Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βιβλίο της Εφης Παυλίδου για την εκπαίδευση και εθνογλωσσική ενσωμάτωση των ξενόφωνων πληθυσμών στην Ελλάδα

 

Κυκλοφόρησε το βιβλίο «Εκπαίδευση και εθνογλωσσική ενσωμάτωση των ξενόφωνων πληθυσμών στην Ελλάδα την περίοδο 1912 1940» (εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ) της Εφης Παυλίδου

 Κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο-μελέτη της ιστορικού Εφης Παυλίδου με τίτλο «Εκπαίδευση και εθνογλωσσική ενσωμάτωση των ξενόφωνων πληθυσμών στην Ελλάδα την περίοδο 1912 1940» (εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ)

Πρόκειται για μία σημαντική μελέτη τόσο για την περίοδο αυτή (1912-1940) της νεώτερη μας ιστορίας, όσο και ιδιαίτερα για την ακολουθουμένη εκπαιδευτική πολιτική με στόχο την εθνογλωσσική (και όχι μόνο θα λέγαμε) ενσωμάτωση των ξενόφωνων πληθυσμών στην Ελλάδα . (Το επόμενο διάστημα θα υπάρχει αναλυτική δική μας βιβλιογραφική μας παρουσίαση)

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε:

«Στο πα­ρόν βι­βλίο, επι­δι­ώ­κε­ται η ανά­δει­ξη της στε­νής σχέ­σης ανά­με­σα στο εκ­παι­δευ­τι­κό σύ­στη­μα και στην ιδε­ο­λο­γία του ελ­λη­νι­κού εθνι­κι­σμού, κα­τά την επι­δί­ω­ξη του τε­λευ­ταίου να επι­τύ­χει την πο­λυ­πό­θη­τη εθνι­κή ομοι­ο­γέ­νεια. Ειδι­κό­τε­ρα, επι­χει­ρεί­ται η συ­γκρι­τι­κή ανά­λυ­ση του τρό­που με τον οποίο το ελ­λη­νι­κό κρά­τος αξι­ο­ποί­η­σε το σχο­λείο για την καλ­λι­έρ­γεια ή/και επι­βο­λή της ελ­λη­νι­κής εθνι­κής ταυ­τό­τη­τας στους ξε­νό­φω­νους πο­λί­τες του, συ­γκε­κρι­μέ­να στους μου­σουλ­μά­νους της Δυ­τι­κής Θρά­κης, στους σλα­βό­φω­νους της Δυ­τι­κής Μα­κε­δο­νί­ας, στους ρου­μα­νί­ζο­ντες Κου­τσό­βλα­χους της Ηπεί­ρου και της Μα­κε­δο­νί­ας και στους Τσά­μη­δες της Θε­σπρω­τί­ας, προ­κει­μέ­νου να τους εν­σω­μα­τώ­σει/αφο­μοι­ώ­σει στον εθνι­κό κορ­μό. Με ανα­φο­ρές στο ιστο­ρι­κό πλαί­σιο της πε­ρι­ό­δου 1912-1940, με­λε­τώ­νται οι ιδι­αί­τε­ρες συν­θή­κες που επέ­δρα­σαν στη χά­ρα­ξη της εκ­παι­δευ­τι­κής πο­λι­τι­κής για κα­θε­μιά μει­ο­νο­τι­κή ομά­δα χω­ρι­στά, ώστε να φα­νούν οι ομοι­ό­τη­τες και οι αντι­φά­σεις της. Επί­σης, δι­ε­ρευ­νά­ται η σχέ­ση εξάρ­τη­σης της εκ­παι­δευ­τι­κής πο­λι­τι­κής από την εξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή του ελ­λη­νι­κού κρά­τους.”

Σύντομο βιογραφικό

Η Έφη Παυ­λί­δου είναι πτυ­χι­ού­χος του Τμή­μα­τος Ιστο­ρί­ας-Αρ­χαι­ο­λο­γί­ας του ΑΠΘ και δι­δά­κτωρ του Παι­δα­γω­γι­κού Τμή­μα­τος Δη­μο­τι­κής Εκ­παί­δευ­σης του ΑΠΘ. Στα ερευ­νη­τι­κά της εν­δι­α­φέ­ρο­ντα πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται θέ­μα­τα που αφο­ρούν την ιδε­ο­λο­γία του εθνι­κι­σμού, τη συ­γκρό­τη­ση των εθνι­κών κρα­τών και τη δι­α­μόρ­φω­ση εθνι­κής ταυ­τό­τη­τας, κα­θώς και θέ­μα­τα σχε­τι­κά με την ιστο­ρία της εκ­παί­δευ­σης.

Συνέντευξη

Στη συνέχεια παρουσιάζουμε ενδιαφέρουσα συνέντευξη της  στο ΡΑΔΙΟ-ΑΙΧΜΗ της Βέροιας και στην εκπομπή «Λόγια σταράτα» με τον δημοσιογράφο Αλέκο Χατζηκώστα

Ποιο είναι το αντικείμενο του βιβλίου σας; Με τι ασχολείται;

Το βιβλίο αυτό, όπως άλλωστε υποδηλώνεται και στον τίτλο του, είναι μία συγκριτική μελέτη της εκπαιδευτικής πολιτικής που εφάρμοσε το ελληνικό κράτος την περίοδο του Μεσοπολέμου, απέναντι στους ξενόφωνους πληθυσμούς των Νέων Χωρών και συγκεκριμένα στους Μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης, στους σλαβόφωνους της Δυτικής Μακεδονίας, στους ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχους της Ηπείρου και της Μακεδονίας και στους Τσάμηδες της Θεσπρωτίας, προκειμένου βεβαίως να τους ενσωματώσει ή να τους αφομοιώσει στον εθνικό κορμό. Ως γνωστό, ο Μεσοπόλεμος είναι μία από τις κατεξοχήν περιόδους εθνογένεσης, οπότε ο ερευνητικός στόχος ήταν η ανάδειξη αυτής της ιδιαίτερης σχέσης ανάμεσα στο εκπαιδευτικό σύστημα και στην ιδεολογία του ελληνικού εθνικισμού, κατά την επιδίωξη του τελευταίου να επιτύχει την πολυπόθητη εθνική ομογενοποίηση.

Τι νέο έχει να προσφέρει;

Σε ό, τι αφορά το ερευνητικό κενό που καλύπτει το βιβλίο, να σημειώσω ότι για το ζήτημα των μειονοτήτων γενικά έχουν εκδοθεί διάφορα, σημαντικά και αξιόλογα έργα. Ωστόσο, το θέμα της εκπαιδευτική πολιτικής του ελληνικού κράτους απέναντι στις μειονοτικές ομάδες από το 1912 μέχρι το τέλος του Μεσοπολέμου αποτελούσε είτε μία σύντομη αναφορά στο πλαίσιο μιας ευρύτερης μελέτης για το μειονοτικό ζήτημα είτε μία λεπτομερή μεν μελέτη αλλά μίας μόνο μειονότητας ή μίας σύντομης χρονικής περιόδου.  Απουσίαζε δηλαδή μία συνολική εργασία για την εκπαιδευτική πολιτική του ελληνικού κράτους απέναντι στις τέσσερις μειονότητες των Νέων Χωρών για μία μεγάλη χρονική περίοδο, όπως αυτή από το 1912 έως το 1940. Αυτό το κενό επιχείρησε να καλύψει το συγκεκριμένο βιβλίο.

Ποιες οι πηγές του;

Η συγκεκριμένη μελέτη, εκτός από την πλούσια βιβλιογραφία, βασίστηκε σε ένα εξαιρετικά πλούσιο αρχειακό υλικό, ειλημμένο από ποικίλες πηγές. Ενδεικτικά θα αναφέρω: περιοδικό και ημερήσιο τύπο της περιόδου 1912-1940, νομοθεσία, Γενικά αρχεία του Κράτους, μεταξύ αυτών και τα ΓΑΚ Ημαθίας, το Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας, το Διπλωματικό και Ιστορικόαρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, το αρχείο του Υπουργείου Παιδείας, και μάλιστα ένα σημαντικό μέρος αυτού του υλικού ήταν και αταξινόμητο την εποχή που διεξαγόταν η έρευνα.

Τι σχέση έχει το περιεχόμενό του με την κατάσταση της εκπαίδευσης στην Ημαθία;

Το ειδικότερο ενδιαφέρον για την περιοχή της Ημαθίας αφορά ως επί το πλείστον τους ρουμανίζοντες, Κουτσόβλαχους της Βέροιας, που αποτελούσαν μία σημαντική κοινότητα βάσει των βιβλιογραφικών και αρχειακών δεδομένων. Στο βιβλίο λοιπόν περιλαμβάνονται σχετικές πληροφορίες και στοιχεία.

Ποια η σημασία του στο σήμερα;

Ο τρόπος αντιμετώπισης του «Άλλου» από την κυρίαρχη εθνική ομάδα αποτελεί επίκαιρο ζήτημα, δεδομένου του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα που παίρνει η σύγχρονη κοινωνία, με την αύξηση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών. Επίσης, ορισμένες εθνοπολιτισμικές ομάδες που απαντώνται σήμερα στην ελληνική κοινωνία είναι κατάλοιπα ιστορικών εξελίξεων που συνδέονται άμεσα με τη διαδικασία εθνογένεσης στον χώρο των Βαλκανίων. Επομένως, το συγκεκριμένο βιβλίο συμβάλλει, κατά την άποψή μου, στην κατανόηση του τρόπου που αντιμετωπίστηκε «ο εκάστοτε Άλλος» από τους ταγούς του ελληνικού εθνικισμού, γεγονός άμεσα συνυφασμένο και με τη διαμόρφωση και παγίωση των βασικών στοιχείων της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Και βεβαίως αναδεικνύει την βαρύνουσα αποστολή που καλείται να επιτελέσει ο εκπαιδευτικός μηχανισμός στην διάδοση ή/ και επιβολή αυτής της εθνικής ταυτότητας.

Και κατέληξε: «Ευπρόσδεκτες τυχόν παρατηρήσεις και επισημάνσεις που θα διευκόλυναν την έναρξη  ενός εποικοδομητικού διαλόγου και τον περαιτέρω εμπλουτισμό αυτού του εγχειρήματος, καθώς η ιστορική έρευνα επί του θέματος συνεχίζεται.»