Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βοκάκιος, υμνητής της χαράς και του έρωτα

Στις 16 Ιουνίου 1313 γεννήθηκε  ο Ιωάννης Βοκάκιος. Ιταλός συγγραφέας, από τους πρώτους ουμανιστές συγγραφείς της Αναγέννησης, διάδοχος του Δάντη και του Πετράρχη.

Νόθος γιος Φλωρεντινού τραπεζίτη και μιας ευγενικής Παριζιάνας. Έζησε στη Φλωρεντία μέχρι την ηλικία των 12 χρόνων. Μετά έφυγε για τη Νάπολη με προορισμό να εκπαιδευτεί στο εμπόριο, προοπτική που δεν πραγματοποιήθηκε. Αργότερα εγκατέλειψε και τις νομικές σπουδές και ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη λογοτεχνία. Την περίοδο που μελετούσε το εκκλησιαστικό δίκαιο και σύχναζε στην αυλή του βασιλιά Ροβέρτου της Ανδεγαβίας, νόθος ο ίδιος, ερωτεύεται τη νόθα κόρη του βασιλιά που γρήγορα τον περιφρόνησε. Η χρεοκοπία της τράπεζας των Μπάρντι όπου εργαζόταν τον έφερε πίσω στη Φλωρεντία, όπου γύρω στα 1350 έγραψε το σπουδαιότερο έργο του, το “Δεκαήμερο”, μια συλλογή με ρεαλιστικά διηγήματα που υμνούν τον έρωτα και τη χαρά της ζωής, ενώ ένα από τα κεντρικά του θέματα είναι η κριτική της Καθολικής Εκκλησίας και της υποκρισίας του μεσαιωνικού ασκητισμού.

Με τη νουβέλα του «Φιαμέτα» ο Βοκκάκιος γίνεται πρόδρομος του ευρωπαϊκού ψυχολογικού μυθιστορήματος.

Ο Βοκκάκιος έπαιρνε θέση κατά της φεουδαρχίας και της ταξικής ανισότητας και υποστήριζε ότι η ευγένεια του ανθρώπου πρέπει να αποδεικνύεται από τις πράξεις του και όχι από την καταγωγή του.

Το 1374 ο Βοκκάκιος εγκαταστάθηκε οριστικά στο Τσερτάλντο της Ιταλίας, όπου και πέθανε στις 21 Δεκεμβρίου 1375 ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ξαναγύρισε στη θρησκευτική πίστη και στην αυστηρότητα των ηθών και μάλιστα, αν δεν τον εμπόδιζε ο Πετράρχης, θα κατέστρεφε το Δεκαήμερο.