Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αφιέρωμα στον Κώστα Βάρναλη

Επιμέλεια: Ηρακλής Κακαβάνης //

Σαν σήμερα 14 Φλεβάρη 1884 γεννήθηκε ο Κώστας Βάρναλης. Αυτό τολμούμε να το πούμε με κάποια βεβαιότητα και το υποστηρίξαμε με στοιχεία σε κείμενο που δημοσιεύτηκε το Δεκέμβρη του 2014 στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Ποιείν». Εκεί δε συμπεριλάβαμε κάποια ξενόγλωσσα βιογραφικά που συγκλίνουν στο ίδιο, μα με αυτά θα ασχοληθούμε ολοκληρωμένα με άλλη αφορμή.

Με αφορμή την επέτειο γέννησης του ποιητή ανασύραμε από τις σημειώσεις μας μια σημαντική αλλά και απολαυστική συζήτηση του Κώστα Βάρναλη με τον Ν. Κατηφόρη που δημοσιεύτηκε το Φλεβάρη του 1935 στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» (Το τεύχος είναι αφιερωμένο στη συμπλήρωση 50 χρόνων (1884 – 1934) από τη γέννηση του ποιητή). Ο τίτλος είναι «Ένα βράδυ με το Βάρναλη».

Σε αυτή τη συνέντευξη ο ποιητής αναφέρεται στο πότε γεννήθηκε και στην καταγωγή του μα το σημαντικότερο δεν είναι τούτο. Σκιαγραφέται η προσωπικότητα του ποιητή -η σχέση του με το καφενείο- αναφέρεται στο πότε και πώς γράφει και στο τι σκοπεύει να γράψει ακόμη. Εδώ είναι το σημαντικότερο. Προαναγγέλλει το ημερολόγιο της Πηνελόπης (το έγραψε τελικά το 1946 και εκδόθηκε τελικά το 1947), ένα βιβλίο απάντηση στο επιτίμιο της Εκκλησίας και (μαζί με τις εντυπώσεις από το πρόσφατο ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση) προαναγγέλλει ότι κάτι θα γράψει.

Το σημερινό αφιέρωμα συνοδεύεται και από εκτενές φωτογραφικό αφιέρωμα.

 

ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ ΜΕ ΤΟ ΒΑΡΝΑΛΗ
Ν. ΚΑΤΗΦΟΡΗ

Μπήκαμε στην ταβέρνα, σα στο σπίτι μας. Είναι μια ταβέρνα – σπίτι μας. Ένα πρώην σπίτι κάποιου φουκαρά μικροαστού, που έχει γραμμένη στους τοίχους των δωματίων και στα καθαρά τραπεζομάντιλα τη θλι­βερή Ιστορία του αφεντικού του. Ίδρωσε, μόχτησε, πάσκισε, στερήθηκε, οικονόμησε πεντάρα την πεντάρα, ο άνθρωπος, αγόρασε το «οικοπεδάκι έφκιαξε τρεις καμαρούλες και μια κουζίνα – ω μικροαστικόν όνειρον! – έκανε σκέδια, εδώ η τραπεζαρία – σάλα, εδώ η κά­μαρα του αντρόγυνου, εδώ η κάμαρα των παιδιών – τι ευτυχία! Να ‘χει κανείς κεραμίδι δικό του… Και ποια ικανοποίηση για το καθεστώς… Η άγια οικογένεια, που αποχτάει σπίτι. Λοιπόν! Αυτό το ειρηνικό σπιτάκι, είναι τώρα μια μπόμπα, έτοιμη να κομματιάσει το «ιδανικό» της «τίμιας μικροϊδιοκτησίας». Τι έγινε; Τίποτε τρομερό, φίλε μου. Απλούστατα: «Πέρασε ο Μπουχάριν»… Ο φιλόνομος μικροϊδιοχτήτης έχασε τη δουλειά του, φτώχεψε και τι να κάνει; Σαρκάζοντας τούς εγγλέζους που έχουν δεύτερο πιστεύω την «αρχή»: το σπίτι μου είναι το φρούριο μου, έβαλε στο «άσυλο» της «αγίας οικογενείας» μια ταμπέλα: Τα­βέρνα… Όποιος θέλει τώρα μπορεί να μπει μέσα και να διατάξει την «οικογένεια».

—Κρασί!

Κι εκείνη θα τσακιστεί…

Ο πατέρας σερβίρει, ένα παιδάκι βοηθάει, η μάνα μαγειρεύει. (Να, γιατί πρέπει η γυναίκα να ξέρει από μαγέρεμα… πού ξέρεις καμιά φορά!).

Και φαντάζομαι αλήθεια την απογοήτευση του Φά­ουστ, αν τύχαινε αυτό το σπιτάκι να είναι το σπίτι της Μαργαρίτας. Ω, με κανένα τρόπο δε θα μπορού­σε, όταν θα ‘μπαινε στο δωμάτιο της που θα ‘χε τρά­πεζα στρωμένα για τους πελάτες, αντίς κρεβάτι, να πει στίχους όπως αυτοί:

Και δω! Ποιας αναγάλιας ρίγος με περνά!
Ώρες πολλές εδώ ήθελα να μένω.
Εδώ μόρφωσες, φύση, μ’ όνειρα τερπνά
τον άγγελο το γενημένο!

Αλίμονο! «Εδώ» ο «άγγελος ο γενημένος» θα τηγάνιζε μαρίδες στην κουζίνα το λιγότερο, κ’ οί στοχασμοί του αισθηματία Φάουστ θα κοβότανε από το βραχνό τραγούδι ενός άλλου αισθηματία, που βε­βαιώνει με πάθος:

Είναι μεσάνυχτα, όλη ή φύσις ησυχάζει
κι ένας νέος που σπαράζει δεν κοιμάται, ξαγρυπνά.

Εχτός εχτός αν η ώρα είναι «δεκάτη». Γιατί μια με­γάλη επιγραφή -η μόνη-πληροφορεί πως τα «άσματα απαγορεύονται πέραν της δεκάτης»! Ω! τι θλιβερό κου­ρέλι από το χρυσοποίκιλτο μαντύα του «οικογενειακού ασύλου»…

***

Δεν ξέρω αν ο Βάρναλης επίτηδες διάλεξε αυτή την ταβέρνα για να ιδωθούμε, όμως εκεί μέσα είναι γνωστός. Μπαίνει κατ’ ευθεία στην κουζίνα.

— Καλό στον Κώστα…

Ο ταβερνιάρης…

Του μιλάει με μιαν οικειότητα παλιού φίλου. Λίγο και θα τον χαιρετήσει μ’ ένα στίχο του:

— Γεια σου Κωσταντή βαρβάτε!

Κι ο «Κωσταντής» θ’ του απαντήσει:

Καλησπερούδια αφεντικά
πώς τα καλοπερνάτε.

Η πρώην νοικοκυρά το υ δείχνει τα κατασκευά­σματα της κουζίνας. Ο ποιητής μας έχει το πρό­σταγμα. Στρωνόμαστε στο τραπέζι. Είναι μαζί μας μια νεαρή γυναίκα και μια φοιτήτρια της Νομικής. Γι’ αυτή την τελευταία, ο Βάρναλης ίδρωσε να την καταφέρει να ‘ρθεί μαζί μας. Ω ! του χρειάζεται τόσο η γιρλάντα των ωραίων προσώπων, όπου σταθεί και βρεθεί… Παιδική του αδυναμία. Μα κείνη είχε σπουδαιότερες ασχολίες! Ν’ αντιγράψει κάτι παραδόσεις ενός καθηγητή της. Πράμα που κάνει τον κύριο καθη­γητή να βρίσκεται όλη την ώρα στο στόμα του Βάρναλη, καθώς πείραζε τη φοιτήτρια.

— «έλα της είπα. Για να δειπνήσεις ένα βράδυ με το μεγαλύτερο έλληνα ποιητή αξίζει ν’ αφήσεις πίσω όχι μόνο ένα καθηγητή, μα όλη τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου..

Η φοιτήτρια με κοιτάζει παραξενεμένη. Αλήθεια; Αυτός είναι ο μεγαλύτερος ποιητής μας; Τούτος εδώ ο αν­θρωπάκος με τις ζωηρές κινήσεις με την τραγιάσκα του, που κάθεται, σηκώνεται, χειρονομεί, μιλάει και κάνει σαν παλικαράκι 18 χρονώ; ‘Η, που αφήνει κάποτε ένα γέλιο ανοιχτόκαρδο, καλόκαρδο, που αναβρύζει σαν πίδακας μέσα από την καρδιά του! Και τα μαύρα μάτια του, που τα πλημμυράει μια βαθιά καλοσύνη, είναι αλήθεια μάτια ενός μεγάλου ποιητή; Αυτός ο άνθρωπος, που δεν έχει καμιά επιτήδευση, καμιά σο­βαροφάνεια, καμιά πόζα, κανένα φαμφαρονισμό, κα­νένα τουπέ; Κ’ είναι σαν ένα παιδί;

***

Είναι αλήθεια, σαν ένα παιδί. Του κάκου θα ζη­τήσεις να τόνε ρίξεις μέσα σε μεγάλα προβλήματα, πάνου στη συζήτηση, θα πάρει ευχαρίστως τη βουτιά του μέσα σ’ αυτά, μα δε θα βρει αφορμή να πελαγοδρομήσει και ν’ αρμενήσει για να σου δειχτεί. Τίποτα δε μποδίζει η κουβέντα μας να σχολιάζει τα «ταβερνοσπιτικά» συκωτάκια του γάλακτος και τους ντολμάδες που μας έχουν σερβίρει. Και κάποτε κάποτε θα στα­ματήσει την κουβέντα για να πει :

Η Δώρα πρέπει να τιμωρηθεί… Η Δώρα είναι η γυναίκα του, που αργούσε να ‘ρθεί. Κι όταν ήρθε, ο αμείλιχτος σύζυγος την «τιμώ­ρησε» με μια τρυφερή περιποίηση, που θα ‘κανε πολλούς στυλοβάτες του καθεστώτος να τρίβουν τα μάτια τους, πώς μπορεί να ‘ναι τόσο καλός «σύζυγος», ένας από κείνους, που «θα διαλύσουν την οικογένειαν». Τώρα πια, που ήρθε κ’ η Δώρα, είναι πιο εύθυμος, λέει περισσότερα αστεία κι ο άτυχος κύριος καθηγη­τής ξανάρχεται περισσότερες φορές στο στόμα του, καθώς εκείνος εξακολουθεί να πειράζει τη φοιτήτρια.

* * *

Αν τα μάτια κανενός φιλόνομου πολίτη πέσουν σ’ αυτές τις σελίδες μόλις διαβάσει τα παρακάτω, θα φωνάξει «φωτισμένος» πια:

Έτσι εξηγείται λοιπόν…

Ποιο; Πως ο Βάρναλης είναι κομουνιστής! Πώς εξηγείται;

Να από την καταγωγή του είναι Βούλγαρος! Λοι­πόν ίσως είναι, και … κομιτατζής. Ο ευφυέστατος αστός το βρήκε… Ωστόσο, βουλγάρικος είναι ο τόπος της καταγωγής του. Κατάγεται από τον Πύργο της Βουλγαρίας.

Τώρα «φωτίζομαι» κι εγώ.

— Μήπως τ’ όνομα σου λοιπόν, έχει καμιά σχέση με τη Βάρνα…
— Ναι, έτσι φαίνεται. Οι πρόγονοι μου θα ‘ταν από κει. Γι’ αυτό κ’ οι δάσκαλοι θέλανε ν’ αλλάξουν τ’ όνομά μου «επί το ελληνικώτερον».
— Πώς ήθελαν να σε κάμουν;
—Βαρναίον …

Και ξεσπάει απότομα σε κείνο το ανοιχτόκαρδο και ηχερό γέλιο του.

—Μα η μάνα μου, συνεχίζει, δε μ’ άφηκε να το δεχτώ. «Να τους πεις να σε λένε, παιδάκι μου, μου είπε, όπως μας λέει όλος ο κόσμος».
—Ήταν μορφωμένη γυναίκα;

Όχι, μα ήταν έξυπνη και καλή…

Στέκει λίγο, σ’ ένα ευλαβικό ονειροπόλημα, που το σέβομαι. Ύστερα από λίγο τον ρωτώ. Κι ο πατέρας σου τι δουλειά έκανε;

—Τσαγγάρης. Χαμογελάει και λέει.

—Άκου ένα νόστιμο. Μια φορά, μου ‘παιρνε συνέντευξη ένας δημοσιογράφος. Ήταν μπροστά κ’ η Δώρα. Μόλις είπα πως ο πατέρας μου ήταν τσαγγάρης, εκείνη με διορθώνει: Μα, καημένε Κώστα, αφού ήταν δερματέμπορος…

Και πάλι αφήνει ένα γέλιο.

Η Δώρα δικαιολογείται.

—Αφού έτσι μου είπανε οι δικοί σου… Κ’ oι «δικοί του» φαίνεται πως είναι άνθρωποι, που ντρέ­πονται για την προλεταριακή καταγωγή του Βάρναλη.
—Πώς κατάφερες να σπουδάσεις; Ω! Τα «τετιμημένα οστά των εθνικών ευεργετών» ας φρίξουν από «ιεράν αγανάκτησιν». Η απάντηση που έδωκε ο Βάρναλης θα τους ήταν η πιο ανεπάντεχη και θα μπορούσε ν’ αναστατώσει τους τάφους, που κυλιώνται, μαζί με τους «ζωντανούς» της κεφαλαιοκρατίας…
— Μ’ ένα κληροδότημα. Τέλειωσα το Γυμνάσιο με άριστα. Είχα διοριστεί για λίγους μήνες δάσκαλος. Και τότε μου ‘ρθε ένα γράμμα από την ελληνική κοι­νότητα της Βάρνας. Ελλογιμώτατον Κωνσταντίνον Βάρναλην. Μου ‘λεγαν πως μετά δικαίας χα­ράς και υπερηφάνειας μάθαιναν πως αρίστευσα. Και μου ‘διναν υποτροφία στο Πανεπιστήμιο της Αθή­νας να σπουδάσω Θεολογίαν ή Φιλολογίαν… Εξήν­τα δραχμές το μήνα… Σημείωσε πως και στο Γυμνά­σιο την πέρασα με υποτροφία. Ήμουνα υπότροφος στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης. Αρίστευσα όταν έδωκα εισαγωγικές εξετάσεις και το νόστιμο είναι που δεν ήθελα να δώσω, γιατί φοβόμουνα πως θ’ αποτύχω. Το ‘σκσσα από το σπίτι μου για κάμποσο καιρό. Ύστερα μου ήρθε έτσι να πάω, και παίρνω 10 Μαθηματικά, 9 Ελληνικά. Από τότε φιλοτιμήθηκα ν’ αριστεύω πάντα.
—Έγραφες στο Γυμνάσιο ;
— Ναι, έγραφα πατριωτικά: «Εις την σημαίαν» και τα λοιπά. Κ’ ερωτικά. Εννοείται εις καθαρεύουσαν. Δια­βάζαμε τότε τον Παράσχο και το Βασιλειάδη.
— Πότε ήρθες στην Αθήνα;
— Στα 1902. Δεκοχτώ χρονώ.

Κάνω το λογαριασμό στο πακέτο και του δείχνω τον αριθμό: 1884.

— Τότε γεννήθηκες;
— Ναι!

Κ’ ή κουβέντα μας προχωρεί.

Στην Αθήνα σχετίζεται με τους δημοτικιστές και προσχωρεί στην κίνηση τους. Ένα περιοδικό «Ηγησώ» συγκεντρώνει γύρω του ένα καλόν πυρήνα. Ήταν ο Καρβούνης (τι δρόμους κάνανε oι δυο τους για να συ­ναντηθούνε ξανά σ’ ένα άλλο περιοδικό, τους «Νέους Πρωτοπόρους»! Από παιδιά, γέροι σχεδόν πια…) oι Γιώργος και Φώτος Πολίτης, ο Αυγέρης, ο Λαπαθιώτης, ο Λέαντρος Παλαμάς, ο Χαντζάρας, ο Ρήγας Γκόλφης. Αυτός ο τελευταίος όμως διαφώνησε με τους άλλους κ’ έφυγε, γιατί ενώ εκείνοι λέγανε το πε­ριοδικό τους «μηνιαία έκδοση» αυτός δε χώνευε τη «μη­νιαία» και την ήθελε «μηνιάτικη». Αργότερα, τιμωρή­θηκε και τιμωρείται ακόμα γι’ αυτό τον άκρατο δημο­τικισμό του, να γράφει σ’ όλη του τη ζωή συμβόλαια εις… άκρατον καθαρεύουσαν. Έγραφε κει Βάρνα­λης τα πρώτα του ποιήματα. Ύστερα έβγαλε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Κερήθρες». Γι’ αυτό το βιβλίο, άγνωστο σε μας, μου ‘λεγε άλλοτε ο Καρβούνης πως έχει ποιήματα άξια να σταθούνε και σήμερα., Αφού πήρε το δίπλωμά του διορίζεται «ελληνοδιδάσκαλος». Τέτοιον τόνε γνώρισαν ή Αμαλιάδα, η Αργαλαστή του Βόλου, η Κερατιά, ο Περαίας, η Αθήνα, τα Μέγαρα. Εκεί στα Μέγαρα, όταν ήταvε, ο Καρβούνης του κόλλησε αυτό το σατυρικό επίγραμα

Στο φαΐ σαν τον γλάρον
μέρα νύχτα ποντάρων
ποιητής των γαϊδάρων
και σχολάρχης Μεγάρων…

Στα 1925, πού υπηρετούσε στην Παιδαγωγική Α­καδημία, ο Πάγκαλος τον απολύει με την αφορμή του βιβλίου του «Το φως, που καίει», πράμα, που κάνει πολλούς διανοούμενους (και τον Παλαμά) να διαμαρ­τυρηθούνε. Όσοι απ’ αυτούς ήτανε δημόσιοι υπάλληλοι, κλήθηκαν σ’ απολογία. Ο Παλαμάς γράφει οχτώ σελίδες απολογία, που είναι ύμνος για το Βάρναλη.

— Λοιπόν, του λέω, το «Φως που καίει» σου κό­στισε τη θέση σου…
— Ναι, απαντάει άπλα και δίχως καμιά επίδειξη. Από τότε ο ποιητής βρίσκεται σε σκληρή βιοπάλη. Η μπουρζουαζία δε δείχνεται αρκετά πρόθυμη να τον χρησιμοποιεί στις Ιδιωτικές της δουλειές. Κ’ έτσι, αρκετά συχνά, μέσα στον πένθιμο και τραγικό κατά­λογο των ανέργων πέφτει ένα όνομα βαρύ: Κώστας Βάρναλης.

* * *

Μιλάμε για την τέχνη και ειδικότερα για τη δουλειά του. Μ’ όλο το σεβασμό, που του χρωστώ, του μεταφέρω το παράπονο, που έχουμε, όλοι όσοι ενδια­φερόμαστε για το έργο του και το παρακολουθούμε. Το παράπονό μας είναι για τη μικρή ποσότητα της δουλειάς του. Είναι το μόνο θέμα, που μας κρα­τάει κάπως περισσότερο. Δεν τον «καγηγορώ» κ’ εκείνος δεν «απολογείται». Να, συζητούμε απλώς για την ποσότητα και την ποιότητα της προλεταριακής τέχνης. Ξεκινώ από την αντίληψη, που την επιβάλει η ανάγκη της στιγμής, για μια μαχητική τέχνη, στο σημείο που βρίσκεται το επαναστατικό κίνημα. Υποστηρίζω, πως οι προλετάριοι λογοτέχνες, έχουν να πούνε πολλά, πά­ρα πολλά στη σημερινή εποχή. Και πως ακόμα θα πρέ­πει, στέκοντας φυσικά πάντα μέσα στα όρια της τέ­χνης, να μην επιμένουν πολύ στο λεπτομερειακό δού­λεμα των έργων τους, ώστε να θυσιάζουν την ποσό­τητα για χάρη της ποιότητας. Πως μια συνειδητή θυ­σία της ποιότητας για χάρη της ποσότητας είναι μια ανάγκη που επιβάλλεται.

Ο Βάρναλης καταλαβαίνει πολύ καλά πως όλα αυτά τον «αφορούνε.» Και μου περιγράφει τον τρόπο της δουλειάς του.

—Πρώτα-πρώτα, για να γράψω, μου λέει, πρέπει να ‘χω απόλυτη ησυχία. Πρέπει να είμαι ολότελα απορροφημένος από το θέμα μου. Όταν απασχολούμαι με τη δουλειά, είναι αδύνατο να γράψω κάτι καλό. Το θέμα μου το γυρίζω μέσα στο κεφάλι μου για πολύ! Το παίρνω από δω, από κει, το εξετάζω απ’ όλες τις μεριές, φκιάνω φράσεις ολόκληρες στο μυαλό μου. Όταν κάθομαι να γράψω, το ‘χω έτοιμο. Ύστερα αρχίζω να δουλεύω μια μια τις φράσεις. Επιμένω πολύ σ’ αυτό. Έτσι συνήθισα, ίσως γιατί είμαι μέτρι­ος ποιητής…

Είναι πραγματικό δυστύχημα πως ό Βάρναλης φαί­νεται να πιστεύει σ’ αυτό το τελευταίο. Διδαχτικό, ωστόσο παράδειγμα μετριοφροσύνης για το ατελείωτο πλήθος των μετριοτήτων και των κουφιοκεφαλάκηδων της μπουρζουαζίας, που ξεκινούνε με τις φυλλάδες τους μια και δυο, ίσα για τις χαλύβδινες πόρτες της Αθανασίας και φωνάζουν με μια κωμική σοβαρότητα «Α­νοίξατε!» για να σπάσουν τα μούτρα τους και να δουν το «έργο» τους να πεθαίνει πολύ πριν απ’ αυ­τούς. Έτσι, σε μιαν άλλη στιγμή, ο Βάρναλης μου είπε:

—Εγώ δε γράφω για τους αιώνες… Εμένα μ’ ενδιαφέρει το τώρα, το σήμερα.
—Δε σου φαίνεται, τον ρωτώ, πως ένας προλετά­ριος Ξενόπουλος δε θα μας έβλαφτε; Ο Ξενόπουλος είναι ένας συγγραφέας με αναμφισβήτητο ταλέντο. Μα έκανε πολλές αβαρίες από την τέχνη του, κατέβηκε στο γούστο του κοινού του κ’ είπε τόσα περιττά πράματα! Αν ένας προλετάριος συγγραφέας έκανε το ίδιο να πει πολλά ωφέλιμα, δε νομίζεις πως δε θα έβλαφτε.
— Δε βλέπω, απαντάει, τι θα ωφελούσε. Δε θα ήταν λογοτέχνης…

Και προχωρεί σε σκέψεις πραγματικά απαισιόδοξες.

—Κ’ ύστερα για ποιον να γράψει κανείς τα πολλά; Εμείς γράφουμε επαναστατικά για να μας δια­βάζουν οι αστοί, δεν έχουμε ακόμα την τύχη των σοβιετικών συγγραφέων, που γράφουνε για το προλεταριάτο. Είμαστε υποχρεωμένοι να προσέχουμε την ποιότητα γιατί απευθυνόμαστε σε κοινό συνηθισμένο με καλή ποιότητα. Το προλεταριάτο μας αγνοεί. Ο Λένιν είπε πώς για να δώσουμε τέχνη στο προλε­ταριάτο, πρέπει πρώτα να του δώσουμε μόρφωση. Κι’ όταν το προλεταριάτο θα μπορέσει να μας διαβάσει, πρέπει να ‘χει ποιότητα.
—Τι νομίζεις, τον ρωτώ, η προλεταριακή τέχνη θα ξεχωριστεί από το προλεταριακό της περιεχόμενο, ή από την άποψη, που κοιτάζει και παίρνει τη ζωή;
— Η προλεταριακή τέχνη, απαντάει, μπορεί να ‘χει οποιοδήποτε περιεχόμενο, η σοσιαλιστική άποψη έχει σημασία. Ένα έργο λόγου χάρη, που περιγράφει ερ­γάτες μπορεί να είναι αντιπρολεταριακό όταν ξεκινάει από αντιδραστική άποψη. Κι αντίθετα ένα έργο, μπο­ρεί να περιγράφει αστούς και να ‘ναι προλεταριακό, όταν ξεκινάει από σοσιαλιστική άποψη.

Συνεχίσαμε λίγο τη συζήτηση πάνω σ’ αυτό το θέ­μα κ’ είπε σε μια στιγμή:

— Ο χαραχτήρας της λογοτεχνίας δεν καθορίζε­ται από πριν. Κάθε εποχή έχει τη λογοτεχνία που της ταιριάζει.
— Μα, όταν σε μια εποχή συγκρούονται δυο κό­σμοι τόσο διαφορετικοί όπως συμβαίνει σήμερα, κ’ οι κόσμοι αυτοί έχουν δυο ξεχωριστές λογοτεχνίες, ποια από τις δυο θα ζήσει;
— Χωρίς άλλο εκείνη που αγκαλιάζει τα ιδανικά εκείνα, που βοηθάνε στην εξέλιξη της ζωής,
— Δε φαίνεται σαν εδώ να υπάρχει ένα άτοπο; Κοί­ταξε. Ας πάρουμε ένα ποιητή του 1800. Οταν αυτός τραγουδούσε την ατομική ελευθερία τότε, αγκάλιαζε ένα ζωντανό Ιδανικό κι αν ήτανε καλός τεχνίτης έκανε έτσι ένα ποίημα βιώσιμο. Σήμερα, που η ατομική ελευ­θερία, έγινε μια έννοια αντιδραστική, γιατί εννοείται και εφαρμόζεται σαν ελευθερία της ληστείας του ξένου ιδρώτα, ένας ποιητής της ίδιας τεχνικής αξίας παίρνει και κάνει κι αυτός ένα ποίημα για την ατομική ελευθερία. Αυτά τα δυο ποιήματα ας τα δούμε τώρα στην προ­οπτική ενός αιώνα ύστερα από σήμερα. Από τεχνική άποψη είναι και τα δυο άψογα. Το ιδεολογικό τους περιεχόμενο είναι το ίδιο. Διαφέρουν μόνο στη χρο­νολογία. Το ένα γράφει 1800, το άλλο 1935. Γιατί ο κριτικός του 2035 θα βρει το ένα ζωντανό ποίημα και το άλλο νεκρό;
— Η διαφορά απαντάει, είναι αυτή; Ο ποιητής του 1800 έχει συγκινηθεί με το ιδανικό αυτό, Αν ήτανε ζωντανό τότες, το ποίημά του, λοιπόν έχει αλήθεια. Αντίθετα, ο ποιητής του 1935 δε συγκινήθηκε, γιατί ένα τέτοιο ιδανικό υπάρχει μονάχα συμβατικά στην εποχή μας. Έγραψε λοιπόν χωρίς αίστημα, γι’ αυτό το ποίημά του, όσο κι αν είναι καλοφκιαγμένο είναι κρύο, άψυχο, νεκρό. Είναι ψεύτικο.
— Δε σου φαίνεται πως πάνω σ’ αυτό τον κανό­να θα σπάσει κ’ η προσπάθεια που κάνουν οι φασί­στες για να φκιάξουν μια λογοτεχνία με τα νεκρά Ιδανικά;
— Χωρίς άλλο. Η προσπάθεια αυτή είναι τεχνητή, δε βγαίνει από τη ζωή, γι’ αυτό είναι καταδικασμένη να χαθεί.

Από το διπλανό δωμάτιο της ταβέρνας τα τρα­γούδια μερικών νέων πού προσπαθούν να παραστή­σουν τους εύθυμους γεμίζουν όλο το χώρο και στο με­ταξύ ο Βάρναλης κάνει διαξιφισμούς με τη γυναίκα του και τις άλλες. Τις πειράζει ολότελα φιλικά, εκεί που προ πάντων πειράζονται: στα ελαττώματα του φύ­λου τους. Αλλά μια πειράζεται σχεδόν σοβαρά.

— Τι να πουν οι άλλοι, όταν σεις μιλάτε έτσι για τις γυναίκες…
— Τι να πούμε, απαντάει εκείνος γελώντας, ό,τι αγαπάμε πολύ το πειράζουμε…
— Η γυναίκα σου, του λέω, μου παραπονιέται πως δεν κάθεσαι στο σπίτι να γράψεις, παρά γυρίζεις στα καφενεία. Και σου ‘χει, λέει, δωμάτιο περιποιημένο να κάθεσαι μ’ όλη σου την ησυχία.
— Η γυναίκα μου; Άκου, λοιπόν, να δεις τι ησυ­χία που έχω. Κάθομαι να γράψω έρχεται;
— Κώστα, θέλεις καφέ; Και το μάτι της έτσι από πάνω από τα χαρτιά, σαν το γεράκι, να δει τι γράφω. Ύστερα φασαρία μέσα στο σπίτι. Περισσότερη ησυχία έχω στο καφενείο. Εκεί έγραψα τα περισσότερα μου έργα. Εκεί μελέτησα για το δίπλωμα μου.
— Τώρα, γράφεις τίποτα;
— Όχι, σχεδιάζω… Έχω τώρα να γράψω δυο βι­βλία. Το ένα είναι το «ημερολόγιο της Πηνελόπης», εννοείται πως παίρνω την πιστή Πηνελόπη από την ανάποδη! Το άλλο είναι η απάντησή μου στο επιτίμιο που μου ‘καναν έμενα του Γληνού και του Δελμούζου, οι παπάδες στα 1926. Έχω τρία χρόνια πού μαζεύω αποκόμματα από τις εφημερίδες για τα καμώ­ματά τους.
— Το ταξίδι σου στη Σοβιετική Ένωση δε σου άφησε εντυπώσεις που να σ’ εμπνεύσουν για να γρά­ψεις κάτι;
— Βέβαια και θα γράψω κάτι, αν όχι για τη Σοβιε­τική Ένωση, γενικότερα.
— Είσαι ευχαριστημένος από το ταξίδι σου;

Απαντάει με μια λέξη:

— Ενθουσιασμένος!

Και σε λίγο συνεχίζει σα να ονειροπολεί:

— Εκεί είναι μια αδιάκοπη αλλαγή. Ό,τι είναι σή­μερα δε θα ‘ναι αύριο. Η ζωή προχωρεί εκεί, με τε­ράστια βήματα.

Ευτυχισμένη Ελλάδα, με τα στεκάμενα νερά σου! Τις απέραντες λίμνες σου της συντηρητικότητας, για μιαν αθλιότητα…

Μιλάμε ακόμα λίγο, πάνου στην ελληνική λογοτε­χνία. Ο Παπαδιαμάντης είναι ο συγγραφέας πού προ­τιμάει από τούς παλιότερους. Από τον Παλαμά έχει τη γνώμη πως μπορεί πολλά ποιήματα, να κάμουν ένα δυνατό τόμο. Μα η κουβέντα μας πνίγεται μέσα στα «άσματα», που έρχονται «ορυμαγδών» από τη διπλανή κάμαρα.

Και να σκέφτεται κανείς πώς όχι μόνο πέρασε η «δεκάτη» αλλά κ’ η ενδεκάτη».

— Έντεκα και πέντε…

Ο Βάρναλης πετάγεται τρομαγμένος.

— Ώρα για ύπνο…

Σπάνια μένει τόσο «αργά» έξω. Κοιμάται νωρίς ξυπνάει πρωί. Κι ας βάνει σ’ ένα ποίημά του να του βρίζουν τον ήρωα του:

Πάλι μεθυσμένος μού ‘ρθες
δυόμισι ώρες της νυχτός…
Αυτός δε νυχτοπερπατάει, ούτε μεθάει…

Καθώς βγαίνουμε τον ρωτώ για τους περίφημους «Μοιραίους» του, που τούδωκαν μια μεγάλη φήμη.

— Είναι αλήθεια πως τους δημοσίεψες για πρώτη φορά στη «Νεολαία»;
— Ναι, αλήθεια! Αλλά ήτανε προορισμένοι για ένα πρωτοχρονιάτικο φύλο του «Ριζοσπάστη»! Ο Κορδάτος που ήτανε διευθυντής τότε μου ανάθεσε να του γράψω ένα ποίημα. Δεν το δημοσίεψε όμως, εκεί, γιατί φαίνεται δεν το ‘βρισκε αρκετά επαναστατικό. Και το ‘δωκε στη «Νεολαία».

Από κει, είναι γνωστό πως το πήρε τότε το κα­λύτερο φιλολογικό περιοδικό της εποχής «Ο Νουμάς», που το δημοσίεψε κ’ έκανε μεγάλο πάταγο.

— Κι όμως, του λέω, είναι από τα καλύτερα ποιή­ματά σου.
— Έτσι λένε απαντάει με σαρκασμό. Μα δεν το πιστεύω! Εμένα μου φαίνεται πως θα μπορούσε να το γράψει κι ο… Πολέμης! Θεματογραφία…

Εδώ πια, δε μπορούμε να συνεννοηθούμε. Οι χει­ρότεροι κριτικοί των έργων τους είναι κάποτε οι δη­μιουργοί τους. Έξω έχει παγωνιά. Χωρίζουμε. Μέσα σ’ αυτή την παγωνιά αισθάνομαι να ‘χει περάσει από την ψυχή μου ο Ποιητής, σα μια θερμή ανοιξιάτικη αχτίδα…