Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δόμνα Σαμίου: Ακούραστη σκαπανέας της παράδοσης

Ακού­ρα­στη σκα­πα­νέ­ας της παρα­δο­σια­κής μου­σι­κής, ερμη­νεύ­τρια κατα­ξιω­μέ­νη, η Δόμνα Σαμί­ου , με γνώ­ση, αγά­πη, μερά­κι και αξιο­ζή­λευ­τη δύνα­μη, αφιέ­ρω­σε τη ζωή της για να δια­σώ­ζει ακρι­βά ακού­σμα­τα του τόπου μας και να μας κάνει κοι­νω­νούς της αλή­θειας και της ομορ­φιάς τους. Το όνο­μά της ταυ­τί­στη­κε με τη μου­σι­κή μας παρά­δο­ση, που σε πεί­σμα των και­ρών αντι­στέ­κε­ται, γοη­τεύ­ει, συγκινεί…

Γεν­νη­μέ­νη (12/10/1928) στην Και­σα­ρια­νή από μικρα­σιά­τες πρό­σφυ­γες, έζη­σε δύσκο­λα παι­δι­κά χρό­νια αλλά και την αλλη­λεγ­γύη της προ­σφυ­γιάς. Μικρό παι­δί βγή­κε στη βιο­πά­λη. Δεκα­τριών χρό­νων άρχι­σε μαθή­μα­τα στο Σύλ­λο­γο προς Διά­δο­σιν της Εθνι­κής Μου­σι­κής του Σίμω­να Καρ­ρά. Το 1954 προ­σλαμ­βά­νε­ται στο Εθνι­κό Ιδρυ­μα Ραδιο­φω­νί­ας (Τμή­μα Εθνι­κής Μου­σι­κής) και γνω­ρί­ζει τους σημα­ντι­κό­τε­ρους παρα­δο­σια­κούς μου­σι­κούς από διά­φο­ρες περιο­χές της Ελλά­δας. Ηχο­γρα­φεί, εξοι­κειώ­νε­ται με όλα τα τοπι­κά μου­σι­κά ιδιώ­μα­τα, επι­με­λεί­ται εκδό­σεις δίσκων, θεα­τρι­κές εκπο­μπές, κινη­μα­το­γρα­φι­κές ταινίες.

Από το 1963 ταξι­δεύ­ει στην επαρ­χία για επι­τό­πιες κατα­γρα­φές και συγκέ­ντρω­ση μου­σι­κού υλι­κού για το αρχείο της. Το 1971 παραι­τεί­ται από τη Ραδιο­φω­νία, λόγω παρεμ­βά­σε­ων στη δου­λειά της. Με πρό­σκλη­ση του Διο­νύ­ση Σαβ­βό­που­λου, πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται στο «Ροντέο». Το 1976–77 με σκη­νο­θέ­τες τους Φώτο Λαμπρι­νό και Ανδρέα Θωμό­που­λο γυρί­ζει στην επαρ­χία είκο­σι επει­σό­δια της εκπο­μπής της ΕΡΤ «Μου­σι­κό οδοι­πο­ρι­κό». Το 1981 ιδρύ­ε­ται ο Καλ­λι­τε­χνι­κός Σύλ­λο­γος Δημο­τι­κής Μου­σι­κής — Δόμνα Σαμί­ου , για τη διά­σω­ση και προ­βο­λή της παρα­δο­σια­κής μου­σι­κής και έκδο­ση δίσκων, μακράν των εμπο­ρι­κών εται­ρειών. Συνερ­γά­ζε­ται με κατα­ξιω­μέ­νους Ελλη­νες και ξένους μου­σι­κούς, μου­σι­κο­λό­γους, λαο­γρά­φους, εθνο­μου­σι­κο­λό­γους. Διδά­σκει και ανα­δει­κνύ­ει πρω­τό­βγαλ­τους νέους καλ­λι­τέ­χνες. Πάμπολ­λες ήταν οι πρω­το­βου­λί­ες και ανι­διο­τε­λής η προ­σφο­ρά της για τη μου­σι­κή εκπαί­δευ­ση των παι­διών στην πρω­το­βάθ­μια εκπαί­δευ­ση. Τιμή­θη­κε με πολ­λές δια­κρί­σεις και με μετάλ­λιο από τον Πρό­ε­δρο της Δημο­κρα­τί­ας (2005). «Στό­χος μου, πάντα, είναι να σώσω και δια­δώ­σω τα τρα­γού­δια της λαϊ­κής μας παρά­δο­σης, έλε­γε. «Οσο για το κρά­τος; Είδες ποτέ να κάνει κάτι γι’ αυτό;».

