Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΒΟΗΘΕΙΑ! Έρχονται οι ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ και η ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Γράφει ο Γιάννης Βεντούρας //

Η ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας είναι προ των πυλών.

Αλήθεια με ποιόν τρόπο μπορεί να έρθει η ανάπτυξη; Ποιοι είναι οι μηχανισμοί της; Γιατί δεν μπορούμε να την έχουμε συνεχώς; Και τελικά, είμαστε σίγουροι ότι την θέλουμε;

Σε προηγούμενο άρθρο μας είχαμε μιλήσει για την κρίση ( https://atexnos.gr/οι-τεμπεληδεσ-φταινε-για-τισ-κρισεισ/ ). Στο άρθρο εκείνο λέγαμε ότι Κρίση και Ανάπτυξη είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος και ότι η μία φάση στον οικονομικό κύκλο, ακολουθεί υποχρεωτικά την άλλη (πράγμα που το παραδέχονται όλοι οι αστοί οικονομολόγοι). Μάλιστα είχαμε αποδείξει ότι η Υπεραξία η οποία παραμένει στα χέρια των καπιταλιστών, είναι και η αιτία για να μειωθεί η ζήτηση των αγαθών που παράγει η οικονομία, και στο τέλος να μπούμε στην φάση της οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης.

Στο άρθρο αυτό θα δούμε, το πώς λειτουργεί η Ανάπτυξη και συγκεκριμένα η διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής, η οποία αναγκαστικά και νομοτελειακά θα οδηγήσει σε κρίση.

Θα πρέπει να θυμίσουμε ότι, Οικονομική Κρίση είναι η μείωση της παραγωγής από τους επιχειρηματίες-καπιταλιστές (τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής) επειδή δεν μπορούν να πουλήσουν την παραγωγή τους, ενώ Οικονομική Ανάπτυξη είναι η επενδύσεις και η αύξηση της παραγωγής. Επίσης θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι μόνο στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής δημιουργούνται οικονομικές κρίσεις και σε κανένα άλλο οικονομικό σύστημα. Οικονομικές Κρίσεις δεν είχαμε ούτε στο Δουλοκτητικό, ούτε στο Φεουδαρχικό, αλλά ούτε και στο Σοσιαλιστικό σύστημα που γνωρίσαμε. Γιατί όμως δεν είχαμε σε αυτά τα συστήματα; Ας το εξετάσουμε.

Κατά αρχής στο Σοσιαλισμό δεν μπορεί να υπάρξει Οικονομική Κρίση (δηλαδή να μειώνεται η παραγωγή λόγω αδυναμίας διάθεσης των προϊόντων) επειδή υπάρχει κεντρικός σχεδιασμός όπου προγραμματίζεται η παραγωγή βάσει των καταμετρημένων αναγκών. Επίσης τα αγαθά που παράγονται ΔΕΝ είναι εμπορεύματα, δηλαδή δεν προορίζονται για πώληση, αλλά είναι αγαθά για χρήση και τα οποία προορίζονται για διανομή στο λαό. Στο Σοσιαλισμό υπάρχει συνεχής ανάγκη για αύξηση της παραγωγής (για να ικανοποιηθούν οι συνεχώς διευρυνόμενες ανάγκες των πολιτών) και συνεπώς μόνο με αυτό το σύστημα υπάρχει δυνατότητα συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης! (Για αυτό στο Σοσιαλισμό δεν υπάρχει και ανεργία).

Στο Δουλοκτητικό και στο Φεουδαρχικό σύστημα έχουμε Απλή Εμπορευματική Παραγωγή αγαθών. Δηλαδή οι παραγωγοί προσπαθούν να παράγουν αγαθά, από τα οποία μερικά θα καταναλώσουν οι ίδιοι, ενώ όσα περισσέψουν, θα τα ανταλλάξουν (σαν εμπορεύματα) με αγαθά που παράγουν άλλοι παραγωγοί. Ακόμα και στην περίπτωση όπου όλη η παραγωγή του κάθε μεμονωμένου παραγωγού είναι εμπόρευμα (δηλαδή προορίζεται να πάει στην αγορά για ανταλλαγή), ακόμα και τότε μιλάμε για απλή εμπορευματική παραγωγή (ΑΕΠ). Χαρακτηριστικό γνώρισμα της ΑΕΠ είναι ότι τα παραγόμενα αγαθά προορίζονται για την ικανοποίηση των αναγκών του παραγωγού, προορίζονται για κατανάλωση και όχι για δημιουργία περιουσίας και θησαυρού. Για παράδειγμα ο σιδεράς φτιάχνει πέταλα και μεντεσέδες για να τα πάει στην αγορά και να τα ανταλλάξει με τρόφιμα, ρούχα και άλλα αγαθά (που δεν μπορεί ή δεν προλαβαίνει να φτιάξει ο ίδιος), τα οποία θα τα καταναλώσει.

Ακόμα και σήμερα, ο μικροαγρότης που παράγει καρπούζια ή καλαμπόκι, θα χρησιμοποιήσει ένα μικρό μέρος της παραγωγής του για να το καταναλώσει ο ίδιος και το υπόλοιπο θα το πάει στην αγορά για να το ανταλλάξει με άλλα αγαθά, τα οποία και πάλι θα τα καταναλώσει αυτός και η οικογένειά του.

Παρατηρείστε ότι στην περίπτωση της ΑΕΠ (μιλάμε για την εποχή της Δουλοκτησίας και της Φεουδαρχίας), δεν υπάρχουν περιθώρια για οικονομικές κρίσεις. Δεν υπάρχει περίπτωση οι παραγωγοί να μην μπορούν να διαθέσουν τα προϊόντα τους και έτσι να σταματήσουν την παραγωγή. Ακόμα κι αν σε μερικούς από αυτούς συμβεί κάτι τέτοιο, αμέσως οι συγκεκριμένοι παραγωγοί θα στραφούν σε άλλον τομέα και θα αρχίσουν να παράγουν κάποιο άλλο είδος και έτσι ποτέ ολόκληρη η οικονομία δεν θα μπει σε Κρίση.

Αν θέλαμε να εμφανίσουμε την διαδικασία της ανταλλαγής στην αγορά με σύμβολα, θα μπορούσαμε να το γράψουμε ως εξής: { Ε = Ε }.

Δηλαδή το εμπόρευμα που δίνει ο παραγωγός στην αγορά, ισούται με το εμπόρευμα ή τα εμπορεύματα, που παίρνει.

Από την εποχή όπου εμφανίστηκε η ανταλλαγή των πλεονασμάτων που είχε η κοινωνία ή ο κάθε παραγωγός, εμφανίσθηκε και η ανάγκη για να βρεθεί κι ένα αγαθό το οποίο θα το δεχόντουσαν όλοι και θα μεσολαβούσε ανάμεσα στις ανταλλαγές. Γιατί ήταν δύσκολο να βρει ο κάθε παραγωγός τον αντίστοιχο παραγωγό που να χρειάζεται το δικό του αγαθό. Δηλαδή ο τσαγκάρης που χρειαζόταν καρφιά, δυσκολευόταν να βρει τον σιδερά που θα είχε ανάγκη παπούτσια για να κάνουν ανταλλαγή. Έτσι, με τον καιρό, βρέθηκαν εμπορεύματα που τα δεχόντουσαν όλοι στις ανταλλαγές, όπως ήταν το αλάτι, τα κατσίκια κλπ. Μετά από χιλιάδες χρόνια ανταλλαγών, τα μεταλλικά εμπορεύματα (ασήμι, χρυσός) έγιναν το γενικό ισοδύναμο στις ανταλλαγές και έτσι σταδιακά εμφανίσθηκε το χρήμα.

Με την εμφάνιση του χρήματος, η ανταλλαγή των αγαθών στην αγορά άλλαξε και ο τύπος που γράψαμε παραπάνω, έγινε ως εξής:

{ Ε = Χ = Ε }.

(Εμπόρευμα = Χρήμα = Εμπόρευμα).

Η διαδικασία της ανταλλαγής χωρίσθηκε σε δύο τμήματα, στην αγορά και την πώληση. Στην πώληση ο παραγωγός πουλάει τα αγαθά του και παίρνει το χρήμα {Ε = Χ } και στη συνέχεια με το χρήμα στο χέρι πηγαίνει στην αγορά και αγοράζει αυτά που θέλει { Χ = Ε }.

Και στην περίπτωση αυτή, το αρχικό εμπόρευμα που πούλησε ο παραγωγός, ισούται με το τελικό εμπόρευμα που απέκτησε κατά την αγορά. Δεν έχει σημασία εάν ο πωλητής κρατήσει τα χρήματα για μερικές μέρες ή μήνες στο σπίτι του και πάει αργότερα να κάνει τις αγορές του. Το ζήτημα είναι ότι όταν πραγματοποιήσει τελικά τις αγορές του, θα έχει ανταλλάξει την αρχική ποσότητα εμπορευμάτων που κατείχε με άλλα εμπορεύματα ίσης αξίας.

Επομένως, στην Απλή Εμπορευματική Παραγωγή, το αρχικό εμπόρευμα που πουλάει ο παραγωγός, ισούται με τον τελικό εμπόρευμα που αγοράζει. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι στην περίπτωση της ΑΕΠ το χρήμα είναι απλά ένα μέσο που βοηθάει την κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

Εμπόρευμα => Χρήμα => Εμπόρευμα

{ Ε => Χ => Ε }

Τι διαφορετικό συμβαίνει όμως στον καπιταλισμό; Αφού κι εδώ, εμπορεύματα πουλάμε και εμπορεύματα αγοράζουμε. Τι στο καλό συμβαίνει και η Ανάπτυξη καταλήγει σε Οικονομική Κρίση;

Θ α πρέπει να πούμε από την αρχή ότι ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από την ΑΝΕΠΤΥΓΜΕΝΗ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ. Βέβαια συνυπάρχει και κάποιο είδος Απλής Εμπορευματικής Παραγωγής , η οποία όμως επισκιάζεται από την Καπιταλιστική Παραγωγή, που είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη. Έτσι, όταν επέρχεται η καπιταλιστική οικονομική κρίση, συμπαρασύρει μαζί της και τους μικρούς παραγωγούς που κάνουν κάποια μικρή εμπορευματική παραγωγή (μικρούς βιοτέχνες, μικροαγρότες, μικροεπαγγελματίες κλπ.).

Επίσης στον Καπιταλισμό, η μεγαλύτερη πλειοψηφία των παραγωγών δεν έχουν δικά τους μέσα παραγωγής, αλλά είναι εργάτες και υπάλληλοι, αναγκασμένοι να πουλάνε το μοναδικό εμπόρευμα που έχουν (την εργατική τους δύναμη) στους κεφαλαιούχους, τους καπιταλιστές.

Το χρήμα από μόνο του ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Τα χρήματα που έχει κάποιος στο σεντούκι του ή στο χρηματοκιβώτιο δεν είναι κεφάλαιο. Θα γίνει κεφάλαιο, μόνο όταν θα μπει στην διαδικασία της παραγωγής με σκοπό να αυξηθεί και να αποφέρει περισσότερο χρήμα στον κάτοχό του.

Ο καπιταλιστής αποφασίζει να χρησιμοποιήσει το χρήμα σαν κεφάλαιο με μοναδικό σκοπό να το αυξήσει. Για το λόγο αυτό θα κάνει μια επένδυση και θα αρχίσει την παραγωγή αγαθών, τα οποία στη συνέχεια θα τα πουλήσει σε μεγαλύτερη τιμή (εισπράττοντας χρήμα) και έτσι θα αυξήσει το αρχικό του κεφάλαιό.

Ας υποθέσουμε ότι ο καπιταλιστής μας, επενδύει στην παραγωγή επίπλων. Με το χρήμα που διαθέτει και το βάζει στην επιχείρηση ως κεφάλαιο, θα αγοράσει ξυλεία, χρώματα, μηχανήματα, κτήρια, εργαλεία, ηλεκτρική ενέργεια, μεταφορικά μέσα κλπ. Με άλλα λόγια θα μετατρέψει το χρήμα που διαθέτει σε εμπορεύματα. Επίσης με το χρήμα θα αγοράσει ένα επιπλέον εμπόρευμα, την εργατική δύναμη που κατέχουν οι εργάτες (χειριστές μηχανών, οδηγοί, λογιστές, διευθυντές, καθαρίστριες, πωλητές κλπ).

Με άλλα λόγια, ο καπιταλιστής μετέτρεψε το χρήμα σε εμπορεύματα.

Ισχύει λοιπόν ο τύπος { Χ = Ε }

(Χρήμα ίσον με Εμπόρευμα).

Στη συνέχεια, αφού οι εργάτες επεξεργασθούν με τα μηχανήματα και τα εργαλεία τις πρώτες ύλες που έχουν, θα ετοιμάσουν τα νέα εμπορεύματα (τα έπιπλα) στα οποία θα βρίσκεται ενσωματωμένη η εργασία που πρόσθεσαν οι εργάτες με την εργατική τους δύναμη.

Τα νέα εμπορεύματα θα τα πουλήσει ο καπιταλιστής στην αγορά και θα τα μετατρέψει ξανά σε χρήμα.

Θα ισχύει λοιπόν ο τύπος { Ε = Χ }

(Εμπορεύματα ίσον με Χρήμα).

Για να σκεφτούμε όμως. Ο καπιταλιστής έβαλε χρήμα Χ και κατέληξε να ξαναπάρει χρήμα Χ. Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με τον αρχικό του σκοπό που ήταν το κέρδος. Εάν το χρήμα που έβαλε είναι το ίδιο με αυτό που πήρε, τότε δεν είχε νόημα να δημιουργήσει αυτή την επιχείρηση επίπλων, αφού ο σκοπός του εξ αρχής ήταν να αυξήσει τα χρήματά του. Συνεπώς καταλαβαίνουμε ότι το τελικό χρήμα Χ που εισέπραξε, θα είναι αυξημένο σε σχέση με το αρχικό χρήμα. Θα πρέπει λοιπόν να το ονομάσουμε κάπως διαφορετικά για να ξεχωρίζει από το αρχικό χρήμα. Ας του βάλουμε έναν τόνο για να το διακρίνουμε και να το ονομάσουμε {Χ’}.

Οι δύο ισότητες λοιπόν που ισχύουν στην περίπτωση της καπιταλιστικής παραγωγής θα γίνουν ως εξής:

{ Χ = Ε } στην αρχική φάση και

{ Ε = Χ’ } στην τελική φάση.

Όμως πάλι κάτι δεν πάει καλά με τις ισότητές μας. Δεν μπορεί το εμπόρευμα { Ε } να είναι ίσο και με το αρχικό { Χ } και με το αυξημένο { Χ’ }. Λογικά, για να ισχύουν οι ισότητες, αφού το χρήμα στην δεύτερη περίπτωση είναι αυξημένο, αναγκαστικά και η αξία των εμπορευμάτων θα είναι αυξημένη. Την αυξημένη αξία εμπορευμάτων της βάζουμε έναν τόνο και θα την ονομάσουμε { Ε’ }.

Οι τελικές μας λοιπόν ισότητες παίρνουν οριστικά την παρακάτω μορφή:

{ Χ = Ε } ο καπιταλιστής έκανε το χρήμα εμπορεύματα, στην αρχική φάση και

{ Ε’ – Χ’ } ο καπιταλιστής έκανε τα εμπορεύματα χρήμα, στην τελική φάση

Ο καπιταλιστής μας λοιπόν, έβαλε χρήμα (ας υποθέσουμε 1.000.000 ευρώ), κι αγόρασε εμπορεύματα και την εργατική δύναμη των υπαλλήλων του. Οι εργάτες, αφού πληρώθηκαν την αξία της εργατικής τους δύναμης, δουλεύοντας για τον κεφαλαιούχο, δημιούργησαν τα νέα εμπορεύματα, τα οποία είχαν μεγαλύτερη αξία από τα αρχικά εμπορεύματα (ας υποθέσουμε 1.200.000 ευρώ). Αυτά στη συνέχεια πουλήθηκαν στην αγορά στην αξία τους για 1.200.000 ευρώ και ο καπιταλιστής έβαλε στην τσέπη του, περισσότερο χρήμα από το αρχικό. Αυτό το περισσότερο χρήμα (το «κέρδος» των 200.000 ευρώ) είναι ίσο με την διαφορά που έχει η αξία των τελικών εμπορευμάτων με την αξία των αρχικών εμπορευμάτων.

Μα πώς είναι δυνατόν να αυξηθεί το χρήμα; Αφού ο καπιταλιστής αγόρασε όλα τα εμπορεύματα (μαζί και το εμπόρευμα εργατική δύναμη) ακριβώς στην αξία τους και στο τέλος πούλησε τα καινούργια εμπορεύματα, πάλι στην αξία τους. Σε ποιο σημείο της διαδικασίας βρέθηκε αυτή η πρόσθετη αξία (π.χ. των 200.000 ευρώ);

Η πρόσθετη αξία δημιουργήθηκε στην σφαίρα της παραγωγής. Δηλαδή στο σημείο που παρεμβάλλεται μεταξύ της αρχικής αγοράς των εμπορευμάτων από τον καπιταλιστή και στην τελική πώληση των καινούργιων εμπορευμάτων.

Οι εργάτες, οι υπάλληλοι, πληρώθηκαν για την εργατική δύναμη που πούλησαν στον καπιταλιστή, αλλά τα εμπορεύματα που παρήγαγαν είχαν μεγαλύτερη αξία από αυτήν που πληρώθηκαν. Εάν για παράδειγμα οι μισθοί όλων των αργατών ήταν 300.000 ευρώ, τότε η αξία που πρόσθεσαν με την εργασία τους στα καινούργια εμπορεύματα ήταν 500.000 ευρώ. Οι εργαζόμενοι δεν πληρώθηκαν για την εργασία των 500.000 ευρώ, αλλά για την εργατική δύναμη 300.000 ευρώ, που πούλησαν στον εργοδότη. Η διαφορά των 200.000 ευρώ αποτελεί την Υπεραξία, (το «κέρδος») την οποία ο καπιταλιστής κλέβει από τον ιδρώτα των εργατών του.

Η διαφορά μεταξύ της Απλής Εμπορευματικής Παραγωγής και της Καπιταλιστικής Παραγωγής είναι ότι, στην πρώτη περίπτωση οι παραγωγοί παράγουν στα δικά τους εργαστήριά εμπορεύματα τα οποία είναι δικά τους και τα πουλάνε οι ίδιοι στην αγορά, ενώ στην δεύτερη περίπτωση οι παραγωγοί δεν κατέχουν τα εργοστάσια και είναι αναγκασμένοι να εργάζονται και να παράγουν στις επιχειρήσεις των καπιταλιστών. Έτσι στον καπιταλισμό οι εργάτες είναι αναγκασμένοι να «χαρίζουν» ένα μέρος της παραγωγής τους στα αφεντικά.

Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής η μορφή της παραγωγής αλλάζει και γίνεται:

ΧΡΗΜΑ => ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ => ΧΡΗΜΑ αυξημένο,

{ Χ => Ε => Χ’ }

Το χρήμα μπαίνει στην παραγωγή ως κεφάλαιο και μετατρέπεται σε εμπόρευμα με μοναδικό σκοπό να αυξηθεί. Δηλαδή στην αρχή ο καπιταλιστής ρίχνει χρήμα στην αγορά και κάνει επενδύσεις, με μοναδικό σκοπό, στο τέλος της διαδικασίας να ΑΠΟΣΥΡΕΙ από την αγορά περισσότερο χρήμα!

Ενώ στην ΑΕΠ το χρήμα έπαιζε απλά μεσολαβητικό ρόλο στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων, στην καπιταλιστική παραγωγή, η αύξηση του χρήματος γίνεται αυτοσκοπός και σε περίπτωση που δεν μπορεί να το καταφέρει αυτό, απλά ο καπιταλιστής σταματάει την διαδικασία της παραγωγής.

Ας δούμε όμως τι σημαίνουν όλα αυτά στην πράξη. Να δούμε πώς μπορεί να επηρεάζουν την Ελληνική οικονομία στην σημερινή συγκυρία.

Η κυβέρνησή μας (αλλά και οι προηγούμενες ή και οι επόμενες) για να μπορέσουν να αναπτύξουν την οικονομία (δηλαδή για να αυξήσουν την παραγωγή) προσπαθούν με κάθε τρόπο να προσελκύσουν επενδυτές οι οποίοι θα φέρουν κεφάλαια να τα επενδύσουν στην Ελλάδα. Αυτό, με μια πρώτη ματιά, φαίνεται καλό και συνετό. Ας δούμε όμως το πώς θα λειτουργήσει.

Ας υποθέσουμε ότι ένας επενδυτής (Έλληνας ή αλλοδαπός) επενδύει στον τομέα των κατασκευών και ρίχνει στην αγορά ένα κεφάλαιο των 5.000.000.000 ευρώ (πέντε δις). Όπως είναι φυσικό, αφού εισήλθε στην αγορά «φρέσκο» χρήμα, ολόκληρη η αγορά θα «κινηθεί». Θα δουλέψουν ένα σωρό επιχειρήσεις και θα βρουν δουλειά χιλιάδες άνθρωποι (λατομεία, τσιμεντάδικα, μπετονιέρες, μηχανικοί, ηλεκτρολόγοι, χτίστες, μπετατζήδες, λογιστές κλπ).

Ο επενδυτής όμως έριξε το χρήμα του (το κεφάλαιό του) στην αγορά, με σκοπό να το πάρει πίσω αυξημένο. Μετά από ένα διάστημα, ας πούμε πέντε χρόνια, θα πρέπει να έχει βγάλει, όχι μόνο το αρχικό κεφάλαιο των 5 δις, αλλά και κέρδος. Ας υποθέσουμε ότι το κέρδος του θα είναι 1.000.000.000 ευρώ (ένα δις). Δηλαδή μέσα σε πέντε χρόνια ο επενδυτής θα ΑΠΟΣΥΡΕΙ από την Ελληνική Οικονομία 6.000.000.000 ευρώ (έξη δις). Συνεπώς η οικονομία θα βρεθεί με λιγότερα κεφάλαια και σε χειρότερη θέση από ότι ήταν πριν την επένδυση. Όσα χρήματα και να ρίξουν οι επενδυτές στην οικονομία, στο τέλος θα αποσύρουν περισσότερα από αυτήν. Για ένα μικρό διάστημα μετά από κάθε επένδυση, δημιουργείται ένα κάποιο θετικό κλίμα στην οικονομία, στη συνέχεια όμως αυτό αντιστρέφεται και η κατάσταση γίνεται χειρότερη.

Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο, παρά την μεγάλη οικονομική ανάπτυξη που είχαμε στην Ελλάδα επί μια δεκαετία, στο τέλος βρεθήκαμε το 2009 να αντιμετωπίζει η χώρα την μεγαλύτερη οικονομική κρίση που γνώρισε τα τελευταία 40 χρόνια.

ΑΝΑΠΤΥΞΗ στον ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ, σημαίνει κρίσεις και δυστυχία για το λαό.

Τελικά μήπως πρέπει να φοβόμαστε τις καπιταλιστικές επενδύσεις;

Μήπως ήρθε ο καιρός να σκεφτούμε σοβαρά την περίπτωση της οργάνωσης της Οικονομίας σε Σοσιαλιστική βάση;

________________________________________________________________________________________________

Ο Γιάννης Γιάννης Βεντούρας είναι οικονομολόγος – συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1959 και σπούδασε στο οικονομικό τμήμα της σχολής ΝΟΕ του ΑΠΘ. Εργάσθηκε σαν οικονομικός διευθυντής και οικονομικός σύμβουλος σε εταιρείες του ιδιωτικού τομέα, μελετώντας από τα «μέσα» το καπιταλιστικό σύστημα. Συμμετέχει ενεργά στο λαϊκό κίνημα.
Είναι εκλεγμένος τοπικός σύμβουλος στον Δήμο Αχαρνών. Διδάσκει δωρεάν Πολιτική Οικονομία στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο «Δημήτρης Γληνός».