Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναστασία Βούλγαρη: «Συνέβη έναν Δεκέμβρη»

Παρουσιάζει ο Ειρηναίος Μαράκης //

«Όμως ο πόλεμος δεν τελείωσε ακόμα
Γιατί κανένας πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ!».

Μ. Αναγνωστάκης

Ένας κρίσιμος Δεκέμβρης

Στην Ελλάδα της δεκαετίας του ‘40, δυο αντίπαλα ταξικά στρατόπεδα συγκρούστηκαν για τον έλεγχο της κοινωνίας. Ήταν μια σύγκρουση που ξεκίνησε μέσα στις φλόγες του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου, κορυφώθηκε στην Αντίσταση και την Απελευθέρωση, πέρασε μια κρίσιμη καμπή το Δεκέμβρη του 1944 και ολοκληρώθηκε με την οριστική ήττα του κινήματος το 1949 και τη λήξη του Εμφύλιου. Μέσα σε δέκα χρόνια η ελληνική κοινωνία γνώρισε την ελπίδα της επανάστασης και τη βαρβαρότητα της αντεπανάστασης.

Ο Δεκέμβρης του ’44 στιγμάτισε τη ζωή και τη συλλογική μνήμη του κόσμου της Αντίστασης καθώς και των επόμενων γενιών, δίνοντας έμπνευση για την αναγέννηση του κινήματος τα επόμενα χρόνια. Μπροστά στην αναγκαιότητα για την οικοδόμηση μιας νέας, διαφορετικής κοινωνικής πραγματικότητας στην Ελλάδα υψώθηκαν εχθρικά τείχη από την αστική τάξη της χώρας και τους Βρετανούς ιμπεριαλιστές (ακολούθησαν οι Αμερικάνοι) για να ανατρέψουν το κλίμα αισιοδοξίας και ριζοσπαστικοποίησης των εργαζομένων και του λαού αλλά και για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους.  Όσοι νόμισαν πως ο πόλεμος είχε τελείωσει με την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο διαψεύστηκαν οικτρά.

Αλλά δεν παράτησαν τα όπλα. Μπροστά σε μια πρακτικά και φυσικά αδύνατη ταξική ανακωχή που ήθελαν να επιβάλλουν οι τότε εξουσιαστές, σηκώθηκε φωνή γενναία, φωνή αντίστασης και πάλης. Παρόλαυτα και για πολύ συγκεκριμένους λόγους (που δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη στάση των «Συμμάχων»), το κίνημα αυτό ηττήθηκε. Όμως  ο Δεκέμβρης του ’44 συνεχίζει να εμπνέει και σήμερα τις νεότερες γενιές – και θα συνεχίσει, μέχρι εκείνη την ευλογημένη ώρα που θα εξασφαλίσουμε τον θάνατο του καπιταλισμού και του φασισμού, μια για πάντα.

Η ποιήτρια

Το ποίημα της Αναστασίας Βούλγαρη που δημοσιεύουμε σήμερα κινείται σε αυτή ακριβώς την κατεύθυνση και περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια και χωρίς ωραιοποιήσεις την ιστορική πραγματικότητα και το κλίμα της περιόδου.

Η Αναστασία Βούλγαρη γεννήθηκε στην Αθήνα. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη γαλλική γλώσσα στη Γαλλία στο Centre Linguistique Appliquée, Besançon.  Φοίτησε στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο στο τμήμα Ελληνικού Πολιτισμού. Σπούδασε fashion design και Συστήματα Διαχείρισης Ποιότητας.  Δραστηριοποιήθηκε επί σειρά ετών στις επιχειρήσεις στην Ελλάδα ως επιχειρηματίας, στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας και της ένδυσης και στο εξωτερικό ως σύμβουλος ποιότητας, στα συστήματα του ISO 9000. Είναι συνεργάτης της TÜV AUSTRIA HELLAS. Τον Μάρτιο του 2011 παρουσίασε στο Θέατρο ΣΥΝ-ΚΑΤΙ το μονόπρακτο με τίτλο Κάποιος να με φωνάξει , με μουσική επένδυση από τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη. Το Μάιο τού ίδιου έτους, το έργο παρουσιάστηκε στο Βουκουρέστι και σε άλλες πόλεις της Ρουμανίας, σε μετάφραση της Έλενας Λάζαρ. Το 2013 εκδόθηκε το βιβλίο της Θα σε λιώσω! από τις εκδόσεις Αγγελάκη. Το 2015 παρουσίασε στο Θέατρο ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ το Κάποιος να με φωνάξει, σε σκηνοθεσία Αλέξιου Κοτσώρη.

ΣΥΝΕΒΗ ΕΝΑΝ ΔΕΚΕΜΒΡΗ

Συνέβη έναν Δεκέμβρη
μόλις σχόλασε η γιορτή
σαν διώξαμε τους Σιδερένιους από την ιερή γη.

Ήταν όμορφη η γιορτή μας.
Αγόρια και κορίτσια με πολύχρωμα χαμόγελα
και χέρια που μύριζαν μπαρούτι
τραγουδούσαν τον ύμνο της λευτεριάς.

Οι γερόντισσες έκρυβαν ντροπαλά κάτω απ’ τη μαύρη μπόλια
ένα κοριτσίστικο γέλιο.
Οι μανάδες βρέχανε με τα μάτια τους το μπαλωμένο πουκάμισο
τού σκοτωμένου γιού
ή το μαντήλι της νεκρής κόρης με το μονόγραμμα του έρωτα,
σφίγγοντας στην παλάμη, μέχρι ν’ ασπρίσουν τα δάχτυλα,
τη σφαίρα απ’ το πεδίο της εκτέλεσης.

Τα παιδιά τρέχανε ξυπόλητα στους μαχαλάδες,
ονειρεύονταν μια βουτυρωμένη φέτα ψωμί, μια χορτάτη ξυλόσομπα,
κι ένα καλοκαίρι πλάι στη θάλασσα.
Τα μικρότερα παρίσταναν τους ιππότες, κυνηγούσαν αόρατους δράκους
με πελώρια ξύλινα σπαθιά και λευτέρωναν την όμορφη κόρη
που την ονόμαζαν Ελλάδα.

Στις πλατείες των καπνισμένων χωριών
οι γυναίκες ορμούσανκαταπάνω στους άντρες με τις πυκνές γενειάδες
ρουφούσαν την μυρωδιά του ελάτου απ’ το στέρνο τους
έκλειναν τα μάτια κι αδημονούσαν να βραδιάσει.
Έσμιγαν με τους άντρες για ν’ αναστήσουν τα παιδιά.
Εκείνα που σκότωσε η πείνα
και τ’ άλλα που σκότωσε η σφαίρα
μα πιότερο εκείνα που σκοτώσανε οι καταδότες.

Ήταν μεγάλη η γιορτή μας
γιατί ήταν η γιορτή της λευτεριάς.
Τα εργοστάσια περίμεναν τους εργάτες
τα καράβια τους ναύτες
τα σχολειά τους δασκάλους
και τα χωράφια τους ζευγάδες.
Όπως την άνοιξη τα λουλούδια περιμένουν τις μέλισσες.

Επάνω στον ουρανό
οι σταυρωμένοι περίμεναν την ανάσταση.
Κάτω στο βόρβορο του παλατιού
συνωμοτούσε η καμαρίλα.

Τότε ήταν που ήρθανε οι Χλωμοί
με τα ξεθωριασμένα μάτια και τα ωχρά χείλη
να δαμάσουν τα βουνά και τα ποτάμια.

Τ’ αγόρια και τα κορίτσια δέσανε κόμπο το γέλιο τους
κι έδωσαν τη μεγάλη μάχη της Αθήνας.
Το μυδράλιο από την Ακρόπολη σκότωσε επτακόσιους μέσα σε μια μέρα.

Ύστερα οι Χλωμοί διαιρέσανε τα σπίτια μας.

Τότε ήταν που ήρθανε οι Σκοτεινοί
με τα σταχτιά πρόσωπα και τα μάτια χωρίς βλέμμα,
κραδαίνοντας,
μαζί με το περίστροφο,
το καμτσίκι της γωνιασμένης σκέψης τους.
Αφανίσανε τους άντρες μας
μακελέψανε τα χωριά μας.
Σιμά τους οι δικοί μας Χλωμοί
οι δικοί μας Σιδερένιοι
οι δικοί μας Σκοτεινοί.
Έσπειραν θανατικό και απουσία
στο όνομα των προγόνων μας.
Ύστερα κάψανε τα σπαρτά
σκορπίσαν τα γεννήματα
ξεράνανε τις ρίζες
ματώσανε τα χώματά μας
μαστιγώσανε τα δέντρα μας
δηλητηριάσανε τα νερά μας…

Ήταν εκείνοι που ξέβρασε ο βόρβορος του παλατιού˙
ίδιοι κι απαράλλαχτοι από τον πρώτο ξεσηκωμό του Γένους,
ίδιοι κι απαράλλαχτοι μέχρι σήμερα
και τ’ όνομά τους ίδιο κι απαράλλαχτο˙
Προδότες.

Αλλόφρονες γυναίκες και τρομαγμένα παιδιά
κουρνιάζανε κάτω από χιονισμένους θάμνους
βαδίζανε μέσα σε παγωμένα ποτάμια,
νυχτερινή πορεία προς την προσφυγιά
στον δρόμο της ξενιτειάς, της πιο μεγάλης μοναξιάς.
Χωρίς επιστροφή.

Οι γέροντες, θάψανε τα ιερά κειμήλια της φαμελιάς τους, αγκαλιάσανε το
τουφέκι τους, την μόνη τιμή που τους είχε απομείνει και ξεψύχησαν.
Άλλοι από πίκρα, άλλοι από ντροπή.

Ύστερα, οι Σκοτεινοί με δόλο επιβάλανε
τη γωνιασμένη σκέψη τους
και τη λογική τους με τον ενικό αριθμό
και πάντα σε πρώτο πρόσωπο.
Εκείνο το ανελέητο Εγώ.

Συνέβη έναν Δεκέμβρη
μόλις σχόλασε η γιορτή
σαν διώξαμε τους Σιδερένιους.
Τότε που ήρθανε οι Χλωμοί
με τα ξεθωριασμένα μάτια και τα ωχρά χείλη
κι ύστερα που ήρθανε οι Σκοτεινοί
με τα σταχτιά πρόσωπα και τα μάτια δίχως βλέμμα,
κραδαίνονταςμαζί με το περίστροφο
τον πολιτισμό τους.

Αναστασία Βούλγαρη
Δεκέμβρης 2015