Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Με τις ευχές του Jacques Brel ‑Avec les voeux de Jacques Brel

Με ξεδι­πλω­μέ­νη την τρα­γι­κή εικό­να της «κανο­νι­κό­τη­τας» του κεφα­λαί­ου και της καπι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης και 43 χρό­νια από τότε που η Χαρού­λα (σε μου­σι­κή Αντώ­νη Βαρ­δή) έχτι­ζε ένα όνει­ρο τη μέρα | τώρα η στρά­τα δεν πάει παρα­πέ­ρα και τρα­γού­δα­γε «φεύ­γω, τώρα φεύ­γω» …  πάντα επί­και­ρος ο Ζακ Μπρελ (Jacques <Romain Georges> Brel. Ο Βέλ­γος τρα­γου­δι­στής και τρα­γου­δο­ποιός, από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους εκπρο­σώ­πους του μετα­πο­λε­μι­κού σαν­σόν γεν­νή­θη­κε σαν σήμε­ρα το 1929

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Πέτυ­χα τυχαία κάποιους από τους «όρκους» του si ça vous chante Jacques Brel _ L’aventure commence à l’aurore _ Η περι­πέ­τεια ξεκι­νά τα ξημε­ρώ­μα­τα, εκδό­σεις εκδό­σεις l’Archipel

Για γαλ­λο­μα­θείς

  • «…
    Je vous souhaite des rêves à n’en plus finir et l’envie furieuse d’en réaliser quelques uns.
  • Je vous souhaite d’aimer ce qu’il faut aimer et d’oublier ce qu’il faut oublier.
  • Je vous souhaite des passions, je vous souhaite des silences,
  • Je vous souhaite des chants d’oiseaux au réveil et des rires d’enfants.
  • Je vous souhaite de respecter les différences des autres, parce que le mérite et la valeur de chacun sont souvent à découvrir.
  • (…)»

  • Σας εύχο­μαι τα όνει­ρά σας να μην έχουν τέλος και να ζεί­τε με δια­καή πόθο να τα κάνε­τε πραγματικότητα
  • (Σας εύχο­μαι)
  • Να αγα­πά­τε όποιον το αξί­ζει και να ξεχνά­τε όποιον πρέπει
  • Μεγά­λα πάθη μέσα από ήρε­μη περισυλλογή
  • Κελάι­δι­σμα που­λιών να σας ξυπνά­ει, μαζί με το γέλιο των παιδιών
  • Να σεβό­σα­στε τη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα των άλλων, ανα­κα­λύ­πτο­ντας το δικαί­ω­μα στη σημα­σία και στην αξία του καθενός
  • Αντι­στα­θεί­τε σθε­να­ρά στη στα­σι­μό­τη­τα, την αδια­φο­ρία και τις αρνη­τι­κές “αρε­τές” της επο­χής μας
  • Σας εύχο­μαι, τέλος να μην το βάλε­τε ποτέ κάτω από τη αδιά­κο­πη ανα­ζή­τη­ση, την περι­πέ­τεια, τον έρω­τα …για­τί η ζωή είναι μια θαυ­μά­σια, υπέ­ρο­χη περι­πέ­τεια και για κανέ­να λόγο δεν μπο­ρεί­τε να εγκα­τα­λεί­πε­τε αμα­χη­τί έναν σκλη­ρό αγώνα.
  • Ιδιαί­τε­ρα σας εύχο­μαι να είστε ο εαυ­τός σας , να είστε υπε­ρή­φα­νοι και ενθου­σιώ­δεις, για­τί η ευτυ­χία απο­τε­λεί το τελι­κό ζητούμενο

@ “vertus négatives” –στο γαλ­λι­κό κεί­με­νο θα μπο­ρού­σε να εννο­εί & κυρί­αρ­χες δυνά­μεις και “Destin” ίσως υπο­νο­εί στό­χευ­ση (εκτός από πεπρωμένο)

Η ζωή του Jacques Brel, είναι λίγο πολύ γνω­στή: Γόνος αστι­κής βρυ­ξελ­λιώ­τι­κης οικο­γέ­νειας, την παρα­τά­ει καβα­λώ­ντας τα είκο­σι, για να δοκι­μά­σει την τύχη του στα καμπα­ρέ. Είχε αρχί­σει να γρά­φει από τα 15 του, εμπνευ­σμέ­νος από τα δια­βά­σμα­τα του Ιου­λί­ου Βερν και του Τζακ Λόντον. Και ήταν παθια­σμέ­νος με την κλα­σι­κή μουσική.

Γεν­νη­μέ­νος στις Βρυ­ξέλ­λες το 1929, πέθα­νε πολύ νέος ‑μόλις 49 χρό­νων στο Παρί­σι, 9‑Οκτ-1978 και κατά τη βιβλιο­γρα­φία κατα­γρά­φε­ται σαν “Βέλ­γος τρα­γου­δι­στής και τρα­γου­δο­ποιός, από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους εκπρο­σώ­πους του μετα­πο­λε­μι­κού σαν­σόν”.

Η ζωή του όμως, τα εσώ­ψυ­χα του πολύ λιγό­τε­ρο (γνω­στά). Οι πρώ­τες συν­θέ­σεις του Μπρελ χρο­νο­λο­γού­νται το 1950, ίσως και λίγο πριν αλλά η καριέ­ρα του ουσια­στι­κά ξεκί­νη­σε το 1953 με τις πρώ­τες εμφα­νί­σεις του στο θέα­τρο Les trois baudets (Τα τρία γαϊ­δού­ρια) του Παρι­σιού και το 1957 γίνε­ται πια διε­θνούς φήμης. Ξεκί­νη­σε με ένα λυρι­κό ύφος, θρησκευτικο_ηθικό κατά τον Μπρα­σένς που τον ονό­μα­σε Abbé Brel (κάτι σαν «Ηγού­με­νος»)

Τρα­γού­δια του τα δανεί­στη­καν ο Ρέι Τσαρλς, ο Φρανκ Σινά­τρα, η Νίνα Σιμόν, ο Μπό­ουι κά

Μετά το 60 βγαί­νει στο εξω­τε­ρι­κό (Κάρ­νε­γκι Χολ, ΗΠΑ, ΕΣΣΔ κλπ). Ξετύ­λι­ξε παρα­πέ­ρα το ταλέ­ντο του, στη 10ετία του ’70 στή­νο­ντας και πρω­τα­γω­νι­στώ­ντας στο μιού­ζι­καλ “Homme de la Mancha” (υπο­δυό­με­νος τον Δον Κιχώ­τη), το ’71 σκη­νο­θέ­τη­σε το (μέτριο κατ’ εμέ) Franz και συμ­με­τεί­χε ως ηθο­ποιός ή παρα­γω­γός σε αρκε­τές ακό­μα ται­νί­ες, μέχρι το 73 ‑όταν πρω­τα­γω­νί­στη­σε στο “L’emmerdeur” του Morinaro μαζί με τον Lino Ventura (μ’ αυτήν είχα γελά­σει πολύ, είχα δει την ιτα­λι­κή βερ­σιόν “il rompiglione” ‑ο σπασαρχίδης).

Τότε απο­σύρ­θη­κε για 4 χρό­νια στις Μαρ­κή­σιους νήσους, στη Γαλ­λι­κή Πολυ­νη­σία ‑όπου “μόνα­σε”, γύρι­σε πίσω το ’77, έδω­σε κάποιες μου­σι­κές παρα­στά­σεις, έβγα­λε τον τελευ­ταίο του δίσκο Les Marquises και ένα χρό­νο αργό­τε­ρα πέθα­νε (από καρκίνο).

Ημε­ρο­λό­γιο κατα­στρώ­μα­τος: Η κηδεία γίνε­ται στις 14-Οκτ-1978 στις Μαρ­κί­ζες, κοντά στον τάφο του Γκο­γκέν. Χέρι-χέρι με τον Αντουάν ντε Σαιντ-Εξ.

Στο τρα­γού­δι του Adieu l’ Emile, μιλώ­ντας για το θάνα­τό του, κραύ­γα­ζε «Θέλω να γελά­νε, θέλω να χορεύ­ουν».

Έζη­σε με τον τρό­πο του το Μάη του 1968, σαν δια­νο­ού­με­νος, μακριά από την αντι­κει­με­νι­κή βάση που γέν­νη­σε τα γεγο­νό­τα και τη δυνα­μι­κή που απέ­κτη­σαν αυτά λόγω της καθο­ρι­στι­κής και συντρι­πτι­κής σε αριθ­μό συμ­με­το­χής της εργα­τι­κής τάξης  (σημειώ­νου­με ότι οι φοι­τη­τές στο Παρί­σι εκεί­νη την περί­ο­δο ανέρ­χο­νταν στις 160.000, στις πρώ­τες φοι­τη­τι­κές δια­δη­λώ­σεις συμ­με­τεί­χαν ορι­σμέ­νες εκα­το­ντά­δες, ενώ στις επό­με­νες ημέ­ρες η μεγα­λύ­τε­ρη συμ­με­το­χή δεν ξεπέ­ρα­σε τις 20 — 30.000 ενώ την ίδια περί­ο­δο η συμ­με­το­χή στις εργα­τι­κές δια­δη­λώ­σεις _του Παρι­σιού μόνο ξεπέ­ρα­σε τα 2–2.500.000 ενώ σ’ όλη τη χώρα απέρ­γη­σαν περί­που δέκα εκα­τομ­μύ­ρια εργά­τες, απο­νε­κρώ­νο­ντας για μέρες τα πάντα. Αυτό ήταν το καθο­ρι­στι­κό και χαρα­κτη­ρι­στι­κό στοι­χείο του πραγ­μα­τι­κού εργα­τι­κού Μάη του 1968 στη Γαλλία).