Η μεγά­λη κυρία του δημο­τι­κού μας τρα­γου­διού, νικη­μέ­νη από τον καρ­κί­νο πέθα­νε 10/3/2012, στα 84 χρό­νια της .

Ενα μαγνητόφωνο και πολύ μεράκι

Η Δόμνα Σαμί­ου ήταν βέρα Μικρα­σιά­τισ­σα, προ­σφυ­γο­πού­λα. Είχε τρα­γου­δή­σει όμως τη χαρά σαν Στε­ρε­ο­ελ­λα­δί­τισ­σα, τον καη­μό σαν Ηπει­ρώ­τισ­σα, τη λεβε­ντιά σαν Κρη­τι­κιά, τη θάλασ­σα σαν νησιώ­τισ­σα. Η φωνή της επί δεκα­ε­τί­ες ταξί­δευε από τον Πόντο στην Κύπρο και από εκεί σε κάθε γωνιά της Ελλά­δας για να συνα­ντή­σει μελω­δί­ες και στί­χους, για να προ­σφέ­ρει αυθε­ντι­κά ακού­σμα­τα της μου­σι­κής μας παρά­δο­σης. Τρα­γού­δια — καθρέ­φτες της ζωής και της ψυχής του λαού μας, δημιουρ­γί­ες δια­χρο­νι­κές που φέρουν τη σφρα­γί­δα κάθε περιο­χής, την ιδιο­μορ­φία της γλώσ­σας και των ρυθ­μών της, τα ιδιαί­τε­ρα ήθη και έθι­μά της.

Με όπλα της ένα μαγνη­τό­φω­νο και πολύ μερά­κι, από τη δεκα­ε­τία του ’60 «όργω­σε» την Ελλά­δα για να συλ­λέ­ξει πολύ­τι­μο υλι­κό. Να συνα­ντή­σει και να διδα­χτεί από ηλι­κιω­μέ­νους ανθρώ­πους, της γης και της θάλασ­σας, τρα­γού­δια αυθε­ντι­κά, μαρ­τυ­ρί­ες της κάθε περιο­χής. Και όταν ερχό­ταν η σει­ρά της ίδιας πλέ­ον να το παρου­σιά­σει σε πλα­τύ­τε­ρο κοι­νό, εκεί­νο που την απα­σχο­λού­σε ήταν «να προ­σπα­θώ να το απο­δώ­σω όσο πιο πιστά, από όποιο μέρος της Ελλά­δας κι αν είναι».

Η πολύ­χρο­νη προ­σπά­θεια, έρευ­να και εμπει­ρία της της έδι­ναν τη δυνα­τό­τη­τα να μπαί­νει στο πετσί τρα­γου­διών από δια­φο­ρε­τι­κές περιο­χές, να μιμεί­ται το ύφος τους. Εκα­το­ντά­δες τα τρα­γού­δια που είχε ερμη­νεύ­σει. Υπερ­πολ­λα­πλά­σιο, τερά­στιο ήταν το υλι­κό που είχε συλ­λέ­ξει η ίδια από κάθε γωνιά της Ελλά­δας. Τόσο που το πέρα­σμα του χρό­νου την έκα­νε να τρο­μά­ζει και να εξο­μο­λο­γεί­ται: «Και μια ζωή να είχα ακό­μη και πάλι δεν θα μου έφτα­νε για να τρα­γου­δή­σω το υλι­κό που έχω συλ­λέ­ξει. Εκεί­νο που θέλω είναι ν’ αφή­σω πίσω μου όσο το δυνα­τόν περισ­σό­τε­ρο κατα­γραμ­μέ­νο σε δίσκους».

 

Πηγή: Ριζο­σπά­στης

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο