Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Η απελευθέρωση» του Γιάννη Ρίτσου

Απελευθέρωση της Αθήνας: Σαν σήμερα 12 Οκτωβρίου η Αθήνα απελευθερώνεται από τους Γερμανούς. Το απόσπασμα από τις «Γειτονιές του κόσμου»του Γιάννη Ρίτσου και η έγχρωμη ξυλογραφία του Τάσσου  «Η απελευθέρωση της Αθήνας» (1945)

***

Η απελευθέρωση

Ετούτος ο άνεμος δε θέλει να σωπάσει –

σφυράει, σφυράει, σφυράει

σφυράει στ’ αυτί των σκοτωμένων: ζήτω,

κ’ οι σκοτωμένοι ανοίγουνε τα μάτια τους –

σφυράει, σφυράει, σφυράει

περνάει κάτω από τα σκελια των κρεμασμένων,

ξυπνάει τους κρεμασμένους,

κ’ οι κρεμασμένοι καβαλάν τον άνεμο,

τρέχουν για την αθανασία,

σέρνοντας πίσω το κομμένο σκοινί τους.

 

Έτσι έφυγε κι ο Πέτρος σε μια δύση ολόχρυση,

έτσι έφυγε κι ο Φούτσικ κι ο Περί κ’ η Ζόγια,

βγάζοντας από τις τσέπες τους χιλιάδες προκηρύξεις,

και τούτος ο άνεμος στριφογυρίζωντας τις προκηρύξεις

πάνω από τις στέγες της πολιτείας,

πάνω από τα καράβια,

πάνω απ’ τα κράνη των ναζήδων,

μπρος στα καμένα παράθυρα,

μες στις πλατείες των μαχαλάδων

μες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης,

καρφόνωντας ο άνεμος τις προκηρύξεις στα συρματοπλέγματα,

ανεβάζοντας ο άνεμος τις προκηρύξεις

ως το κελί του Λαμπρινού και του Θέμου Κορνάρου

κ’ οι άνθρωποι κηνυγώντας τις προκηρύξεις, πιάνοντας τις προκηρύξεις στον αέρα,

κ’ οιπροκηρύξεις πέφτοντας βροχή στους δρόμους,

πηδώντας από πόρτα σε πόρτα,

ραμφίζοντας σα μεγάλα πουλιά τα τζάμια των παράθυρων,

κ’ οι άνθρωποι μες στους δρόμους διαβάζοντας φωναχτά τις προκηρύξεις,

σκουντουφλώντας πάνω στις λόγχες και φωνάζοντας ζήτω,

σκουντουφλώντας πάνω στα τανκς και φωνάζοντας ζήτω,

ζήτω, ζήτω, ζήτω,

λευτεριά ή θάνατος, λευτεριά ή θάνατος – ο κόσμος

μες στ’ ανοιχτά αυτοκίνητα φωνάζοντας

λευτεριά ή θάνατος, λευτεριά ή θάνατος

οι άνθρωποι που πολέμησαν και πέφταν,

που πέφταν και χαμογελούσαν,

που φιλιόνταν με τον κόσμο και χαμογελούσαν,

που βγάζαν με τα δάχτυλά τους από τον κόρφο τους το σφηνωμένο βόλι

κ’ έρχονταν πάλι ανάμεσά μας και πολεμούσαν

και πολεμούσαν και χαμογελούσαν.

***

Ήταν όμορφες κείνες οιμέρες. Δεν προφτάσαμε να τις χαρούμε

Βούιζε η πολιτεία, βούιζε ο κόσμος

Βούιζε η καρδιά του ανθρωπου

Σαν ένα ζήτω ανάμεσα σε χιλιάδες σημαίες

λευτεριά ή θάνατος, λευτεριά ή θάνατος – Λευτεριά,

βούιζε ολάκερη η Ελλάδα κάτω από τις σημαίες του ήλιου

γεια και χαρά λε, μωρέ, Λε, γεια και χαρά σου Λευτεριά