Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δημήτρης Πικιώνης, ο υπερασπιστής της πετραίας γης

«Κατά την διάρ­κεια ακό­μα των γυμνα­σια­κών μου σπου­δών, έκα­να συχνά οδοι­πο­ρί­ες εξε­ρευ­νώ­ντας το αττι­κό τοπίο. Από το Μοσχά­το δια­σχί­ζο­ντας τον ελαιώ­να, έφτα­να ως τους βρά­χους του Φιλο­πάπ­που και την Ακρό­πο­λη ή ακο­λου­θώ­ντας τις όχθες του Κηφι­σού, ως την Ιερά Οδό… Αργό­τε­ρα διέ­σχι­ζα το ερη­μι­κό τοπίο ως την Και­σα­ρια­νή. Αλλά ποιος μπο­ρεί να διη­γη­θεί επά­ξιά τους τι ήταν για τα μάτια του νέου που απά­νω τους ήταν ριγ­μέ­νος ακό­μα ο μαγι­κός πέπλος της ποί­η­σης; Τι εσή­μαι­ναν για αυτόν οι μονα­χι­κές τού­τες οδοι­πο­ρί­ες; Ποιά χαρά εχά­ρι­ζε στην ψυχή η θέα του ανα­σκα­λε­μέ­νου χώμα­τος των περι­βο­λιών που άχνι­ζε κάτω από τις πυρές αχτί­δες του ήλιου!…».

Με αυτά τα λόγια από τα «Αυτο­βιο­γρα­φι­κά του Σημειώ­μα­τα» περι­γρά­φει την γνω­ρι­μία του με την Φύση που στά­θη­κε γι’ αυτόν ο οδη­γός στην σκέ­ψη και το έργο του, ο αρχι­τέ­κτο­νας, ζωγρά­φος και φιλό­σο­φος Δημή­τρης Πικιώνης.

Η σημα­σία της προ­σω­πι­κό­τη­τας και του έργου του Δημή­τρη Πικιώ­νη δεν περιο­ρί­ζε­ται μόνο στο ότι ήταν ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους ‑αν όχι ο σημα­ντι­κό­τε­ρος-από τους αρχι­τέ­κτο­νες που ανέ­δει­ξε η Ελλά­δα του 20ου αιώ­να, αλλά στο γεγο­νός ότι ο Πικιώ­νης ανή­κει με το έργο του και την σκέ­ψη του στην χορεία εκεί­νων των ιερουρ­γών που διε­φύ­λα­ξαν ως κόρη οφθαλ­μού την ιδιο­προ­σω­πεία, την «περ­πα­τη­σιά» του λαού μας μέσα στον απέ­ρα­ντο κόσμο στον οποίο ο ίδιος είχε πλή­ρη συνεί­δη­ση ότι ανή­κε και ήθε­λε να ανήκει.

Σε όλο το έργο του Δημή­τρη Πικιώ­νη και στα κεί­με­νά του η αγω­νία του ήταν πρώ­τα-πρώ­τα ο λαός να μην είναι «απαί­δευ­τος» και με τον όρο αυτό δεν εννο­ού­σε το «αμόρ­φω­τος», αλλά εννο­ού­σε εκεί­νους από τους οποί­ους έλει­πε ένα στοι­χείο, απροσ­διό­ρι­στο πολ­λές φορές, αστάθ­μη­το, που στην ελλη­νι­κή γλώσ­σα λέγε­ται «αρχο­ντιά», ένα στοι­χείο που πολ­λές φορές αντα­μώ­νου­με στους πιο ταπει­νούς, στους «αγράμ­μα­τους».

Όταν ο Πικιώ­νης έλε­γε να μην «μιμού­μα­στε τα ξένα», δεν εννο­ού­σε να κλει­στού­με στο καβού­κι μας, αλλά να συν­θέ­του­με δημιουρ­γι­κά και με το δικό μας πνεύ­μα, όλα όσα έρχο­νται ως εδώ, καθώς σε τού­το το σταυ­ρο­δρό­μι της γης πάντα οι λαοί αντάλ­λασ­σαν μετα­ξύ τους στοιχεία.

Από την άλλη και αυτό έχει μεγα­λύ­τε­ρη σημα­σία, ο Πικιώ­νης υπο­στή­ρι­ζε πως ο κάθε λαός, και βέβαια ο δικός μας, έχει οικο­δο­μή­σει μετα­φο­ρι­κά και κυριο­λε­κτι­κά ‑αρχι­τέ­κτο­νας ήταν!- ένα πολύ συγκε­κρι­μέ­νο τρό­πο ζωής που είναι σε αρμο­νία με την φύση και την γεω­γρα­φία του τόπου σε μια δια­λε­κτι­κή συνύ­παρ­ξη μαζί της. Υπο­στή­ρι­ζε μάλι­στα πως η ίδια η φύση υπα­γό­ρευ­σε στους ανθρώ­πους εκεί­νη την αρμο­νία και το μέτρο που είναι ται­ρια­στά για την ζωή τους και μάλι­στα θεω­ρού­σε πως αυτός ο τρό­πος οικο­δό­μη­σης δεν περιο­ρί­ζε­ται μόνο στις κατοι­κί­ες, αλλά και σε όλα τα δημό­σια κτίρια!.

Με αυτό το πνεύ­μα, αυτός ο δάσκα­λος, πάντα προ­έ­τρε­πε τους σύγ­χρο­νούς του να διδά­σκο­νται πριν απ’ όλα από τον τρό­πο με τον οποίο ο απλός λαός, εναρ­μό­νι­ζε τις δικές του ανά­γκες με το φυσι­κό του περι­βάλ­λον, ενώ ταυ­τό­χρο­να αυτή του η προ­τρο­πή και η πίστη δεν ήταν απλώς μια «τεχνι­κή» ματιά πάνω στην αρχι­τε­κτο­νι­κή αλλά καρ­πός βαθιάς μελέ­της της ελλη­νι­κής ιστο­ρί­ας και φιλοσοφίας.

«Την φύση πήρε για δάσκα­λο ο άνθρω­πος στον δρό­μο του, στην ζωή του. Σε στε­νή συνερ­γα­σία με εκεί­νη ένιω­σε το πώς μπο­ρεί μόνο να προ­χω­ρή­σει. Μια ιδέα του φυσι­κού τού­του δρό­μου μπο­ρού­με σήμε­ρα να πάρου­με από τη ζωή του φυσι­κού ανθρώ­που, του χωριά­τη. Αν κοι­τά­ξεις, θα δεις πως η φύση είναι εκεί­νη που έβα­λε τις βάσεις και ρύθ­μι­σε την ζωή του. Το ανα­γκαίο, το χρή­σι­μο, τη γεμί­ζουν τόσο όσο που να μην περισ­σεύ­ει χώρος για το αυθαί­ρε­το και το περιτ­τό. Ας δού­με αίφ­νης πως χτί­ζει το σπί­τι του ο χωρι­κός. Τον φυσι­κό δρό­μο που ακο­λου­θεί γι’ αυτό.

Δεν του χρειά­ζε­ται κανέ­να γρα­φείο, ούτε μολύ­βι, για να αρα­διά­σει μάταιες γραμ­μές της φαντα­σί­ας του. Κανέ­να βιβλίο αρχι­τε­κτο­νι­κής δεν διά­βα­σε. Από ρυθ­μούς και χαρα­κτή­ρα δεν νιώ­θει. Μα τα πραγ­μα­τώ­νει ασυ­νεί­δη­τα ακο­λου­θώ­ντας τη φύση.

Ξέρει πλέ­ρια τις ανά­γκες του. Στο έδα­φος απά­νω θα χαρά­ξει το χώρο το χρή­σι­μο για την κατοι­κία του. Τη φαντά­ζε­ται κιό­λας έτσι στο χώρο, υψω­μέ­νη μπρο­στά του με τις πέτρες που ο ίδιος έχει πελε­κή­σει, ο μάστο­ρας αρχί­ζει το έργο του. Εξόν από το να προ­σέ­ξει να βάλει τις πιο γερές, τα αγκω­νά­ρια στις γωνί­ες και στις παρα­στά­δες της θύρας ή των παρα­θυ­ριών, άλλο τίπο­τε δεν έχει να σκε­φτεί. Γερό μόνο να είναι το χτί­σι­μο, και η φύση θα ανα­λά­βει μόνη της τα άλλα. Το σχή­μα, το χρώ­μα, οι πέτρες, το δέσι­μο θα είναι η αρχι­τε­κτο­νι­κή αξία του τοί­χου. Όσο για τις ανα­λο­γί­ες, οι ανά­γκες πάλι, ανά­γκες φυσι­κές και γι’ αυτό αλη­θι­νές και ωραί­ες, και η φύση του υλι­κού, αυτά τα δύο θα τις ρυθ­μί­σουν” έγρα­φε στα κεί­με­νά του

Ο Δημή­τρης Πικιώ­νης γεν­νή­θη­κε στον Πει­ραιά το 1887 και όπως σημειώ­νει ο ίδιος στα αυτο­βιο­γρα­φι­κά του σημειώ­μα­τα, ο πατέ­ρας του είχε κλί­ση στην ζωγρα­φι­κή. Η μητέ­ρα του, το γένος Συριώ­τη ήταν αδελ­φή με την μητέ­ρα του ποι­η­τή Λάμπρου Πορφύρα.

“Στους κυρια­κά­τι­κους περι­πά­τους μας στο λιμά­νι με τον θείο μου τον Συριώ­τη και τα ξαδέλ­φια μου, ο πατέ­ρας μου δεν μπο­ρού­σε να μη στα­μα­τή­σει μπρο­στά σ’ ένα όμορ­φο σκα­ρί για να μας δεί­ξει την ομορ­φιά του και να μας κάνει να το προ­σέ­ξου­με. Συχνά με στα­μα­τού­σε μπρο­στά σ’ ένα σπί­τι και μου εξη­γού­σε πως οι ανα­λο­γί­ες του θα κέρ­δι­ζαν πολύ αν ήταν τόσους πόντους, λχ …ψηλό­τε­ρο.

Όσο για την μητέ­ρα μου ήταν ένας σπά­νιος ηθι­κός τύπος. Εις το άκρον ευαί­σθη­τη, συμπά­σχο­ντας βαθύ­τα­τα εις τις ατυ­χί­ες των άλλων, μα ταυ­τό­χρο­να αυστη­ρή και δίκαιη κι ανι­διο­τε­λής, ποθώ­ντας πάντα το καλό της Ελλάδας.

Είχα το σπά­νιο προ­νό­μιο να ‘χω ξάδελ­φο έναν ποι­η­τή. Από το στό­μα του πρω­τά­κου­σα τα τρα­γού­δια του λαού μας, του Σολω­μού και των άλλων. Μαγι­κός κόσμος ανοί­χτη­κε στα μάτια του παιδιού…»

Ο Δημή­τρης Πικιώ­νης εκδή­λω­σε από νωρίς την κλί­ση του στην ζωγρα­φι­κή, το 1903 τελεί­ω­σε το Γυμνά­σιο και το 1904 μπή­κε στο Πολυ­τε­χνείο, από όπου απο­φοί­τη­σε το 1908 ως Πολι­τι­κός Μηχα­νι­κός. Το 1906 γνω­ρί­στη­κε με τον ζωγρά­φο Κων­στα­ντί­νο Παρ­θέ­νη ενώ είχε συν­δε­θεί φιλι­κά με τους Ανα­στά­σιο Ορλάν­δο, Ιωσήφ Πεστα­ρί­νη, Τζόρ­τζιο ντε Κίρι­κο, Δημή­τρη Καμπού­ρο­γλου και Περι­κλή Γιαν­νό­που­λο. Το 1908 πήγε στο Μόνα­χο συνο­δευό­με­νος από τον πατέ­ρα του να σπου­δά­σει ζωγρα­φι­κή κατό­πιν προ­τρο­πής του Κων­στα­ντί­νου Παρ­θέ­νη και του Περι­κλή Γιαννόπουλου

Ζώντας στο Μόνα­χο ο Πικιώ­νης διψού­σε για μάθη­ση, ενώ ανα­πο­λού­σε την Ελλά­δα δια­βά­ζο­ντας Αισχύ­λο που έκα­νε τα μάτια του να δακρύ­ζουν. Το 1909, θα βρε­θεί στο Παρί­σι, με αφορ­μή κάποια έργα του Πωλ Σεζάν στα οποία απέ­δω­σε την τρί­τη διά­στα­ση στον πίνα­κα, μόνο με χρώμα.

Ο Πικιώ­νης έμει­νε στο Παρί­σι ως το 1912, ωστό­σο «ο δρό­μος που ακο­λου­θού­σα, το ‘νιω­θα, ήταν μακρύς, μακρύ­τε­ρος απ’ τις συν­θή­κες μου τις οικο­νο­μι­κές. Τα χρέη που θα είχα ν’ αντι­με­τω­πί­σω στο γυρι­σμό μου ήταν σκλη­ρά… Στε­νε­μέ­νος από την αδή­ρι­τη τού­τη ανά­γκη, επή­ρα την σκλη­ρήν από­φα­ση ν’ αφιε­ρώ­σω το υπό­λοι­πο του χρό­νου στη μελέ­τη της Αρχιτεκτονικής».

Όταν το βαπό­ρι έφτα­σε στην Πάτρα, η κρύα ακτι­νο­βό­λα ασπρά­δα ενός μαρ­μά­ρου που κεί­το­νταν απά­νω στο λασπω­μέ­νο χώμα, μου φάντα­ξε στα μάτια, κι ευθύς είπα μέσα μου: «πρέ­πει ν’ ανα­θε­ω­ρή­σω ότι έμα­θα». Τόση ήταν η κρύα αντί­θε­ση της ασπρά­δας του με τα τριγύρω.

Στον Πει­ραιά, γυρί­ζο­ντας μια μέρα στο πατρι­κό το σπί­τι, αισθα­νό­μουν τον ήλιο να φλο­γί­ζει την επι­δερ­μί­δα μου, μα μπαί­νο­ντας στη σκιά, η κρυά­δα της μ’ έκα­νε να ριγή­σω… Ανα­λο­γί­στη­κα πως οι βίαιες τού­τες αντι­θέ­σεις του κλί­μα­τος, όπως τις αντι­κρί­ζα­με επί αιώ­νες θα ‘ταν οι αιτί­ες που διέ­πλα­σαν τις αντι­θέ­σεις του χαρα­κτή­ρα της ράτσας μας.

Οι αρχαί­οι στο­χά­στη­κα, είχαν υπο­τά­ξει τού­τες τις αντι­θέ­σεις στην κατα­το­μή των γεί­σων και των κυμα­τί­ων τους. Και δεν πέρα­σαν δύο μέρες που στα λαϊ­κά χαμό­σπι­τα του Πει­ραιά είδα στην οξεία γωνία που σχη­μα­τί­ζει η μονό­ρι­χτη στέ­γη τους, στο σημείο όπου αντα­μώ­νει τον πίσω τοί­χο, υλο­ποι­η­μέ­νη την αντί­θε­ση τού­τη. Οι παρα­τη­ρή­σεις τού­τες, μ’ έκα­ναν παρα­τώ­ντας την συμ­βα­τι­κή μάθη­ση, να μπω σε ένα αυτό­νο­μο δρό­μο που με δίδα­σκε η φύση. Από τότε, η ανά­γκη του «κοι­νού» και του «κύριου» που μας μιλά­ει ο Σολω­μός, ήταν η έμμο­νη επι­δί­ω­ξή μου».

Ο Δημή­τρης Πικιώ­νης επι­στρα­τεύ­ε­ται στην διάρ­κεια των Βαλ­κα­νι­κών Πολέ­μων και απο­στρα­τεύ­ε­ται με τον βαθ­μό του λοχα­γού. Έχτι­σε το πρώ­το του σπί­τι στις Τζι­τζι­φιές το 1923 και το δεύ­τε­ρο το 1925 στην οδό Ηρα­κλεί­ου 1 στα Πατή­σια. Το Σχο­λείο του Λυκα­βητ­τού χτί­στη­κε το 1933 και δεν τον ικα­νο­ποί­η­σε. «Είναι τότε που στο­χά­στη­κα πως το οικου­με­νι­κό πνεύ­μα πρέ­πει να συντε­θεί με το πνεύ­μα της εθνό­τη­τας, είναι από τις σκέ­ψεις τού­τες που βγή­καν: Το Πει­ρα­μα­τι­κό Σχο­λείο της Θεσ­σα­λο­νί­κης 1935, η πολυ­κα­τοι­κία Χέϋ­δεν 1938, το σπί­τι της γλύ­πτριας Φρό­σως Ευθυ­μιά­δη το 1949, η έπαυ­λη Άνω Φιλο­θέ­ης 1954, ο Ξενώ­νας των Δελ­φών 1955, όμοια και τα προ­σχέ­δια του Συνοι­κι­σμού Αιξω­νής στην Γλυ­φά­δα και το Ανα­παυ­τή­ριο του Αγί­ου Δημη­τρί­ου Λου­μπαρ­διά­ρη το 1957».

Το έργο που πραγ­μα­το­ποί­η­σε ο Δημή­τρης Πικιώ­νης στην Ακρό­πο­λη ήταν ένα από τα σημα­ντι­κό­τε­ρα και απο­κα­λυ­πτι­κό­τε­ρα των αντι­λή­ψε­ών του.

Βήμα το βήμα ο Δημή­τρης Πικιώ­νης είχε δια­μορ­φώ­σει την αντί­λη­ψη ότι η γήι­νη κατα­γω­γή του ανθρώ­που είναι εξί­σου αλη­θι­νή στην ασια­τι­κή, την λατι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κή ή την ελλη­νι­κή παρά­δο­ση. Συνε­πώς η γη κου­βα­λά μέσα της μνή­μες, και δεν μπο­ρεί να είναι ένα «ουδέ­τε­ρο» έδα­φος πάνω στο οποίο οικο­δο­μεί­ται μια πόλη.

Σε ότι αφο­ρά την δια­μόρ­φω­ση του χώρου γύρω από την Ακρό­πο­λη που είναι δύο σπει­ροει­δείς δια­δρο­μές εκ των οποί­ων η μία προ­σπε­λά­ζει τον αρχαιο­λο­γι­κό χώρο του ιερού της Αθη­νάς και η άλλη στον λόφο του Φιλο­πάπ­που απο­μα­κρύ­νε­ται από τον ιερό βρά­χο για να κατα­λή­ξει συστρε­φό­με­νη σε ένα πλά­τω­μα, το Άνδη­ρο, από όπου ο περι­πα­τη­τής θεά­ται τον βρά­χο της Ακρό­πο­λης, ενώ στην δια­δρο­μή αυτή παρεμ­βάλ­λε­ται και μια αυλή γύρω από την οποία βρί­σκε­ται το ανα­κα­τα­σκευα­σμέ­νο εκκλη­σά­κι του Αγί­ου Δημη­τρί­ου του Λου­μπαρ­διά­ρη, στις δια­δρο­μές αυτές λοι­πόν, ο Πικιώ­νης δια­μόρ­φω­σε τον χώρο χρη­σι­μο­ποιώ­ντας θραύ­σμα­τα πέτρας. Για­τί; Για­τί το ίδιο το θέμα βρι­σκό­ταν εκεί στα χώμα­τα και τις πέτρες του περι­βάλ­λο­ντος χώρου, στα ίδια τα θραύ­σμα­τα της ιστο­ρί­ας γύρω από τον ιερό βρά­χο. Συνε­πώς στον χώρο αυτό, το θέμα δεν μπο­ρού­σε να εισα­χθεί, έπρε­πε να ανα­δει­χθεί από τα ίδια του τα υλι­κά. Το ίδιο το ιστο­ρι­κό τοπίο, “έδει­χνε” τον τρό­πο της αρχι­τε­κτο­νι­κής δια­μόρ­φω­σης του περι­βάλ­λο­ντος χώρου του.

Το τρα­γι­κό και πικρό στοι­χείο αυτής της ιστο­ρί­ας είναι το γεγο­νός ότι η δια­μόρ­φω­ση αυτού του χώρου από τον Δημή­τρη Πικιώ­νη, δια­μόρ­φω­ση που οπωσ­δή­πο­τε σημά­δε­ψε την ταυ­τό­τη­τα μας ως λαού στο πολύ πρό­σφα­το παρελ­θόν, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε την ίδια ακρι­βώς επο­χή που το μυθι­κό αττι­κό τοπίο, οι μνή­μες χιλιά­δων χρό­νων ιστο­ρί­ας θαβό­ταν κάτω από τόνους τσι­μέ­ντου, καθώς η ίδια η πόλη κατα­βρο­χθι­ζό­ταν από το τέρας της αντι­πα­ρο­χής και τα αδη­φά­γα σαγό­νια του “εργο­λά­βου”.

“Όταν η Ελλά­δα ύστε­ρα από τους σκλη­ρό­τα­τους αγώ­νες της λευ­τε­ρώ­θη­κε από έναν επά­ρα­το ζυγό, ήταν φυσι­κό να βρε­θεί απο­στε­ρη­μέ­νη από τις στοι­χειώ­δεις εκεί­νες γνώ­σεις και έξεις που είναι ίδιες ενός φτα­σμέ­νου πολι­τι­σμού. Εδώ ο λόγος για τις κατα­στρο­φές που κάνει ο άνθρω­πος στο φυσι­κό τοπίο. Ισως φταί­νε γι’ αυτό και οι αρχι­τέ­κτο­νες, ντό­πιοι και ξένοι που ζού­σαν τότες στην Αθήνα.

Κι όμως λίγο πριν την απε­λευ­θέ­ρω­ση έγι­νε αυτό που θα σας διη­γη­θώ. Όταν ο Ανδρού­τσος πολιορ­κού­σε τους Τούρ­κους που κρά­τα­γαν την Ακρό­πο­λη εξαίφ­νης ακού­στη­καν κρό­τοι μαρ­μά­ρων που θραύ­ο­νται. Τους είχε λεί­ψει το μολύ­βι κι έσπα­γαν τα μάρ­μα­ρα για να εξοι­κο­νο­μή­σουν από τους γόμ­φους των ενώ­σε­ων. Τους στέλ­νει ο Ανδρού­τσος τέσ­σε­ρα παλι­κά­ρια για να μάθουν ποιος ο λόγος που οι Τούρ­κοι τα ‘σπα­ζαν τα μάρ­μα­ρα. Κι όταν γύρι­σαν κι ανέ­φε­ραν στον αρχη­γό τους την αιτία, ετού­τος έστει­λε στους Τούρ­κους μερι­κά τσου­βά­λια από βόλια. Φυσι­κά στην πρά­ξη αυτή θα τον παρόρ­μη­σε ο γραμ­μα­τι­κός του, ο πρώ­τος Έλλη­νας αρχαιο­λό­γος που ξέρου­με, ο αεί­μνη­στος Πιττάκης.

Όταν επι­τέ­λους άρχι­σε να χτί­ζε­ται η νέα πρω­τεύ­ου­σα, καμία πρό­νοια δεν πήραν οι αρχι­τέ­κτο­νες του και­ρού εκεί­νου, δεν λέω μόνο για να την απο­μα­κρύ­νουν όσο γινό­ταν μακρύ­τε­ρα από την Ακρό­πο­λη και τον αρχαιο­λο­γι­κό χώρο του αρχαί­ου άστε­ως. Αλλά ακό­μα και τώρα που τόσο συζη­τιέ­ται το ζήτη­μα της αρχαιό­τε­ρης συνοι­κί­ας των Αθη­νών, της Πλά­κας, ένας δια­κε­κρι­μέ­νος αρχαιο­λό­γος μου ‘λεγε πως ο ακρι­βής χάρ­της της αρχαί­ας Αθή­νας δεν έχει ακό­μη εξακριβωθεί.

Σύγ­χρο­να με την ανί­δρυ­ση της νέας πρω­τεύ­ου­σας άρχι­σε και η λατο­μία των λόφων, εκεί­νης της θαυ­μα­στής σύντα­ξης των λόφων που αρχί­ζο­ντας από τα Τουρ­κο­βού­νια και περι­λαμ­βά­νο­ντας το Λυκα­βητ­τό, την Ακρό­πο­λη και τους λόφους των Μου­σών, της Πνυ­κός και των Νυμ­φών, κατα­λή­γαν ως το λόφο της Σικε­λί­ας, απο­σβή­νο­ντας ως το φαλη­ρι­κό αλίπεδο.

Από τους πρώ­τους λόφους της ίδρυ­σης της Νέας Αθή­νας που ελα­το­μή­θη είναι ο περί­ο­πτος Λυκα­βητ­τός και κατε­στρά­φη το χαρα­κτη­ρι­στι­κό­τα­το περί­γραμ­μά του. Ήταν του λόφου το περί­γραμ­μα όμοιο με τους έλι­κες ενός δρά­κο­ντα που πορευό­ταν προς την Ακρό­πο­λη, προς της θεάς του το ανα­φαί­ρε­το βάθρο, εκεί­νης το ανα­πό­σπα­στο σύμ­βο­λο. Και δεν απέ­μει­νε έκτο­τε από το ελι­κοει­δές σχή­μα ειμή του κυρί­ου όγκου το θαυ­μα­στό σχή­μα κι εκεί­να τα πυρα­μι­δοει­δή , τόπων του βορά ίδια, ξένα προς της Αττι­κής το πνεύμα.

Και την ίδια επο­χή είναι που ελα­το­μή­θη ο αρχαιό­τα­τος λόφος των Μου­σών και του Φιλο­πάπ­που. Για να τελειώ­νω με τις κατα­στρο­φές των λόφων γύρω από την Ακρό­πο­λη πρέ­πει να πω ότι η πιο μεγά­λη είναι η μακρύ­τα­τη και βαθύ­τα­τη λατό­μη­ση των δυτι­κών υπω­ρειών του λόφου των Νυμφών.

Το όλον τοπί­ον το αθη­ναϊ­κόν ήλλα­ξεν όψιν. Από λοφώ­δες και ευκί­νη­τον, ημβλύν­θη, ισο­πε­δώ­θη από τον οδο­στρω­τή­ρα των καιρών…

Οι πρό­γο­νοι είχαν βαθιά συνεί­δη­ση του τι απα­ρά­μιλ­λη γη ήταν τού­τη, εκεί­νοι είχαν κάνει το χρέ­ος των απέ­να­ντί της.

Η σοφία τους ήταν η σοφία αυτής της ίδιας γης που κατοι­κού­σαν. Απέ­ρα­ντη είναι η αγά­πη τους για τα δύο ποτά­μια της γης τους, τα δύο αγιά­σμα­τά της όπως τα ονό­μα­ζαν, τον Ιλι­σό και τον Κηφισό.

Τότες ήτα­νε τόποι άβα­τοι που κανέ­νας δεν μπο­ρού­σε να παρα­βιά­σει, ούτε το όνο­μά τους να το προ­φέ­ρει. Εκεί ήτα­νε ιερά και άβα­τα κατώ­φλια ντυ­μέ­να με χαλ­κό που ανή­καν σε φοβε­ρές χθό­νιες θεές…

Μα αυτά τα ιερά της ευσέ­βειας ενός πανάρ­χαιου λαού είναι για πάντα χαμέ­να για­τί σε κανέ­να κατα­στα­τι­κό χάρ­τη των Αθη­νών δεν είναι κατα­γραμ­μέ­να όχι μόνο για να ξέρου­με που βρί­σκο­νται μα για να μπο­ρεί να γίνει η αρμό­δια με τα σύγ­χρο­να ιεραρ­χι­κή σύν­δε­ση. Και αυτό για­τί; Για­τί στην ιεραρ­χία των δημο­σί­ων υπη­ρε­σιών φαί­νε­ται πως περά­σα­νε άτο­μα ανι­στό­ρη­τα, άνθρω­ποι απαί­δευ­τοι και αντι­πνευ­μα­τι­κοί. Ως εδώ και λίγα χρό­νια, η κοί­τη του Ιλι­σού σωζό­τα­νε πολύ πέρα από το τωρι­νό Βυζα­ντι­νό Μου­σείο. Αλλά η από­φα­ση να ρίξουν μέσα εκεί τις υπο­νό­μους των εσή­μα­νε την τελι­κή κατα­δί­κη της επι­βαλ­λό­με­νης λύσης. Ο εγκι­βω­τι­σμός δεν είναι λύση, σημαί­νει την παραί­τη­ση από κάθε λύση. Μήπως πρά­ξα­με το καθή­κον μας απέ­να­ντι στην Ελευ­σί­να, το ιερό της Ψυχής, που το πνί­ξα­με ανά­με­σα σε ένα εργο­στά­σιο τσι­μέ­ντων, ένα σιδη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό και ένα φρι­κτό λατο­μείο; Αυτή η τάξη των πραγ­μά­των θα φταί­ει και για του ευγε­νέ­στε­ρου βου­νού της Αττι­κής, της Πεντέ­λης, εντός βρα­χυ­τά­του χρό­νου, την σε γη και σπο­δό μεταβολή”.

Για σύν­θε­ση του οικου­με­νι­κού πνεύ­μα­τος με εκεί­νου της εθνό­τη­τας μιλά ο Πικιώ­νης, και αυτή ακρι­βώς η αντί­λη­ψη είναι που κάνει το έργο του δια­χρο­νι­κό. Από τις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’20 και για τα επό­με­να περί­που 40 χρό­νια εξα­πλώ­θη­κε το ρεύ­μα της Μοντέρ­νας Αρχι­τε­κτο­νι­κής σε παγκό­σμια κλί­μα­κα. Ο Πικιώ­νης με το έργο του αμφι­σβή­τη­σε αυτό το ρεύ­μα και συν­δέ­θη­κε με τον τόπο μας, όχι τόσο στην ιστο­ρι­κή ή εθνι­κή του διά­στα­ση η οποία χαρα­κτη­ρί­ζει την Ελλά­δα στην ολό­τη­τά της αλλά περισ­σό­τε­ρο πολι­τι­σμι­κά, καθώς ιδιαί­τε­ρα το πολι­τι­στι­κό στοι­χείο είναι εκεί­νο που «γεν­νά μορφές».

Για τον Πικιώ­νη η Ελλά­δα με την πολι­τι­σμι­κή διά­στα­ση, δεν ήταν «τόπος», αλλά «τόποι» από τους οποί­ους αντλού­σε έμπνευ­ση για το έργο του. Δια­φο­ρε­τι­κά έχτι­ζαν στον Βορ­ρά από ότι στο Νότο, δια­φο­ρε­τι­κά έχτι­ζαν στην Στε­ριά από ότι στα νησιά.

Τα υλι­κά των κατα­σκευών και οι ιδιαί­τε­ρες συν­θή­κες κάθε περιο­χής καθό­ρι­ζαν και τους δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους οικο­δό­μη­σης κατοι­κιών κλπ. Υπήρ­χαν επί­σης και άλλες πολι­τι­σμι­κές δια­φο­ρές που όλες μαζί συνέ­θε­ταν ένα πολύ­χρω­μο μωσαϊ­κό. Αυτό ακρι­βώς το μωσαϊ­κό περιέ­γρα­φε στο έργο του ο Πικιώ­νης με μεγά­λη καθαρότητα.

Το ενδια­φέ­ρον του για την λαϊ­κή τέχνη ήταν αδιά­πτω­το. Αλλά έχει σημα­σία να τονί­σου­με ότι το ενδια­φέ­ρον του Πικιώ­νη δεν ήταν φολ­κλο­ρι­κό. Δεν υπέ­τασ­σε την σκέ­ψη και τον κανό­να του αρχι­τέ­κτο­να στην όποια λαϊ­κή τέχνη. Υπο­στή­ρι­ζε ότι η λαϊ­κή τέχνη είναι στην αρχή ενός δρό­μου που πρέ­πει να ακο­λου­θή­σει ο αρχι­τέ­κτο­νας. Ο δρό­μος αυτός ξεκι­νά, ή πρέ­πει να ξεκι­νά από την υπο­χρε­ω­τι­κή σύν­δε­ση του κτι­ρί­ου με ανα­φο­ρές στην ποι­η­τι­κή της τέχνης και της αρχι­τε­κτο­νι­κής του συγκε­κρι­μέ­νου τόπου στον οποίο χτί­ζε­ται αυτό.

Στην ουσία ο Πικιώ­νης προ­εί­δε το κενό που θα δημιουρ­γού­σε η μοντέρ­να αρχι­τε­κτο­νι­κή η οποία υπο­τάσ­σο­ντας τα πάντα στην λει­τουρ­γι­κό­τη­τα των κτι­ρί­ων, τελι­κά οδη­γή­θη­κε σε αυτό το κενό, δημιουρ­γώ­ντας κτί­ρια ξένα προς οποια­δή­πο­τε πνευ­μα­τι­κό­τη­τα του κάθε φορά συγκε­κρι­μέ­νου τόπου.

Το 1934 ο Δημή­τρης Πικιώ­νης κάνει τα σχέ­δια για τον τάφο του ποι­η­τή Λάμπρου Πορ­φύ­ρα, το 1936 σχε­διά­ζει πολυ­κα­τοι­κία επί της οδού Χέϋ­δεν με κάτο­ψη του αρχι­τέ­κτο­να Μητσά­κη, ενώ από το 1935 ως το 1937 μαζί με τον Χατζη­κυ­ριά­κο-Γκί­κα εκδί­δει το περιο­δι­κό «Τρί­το Μάτι».

Το 1943 εκλέ­γε­ται τακτι­κός καθη­γη­τής του ΕΜΠ. Το 1946–47 εργά­ζε­ται στο υπουρ­γείο Ανοι­κο­δό­μη­σης επι­κε­φα­λής ομά­δας αρχι­τε­κτό­νων για την εκπό­νη­ση σχε­δί­ων προ­τύ­πων λαϊ­κών πολυ­κα­τοι­κιών στον Πει­ραιά και την Λαμία.

Επί­σης μετα­βαί­νει στην Ρόδο για μελέ­τη των πλα­στι­κών προ­βλη­μά­των της Δωδε­κα­νή­σου ενό­ψει της μελ­λο­ντι­κής ανοι­κο­δό­μη­σης της.

Το 1948 εκδί­δει με τον τίτλο «Πινα­κο­θή­κη της Τέχνης του Ελλη­νι­κού Λαού» και με εντο­λή του Συλ­λό­γου «Ελλη­νι­κή Λαϊ­κή Τέχνη» τα «Αρχο­ντι­κά της Καστο­ριάς» και τα «Σπί­τια της Ζαγο­ράς» που βρα­βεύ­τη­καν από την Ακα­δη­μία Αθηνών.

Το 1958 απο­σύ­ρε­ται από το ΕΜΠ μετά από 35ετή θητεία. Το 1961 εκλέ­γε­ται αντε­πι­στέλ­λον μέλος της Ακα­δη­μί­ας Καλών Τεχνών του Μονά­χου, το 1966 εκλέ­γε­ται τακτι­κό μέλος της Ακα­δη­μί­ας Αθηνών.

Ο Έλλη­νας Δημιουρ­γός, Δημή­τρης Πικιώ­νης “έφυ­γε” στις 28 Αυγού­στου 1968 στην Αθήνα.

Υπε­ρα­σπι­ζό­με­νος την μνή­μη της πετραί­ας γής μας, το από­σταγ­μα της οποί­ας μας ενώ­νει με τους λαούς όλου του κόσμου ο Δημή­τρης Πικιώ­νης μας δίδα­ξε να ανα­ζη­τού­με το μέτρο και την αρμο­νία στην οικο­δό­μη­ση σε όσα η φύση γύρω μας επι­τάσ­σει. Βαθιά ελλη­νι­κός και ταυ­τό­χρο­να παγκό­σμιος, ο Πικιώ­νης άφη­σε έργο και ταυ­τό­χρο­να παρό­τρυ­νε στην δημιουρ­γία έργου πλή­ρους ιστο­ρι­κής μνή­μης, έργου που δεν απο­ξε­νώ­νει τους ανθρώπους.

Συζη­τώ­ντας για τον Πικιώ­νη με ένα φίλο πολι­τι­κό μηχα­νι­κό, μου είπε: “Η παρα­κα­τα­θή­κη του Πικιώ­νη είναι ότι ο αρχι­τέ­κτο­νας είναι ο πρω­το­μά­στο­ρας, ο αρχιερ­γά­της, δεν μπο­ρεί να είναι στο γρα­φείο με ένα χάρα­κα κι ένα χαρ­τί. Πρέ­πει να είναι εκεί, να σκα­λί­ζει το χώμα, να αγγί­ζει τις πέτρες, να μυρί­ζει τα φυτά, να βλέ­πει το παι­χνί­δι της σκιάς και του φωτός. Αυτά είναι ο Πικιώνης”.

Ολο­κλη­ρώ­νο­ντας το σύντο­μο αυτό σημεί­ω­μα για τον μεγά­λο δημιουρ­γό θα παρα­θέ­σου­με λόγια του Γιάν­νη Τσα­ρού­χη για τον Πικιώ­νη. «Ένα βρά­δυ στο Σύνταγ­μα, μου εξή­γη­σε, τι ωραία που ήταν τα νεο­κλα­σι­κά σπί­τια τα βρά­δυα με το λίγο φωτι­σμό, κι έλε­γε πως ο παλιω­μέ­νος σοβάς είναι σαν δέρ­μα ανθρώ­πι­νο» έγρα­ψε ο Γιάν­νης Τσα­ρού­χης, προ­σθέ­το­ντας στο σημεί­ω­μά του ότι “το παρά­δειγ­μά του πέρα από τις μορ­φές που δημιούρ­γη­σε, ήταν το παρά­δειγ­μα ενός θάρ­ρους χωρίς το οποίο δεν γίνε­ται τίπο­τα. (…) Πολ­λοί νέοι τον έβρι­σκαν ζωγρά­φο. Αυτό ήταν μοι­ραίο, όταν παρου­σιά­στη­κε πενή­ντα χρό­νια του­λά­χι­στον πριν την ωρί­μαν­ση των ιδε­ών του. Ήταν ο δάσκα­λος όλων όσοι ήθε­λαν να κάνουν κάτι αυθε­ντι­κό. Υπήρ­χε όμως και ο σαχλός μαθη­τής που δεν κατα­λά­βαι­νε και άνα­βε αναι­δώς το τσι­γά­ρο του την ώρα που ο δάσκα­λος μιλού­σε. Πολ­λές από τις ιδέ­ες του επι­κρά­τη­σαν και γίνη­καν ωραία πράγ­μα­τα, αλλά δεν έδω­σε συνταγές.

Προ­σπά­θη­σε να κάνει τον Έλλη­να ελεύ­θε­ρο και περι­φρο­νη­τή των σαχλών καθη­κό­ντων του. Τα σχέ­διά του και οι ζωγρα­φι­κές του δεί­χνουν ποιος μεγά­λος άνθρω­πος έζη­σε μαζί τους.

Συχνά ήταν υπερ­βο­λι­κός, αλλά υπερ­βο­λι­κά ήταν και τα λάθη των ανθρώ­πων της ειδι­κό­τη­τάς του””.

Πηγή: Δημό­σια σελί­δα ΑΠΕ / Γιώρ­γος Μηλιώνης

Ενδει­κτι­κή βιβλιογραφία

Δ. Πικιώ­νη: Κεί­με­να (Πρό­λο­γος: Ζήσι­μος Λορεν­τζά­τος, Επι­μέ­λεια: Αγνή Πικιώ­νη-Μιχά­λης Παρού­σης) — Μορ­φω­τι­κό Ίδρυ­μα Εθνι­κής Τραπέζης.

Γιάν­νης Τσα­ρού­χης: Αγα­θόν το Εξο­μο­λο­γεί­σθαι — Εκδό­σεις Καστανιώτη.

Ένθε­το “Επτά Ημέ­ρες” της εφη­με­ρί­δας “Καθη­με­ρι­νή” αφιε­ρω­μέ­νο στον Δημή­τρη Πικιώ­νη της Κυρια­κής 16 Οκτω­βρί­ου 1994.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο