Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΖΑΚΥΝΘΟΣ: Τότε που…ζούσανε – Η «Καντρίλια»

Το κείμενο που θα διαβάσει ο αναγνώστης, αναφέρεται στα παλιά χρόνια του Ζάντε και περιγράφει τα ήθη και τα έθιμα του νησιού, τις βεγγέρες που γίνονταν, τις πολυτελείς βίλες των αριστοκρατικών οικογενειών, τη ζωή τους και την ανεμελιά τους. Αρχίζει από το 1910 και τελειώνει το 1940. Μία τριακονταετία γεμάτη ζωή με τις καλές και τις κακές στιγμές. Οι λογοτεχνικές σελίδες δεν υστερούν. Πάμπολλοι λογοτέχνες και μουσουργοί αναφέρονται.

Ο συγγραφέας των αναμνήσεων όμως, δεν αναφέρεται και στον λαό της Ζακύνθου. Πως ζούσε, τι προβλήματα είχε και πως τα αντιμετώπιζε. Αξίζει όμως ν’ ασχοληθούμε και με αυτό το θέμα σ’ ένα ξεχωριστό κομμάτι στο άμεσο μέλλον.

Το κείμενο το έγραψε ο συγγενής μου Ιρις Πολίτης και ήρθε στα χέρια μου από την αδελφή του και ξαδέλφη μου Φρίντα Πολίτη. Και οι δύο δεν βρίσκονται εν ζωή σήμερα. Ετσι αποφάσισα να δημοσιευτούν οι αναμνήσεις του Ι.Π. ώστε να μη χαθούν οι πολύτιμες αναφορές στα ήθη και στα έθιμα μιας περασμένης-ίσως όχι τόσο, εποχής της Ζάκυνθος.

ΑΡΗΣ ΚΑΡΡΕΡ

Η πόλι της Ζακύνθου

Η πόλι της Ζακύνθου είναι χτισμένη στο Ανατολικό παραθαλάσσιο μέρος του νησιού , αμφιθεατρικώς εν μέρει, επί των υπερκειμένων λόφων και κυρίως στις ρίζες του βενετσιάνικου κάστρου. Το μάκρος της πόλεως είναι πλέον των δύο χιλιομέτρων και σαν φόντο την πλαισιώνουν καταπράσινοι λόφοι. Με την χαραυγή, οι πρώτες αχτίνες του ήλιου, που σηκώνονται από τα βάθη της Πελοποννήσου, την χρυσώνουνε ολόκληρη.

Στο υψηλότερο σημείο της πόλης, προς το κάστρο, βρίσκεται ο Πύργος του Καμπαναρίου της Πικριδιώτισσας, σφραγίδα και συμπλήρωμα του γύρωθε ειδυλλιακού τοπίου. Η ρυμοτομία καθαρώς μεσαιωνική, έχει έντονο βενετσιάνικο χρώμα. Από τις κεντρικές αρτηρίες ξεκινάνε τα γραφικά καντούνια, στα οποία γράφτηκαν ιστορίες έρωτος και βεντέτας, και αντηχούσαν παθητικές ζακυνθινές σερενάδες.

Όλοι ανεξαιρέτως οι δρόμοι πλακόστρωτοι, η φημισμένη δε Πλατεία Ρούγα είχε μεριά κι άλλη κολώνες (στοές), εκεί δε ήτανε σχεδόν όλα τα μέγαρα της τότε αριστοκρατίας. Επίσης κολώνες είχε και ο παραλιακός δρόμος του Άμμου.Όταν θέλουμε να πούμε «εις το κέντρο της πόλεως» σαν να βρισκόμαστε σ’ ένα από τα άκρα αυτής λέμε: «τη μέσα μερία ή πλέον σύντομα «μέσαθε». Από το κέντρων δε για να πούμε «προς τα άκρα», μεταχειριζόμαστε την «όξω μερία» ή «όξωθε» και από τις συνοικίες προς την πλευρά του φρουρίου λέμε «τσ’ απάνω μερίες». Στη πόλη οι ονομασίες των δρόμων αν και είναι γραμμένες τσι καντουνάδες του σπιτιόνε, για τους πολλούς όμως είναι τελείως άγνωστες και αντίς αυτών μεταχειρίζονται τα ονόματα των συνοικιών που έχουν επιβληθεί με την πάροδο των χρόνων.

Οι κυριότερες συνοικίες που αρχίζουν από το ένα άκρο της πόλεως είναι: Του Εσταυρωμένου, τσι Αγίας Τριαδός, του Ρεπάρονε, του Μπάνκου, του Πλατύφορου, του Γεφυριού, των Μακελειόνε, του Ντεπόζιτου, τσι Παλιάς Βρύσης απ’ όπου ξεκινάει η σαρτζάδα (δρόμος πλακόστρωτος) για το Φρούριο, τσ’ Αγίας Αννας, του Αγραπιδάκη, του Κεραμιδάκη, του Αγίου Αγνάντιου (Ιγνάτιος), τσ’ Οβριακής (Γέτο), τσ’ Οδηγήτριας, τσ’ Ανάληψης, των Αγίων Σαράντα, του Αγίου Λουκός, Τσαχουχαρέϊκα, του Αγίου Παύλου, Καμίνια, του Αγίου Βασίλη, του Αγίου Λαζάρου, τ’ Αγιαννιού, το Καντούνι, τσι Φανερωμένης, του Πόντζου (στοά), τσι Κουτσουπίας, του Αμμου, του Αγίου Διονυσίου, τα Ταμπάκικα, του Μακρύου Καντουνιού (παλιότερα ονομαστό για τις ωραίες φάντρες του), του Αϊ Γιάννη του Γουζέλη, του Αγίου Ανδρεός, του Νιοχωριού, τσ’ Επισκοπιανής, Καμάρα, τ’ Αγίου Χαραλαμπίου, τ’ Αϊ Γιώργη του Πεντοκάμαρου, του Κήπονε και τσ’ Αγίας Βαρβάρας.

Το καμάρι της Ζάκυνθος, δείγμα πολιτισμού, αποτελούσε το μεγαλόπρεπο θέατρο που βρισκόταν επί της πλατείας Σολωμού, στο οποίο ακούστηκαν οι καλλίτεροι ιταλικοί μελοδραματικοί θίασοι.

Τα δύο μοναδικά σε χώρο και πολυτέλεια καζίνα του νησιού, αποτελούσαν το στολίδι του Ζάντε στα οποία γράφτηκε και η ιστορία του φημισμένου καρναβαλιού.

Οι Ζακυνθινοί κυρίως της πόλεως έχουνε στην ομιλία τους το ελαφρώς και ιδιάζον ερωτηματικό που είναι αδύνατο να το μιμηθεί ένας ξένος παρά τις προσπάθειες που καταβάλουν οι ηθοποιοί στα έργα του Ξενόπουλου. Η κουβέντα τους, ακόμα και η σοβαρή, διανθίζεται μ’ ένα λεπτό χιούμορ και είναι πάντα έτοιμοι για ένα αστείο ή ένα πείραγμα και γενικά ο χαρακτήρας τους είναι εύθυμος, γελαστοί και ιδίως φιλόμουσοι.
Εδώ η ποίηση και η σάτιρα ήτανε παράδοση με επί κεφαλής τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Φώσκολο και πάρα πολλούς άλλους αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους. Αλλά και στη μουσική δεν υστέρησε το νησί με πρώτο τον Παύλο Καρρέρ(ης) και μια πλειάδα άλλων αυτοδίδακτων αφανών μουσικών που άφησαν τα παθητικότερα τραγούδια για σερενάδες.

ΖΑΚΥΝΘΟΣ 1910-1940

Ανέκδοτα – Μάντσιες

Δεξιώσεις, Χριστούγεννα, Καρναβάλι, Σαρακοστή, Πάσχα, Βασιλικός (Κυνήγι)

1915-1940. Στη Ζάκυνθο την εποχή εκείνη, υπήρχε μια έντονη κοσμική κίνηση. Περισσότερα από 20 σπίτια κατά το διάστημα του χειμώνα, έδιναν επίσημους χορούς, τσάγια, χορευτικές συγκεντρώσεις, βεγγέρες για τζόγο κλπ. Από τα σπίτια αυτά τα πιο αξιόλογα ήτανε του Ρώμα, του γιατρού Ν. Μουζάκη, του Γαίτα-Μερκάτη, της Νανάς Δημ. Λούντζη, της Αιμιλίας Παπαλεονάρδου (το γένος Δαμίρη), του Αλεξάνδρου Αναστ. Λούντζη, του Ερμάνου Αναστ. Λούντζη, του Αντωνίου Κομούτου, του Τζώρτζη Λ. Καρρέρ, του Φιλίππου Λ. Καρρέρ, του Διονυσίου Αντ. Μακρή, του Σπυρ. Συγούρου-Δεσύλα, του Αναστ.Κόκλα, του Ιρη Γιαννακού, του Κωνσταντίνου Τυρογαλά, του Κέκου Δημάκου, του Κων. Πολίτη, του Ευσταθίου Σπ. Αυγουστίνου, του Νικολάου Καιροφύλακος, του Ιωάννου Στρούτζα, συμβολαιογράφου κλπ.

Στις συγκεντρώσεις αυτές επικρατούσε εγκαρδιότητα και συγκρατημένη ευθυμία, όπου όμως πλεόναζε η νεολαία, η ευθυμία γενικευότανε με έντονο πάντοτε επτανησιακό χαραχτήρα. Στους επίσημους χορούς ζήλευε την πλήρη οργάνωση που ήτανε αποτέλεσμα μιας μακραίωνης οικογενειακής παραδόσεως. Δεν είχανε τίποτα το εξεζητημένο ή το νεοπλουτιστικό, σ’ αυτούς κυριαρχούσε η απλότητα και η αρχοντιά.

Το θέαμα δε που παρουσίαζαν οι χοροί αυτοί, ιδίως σε μερικά προνομιούχα σπίτια όπως των Ρώμα, Λούντζη, Γαίτα-Μερκάτη, Καρρέρ, και Καιροφύλακος (Ιονικής Τραπέζης), ήτανε αυτόχρημα φαντασμαγορικό με τις ωραιότατες βραδινές τουαλέτες και τα θαυμάσια παλιά κοσμήματα που φορούσαν αι κυρίες και αι δεσποινίδες καλλονές αι περισσότερες και τα φράκα και τα σμόκιν των ανδρών.

Τα σαλόνια, με την κομψή παλιά επίπλωσή τους καλλιτεχνικούς πολυελαίους, τους ζωγραφικούς πίνακες με προσωπογραφίες προγόνων κατά κανόνα – και με τους μεγάλους βενετσιάνικους καθρέφτες, παρουσίαζαν μία εικόνα περασμένων εποχών. Κυριαρχούσαν παντού το ασήμι, τα κρύσταλλα και τα παλιά Βενετσιάνικα ή Εγγλέζικα σερβίτσια, δείγμα της παρελθούσης οικονομικής ευημερίας και οικογενειακής παραδόσεως.

Η «Καντρίλια» ήτανε το αποκορύφωμα τσή βραδιάς κατά την οποία τα ζευγάρια συναγωνίζοντο σε ομορφιά, σε χάρη και σε ευθυμία. Οι περισσότεροι από τους άνδρες διηύθυναν το χορό, δύο όμως ήτανε οι πιο περιζήτητοι, ο Νικ. Καιροφύλαξ και ο Αντ. Κομούτος (ονομαστή η δεξιοτεχνία τους και το εξαιρετικό τους μπρίο). Η «Καντρίλια» τελείωνε κατά τα μεσάνυχτα και αμέσως ανοιγότανε η τραπεζαρία, όπου τους προσκεκλημένους περίμενε ένα πλουσιότατο μπουφέ, με ό,τι ωραίο, ό,τι εκλεκτό προσέφερε ο τόπος και η δεξιοτεχνία της οικοδέσποινας.