Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βικτώρια

Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //

Εσύ κοιμάσαι σε μια θάλασσα αφρισμένη
Κι εγώ βουλιάζω κάθε νύχτα στη στεριά

Έξι η ώρα το πρωί, πριν καλά-καλά χαράξει, στη Βικτώρια. Δεκάδες πρόσφυγες-μετανάστες κάνουν στρωματσάδα όπου βρουν, στα δέντρα, το πλακόστρωτο, στα πεζούλια, δίπλα στο σταθμό του ηλεκτρικού. Προσπαθούν να κοιμηθούν λίγο, πριν πλακώσει το φως κι ο θόρυβος της μέρας, και βγουν στις πλατείες να λιαστούν ανέμελα, όπως είχε πει ένα στέλεχος της απερχόμενης κυβέρνησης. Κι ίσως στον ύπνο τους –αν δεν είναι βαρύς, χωρίς δικαίωμα στο όνειρο, γεμάτος εφιάλτες και αναμνήσεις, εικόνες από την πατρίδα που άφησαν- να βλέπουν πως ζουν σε ένα διαφορετικό κόσμο, που δεν έχει τέτοια πολιτικά παχύδερμα, αλλά έχει κρεβάτια (κι όχι νεκροκρέβατα) για όλα τα παιδιά του κόσμου.

Ο ύπνος είναι σαν ένας μικρός θάνατος κι οι στοιβαγμένοι άνθρωποι μοιάζουν από μακριά με πτώματα που τα ξέβρασε ο πόλεμος, η φτώχια, το αρχιπέλαγος της κοινωνικής αδικίας κι εκμετάλλευσης. Το ευχάριστο (όσο μπορεί να δει κανείς και μια τέτοια πλευρά στα πράγματα) είναι πως η καρδιά τους χτυπάει ακόμα, είναι ζωντανοί, πάνω στο σχοινί, που χωρίζει τη ζωή και το θάνατο. Το κακό είναι πως ο ύπνος διαρκεί λίγο –σε αντίθεση με το μέλλον- και πρέπει να ξυπνήσουν, για να εξασφαλίσουν τους όρους της ύπαρξής τους. Να βρουν τι θα φάνε, πού θα ξεχειμωνιάσουν, ποια χώρα θα τους δεχτεί, κτλ.

Το χειρότερο είναι η πτωματική αδιαφορία (όπως την είχε χαρακτηρίσει κάπου η Ρόζα) των ζωντανών νεκρών που περνάνε δίπλα τους –όταν δε σιχτιρίζουν, στοχοποιώντας της γης τους κολασμένους. Όσο για τους υπόλοιπους, οι ευαισθησίες μας εξαντλούνται στη δημοσίευση μιας φωτογραφίας, σε ένα κείμενο με προβληματισμούς, στη συλλογή like και θετικών σχολίων στο διαδίκτυο γι’ αυτό που κάναμε. (Και γι’ αυτό που δεν κάναμε);

Το τρισχειρότερο είναι πως πολλές φορές, ειδικά μες στην τούρλα των εκλογών, μόνο τα φασισταριά μοιάζουν να ιεραρχούν στην κορυφή το ζήτημα για να χύσουν το ρατσιστικό δηλητήριό τους στις λαϊκές συνειδήσεις.
Ενώ εμείς συνεχίζουμε αμέριμνοι, hasta la Βικτώρια siempre. Και η ζωή συνεχίζει να ευτελίζεται και να χάνεται, χωρίς να κοιτά τις δικές μας ευαισθησίες…