Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: «Εδώ θα μείνει για πάντα το ζεστό το πέρασμα σου…»

Γράφει ο Νίκος Μόττας //

«Γεια σου Γκεβάρα!
Μα πιο καλά για να στο πω, 

εκεί στο αμερικάνικο φαράγγι:
Περίμενέ μας. Θα φύγουμε μαζί σου.
Θέλουμε να πεθάνουμε για να ζήσουμε όπως
πέθανες εσύ, να ζήσουμε όπως ζεις εσύ,
Τσε Κομαντάντε, φίλε.
»

– Νικολάς Γκιγιέν.

Ο εθνικός ποιητής της Κούβας, ο Χοσέ Μαρτί, έγραφε: «Υπάρχουν άνθρωποι χωρίς καθόλου αξιοπρέπεια, αλλά και άνθρωποι που στις πλάτες τους κουβαλούν την αξιοπρέπεια όλου του κόσμου». Ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους, που τ’όνομα του έγινε συνώνυμο της αξιοπρέπειας, ήταν ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα ντε λα Σέρνα.

Πέρασαν 51 χρόνια από την 9η Οκτώβρη 1967, όταν ο Τσε έπεφτε νεκρός μέσα σε μια εγκαταλελειμένη σχολική αίθουσα ενός μικρού οικισμού στη βολιβιανή επαρχία. Οι σφαίρες του βολιβιανού στρατού, που εκτελούσε εντολές των ιμπεριαλιστών των ΗΠΑ και της CIA, είχαν επιφέρει το βιολογικό τέλος του 39χρονου αργεντίνου επαναστάτη. Αυτό που, ωστόσο, δε γνώριζαν οι δολοφόνοι του, ήταν πως ο Γκεβάρα είχε ήδη περάσει στην «αθανασία» της συλλογικής μνήμης των λαών, ως παντοτινό σύμβολο των αγώνων για ένα καλύτερο αύριο, για έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Πενήντα και πλέον χρόνια μετά τη δολοφονία του, έχουν γραφτεί και συνεχίζουν να γράφονται εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες στη μνήμη του Τσε. Μα στον κομμουνιστή επαναστάτη Ερνέστο Τσε Γκεβάρα δεν ταιριάζουν πολιτικά μνημόσυνα. Το μεγάλο μας χρέος απέναντι του είναι να θυμηθούμε, να αντλήσουμε δύναμη και να βγάλουμε συμπεράσματα από το παράδειγμα του και τις αξίες για τις οποίες ο ίδιος αγωνίστηκε και θυσιάστηκε: τις αξίες και τα ιδανικά του μαρξισμού-λενινισμού και του προλεταριακού διεθνισμού. Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα άλλωστε, υπήρξε η προσωποποίηση του συνεπούς κομμουνιστή επαναστάτη διεθνιστή, του ανθρώπου που αντιλήφθηκε και εμπέδωσε τον σοσιαλισμό, όχι ως ακαδημαϊκό εγχειρίδιο πολιτικής οικονομίας, αλλά ως βίωμα: «Για μας», σημείωνε χαρακτηριστικά, «δεν υπάρχει κανένας άλλος ορισμός του Σοσιαλισμού πλην της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο».

Για τον Τσε, η εντρύφηση στο μαρξισμό ήταν μια διαρκής διαδικασία συνεχούς εκμάθησης, διαλεκτικής, κριτικής προσέγγισης και ανάλυσης της κοινωνικής και ιστορικής πραγματικότητας. Κάτω από τον μπερέ του ατρόμητου αντάρτη, υπήρχε ένας ακούραστος μελετητής των έργων των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν- ακλόνητος πολέμιος οποιασδήποτε μορφής οπορτουνισμού- και τέτοιος παρέμεινε μέχρι το τέλος. Γι’ αυτο άλλωστε προέτρεπε και τη νέα γενιά, τους νέους κομμουνιστές, να μελετούν, να συζητούν, να οργανώνουν σχολές μαρξισμού.

Ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα- όπως ήταν το πλήρες όνομα του- δε γεννήθηκε κομμουνιστής, ούτε έγινε επαναστάτης εξαιτίας κάποιας «φώτισης εξ’ ουρανού». Αντιθέτως. Ήταν η σκληρή ζώσα πραγματικότητα των ταξικών αντιθέσεων, της αδυσώπητης καπιταλιστικής εκμετάλλευσης που ο ίδιος είχε την ευκαιρία να δει με τα ίδια του τα μάτια, ταξιδεύοντας ως νεαρός φοιτητής ιατρικής, μαζί με το φίλο του Αλμπέρτο Γρανάδο στη λατινοαμερικανική ήπειρο. Να τι έλεγε ο ίδιος, χρόνια αργότερα, απευθυνόμενος σε φοιτητές ιατρικής: «Αρχικά ως σπουδαστής και στη συνέχεια ως γιατρός, ήρθα σε στενή επαφή με την πείνα, την αρρώστια, με την αδυναμία να θεραπεύσεις ένα παιδί επειδή δεν υπάρχουν τα μέσα, με το μούδιασμα που φέρνει η πείνα και τα ανελέητα χτυπήματα της ζωής…».

Ο Ερνέστο Γκεβάρα ήταν μόλις 24 ετών, γόνος μεσοαστικής αργεντίνικης οικογένειας, «ένα παιδί του περιβάλλοντος του» όπως έλεγε ο ίδιος, όταν άρχισε να γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της σκληρής καθημερινότητας της λατινοαμερικάνικης εργατικής τάξης, από την Χιλή και το Περού μέχρι τη Βενεζουέλα και τη Βολιβία. Ήρθε σε επαφή με ανθρώπους του μόχθου, με φτωχούς εργάτες και αγρότες, με ασθενείς που αργοπέθαιναν επειδή δεν είχαν να πληρώσουν για την περίθαλψη τους, Είδε απο κοντά την εκμετάλλευση που βίωναν χιλιάδες μεταλλωρύχοι στην Χιλή, εργαζόμενοι κάτω από άθλιες συνθήκες, πραγματικοί σκλάβοι στην υπηρεσία αμερικανικών μονοπωλίων.

Αργότερα, η διαμονή του στη Γουατεμάλα αποτέλεσε κομβικό σημείο για την ριζοσπαστικοποίηση των ιδεών του. Εκεί είδε να ξεδιπλώνεται μπροστά του, ζωντανή και αδυσώπητη, η ωμή φύση του ιμπεριαλισμού. Ήταν η εποχή που οι ΗΠΑ του Άιζενχάουερ και οι ντόπιοι σύμμαχοι της, ανέτρεπαν πραξικοπηματικά τη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση του Χακόμπο Άρμπενς.

Η νεανική συνείδηση του Ερνέστο Γκεβάρα ριζοσπαστικοποιήθηκε, οδηγούμενη στο μαρξισμό-λενινισμό, καθώς παγιώθηκε μέσα του η αντίληψη πως ο μόνος δρόμος για την εξάλειψη των ταξικών ανισοτήτων και των κοινωνικών αδικιών ήταν ο αγώνας της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου. Το παράδειγμα, άλλωστε, υπήρχε και είχε λάβει χώρα τέσσερις δεκαετίες πριν, με τη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση.

Από τα νεανικά του κιόλας χρόνια, ο Τσε θαύμαζε και εμπνέονταν από τις ηγετικές φυσιογνωμίες των μπολσεβίκων ηγετών- του Βλαντιμίρ Λένιν και του Ιωσήφ Στάλιν. Να τι έγραφε ευρισκόμενος στη Γουατεμάλα, το 1954, σε γράμμα του προς τη θεία του Βεατρίκη: «Στο Ελ Πάσο είχα την ευκαιρία να περάσω από τις εκτεταμένες εγκαταστάσεις της United Fruit Company. Για άλλη μια φορά πείστηκα για το πόσο απαίσια είναι αυτά τα καπιταλιστικά χταπόδια. Ορκίστηκα τότε μπροστά σε μια εικόνα του παλαιού και πολυθρηνημένου συντρόφου μας Στάλιν, ότι δεν θα ησυχάσω μέχρι να εξοντωθούν τα χταπόδια αυτά».

Το απόσπασμα αυτό δεν αποτελεί τη μοναδική γραπτή αναφορά του Τσε στον Στάλιν. Χρόνια αργότερα, ως Κομαντάντε της Κουβανικής Επανάστασης, ο Τσε σημείωνε σε επιστολή του: «Ασπάστηκα τον κομμουνισμό εξαιτίας του Στάλιν και κανείς δεν πρέπει να ‘ρθει να μου πει ότι δεν πρέπει να διαβάζω Στάλιν».

Ορισμένοι παρουσιάζουν τον Τσε δήθεν ως «τροτσκιστή». Την απάντηση τη δίνει, μέσα από τα ίδια του τα γραπτά, ο Τσε: «Πιστεύω ότι η βασική ιδεολογία στην οποία ο Τρότσκι βασίστηκε ήταν λανθασμένη, τα κρυφά κίνητρα της δράσης του ήταν λανθασμένα και τα τελευταία του χρόνια υπήρξαν σκοτεινά. Οι τροτσκιστές δεν έχουν συνεισφέρει τίποτα απολύτως στο επαναστατικό κίνημα…».

Στη δε ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, το 1964, σημείωνε: «Έχουμε τη σταθερή πεποίθηση», έλεγε, «πως οι επαναστάσεις δεν εξάγονται. Οι επαναστάσεις γεννιούνται μέσα στους κόλπους των λαών. Οι επαναστάσεις προκαλούνται από την εκμετάλλευση που κάνουν στο λαό τους οι κυβερνήσεις…».

Άλλοι πάλι, παρουσιάζουν τον Τσε δήθεν ως έναν «ρομαντικό», τυχοδιώκτη επαναστάτη που ασπάζονταν αναρχικές ιδέες. Κάνουν μεγάλο λάθος. Παρά το γεγονός ότι εντρύφησε στον ανταρτοπόλεμο ως μέσο για το πέρασμα στη λαϊκή εξουσία, ο Τσε ουδέποτε υποτίμησε τους εργατικούς αγώνες. Το αντίθετο μάλιστα. Έβλεπε τον αντάρτικο αγώνα ως προμετωπίδα ενός γενικότερου επαναστατικού ρεύματος στο οποίο, ασφαλώς, ουσιαστικό ρόλο θα έπαιζε η ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης.

«Όσοι θέλουν να κάνουν αντάρτικο ξεχνώντας τον μαζικό αγώνα, σαν να επρόκειτο για αγώνες αντίθετους, είναι επικριτέοι» υπογράμμιζε στο έργο του «Ανταρτοπόλεμος, μια Μέθοδος». Για τον Τσε, το να πάρει κάποιος τα όπλα δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά μέσο ενταγμένο στο πλαίσιο της οργανωμένης λαϊκής πάλης για την κατάκτηση της εξουσίας. Αυτή, άλλωστε, ήταν και η προοπτική των αντάρτικων κινημάτων, στο Κονγκό και τη Βολιβία, στα οποία προσφέρθηκε να συμμετάσχει και να βοηθήσει στην οργάνωση τους.

Ως μαρξιστής-λενινιστής, ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα πίστευε βαθιά στον συλλογικό αγώνα, ήταν πολέμιος του «ατομισμού». «Η απομονωμένη προσπάθεια» έλεγε, «η ατομική προσπάθεια, η αγνότητα των οραμάτων, η προθυμία να θυσιάσει κανείς όλη του τη ζωή για τα πιό υψηλά ιδανικά, όλα αυτα πάνε χαμένα εάν η προσπάθεια γίνεται μεμονωμένα και μοναχικά…».

Δεν πίστευε σε «σωτήρες», αλλά στην συλλογική προσπάθεια και πρωτοβουλία. «Δεν είμαι απελευθερωτής», έλεγε, «δεν υπάρχουν απελευθερωτές. Οι άνθρωποι μόνοι τους απελευθερώνουν τους εαυτούς τους».

Ο Τσε διακατέχονταν από βαθύ αίσθημα αγάπης προς τον άνθρωπο – στην ανάγκη του ανθρώπου να αποτινάξει από πάνω του τις αλυσίδες της εκμετάλλευσης. Χαρακτηριστικά έχουν μείνει τα λόγια του: «Κινδυνεύοντας να φανώ γελοίος, επιτρέψτε μου να πω ότι ο αληθινός επαναστάτης οδηγείται από ένα μεγάλο αίσθημα αγάπης. Είναι αδύνατο να σκεφτώ κάποιον πραγματικό επαναστάτη χωρίς αυτό το ιδανικό».

Το παράδειγμα του Τσε μας φέρνει στο νου τα λόγια ενός εκ των αγαπημένων του ποιητών, του Ναζίμ Χικμέτ: «Είμαι κομμουνιστής, είμαι αγάπη από την κορυφή ως τα νύχια». Και πράγματι, ως κομμουνιστής διεθνιστής, ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα πορεύτηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της σύντομης ζωής του: από το αντάρτικο στα βουνά της Σιέρρα Μαέστρα και την ενεργό συμμετοχή στο ξεκίνημα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην Κούβα μέχρι τις τελευταίες στιγμές του στη βολιβιανή ύπαιθρο.

Ο Τσε παραμένει σήμερα, 51 χρόνια μετά τη δολοφονία του, πιο ζωντανός και επίκαιρος όσο ποτέ άλλοτε. Όχι μονάχα για το προσωπικό του παράδειγμα ως ολοκληρωμένου κομμουνιστή της συνείδησης και της πράξης. Αλλά και επειδή, παραμένουν επίκαιρα και ζωντανά όλα εκείνα που δημιούργησαν τον κομμουνιστή επαναστάτη Ερνέστο Τσε Γκεβάρα.

Ναι! Ο Τσε Γκεβάρα «ζει» μέσα απ’ τους σημερινούς αγώνες για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ζει και θα ζει εκεί που χτυπά η καρδιά των αγώνων της εργατικής τάξης για ένα καλύτερο μέλλον, χωρίς αδικία, φτώχεια, καταπίεση.

Στο βλέμμα του, αιώνιο σύμβολο αντίστασης και πάλης των λαών που αγωνίζονται για ένα καλύτερο μέλλον, που αποτυπώθηκε για πάντα στην πασίγνωστη φωτογραφία του Αλμπέρτο Κόρντα, αντικατοπτρίζονται «οι σεισμοί που μέλλονται να ‘ρθουν», οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 21ου αιώνα, για την οριστική και αμετάκλητη ανατροπή του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος, για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.

Αυτός ήταν ο σκοπός της ζωής και δράσης του Τσε. Σήμερα, σε συνθήκες άγριας καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και όξυνσης της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, αξίζει να κρατήσουμε ως οδηγό τα λόγια του ίδιου του κομμουνιστή Γκεβάρα – λόγια που εκφράζουν όλους όσους εμπνεόμαστε και διδασκόμαστε από το λαμπρό παράδειγμα του: «Η λευτεριά μας και το ψωμί μας έχουν το χρώμα του αίματος και είναι διογκωμένα από θυσίες. Η θυσία μας είναι ενσυνείδητη, αυτό είναι το τίμημα της λευτεριάς που οικοδομούμε. Ο δρόμος είναι μακρύς και εν μέρει άγνωστος. Ξέρουμε το στόχο μας. Εμείς οι ίδιοι θα φτιάξουμε τον άνθρωπο του 21ου αιώνα»

* Το κείμενο βασίζεται σε ομιλία που εκφώνησε ο γράφων τον Οκτώβρη του 2017 στην εκδήλωση για 50 χρόνια από τη δολοφονία του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα στο δημαρχείο Θεσσαλονίκης, που συνδιοργάνωσαν ο Ελληνοκουβανικός Σύνδεσμος Φιλίας και Αλληλεγγύης Θεσσαλονίκης και η Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη Θεσ/νίκης. 

____________________________________________________________________________

Νίκος Μόττας Γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτορας (Phd) Πολιτικής Επιστήμης, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων (Master of Arts) στις διπλωματικές σπουδές (Παρίσι) και στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόφωνα και ξενόγλωσσα μέσα.