Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η γέννηση του λογοτεχνικού ρεαλισμού

Της Αναστασίας Αβραμίδου, μέλους του ΔΣ της Πανελλήνιας Ενωσης Φιλολόγων

Στοιχεία ρεαλισμού, δηλαδή απεικόνιση της πραγματικότητας στη λογοτεχνία, υπάρχουν ήδη στα παλαιότερα λογοτεχνικά κείμενα, όπως π.χ. στην Οδύσσεια ή στη Βίβλο. Και δε θα μπορούσε να ισχύει το αντίθετο, γιατί η λογοτεχνία παρουσιάζει πριν απ’ όλα τον άνθρωπο και απευθύνεται σ’ αυτόν. Εμάς δε θα μας απασχολήσει κυρίως αυτό το θέμα, αν και δε θα μπορέσουμε να αποφύγουμε κάποιες διαχρονικές αναφορές στην έκφρασης της ρεαλιστικότητας σε παλιότερα κείμενα. Εμείς σήμερα θα ασχοληθούμε  με την έννοια του Ρεαλισμού όπως διαμορφώθηκε στα μέσα του 19ου αι. ως προϊόν μιας συγκεκριμένης περιόδου σε συνάρτηση με ένα συγκεκριμένο σύστημα λογοτεχνικών κανόνων και συμβάσεων το οποίο χρησιμοποιήθηκε με αντιθετική σημασία «προς μία ποιητικά αντίθετη θέση, που αδυνατούσε να αποδώσει την αληθινή, γνήσια πραγματικότητα»[1] ,το Ρομαντισμό.

Σύμφωνα με τον Wolfgang Preisendanz[2] το ρεαλιστικό μυθιστόρημα του 19ου αι.:

  • ασχολείται με το επίκαιρο
  • αντιμετωπίζει με ειλικρίνεια τις σύγχρονες πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και ιδεολογικές καταστάσεις
  • εστιάζει στην εξελικτική πορεία κοινωνικών καταστάσεων και ατόμων
  • ενδιαφέρεται για την αιτιότητα των φαινομένων και της της ανθρώπινης συμπεριφοράς την οποία αναλύει και περιγράφει ψυχολογικά, εντός πάντοτε της «διαλεκτικής του πολιτισμικού γίγνεσθαι»
  • στην περιγραφή του επίκαιρου πέρα από την ακρίβεια της περιγραφής διακρίνεται για την τάση απομυθοποίησης, απογύμνωσης και αφύπνισης
  • ποτέ δε χάνει την επαφή με την ιστορική στιγμή, αυτό που λέμε ιστορικό πλαίσιο, που είναι κατά κανόνα η σύγχρονή του

Γράφει ο Φρίντριχ Ένγκελς σχετικά με τον Μπαλζάκ: …«και  γύρω από το κεντρικό πλαίσιο συσπειρώνεται μία τέλεια ιστορία της γαλλικής κοινωνίας, απ’ όπου έμαθα μέχρι και για τις οικονομικές λεπτομέρειες (για παράδειγμα τον αναδασμό της έγγειας ιδιοκτησίας μετά τη γαλλική επανάσταση) και πληροφορήθηκα περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσαν να μου πουν οι ιστορικοί, οι οικονομολόγοι και οι επαγγελματίες στατιστικοί εκείνης της εποχής […] Το ότι ο Μπαλζάκ αναγκάστηκε να πάει κόντρα στις ταξικές του συμπάθειες […]το ότι είδε την αναγκαιότητα της δύσης των αγαπητών του ευγενών […] κι ακόμα ότι είδε τους πραγματικούς ανθρώπους του μέλλοντος[…] όλα αυτά τα θεωρώ σαν έναν από τους θριάμβους του ρεαλισμού και ένα από τα πιο μεγαλειώδη βήματα του γερο-Μπαλζάκ».[3]

Ο Erich Auerbach στο έργο του Μίμησις (1945) αναφέρεται στην παρουσίαση της πραγματικότητας στη λογοτεχνία από τον Όμηρο και τη Βίβλο έως τους Μοντερνιστές και μάλιστα σε σχέση με το ιστορικό γίγνεσθαι. Διαπιστώνει ότι η διδασκαλία περί υφολογικών βαθμίδων-υψηλό, μεσαίο και ταπεινό ύφος- αφορά διαχρονικά τη λογοτεχνία. Στα αρχαία κείμενα κυριαρχεί το υψηλό ύφος όταν περιγράφεται η ζωή των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, είναι η δική τους πραγματικότητα. Αντίθετα,  όταν περιγράφεται κάτι «χυδαία ρεαλιστικό», δηλαδή κάτι από την καθημερινότητα των κατώτερων τάξεων, τότε αυτό παρουσιάζεται μόνο ως κωμωδία, φαρσοκωμωδία, ευχάριστη διασκέδαση της ανώτερης τάξης  ή γκροτέσκο[4]. Στις παραπάνω περιπτώσεις το ύφος είναι είτε μεσαίο ή ταπεινό, κάτι που θα ήταν αδιανόητο για τον Ντοστογιέφσκι ή τον Ζολά. Επίσης αναφέρει ότι για παράδειγμα η καθημερινότητα απουσιάζει παντελώς από την τραγωδία. Στους Ρωμαίους συγγραφείς η κατάσταση είναι παρόμοια. Αντίθετα ένα άλμα τόσο στο ύφος, όσο και στα δρώντα πρόσωπα παρατηρείται στα εκκλησιαστικά κείμενα. Αναφέρεται ενδεικτικά στην άρνηση του Παύλου, ενός καθημερινού ανθρώπου, ενός  αδύναμου ψαρά από τη Γαλιλαία, που δειλιάζει, αμφιταλαντεύεται, προδίδει τον Κύριό του, αντλεί δύναμη για τη στάση του μετά τη σταύρωση. Κερδίζει τον έλεον και το φόβον του θεατή, που πριν αιώνες θα τον κέρδιζαν μόνο βασιλικοί γόνοι.[5] Διαπιστώνει ότι «σοβαρός ρεαλισμός» παρατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης και ότι «τα πιο καθημερινά φαινόμενα της καθημερινότητας μπορούσαν να εκτίθενται σε ένα σοβαρό και νοηματικά μεστό πλαίσιο, τόσο στην ποίηση όσο και στις εικαστικές τέχνες. Η διδασκαλία περί υφολογικών βαθμίδων δεν είχε καθολική ισχύ»[6]. Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύφους  στις παραπάνω χρονικές περιόδους έπαιξαν τα χριστιανικά κείμενα που απευθύνονταν σε ευρύ, αμόρφωτο κοινό και όφειλαν το αφηρημένο και το μεταφυσικό να το αποκωδικοποιήσουν και να το κάνουν εύληπτο μέσα από βιώματα της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων. Στην Αγία Γραφή λ.χ. εφ’ όσον οι Πατέρες απευθύνονται και σ’ ένα κλασικά μορφωμένο κοινό των Εθνικών δημιουργούν ένα μεικτό ύφος που συνδυάζει το υψηλό περιεχόμενο με το καθημερινό και ταπεινό ύφος.[7] Επίσης σε ένα χριστουγεννιάτικο δράμα του 12ου αι. ο Αδάμ ζητάει το λόγο από την Εύα για τις συναναστροφές της με το φίδι όπως θα το έκανε ένας Γάλλος αγρότης ή ένας αστός που επιστρέφει στο σπίτι.[8] Ο 16ος και 17ος αι. (Σαίξπηρ και Μολιέρος) επανεισαγάγουν τη διάκριση των υφών. Για τον Σαίξπηρ γράφει ο   Auerbach  ότι το έργο του περιλαμβάνει μεν την πραγματικότητα, αλλά εκτείνεται και πέρα από τα όριά της. Και δεν εννοεί μόνο τα ξωτικά τις μάγισσες και τη φαντασία, αλλά κυρίως ότι στον κόσμο του αναγνωρίζει μια τραγική διάσταση σε όσους ανήκουν στα ανώτερα στρώματα (εξαίρεση ίσως αποτελεί ο Σέιλοκ)και ότι, όπου παρουσιάζονται πρόσωπα από το λαό ή τα μεσαία στρώματα, χρησιμοποιεί το ταπεινό ύφος σε διαβαθμίσεις του κωμικού που τόσο καλά χειρίζεται[9]. Επίσης στο γαλλικό κλασικισμό τα τραγικά πρόσωπα περιχαρακώνονται σε στεγανά όρια, χωρίς επαφή με οτιδήποτε κατώτερο. Απουσιάζουν πληροφορίες για τον καιρό, για το ποτό ή την τροφή, για σκεύη της καθημερινότητας, ώστε να ο Β. Ουγκώ να αναρωτιέται σ’ ένα ποίημά του:

Ακούστηκε ένας βασιλιάς να λέει: Τι ώρα είναι; [10]

Πάνω σε αυτή τη λογοτεχνική παράδοση εμφανίζονται τα ρεύματα του Ρομαντισμού και του Ρεαλισμού. Όμως  τα λογοτεχνικά ρεύματα, όπως και τα λογοτεχνικά γένη και είδη, διαμορφώνονται «σε καθορισμένα ιστορικά και κοινωνικά πλαίσια και εκφράζουν τις αντιλήψεις των δημιουργών τους και των οπαδών τους»[11], αλλά συχνά και της τάξης που εξουσιάζει την κοινωνία.  Ο Ρομαντισμός εξέφρασε μέσω της λογοτεχνίας κυρίως τα προοδευτικά οράματα της αστικής τάξης, όταν αυτή στην ιδεολογικοπολιτική της σύγκρουση με την συντηρητική αριστοκρατία, πρόβαλε προοδευτικές αξίες που στηρίζονταν στο άτομο και την πρόοδο του[12]. Με την οικονομική της επικράτηση η αστική τάξη χάνει τον προοδευτικό της χαρακτήρα για να συντηρήσει την οικονομική της δύναμη. Και ενώ οι ρομαντικοί  ποιητές που την στήριξαν –συνειδητά ή μη-έδωσαν ώθηση στη λογοτεχνία τονίζοντας την εθνική συνείδηση των λαών τους (άλλωστε και η αστική τάξη επιδίωξε και ευνόησε την ανάπτυξή των εθνικών κρατών), το ιστορικό παρελθόν, τα ήθη κι έθιμα, τη γλώσσα, τη φαντασία, το συναίσθημα κ.π.ά., σε όψιμα έργα τους (Σατωμπριάν, Κόλεριτζ, Σλέγκελ, Γκαίτε) τείνουν σε μια αποδοχή της καθεστηκυίας τάξης και επιζητούν τη συμφιλίωση του ατόμου με το Θεό, την πατρίδα, την κοινωνία, το κράτος. Ο Χάινριχ Χάινε το 1830 αναφερόμενος στο γερμανικό  Ρομαντισμό μιλάει για ένα κίνημα που «εκφυλίστηκε σε μια  ’‘νεογερμανική -θρησκευτική- πατριωτική τέχνη’’ , της οποίας οι πνευματικές αξίες ταυτίζονταν με αυτές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της οποίας ο μοναδικός λόγος ύπαρξης  ήταν η προώθηση της δήθεν μυστικής νομιμοποίησης του αυστριακού και πρωσικού κράτους»[13].

Ως αντίρροπο ρεύμα προς τον Ρομαντισμό γεννιέται ο Ρεαλισμός. Πρόκειται ουσιαστικά για το ιδεολογικό κίνημα που καλλιτεχνικά εκφράζει τη δυσαρέσκεια και την απογοήτευση των προσδοκιών από τις αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις στην Ευρώπη. [14] Αυτή είναι μια άποψη που με πολύ γενικό τρόπο ερμηνεύει τη γέννηση του νέου λογοτεχνικού ρεύματος. Έχει ιδιαίτερη αξία να εξετάσει κανείς την υλική πραγματικότητα και τις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμορφώθηκαν ήδη από τις αρχές του 19ου αι. που συνέβαλαν και ώθησαν τους Ρεαλιστές να δουν «τα πράγματα αλλιώς» και να διαμορφώσουν τις δικές τους λογοτεχνικές συμβάσεις.

Η πρόθεση των Ρεαλιστών να περιγράψουν με πιστότητα τη ζωή των ανθρώπων και γενικότερα τα πράγματα συνδέεται με την  επιστημονική έρευνα και τα πορίσματά της που παρουσιάζουν αλματώδη ανάπτυξη γύρω στα μέσα του 19ου αι. Δεν ενδιαφέρονται πια για φιλοσόφους, αλλά για τον Ωγκύστ Κοντ (Κοινωνιολογία),  Κάρολος Δαρβίνος (θεωρία της εξέλιξης), Καρλ Μαρξ (Πολιτική Οικονομία), Τόμας Χάξλεϋ (Ευγονική), Ιππολύτ Ταιν (ιστορία των Ιδεών). Ενδιαφέρονται για ότι είναι μετρήσιμο, απτό και αντικειμενικό,  για την τεχνολογία. Ο Κοντ επιμένει ότι «η αληθινή, η  ‘’θετική’’  γνώση μπορεί να βασιστεί μόνο σε αισθητά γεγονότα», ο Ταιν ισχυρίζεται ότι «η αμαρτία και η αρετή είναι προϊόντα όπως το βιτριόλι και η ζάχαρη». Η θεωρία του για την επίδραση του milieu στη λογοτεχνική δημιουργία, αυτό που ο Ροΐδης αποκάλεσε «περιρρέουσα ατμόσφαιρα», γίνεται αποδεκτή από τους Ρεαλιστές. Ο Μπαλζάκ,  προλογίζοντας Την ανθρώπινη κωμωδία  του ομολογεί ότι «φιλοδοξούσε να αναπαραγάγει στο πεδίο της λογοτεχνίας τις γνώσεις που κατακτήθηκαν από σύγχρονους του επιστήμονες […] στις γνωστικές περιοχές της ζωολογίας και της φυσικής ιστορίας». Όπως αυτοί ταξινόμησαν το ζωικό βασίλειο σε ομοταξίες, έτσι και αυτός ταξινομεί το «ανθρώπινο ζώο» περιγράφοντας αναλυτικά τη συμπεριφορά του μέσα στον κοινωνικό του περίγυρο. [15] (Κάτι που κάνει πολύ επιτυχημένα και ο Καρκαβίτσας στο Ζητιάνο του. Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι  ο Ρεαλισμός έχει έναν επιστημολογικό χαρακτήρα και όχι μεταφυσικό.

Ο αφηγηματικός χώρος του Ρεαλισμού αρχίζει και τελειώνει με το βίωμα της πόλης. (Ακόμη και στη Μαντάμ Μποβαρύ λάμπει δια της απουσίας της η πόλη, γιατί η επαρχιακή ζωή την πνίγει). Ας θυμηθούμε τον Ντοστογιέφσκι, τον Ντίκενς, το Ζολά, τους αδερφούς Γκονκούρ κ.ά. Από το 1800έως το 1881 οι ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις παρουσιάζουν αλματώδη πληθυσμιακή άνοδο. Ενδεικτικά: Λονδίνο: από 864.000 σε 3,3 3εκ., Παρίσι: από 547.000 σε 2,2 εκ. Αυτή η αύξηση σε συνδυασμό με την εξοντωτική εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, τη συχνά βίαιη απόσπασή της από το οικείο περιβάλλον της υπαίθρου, και η πληθώρα βιομηχανικών, υγειονομικών, ιατρικών, κοινωνικών προβλημάτων  «απειλούσε σοβαρά να υπονομεύσει την ηθική και πολιτική συνοχή»[16]. Οι ρεαλιστές εστιάζονται στη φθορά των παραδοσιακών αξιών και δομών και τις επιπτώσεις τους στο άτομο. Μπροστά στην μεγάλη κοινωνική αδικία δεν μπορούν  να ασχολούνται με το Εγώ τους. Αν και δεν ανήκει η πλειονότητα των ρεαλιστών συγγραφέων, αλλά ούτε και το μεσοαστικό αναγνωστικό κοινό τους, στις  κατώτερες τάξεις,  το αίσθημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και η ανθρώπινη συμπόνια τους ευαισθητοποιεί να γράψουν για αυτές.[17]

Αντίθετα,  στην Ελλάδα οι συγγραφείς στρέφονται προς την επαρχία κυρίως,  γιατί την θεωρούν θεματοφύλακα της εθνικής ταυτότητας (βλ. Φαλμεράιερ, 1835) και κυρίως γιατί ιστορικοί και πολιτικοί λόγοι εμπόδισαν την ανάπτυξη της οικονομίας και καθυστέρησαν την αστικοποίηση του πληθυσμού της. Στα μέσα του 19ου αι. και ως τις αρχές του 20ου δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ύπαρξη μαζικού προλεταριάτου στην Ελλάδα, όπως π.χ. στην Αγγλία ή Γαλλία. Έτσι τα ρεύματα που αναπτύσσονται στην Ευρώπη καθυστερούν να εισαχθούν στη χώρα μας.  Σ΄ αυτό συμβάλλουν όμως και υποκειμενικοί λόγοι. Οι έρευνες του Ν. Πολίτη, η στροφή στη Λαογραφία, ο διαγωνισμός που προκηρύσσει στην Εστία για ηθογραφικό διήγημα, επηρεασμένος από τις σπουδές του στη Γερμανία. Για ιστορικούς λόγους εκεί έχουμε μία λογοτεχνία που συντηρεί το ρομαντισμό στο πνεύμα του Volksgeist(= το πνεύμα του λαού, πράγμα που καθυστερεί και την εμφάνιση του ρεαλισμού και στη Γερμανία). Αποτέλεσμα να έχουμε ρεαλιστικά έργα και δη μυθιστορήματα στα τέλη του 20ου αι. Ρωγμές  όμως αρχίζουν να διαφαίνονται πιο νωρίς: ρεαλιστικά στοιχεία εμφανίζονται ήδη στον Παύλο Καλλιγά και στο Θάνο Βλέκα (1855). Επίσης η συνειδητή επιλογή του Ροΐδη ήδη το 1866 με την Πάπισσά του  να παρωδήσει το Ρομαντισμό και το ιστορικό του μυθιστόρημα, τη θρησκεία και τις χλωμές γυναικείες υπάρξεις  του. Αξίζει να αναφερθεί ο Γεώργιος Βιζυηνός με τα ψυχολογικά του διηγήματα και ο Γεώργιος Δροσίνης που εισάγει τον «άβουλο ήρωα», το Γιαννιό, στο Βοτάνι της αγάπης (1888) , που αρνείται τελικά , σε αντίθεση με το ρομαντικό ήρωα, τον έρωτα της τσιγγάνας Ζεμφύρας.[18]  Όμως τα δύο μανιφέστα του Ρεαλισμού αποτελούν  Ο Ζητιάνος (1897)και  Η Φόνισσα (1903)  που ουσιαστικά αντιμετωπίζουν την ύπαιθρο με ωμό ρεαλισμό.

 

[1] W. Preisendanz, Ρομαντισμός, Ρεαλισμός, Μοντερνισμός, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1990, σελ. 82
[2] W. Preisendanz, Ρομαντισμός, Ρεαλισμός, Μοντερνισμός, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1990, σελ. 98-111.
[3] Κ .Μαρξ- Φρ.  Ένγκελς, Κείμενα για τη λογοτεχνία και την τέχνη, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1975, σελ. 134-135.
[4] Erich Auerbach, Μίμησις, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005,  σελ. 51
[5]Ό.π., σελ. 62-65
[6]Ό.π., σελ. 734
[7]Ό.π. , σελ. 204
[8]Ό.π. , σελ. 194
[9] Ό.π., σελ. 435
[10] Ό. π., σελ. 506-508
[11] Π. Καλομοίρης, Η Νεοελληνική λογοτεχνία, (τ. 1), εκδ.Gutenberg, Αθήνα 1983, σελ. 39
[12] Το άτομο και ότι πηγάζει ή επιστρέφει σε  αυτό αποτελεί την πεμπτουσία των  οραμάτων της.( Όχι η κοινωνία, το άτομο! Και όταν η αστική τάξη μιλάει για το άτομο εννοείται ότι μιλάει τα δικά της μέλη.) Άλλωστε το εννοιολογικό του πλαίσιο θεμελιώνεται κυρίως στον ιδεαλισμό του Καντ, του Σέλλιγκ και του Σλάιερμάχερ που εκλαμβάνουν τον κόσμο ως προϊόν ερμηνευτικής προσέγγισης, ως ενεργή και δημιουργική διαμεσολάβηση του υποκειμένου[12], για να θυμηθούμε τον ποιητή-προφήτη και τη φαντασία στη  ρομαντική ποίηση. Όμως μετά τη Γαλλική Επανάσταση η αριστοκρατία αποσύρεται από το παγκόσμιο προσκήνιο και εδραιώνεται οικονομικά μια νέα άρχουσα τάξη μεγιστάνων διεθνούς εμβέλειας (Πεζώ, Κρουπ, Ρότσιλντ, Μπρουνέλ, κ.λπ.) Αυτοί τώρα δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τους αριστοκράτες, ή καλύτερα όχι κυρίως αυτούς. Έχουν απέναντί τους μια νέα κοινωνική τάξη, αυτή που ο Μαρξ ονόμασε προλεταριάτο, που τώρα ήταν αναγκασμένη να ζήσει τη φρικτή πραγματικότητα της ανερχόμενης καπιταλιστικής κοινωνίας[12] , αλλά και να παραμένει υποταγμένη.
[13] Ό.π., σελ. 108
[14] Π. Καλομοίρης, ό.π., σελ. 41
[15] M. Travers, ό.π. σελ. 132
[16] Ό.π., σελ. 138
[17] Το 1808 ο Ρόμπερτ Σάουδυ επισκέπτεται το βιομηχανικό Μπέρμινχαμ και γράφει: « Το κεφάλι μου πονά από το πανδαιμόνιο εκκωφαντικών θορύβων και τα μάτια από  τη λάμψη που αναδίνουν τα καμίνια τούτης της κόλασης-αλλά και η καρδιά μου, καθώς βλέπω τόσα ανθρώπινα πλάσματα να δουλεύουν σε συνθήκες κόλασης, και να μοιάζουν σαν να μην προορίζονταν ποτέ για κάτι καλύτερο. Ο κόσμος μας φτιάχτηκε για να γίνει ένα σχολείο για νεαρούς αγγέλους, όμως είναι βέβαιο πως ο Σατανάς διάλεξε τούτο εδώ το μέρος για δικό του εκκολαπτήριο και διαφθορείο». Στο M. Travers, ό.π.,  σελ. 117
[18] Βλ. Henri Tonnet, Ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2001, σελ. 130-178.

 

Ομιλία σε εκδήλωση της Πανελλήνιας Ενωσης Φιλολόγων