Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΗΠΑ: Σε “σημείο βρασμού” οι πολύ μεγάλες αντιθέσεις στη “μητρόπολη του καπιταλισμού”

«Τελικά, η αμερικανική πολιτική θα σημαδευτεί πιθανότατα από αυξημένη πολιτική βία (…) Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες πιθανώς δεν οδεύουν προς έναν δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, θα μπορούσαν κάλλιστα να βιώσουν μια αύξηση δολοφονιών, βομβιστικών επιθέσεων και άλλων τρομοκρατικών επιθέσεων, ένοπλων εξεγέρσεων, επιθέσεων του όχλου και βίαιων αντιπαραθέσεων στους δρόμους οι οποίες συχνά γίνονται ανεκτές ή και υποκινούνται από πολιτικούς».

Τα λόγια αυτά δεν γράφτηκαν σε κάποιο «συνωμοσιολογικό» μπλογκ στο διαδίκτυο, αλλά σε μία από τις ναυαρχίδες του αστικού Τύπου στις ΗΠΑ, το περιοδικό «Foreign Affairs»1, δυόμισι ολόκληρα χρόνια πριν από την απόπειρα δολοφονίας του υποψήφιου Προέδρου των ΗΠΑ, Ντ. Τραμπ, το περασμένο Σάββατο στην Πενσιλβάνια.

Εναν χρόνο μετά, τον Γενάρη του 2023, το ίδιο περιοδικό έγραφε2 ότι «μόνο ένας ακομμάτιστος στρατός μπορεί να προστατέψει την αμερικανική δημοκρατία», ενώ δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που μετά την απόπειρα του περασμένου Σαββάτου ισχυρίστηκαν πως «το πρώτο πράγμα» που σκέφτηκαν «είναι ότι ουσιαστικά βρισκόμασταν μια ίντσα πριν από έναν πιθανό εμφύλιο πόλεμο»3.

Τα παραπάνω αποτυπώνουν το «σημείο βρασμού» στο οποίο βρίσκεται η όξυνση των αντιθέσεων στον σημερινό καπιταλιστικό κόσμο και στην ίδια τη «μητρόπολή» του, τις ΗΠΑ, εκεί όπου έχουν φτάσει να «μιλάνε» τα όπλα.

Η απόπειρα άλλωστε δεν ήταν παρά ένας ακόμα κρίκος σε όσα μέχρι πρόσφατα φάνταζαν «αδιανόητα» να συμβούν στις ΗΠΑ, όπως οι – εις διπλούν – καταγγελίες για αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος, η «απόπειρα πραξικοπήματος» του 2021 με εισβολή χιλιάδων στο Καπιτώλιο και η μετέπειτα παραπομπή σε δίκη του Τραμπ. Μάλιστα ο πρώην Πρόεδρος και εκ νέου υποψήφιος δεν δικάστηκε, σε μία τουλάχιστον αμφιλεγόμενη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, την πλειοψηφία του οποίου είχε διορίσει ο ίδιος ο Τραμπ.

Οι αντιθέσεις είναι φανερό ότι είναι πολύ βαθιές, ότι έχουν τη δική τους δυναμική και φυσικά δεν λύνονται ούτε με κορόνες για «επί Γης ειρήνη» ανάμεσα στα αστικά στρατόπεδα που συγκρούονται, ούτε με τις – πολλαπλά διαψευσμένες – προφητείες των εδώ Ευρωατλαντικών περί των αστικών «θεσμών» που στις ΗΠΑ «είναι πολύ γεροί και αντέχουν κάθε πλήγμα». Ορισμένες από αυτές καταγράφουμε παρακάτω.

Τα βουβάλια…

Βασικό στοιχείο που δίνει τον τόνο στις αντιθέσεις και στο εσωτερικό των ΗΠΑ δεν είναι άλλο από τη μάχη για την πρωτοκαθεδρία στο ιμπεριαλιστικό σύστημα ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Κίνα, και βέβαια συνολικά για το πώς θα πρέπει να δοθεί η αντιπαράθεση με το υπό διαμόρφωση ευρασιατικό στρατόπεδο.

Από αυτήν την άποψη είναι χαρακτηριστική και η επιλογή του υποψήφιου αντιπροέδρου που ανακοίνωσε ο Τραμπ μέσα στη βδομάδα, Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς, αφού θεωρείται «ένας από τους πολλούς λεγόμενους “Πρώτα η Ασία” (“Asia First”) Ρεπουμπλικάνους πολιτικούς, δηλαδή αυτούς που θέλουν να περιορίσουν την προσοχή των ΗΠΑ στην Ευρώπη και να αναπροσανατολίσουν τους πόρους της χώρας στην αντιμετώπιση της ανόδου της Κίνας». Ο ίδιος έχει αποκτήσει στο Κογκρέσο τη φήμη ενός από τους πιο σφοδρούς αντιπάλους της συνέχισης της αμερικανικής βοήθειας προς την Ουκρανία, καλώντας τους Ευρωπαίους «να εντείνουν τις δικές τους στρατιωτικές συνεισφορές στο Κίεβο»4.

Οπως έγραφε ένας αναλυτής στο «Newsweek» τον περασμένο Μάρτη, δίνοντας το στίγμα της γραμμής αυτής και απαντώντας στα περί «εξωτερικής πολιτικής απομονωτισμού», «οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε ένα σταυροδρόμι, αντιμετωπίζοντας την αναμφισβήτητη μείωση της σχετικής παγκόσμιας ισχύος τους σε συνδυασμό με την αυξανόμενη πολλαπλότητα των απειλών από τους σχεδόν ομότιμους ανταγωνιστές τους. Η επανεμφάνιση της άποψης “Πρώτα η Ασία” (…) αντανακλά την αναπόφευκτη πραγματικότητα ότι οι επεκτατικές δεσμεύσεις της Ουάσιγκτον θα ξεπεράσουν τελικά τους πεπερασμένους πόρους της και ότι θα πρέπει να κατευθύνει αυτούς τους πόρους προς την περιοχή που προορίζεται να καθορίσει τον ρόλο της Αμερικής στον 21ο αιώνα: Τον Ινδο-Ειρηνικό».

Εξηγούσε δε ότι «από οικονομικής άποψης οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά να αντιμετωπίζουν την Ευρώπη και τον Ινδο-Ειρηνικό ως ένα ενιαίο γεωπολιτικό θέατρο. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι Ηνωμένες Πολιτείες διέθεταν σημαντική οικονομική ισχύ, συνεισφέροντας το 27% του παγκόσμιου ΑΕΠ ενώ η Σοβιετική Ενωση και η Κίνα αντιπροσώπευαν συνολικά το 14%. Εκτοτε το παγκόσμιο τοπίο έχει υποστεί βαθιά μεταμόρφωση. Μέχρι το 2020 οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσώπευαν το 16% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ η Κίνα και η Ρωσία εκτινάχθηκαν στο 22%. Αυτή η μείωση του μεριδίου της Αμερικής στο παγκόσμιο ΑΕΠ αντικατοπτρίζει τη μειούμενη στρατιωτική κυριαρχία της. (…) Η βαθιά αυτή αλλαγή στην οικονομική και στρατιωτική δυναμική υπογραμμίζει την επιτακτική ανάγκη επαναξιολόγησης των στρατηγικών προτεραιοτήτων της Αμερικής. (…) Εδώ έγκειται η κρίσιμη διάκριση: Η ιεράρχηση προτεραιοτήτων δεν είναι απομονωτισμός. Είναι μια στρατηγική αναγκαιότητα».

«Στρατηγική αναγκαιότητα» που βέβαια καμία σχέση δεν έχει ούτε με «ειρηνική διευθέτηση» των ανταγωνισμών – το πρόγραμμα των Ρεπουμπλικάνων εξάλλου προβλέπει παραπέρα εκτόξευση των στρατιωτικών δαπανών – ενώ αναγνωρίζεται και από τους ίδιους τους Δημοκρατικούς (όπως άλλωστε δείχνουν η ενίσχυση της Ταϊβάν, οι στρατηγικές συνεργασίες για το «ασιατικό ΝΑΤΟ» στην περιοχή, που ξεκίνησαν επί θητείας Ομπάμα, κ.ο.κ.), οι οποίοι προκρίνουν μια πιο «ενιαία» αντιμετώπιση του ευρασιατικού στρατοπέδου.

Η γραμμή αυτή, «Πρώτα η Ασία», προφανώς έχει να κάνει και με τις αντιθέσεις στο ίδιο το ευρωατλαντικό στρατόπεδο, όπως ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην ΕΕ, στις Γερμανία και Γαλλία. Οι τελευταίες έχουν επενδύσει πολλά στην Ουκρανία και στην κατοχύρωση των δικών τους μονοπωλίων στα εδάφη της, όπως και στο παραπέρα αδυνάτισμα της ανταγωνίστριας καπιταλιστικής δύναμης στην Ευρώπη, της Ρωσίας. Ομως την ίδια ώρα εξακολουθούν να παζαρεύουν με την Κίνα, που δεν την βλέπουν ως «υπαρξιακή απειλή», όπως οι ΗΠΑ.

Οι αντιθέσεις λοιπόν αφορούν και τη σχέση αυτή στο εσωτερικό του ευρωατλαντικού στρατοπέδου, όπως και – από την ανάποδη – την προσπάθεια να αδυνατίσουν οι συμμαχίες της Κίνας με τη Ρωσία και άλλες δυνάμεις, ως βασική προϋπόθεση για την ανάσχεσή της.

Τα αρπακτικά…

Δεύτερο σημείο αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό των ΗΠΑ αποτελούν οι προτεραιότητες για το πού θα βρουν κερδοφόρες διεξόδους τα τεράστια συσσωρευμένα κεφάλαια.

Ενδεικτικές είναι οι «δραματικές» εικόνες που περιέγραφαν μετά το πρόσφατο ντιμπέιτ οι «New York Times»5, με τους «μεγα-χορηγούς» του Μπάιντεν, εκπροσώπους επενδυτικών ταμείων της Silicon Valley, όπως οι Ron Conway (με επενδύσεις σε πάνω από 650 εταιρείες, π.χ. «Airbnb», «Digg», «Facebook», «Google», «Reddit» κ.ο.κ.) και Laurene Powell Jobs (χήρα του ιδρυτή της «Apple»), να ανταλλάσσουν πανικόβλητοι τηλέφωνα, μηνύματα και e-mail, διερωτώμενοι «τι θα κάνουμε με τον Μπάιντεν» και πώς θα ενεργοποιήσουν τις ρήτρες των χορηγιών τους για να αποσυρθεί από την κούρσα, κάτι που φαίνεται όλο και πιο πιθανό να συμβεί, ακόμα και μέσα στο Σαββατοκύριακο.

Προφανώς δεν σοκαρίστηκαν τόσο από την πνευματική διαύγεια του Αμερικανού Προέδρου, όσο από την προοπτική να παγώσουν τα τεράστια πακέτα επιδοτήσεων και «πράσινων έργων» άνω του 1 τρισ. δολαρίων που «τρέχει» η προεδρία Μπάιντεν6, από μια νέα προεδρία Τραμπ, που σύμφωνα με όσα ο ίδιος δηλώνει θα δώσει προτεραιότητα σε ανταγωνιστικά συμφέροντα, όπως αυτά των ορυκτών καυσίμων, με προμετωπίδα την «ενεργειακή επάρκεια» και τη «μείωση του πληθωρισμού».

Διακηρύξεις που μαζί με τις δεσμεύσεις του Τραμπ περί χαμηλότερων φορολογικών συντελεστών για τις μεγάλες επιχειρήσεις και παράτασης των φορολογικών περικοπών που νομοθέτησε η πρώτη κυβέρνησή του, το 2017, τις ακούνε με «αγαλλίαση» άλλοι επιχειρηματικοί όμιλοι, βασικοί χρηματοδότες του Τραμπ: Η «ExxonMobil», οι βιομηχανίες «Koch» (με επενδύσεις στην πετρελαιοβιομηχανία, στη χημική βιομηχανία, στα ορυκτά κ.λπ.), όμιλοι του Real Estate, όπως του Stephen Alan Wynn, κ.ο.κ.

Και, προφανώς, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ανάμεσα σε αυτούς που έσπευσαν μέσα στη βδομάδα να ανακοινώσουν αυξημένες συνεισφορές στην προεκλογική καμπάνια του Τραμπ είναι ο Ιλον Μασκ, ούτε το ότι – όπως κατέγραφε πρόσφατα το «Foreign Affairs» – «αν και το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ αρχικά δεσμεύτηκε να αντιταχθεί στους Ρεπουμπλικάνους, που αρνούνταν τη νομιμότητα των εκλογών του 2020, αργότερα άλλαξε πορεία (…) μαζί με μεγάλες εταιρείες, όπως η “Boeing”, η “Pfizer”, η “General Motors”, η “Ford Motor”, η AT&T και η “United Parcel Service”, χρηματοδοτεί πλέον νομοθέτες που ψήφισαν υπέρ της ανατροπής των εκλογών».

Σημειωτέον, η το παραδοσιακά «φιλορεπουμπλικάνικο» Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ είχε επικριθεί τα προηγούμενα χρόνια από τους Ρεπουμπλικάνους για τη συγκατάθεσή του στο ύψους 1,9 τρισ. δολαρίων πακέτο του Μπάιντεν με στόχο την ανάκαμψη από την κρίση του κορονοϊού, αλλά και επειδή επί Τραμπ «απέκρουσε τα προστατευτικά ένστικτα του Προέδρου και τον κατατρεγμό των εταιρειών τεχνολογίας (…) ενώθηκε επίσης με την Εθνική Ενωση Κατασκευαστών και άλλες εμπορικές ομάδες για να μηνύσει την κυβέρνηση Τραμπ σχετικά με τα εκτελεστικά διατάγματα για τη μετανάστευση, και κατακεραύνωσε τις κινήσεις του Τραμπ σχετικά με την τιμολόγηση των φαρμάκων»7.

Οπως δείχνουν και οι τελευταίες αναφορές, μια σειρά πολιτικές που επιδρούν στην καπιταλιστική οικονομία των ΗΠΑ και στην πορεία της βρίσκονται στο επίκεντρο των σφοδρών αντιπαραθέσεων οι οποίες διαπερνούν «οριζοντίως και καθέτως» και τα δύο βασικά αστικά στρατόπεδα, πολλαπλασιάζοντας τις αντιθέσεις και στο εσωτερικό τους.

Ενα από τα πιο εμβληματικά τέτοια σημεία είναι το ζήτημα των δασμών, συνολικά της οικονομικής πολιτικής απέναντι στην Κίνα.

Και μπορεί τόσο οι πρόσφατες αποφάσεις του Μπάιντεν για αύξηση δασμών ακόμα και κατά 100% σε κινεζικά προϊόντα, όπως ηλεκτρικά οχήματα, μπαταρίες λιθίου κ.λπ., όσο και οι νέες διακηρύξεις του Τραμπ ότι «εξετάζει την επιβολή δασμών άνω του 10% σε όλες τις εισαγωγές και ίσως ακόμα και δασμών 100% σε ορισμένα κινεζικά προϊόντα», με το σκεπτικό ότι «οι δασμοί θα απελευθερώσουν την αμερικανική οικονομία από το έλεος της ξένης παραγωγής και θα ωθήσουν σε μια βιομηχανική αναγέννηση στις ΗΠΑ»8, να δείχνουν ως μονόδρομο την ένταση του «εμπορικού πολέμου» με την Κίνα, ωστόσο κάθε άλλο παρά λήξαν μπορεί να θεωρηθεί και αυτό το ζήτημα.

Χαρακτηριστικό είναι ότι στο περιβόητο «Project 2025», το κείμενο 900 σελίδων του «Heritage Foundation» (συσπειρώνει πάνω από 100 αντιδραστικές οργανώσεις των ΗΠΑ), που λίγο – πολύ θεωρείται το πρόγραμμα της επόμενης διακυβέρνησης του Τραμπ, καταγράφεται διχογνωμία9 σε σχέση με το ζήτημα αυτό: Πολλοί θεωρούν πως οι δασμοί δεν είχαν τα αποτελέσματα που αναμένονταν, ενώ «ο προστατευτισμός και παρόμοιες προοδευτικές πολιτικές τείνουν να αποδυναμώνουν την αμερικανική ασφάλεια», και υποστηρίζουν ότι «αν η Κίνα δεν ήταν τόσο εξαρτημένη από το εμπόριο με τις ΗΠΑ, θα ήταν πολύ πιο ασταθής και επικίνδυνη». Αντίθετα άλλοι αναφέρουν πως η «οικονομική επιθετικότητα» της Κίνας και η εξωχώρια μεταφορά βιομηχανικής δραστηριότητας από τις ΗΠΑ «εγείρουν το φάσμα μιας μεταποιητικής και αμυντικής βιομηχανικής βάσης που σε αντίθεση με την εμπειρία μας στον Α’ και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν θα είναι σε θέση να παρέχει τα όπλα και τα υλικά που θα χρειαστούν σε περίπτωση που η Αμερική εισέλθει σε έναν ακόμα μεγάλο, παγκόσμιο πόλεμο».

…και το σημείο συμφωνίας

Με τα διακυβεύματα να είναι τόσο μεγάλα, δεν είναι τυχαίο ότι οι «τεκτονικές πλάκες» μετατοπίζονται σε όλα τα μήκη και πλάτη και των αστικών θεσμών και του αστικού πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ.

Βασική πλευρά της συζήτησης είναι εξάλλου κατά πόσο η αντιπαράθεση έχει φτάσει να «διαβρώσει» τους μηχανισμούς του αστικού κράτους, με αναλύσεις όπως ότι «οι κεντρικοί θεσμοί της αμερικανικής δημοκρατίας δέχονται επίθεση, καθώς οι βαθύτερες διαιρέσεις και οι δηλητηριώδεις πολιτικές παραλύουν την Ουάσιγκτον και “ξηλώνουν τις ραφές” της κοινωνίας. Ο αμερικανικός στρατός δεν είναι απρόσβλητος από αυτήν την απειλή. Η αμερόληπτη ηθική των Ενόπλων Δυνάμεων κινδυνεύει σήμερα περισσότερο από όσο έχει κινδυνεύσει στη διάρκεια της ζωής μας, και η διατήρησή της είναι απαραίτητη για την επιβίωση της αμερικανικής δημοκρατίας»10.

Χαρακτηριστικό, με την επιχειρηματολογία περί «βαθέος κράτους» των Δημοκρατικών, είναι και ότι το προαναφερθέν «Project 2025» βάζει πάνω – πάνω στη λίστα τα όσα πρέπει να κάνει η διακυβέρνηση του Τραμπ ώστε «να ελέγξει την ομοσπονδιακή γραφειοκρατία» αλλά και «να αποδομήσει το συγκεντρωτικό διοικητικό κράτος».

Η διαπάλη αυτή, μάλιστα, ντύνεται και με τον ιδεολογικό μανδύα της υποτιθέμενης μάχης ανάμεσα σε όσους αντιμάχονται τη λεγόμενη «woke ατζέντα», του «ατομικού δικαιωματισμού», από σκοταδιστικές θέσεις, με το επιχείρημα ότι αυτός «διαβρώνει το κράτος αλλά και τη μαχητικότητα του στρατεύματος», και σε εκείνους που προωθούν την αντιδραστική αυτή «δικαιωματίστικη» ατζέντα με την ταμπέλα του «προοδευτισμού».

Το υποτιθέμενο αυτό δίπολο (στην πραγματικότητα συγκοινωνούντα δοχεία) και η προμετωπίδα του δεν αξιοποιούνται μόνο στην αντιπαράθεση με τα αντίπαλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, π.χ. την Κίνα και τη Ρωσία, που αξιοποιούν τα δικά τους αντιδραστικά ιδεολογήματα «από την ανάποδη», αλλά και για τη στοίχιση εργατικών – λαϊκών στρωμάτων στους στόχους των διαφόρων μερίδων της αστικής τάξης, σε συνθήκες που η κοινωνική δυσαρέσκεια οξύνεται, όπως δείχνουν οι μεγάλες κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων (από εκείνες μετά τη δολοφονία του Τζ. Φλόιντ μέχρι την πάλη για Συλλογικές Συμβάσεις και ενάντια στις συνέπειες από την κρίση του κορονοϊού, αλλά και το πρόσφατο κύμα καταλήψεων στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, ενάντια στη στήριξη του κράτους – δολοφόνου Ισραήλ).

Άλλωστε, το «μαστίγιο» και το «καρότο» απέναντι στα εκατομμύρια των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων αποτελούν τη βασική «σταθερά» όπου συναντιούνται όλες οι μερίδες του αστικού πολιτικού συστήματος και στις ΗΠΑ.

Παραπομπές:

Τ. Γαλ.
το άρθρο αναδημοσιεύεται από τον «Ριζοσπάστη
του Σαββατοκύριακου»

ΗΠΑ: Παραίτηση Μπάιντεν _όλες οι εξελίξεις

Ακολουθήστε το Ατέχνως σε
Google News, Facebook και Twitter

Ατέχνως Καλές Διακοπές