Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, τραγική πεζογράφος της νεώτερης εποχής (Πρώτο μέρος)

Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //

Αξίζει να ασχοληθούμε με τη ζωή και το έργο της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (1801-1832), αυτής της «εξαφανισμένης» τραγικής μορφής της επτανησιώτικης γραμματείας, καθώς και με την Ευανθία Καϊρη (1799-1866) από την Άνδρο, συγκαιρινή της και λιγότερο «εξαφανισμένη» στην οποία θα σταθούμε στο δεύτερο μέρος. Ξεκινάμε με την Μαρτινέγκου για την οποία στην εκτενέστατη και αναλυτική εισαγωγή του Βαγγέλη Αθανασόπουλου στην ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ της (Εκδόσεις «Ωκεανίδα») διαβάζουμε τα χαρακτηριστικά μιας λογοτέχνιδας που φιμώθηκε μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι ήταν γυναίκα δίνοντας ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα – και γενικότερα ευρωπαϊκό – της αποθάρρυνσης, αποτροπής ακόμα και απαγόρευσης της γυναικείας καλλιτεχνικής δημιουργικής έκφρασης στην αστική τάξη, γιατί τα κορίτσια προορίζονταν μόνο για γάμο και τα μόρφωναν το πολύ για «πιάνο και γαλλικά»: «Η ιστορία της αθώας και επιμελούς Μπέτας (Ελίζας, Ελισάβετ) που αποστήθιζε το ‘αμαθήτευτον μάθημα’, της ‘αισθητικής ‘, ευφάνταστης και διψασμένης για γράμματα Ελίζας που συγκροτούσε με κόπο τη ‘γραμματισμένη’ ζωή της, και της υπάκουα εξεγερμένης Ελισάβετ που είχε αφιερωθεί με πάθος – ή με μανία – στο γράψιμο, είναι η ιστορία μιας τυπικής περίπτωσης γυναίκας της αστικής τάξης στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, αλλά παράλληλα είναι η ιστορία μιας τυπικής περίπτωσης οδηγημένης έως τα όριά της, επειδή από το ένα μέρος η πρωταγωνίστρια ή η μάρτυς έτυχε να έχει πλήρη συνείδηση της μοίρας της, και από το άλλο μέρος αποφάσισε να αντιμετωπίσει τη μοίρα αυτή» (σελ. 16).

Αποκλεισμός από τις «μεγάλες υποθέσεις»

Το απόσπασμα μας εισάγει στην ουσία της ζωής της Μαρτινέγκου, της αναγνωρισμένης ως πρώτης Ελληνίδας συγγραφέα που κλεισμένη στο σπίτι δεν μπορούσε να γίνει δέκτης των πολιτικών-κοινωνικών κραδασμών της εποχής της και να τα μετουσιώσει σε πνευματικό έργο. Και οι κραδασμοί ήταν πολλοί και ισχυροί, αφού έζησε τις πρώτες τρεις δεκαετίες του 19ου αιώνα. Δηλαδή τα χρόνια του επαναστατικού αναβρασμού και του ’21 με τα επακόλουθα κι ας μην γίνονταν αυτά άμεσα στα Επτάνησα που ήταν υπό αγγλική κατοχή. Το πηγαίο συγγραφικό ταλέντο δεν μπορούσε να τροφοδοτείται από τα κοινωνικά συμβάντα που τα άκουγε το πολύ μέσα από το φίλτρο των όσων της έλεγε ο πατέρας της. Ο θείος της και ο αδερφός της δεν μιλούσαν με γυναίκες: «Μέρα και νύκτα κλεισμένη χωρίς να δύναμαι να πηγαίνω μήτε εις εκκλησίαν, μήτε εις περιδιάβασιν, χωρίς να έχω την παραμικράν ξεφάντωσιν, χωρίς να έχω πλέον την ελπίδα δια να αλλάξω ζωήν, χωρίς να ακούω άλλην ομιλίαν παρά εκείνην του πατρός μου (επειδή ο αδελφός μου και ο θείος μου ή ολίγον, ή τίποτε δεν συνωμιλούσαν μαζύ με εμάς ταις γυναίκες) ο οποίος άλλο δεν έκανε παρά να λέγη τα πλέον δυστυχισμένα και μελαγχολικά λόγια οπού ποτέ να ειπώθησαν, ήσαν όλα πράγματα οπού μου έδιναν μίαν μεγαλωτάτην θλίψιν και στενοχωρίαν, πάθη οπού ‘γλίγωρα εξ αποφάσεως έμελλε να με γκρεμνίσουν εις το μνήμα» (1) Μπορεί η Μαρτινέγκου να έχει μπει στην ιστορία ως η πρώτη Ελληνίδα πεζογράφος της νεώτερης ιστορίας, αλλά στη σύντομη ζωή της δεν είδε κανένα έργο της δημοσιευμένο. Μέχρι το 1881 τα χειρόγραφά της έμειναν αναξιοποίητα. Τότε ο γιος της Ελισαβέτιος Μαρτινέγκος (1832-1885) δημοσίευσε μόνο την αυτοβιογραφία της, αλλά με….περικοπές και μαζί με δικά του ποιήματα. Από την έκδοση αυτή είναι και το ως άνω απόσπασμα. Ο Κ. Πορφύρης (2) υποψιάζεται ότι στα μέρη της Αυτοβιογραφίας που έχουν περικοπεί, η Ελισάβετ αναφέρεται σ’ ένα αίσθημά της για ένα νέο ποπολάρο, αίσθημα που «καταπνίγηκε από τις κοινωνικές συνθήκες και τη βαρβαρότητα του σπιτιού της» (σελ. 17).

Οι συνθήκες ζωής της Μαρτινέγκου παραπέμπουν σε τουλάχιστον μία από τις αιτίες που στο «γυναικείο γράψιμο» μέχρι και σήμερα επικρατεί η λογοτεχνία της καρδιάς, των διαπροσωπικών σχέσεων, των συναισθημάτων της «μικρής» καθημερινής ζωής και πολύ λιγότερο η ενασχόληση με τα μεγάλα κοινωνικά ζητήματα που απαιτούν να στραφούν τα μάτια της ψυχής και του νου προς τον έξω κόσμο και την ενασχόληση με τις μεγάλες υποθέσεις της ζωής και της κοινωνίας. Σίγουρα, σήμερα κάτι έχει αλλάξει, αλλά δεν έχει γίνει ριζική αλλαγή προσανατολισμού, γιατί «…Κάποιο μέρος του εαυτού μου ήταν απόν για τα παιδιά και τα παιδιά αυτό το ανακαλύπτουν. […] Ήταν κακό, γιατί την έκανε (την κόρη μου) αντίπαλο αυτού που για μένα ήταν το πιο σημαντικό» (3). Δηλαδή, το γράψιμο. Είναι τα χαρακτηριστικά λόγια της περσινής νομπελίστριας της λογοτεχνίας Άλις Μόνρο βάζοντας ένα παμπάλαιο στοιχείο- «εμπόδιο» στη γυναικεία πνευματική δημιουργία. Γι αυτό είχε στραφεί στο διήγημα και όχι στο μυθιστόρημα που θέλει περισσότερο χρόνο. Επίσης δήλωσε σε μια συνέντευξη ότι «Ήξερα ότι κάτι υπήρχε στους μεγάλους συγγραφείς, από το οποίο ήμουν αποκλεισμένη…» (3). Πόσοι άντρες συγγραφείς έχουν εξαιρετικές συνθήκες εργασίας και μελέτης γιατί η σύζυγος τους φτιάχνει ένα «κουκούλι» αναλαμβάνοντας όλη τη λάντζα της καθημερινότητας; Το αντίστροφο δεν γίνεται σχεδόν ποτέ. Η κληρονομιά είναι βαριά. Να δούμε ακόμα μερικά παραδείγματα. Η Φωτεινή Οικονομίδου γεννήθηκε το 1856 και γράφει: «Αν γυνή πλασθείσα όλως/ απεχθάνομαι τον βίον,/αν εντός των χαραχθέντων πνι/ γωμαι στενών ορίων…/σφάλλω αν τους στίχους τού-/τους απ’ το στήθος μου εκβάλλω/αιμοστάζοντας και δάκρυ αν/τους ραίνει ενώ γράφω;/Δεσμευμένη αν στενάζω, εάν/καταρώμαι, σφάλλω;…» (4)

Και η Αγανίκη Μαζαράκη, γεννημένη το 1838, εκφράζει ως εξής την ασφυξία της συναισθηματικής καταπίεσης και των προκαταλήψεων:

«Έρως; Τέρψις; Παύσε, παύσε/μη σ’ ακούσει η κοινωνία/Ως αγροίκος, ως ευήθης κύταξε/ μην εκληφθείς./Κρύψε πάσαν έμπνευσίν σου/εις τα βάθη της ψυχής σου./Είναι βάναυσον την φύσιν να/ ζητής να μιμηθείς./Φρόνει ό,τι θέλει ο κόσμος κι/αν το κρίνης ταπεινόν/φόρει παντα προσωπείον, έσο/πάντα επί σκηνής./Κρύπτε τα αισθήματά σου πριν/ανθίσουν στην καρδιά σου…» (4)

Ο Στόκος, ιδιοκτήτης του περιοδικού «Άστυ» (1889) που έχει γελοιογραφίες μορφωμένων γυναικών ως άσχημων και κακοφτιαχμένων, γράφει το 1905 στο ημερολόγιό του: «Η λόγια δεσποινίς!…Ω! Η λόγια δεσποινίς! Ολίγον μύωψ, ολίγον διοπτροφόρος! Αφηρημένη συνήθως, έστι ότε ολίγον κουφή, ολίγον νευροπαθής, ολίγον έξαλλος…» (4)

ΕΜΜΤο τελευταίο μπορεί σήμερα να φαίνεται σχεδόν ευτράπελο (στον δυτικό πολιτισμό), αλλά ήταν μια αρκετά πρόσφατη πραγματικότητα που έχει αφήσει παρακαταθήκες. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα της ευρωπαϊκής αστικής κουλτούρας που δείχνουν ακόμα και την τραγική κατάληξη ταλαντούχων γυναικών. Όπως, η Κορνέλια Γκαίτε, αδερφή του Βόλφγκανγκ Γκαίτε. Γράφει, γράφει και γράφει και ο αδερφός της τη θαυμάζει, αλλά ενώ εκείνος στέλνεται για σπουδές, εκείνη κλείνεται μέσα στο σπίτι προορισμένη να παντρευτεί και ακόμα και ο αδερφός της την αποθαρρύνει πια να ασχοληθεί με τα γράμματα. Πεθαίνει από μελαγχολία στα 26 της χρόνια. Υπάρχει στα γερμανικά ένα βιβλίο με τίτλο «Αδερφές διάσημων αντρών. Δώδεκα βιογραφικά πορτραίτα» (5) όπου δίνονται κι άλλα αιτιολογημένα παραδείγματα από το 18ο, 19ο και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Όσο πιο προικισμένες (πνευματικά) ήταν οι αδερφές διάσημων αντρών και όσο περισσότερα πνευματικά κίνητρα λάμβαναν, τόσο περισσότερο εκλάμβαναν τη δική τους ζωή ως ασφυκτική: κλείσιμο στο σπίτι, γάμος ως μοναδικός προορισμός ζωής, απαγόρευση ή τουλάχιστον αποθάρρυνση πνευματικής εξέλιξης και δημιουργίας εκτός από τα καθιερωμένα και επιτρεπτά «γαλλικά και πιάνο». Όμως πλήρωσαν ακριβά την πρόσπαθειά τους να σπάσουν τα δεσμά της αστικής γυναικείας ζωής πεθαίνοντας είτε από κατάθλιψη και μελαγχολία που σε κάποιες περιπτώσεις τις οδήγησαν στο τρελοκομείο. Υπήρχαν και περιπτώσεις στις οποίες γιατροί προσπαθούσαν να «γιατρέψουν» με ηλεκτροσόκ τα πάθη νέων γυναικών που διάβαζαν απαγορευμένα βιβλία, σπούδαζαν κρυφά και δεν ήθελαν να συμμορφωθούν στο γυναικείο τους προορισμό! Σαν τελευταίο παράδειγμα να αναφέρουμε ακόμα τη Γαλάτεια Καζαντζάκη που εξέφραζε στις αρχές του 20ου αιώνα ως εξής τον πόθο συμμετοχής στο γίγνεσθαι της κοινωνίας μιας επαναστατημένης γυναικείας ψυχής, να βγει από την απομόνωση της «καθώς πρέπει» ζωής της γυναίκας από «καλό σπίτι» στο πρώτο της μυθιστόρημα, το «Ρίντι Παλιάτσο» (Γέλα Παλιάτσο) το 1909: «…πέρα από τα κάγκελα είδα πως υπάρχει μια ζωή πολυσύνθετη και παντοκρατόρισσα. Η ζωή των άλλων – αλυσίδα ασύντριφτη κι ατέλειωτη, οι ζωές, τα εκατομμύρια οι ζωές – με ξεκουφαίνει με το δαιμονισμένο κρότο της. Τί καλά! Θα πάω κι εγώ τώρα να ενώσω το χαλκά της ζωής μου με τους χαλκάδες που αποτελούν την αλυσίδα όλη. Έτσι κ’ η δική μου ζωή θα βγάλει κάποιους ήχους αγγίζοντας των άλλων τις ζωές…». Ενώ η Γαλάτεια το κατάφερε, ρίχθηκε στον κοινωνικό αγώνα και έγινε η πρώτη Ελληνίδα σοσιαλίστρια συγγραφέας, έναν αιώνα νωρίτερα η Μαρτινέγκου καταδικάστηκε στην αφάνεια. Ενώ εκείνη ζούσε τον αποκλεισμό, τα ίδια χρόνια απέναντι, στην αγωνιζόμενη κατα της Τουρκοκρατίας Ελλάδα ξεπήδησαν πολλές μαχητικές γυναικείες μορφές. Άλλο ένα παράδειγμα του πώς συνθήκες πολεμικές, αντίστασης και επιστράτευσης κατά του εχθρού ολόκληρου σχεδόν λαού λειτουργεί σαν καταλύτης σε πατροπαράδοτα κοινωνικά δεδομένα.

Η τάση φυγής

Η Μαρτινέγκου είχε δασκάλους στο σπίτι που της έδωσαν τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχθηκε για να βελτιώσει τις γνώσεις της της αρχαίας ελληνικής, της ιταλικής και της γαλλικής. Μετάφρασε αρκετά κείμενα. Το αδιέξοδο της ζωής της – δηλαδή ο προορισμός σε κάποιο γάμο και μόνο – μαζί με την έντονη έφεσή της στα γράμματα και το γράψιμο, την οδήγησε στο να ποθήσει τη ζωή σε μοναστήρι, καθόλου ασυνήθιστο φαινόμενο στα κορίτσια της τάξης της: «Εγώ λοιπόν ακολουθούσα με τον ίδιον πόθον να σπουδάζω, και δεν είχα εις τον νουν μου άλλον συλλογισμόν παρά μόνον τα γράμματα, και το μοναστήρι. […] κανένα πάθος δεν εβασάνιζε την ψυχήν μου, καμμία αρρωστία δεν ετυραννούσε το σώμα μου, εγώ απαθής και υγιής εστοχαζόμουν πώς είχα να μεταγλωττίσω εις το απλόν πολλά ψυχωφελή συγγράμματα, και να τα κάμω να τυπωθούν προς κοινήν ωφέλειαν, και προς ειδικόν μου μνημόσυνον, εστοχαζόμουν τέλος πάντων πώς είχα ν’ απεράσω την πλέον τιμίαν, την πλέον ενάρετον, την πλέον ήσυχον ζωήν» («Η μητήρ μου.. σελ. 29-30).

Μια προσπάθειά της να δραπετεύσει από το σπίτι της αποτυχαίνει και επιστρέφει, ενώ οι δικοί της δεν την είχαν ακόμα πάρει χαμπάρι.

 

  1. «Η μήτηρ μου. Αυτοβιογραφία της κυρίας Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου. Εκδιδομένη υπό του υιού αυτής Ελισαβετίου Μαρτινέγκου μετά διαφόρων αυτού ποιήσεων», Εν Αθήναις, Εκ του τυπογραφείου Κορίννης, 1881, σελ. 96-97).
  2. Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία, Εισαγωγή-Σημειώσεις: Κ. Πορφύρη, Τυπογραφείον «Κείμενα», Νοέμβρης 1983, σελ. 17.
  3. ‘Ριζοσπάστης’ 9-2-2014, σελ. 20, Το Βραβείο Νόμπελ για τη Λογοτεχνία και τα κριτήρια απονομής του.
  4. Πηγή: ‘Ριζοσπάστης’ 29-12-1992, Γυναίκα και Λογοτεχνία, Πέπη Δαράκη.
  5. „Schwestern berühmter Männer. Zwölf biographische Portraits“ των Luise F. Pusch και Jutta Wasels. Insel- Taschenbuch.

Συνεχίζεται