντως είναι μια προσωπική επιλογή και σε κάποιες συνθήκες μπορεί και να χρειάζεται αυτού του είδους η αλλαγή. Αλλά στο κατά πόσο μπορούμε να φτιάξουμε και να διεκδικήσουμε να γίνει μια κοινωνία η οποία θα προετοιμάσει, θα προετοιμαστεί και θα είναι εκπαιδευμένη και σε θέση να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που θα προκύψουν μετά. Ένας κατοχυρωμένος νόμος όσο ανατρεπτικός, φιλανθρωπικός, και «αλλιώς» να φαίνεται δεν λέει τίποτα από μόνος του αν δεν υπάρχει πρόληψη και πρόβλεψη για το πώς θα ενταχθεί το αποτέλεσμα του στο σύνολο της κοινωνίας και δεν θα εντείνει τις ήδη υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες που υπάρχουν σε πολλά κοινωνικά ζητήματα. Ας πάρει λοιπόν τον ρόλο του το «πώς» ώστε να έχει την αξία το «αλλιώς».