Για την ιστο­ρία, μετά το χτύ­πη­μα της αστυ­νο­μί­ας, στις 10 Μάη, το Γαλ­λι­κό Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα και τα συν­δι­κά­τα κάλε­σαν την εργα­τι­κή τάξη να αντι­στα­θεί στην πολι­τι­κή του Ντε Γκωλ και στις 13 Μάη η CGT και άλλες εργα­τι­κές ενώ­σεις πραγ­μα­το­ποί­η­σαν την πρώ­τη _24ωρη, απερ­γία με εκδη­λώ­σεις συμπα­ρά­στα­σης στους φοι­τη­τές και εκδη­λώ­σεις ενά­ντια στην αστυ­νο­μι­κή βία που σε 2–3 μέρες γενι­κεύ­τη­κε σε όλη τη Γαλ­λία και αγκά­λια­σε 10 εκα­τομ­μύ­ρια εργα­ζό­με­νους, δηλα­δή περί­που τα δύο τρί­τα του εργα­τι­κού δυνα­μι­κού της τότε Γαλ­λί­ας. Στις 25 Μάη η CGT και άλλα συν­δι­κά­τα κάλε­σαν την εργα­τι­κή τάξη του Παρι­σιού σε δια­δή­λω­ση, όπου πήραν μέρος 2–2,5 εκα­τομ­μύ­ρια και το Παρί­σι παρέ­λυ­σε: κυβέρ­νη­ση και εργο­δό­τες υπο­χρε­ώ­θη­καν να κάνουν σοβα­ρές παρα­χω­ρή­σεις …υπο­γρα­φή του λεγό­με­νου πρα­κτι­κού της «Γκρε­νέλ» (σσ. οι μισθοί αυξά­νο­νταν ~14% κατά ΜΟ, ενώ προ­βλε­πό­ταν βαθ­μιαία μεί­ω­ση του ωρα­ρί­ου εργα­σί­ας σε 40 ώρες την εβδο­μά­δα, παρέ­χο­νταν εγγυ­ή­σεις ελευ­θε­ρί­ας στη συν­δι­κα­λι­στι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα των εργα­τι­κών επι­τρο­πών στις επι­χει­ρή­σεις κλπ. βάζο­ντας και φραγ­μό στο ενδε­χό­με­νο χρή­σης του στρα­τού, ενά­ντια στις λαϊ­κές κινη­το­ποι­ή­σεις). Για το Γαλ­λι­κό ΚΚ, ο πολύ χαμη­λός πήχης, χωρίς πολι­τι­κούς στό­χους, σα να ήταν συν­δι­κά­το και όχι κόμ­μα, απο­τέ­λε­σε σημείο μιας ακό­μη οπορ­του­νι­στι­κής στροφής

Ο Brel, σαν γνή­σιος εκπρό­σω­πος της περιό­δου που χαρα­κτη­ρί­στη­κε ως Chanson # (Σαν­σόν ‑γαλ­λι­κή βασι­κά μου­σι­κή τεχνο­τρο­πία) δεν είναι και τόσο «εύπε­πτος» ‑μου ‘ρχε­ται πχ στο μυα­λό η αρχή του “Ne me quitte pas”

Ne me quitte pas | Il faut oublier | Tout peut s’oublier | Qui s’enfuit déjà | Oublier le temps | Des malentendus  Et le temps perdu | A savoir comment | Oublier ces heures | Qui tuaient parfois | A coups de pourquoi…

σε ελεύ­θε­ρη μετάφραση

Μη μ’ αφή­νεις | πρέ­πει να ξεχά­σω | ό,τι μπο­ρεί να ξεχα­στεί | και χάνε­ται πια | να ξεχά­σω τον και­ρό των παρε­ξη­γή­σε­ων | και το χρό­νο που χάθη­κε | για να μαθαί­νω τα «πώς» | πρέ­πει να ξεχά­σω τις ώρες | που σκό­τω­ναν καμιά φορά | με φονι­κά «για­τί»…

Περισ­σό­τε­ρα για το “Chanson” κάποια άλλη στιγμή

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο