Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η χώρα των σακατεμένων

Θα μπορούσα να σας πω το όνομα της χώρας για να μη δημιουργούνται μυστήρια εκεί που δεν υπάρχουν. Όμως κρίνω —και κρίνω σωστά— πως το όνομα δεν έχει και τόση σημασία όσο τα ίδια τα γεγονότα. Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, κάντε μια προσπάθεια και διώξτε τη μικροαστική σας περιέργεια που σας σπρώχνει σε δευτερεύοντα και τριτεύοντα ζητήματα. Γιατί δευτερεύον και τριτεύον ζήτημα είναι το όνομα της χώρας μπροστά στα ίδια τα γεγονότα. Τι σημασία μπορεί να ‘χει το όνομα αυτής της συγκεκριμένης χώρας, αφού ό,τι συμβαίνει εκεί σήμερα —και συμβαίνουν τρομερά πράγματα— μπορεί να συμβεί και στη δική σας χώρα αύριο, αν δεν έχει ήδη συμβεί χτες… Σας παρακαλώ λοιπόν, μην επιμένετε περισσότερο, γιατί αν συνεχίσετε να ζητάτε το όνομα της χώρας θα αναγκαστώ, είτε γιατί θα χω θυμώσει μαζί σας, είτε γιατί θα θέλω να σας αποφύγω, να σας πω ψέματα. Να σας πω, για παράδειγμα, ότι η ιστορία που άρχισα να σας αφηγούμαι δεν συνέβη σε κάποια χώρα αλλά σε κάποιο χώρο. Στο γραφείο σας ή μέσα στο ίδιο σας το σπίτι… Θα σας άρεσε; Δεν νομίζω!…

Η χώρα Χ λοιπόν, ας την ονομάσω έτσι, διοικείται —δικτατορεύεται καλύτερα— από έναν κοντό, πάρα πολύ κοντό άνθρωπο.

Το ζήτημα, γιατί είναι ζήτημα, πως έφτασε στην εξουσία ο κοντός άνθρωπος δεν πρέπει να μας απασχολήσει. Σε χοντρές γραμμές πάντως και περισσότερο για να ικανοποιήσω την περιέργειά σας, γιατί το ξέρω ότι είστε περίεργοι, σας λέω πως σκόπιμα, ακριβώς γιατί ήταν κοντός, επιλέχτηκε γι’ αυτή τη θέση. Ο καθένας τώρα ας βγάλει τα συμπεράσματά του. Ωστόσο ένα πράγμα είναι βέβαιο. Κανένας κοντός δεν κατόρθωσε να σκαρφαλώσει τόσο ψηλά από μόνος του. Πάντα κάποιοι άλλοι βοηθάνε την άνοδο των κοντών Και έχουν τους λόγους τους. Φυσικά… Θέλεις γιατί έχοντας ένα κοντό πρόεδρο φαίνονται αυτοί ψηλότεροι, θέλεις γιατί οι κοντοί άνθρωποι γίνονται καλοί πρόεδροι —ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του— εγώ δεν έχω καμιά διάθεση να σας πω περισσότερα. Στο κάτω-κάτω δεν πρέπει να σας τα πω εγώ όλα. Σκεφτείτε λίγο και σεις.

Ο κοντός πρόεδρος λοιπόν, ας μην τον λέμε δικτάτορα, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν είναι εκεί το ζήτημα που θα εξετάσουμε, ζει μέσα σε μια απέραντη δυστυχία. Έχει τα πάντα. Του λείπει όμως το μπόι. Το μπόι που όπως γνωρίζω και γνωρίζετε και σεις είναι τόσο απαραίτητο για τη θέση, τη θέση του.

Στ’ άλλα πράγματα που υστερεί —και υστερεί σε εκατοντάδες άλλα πράγματα— κατόρθωσε να βρει λύσεις. Στις γνώσεις, για παράδειγμα, που και εκεί υστερεί, έβγαλε ειδικούς νόμους απαγορεύοντας στο λαό να συζητάει ή και να σκέφτεται ακόμα ζητήματα όπως η φιλοσοφία, η τέχνη, το εργατικό δίκαιο, το κέρδος και το υπερκέρδος. Στη χώρα Χ μετά την άνοδο του κοντού προέδρου στην εξουσία απαγορεύονται οι συζητήσεις γύρω από τα ζητήματα της αισθητικής, για ν’ αναφερθούμε σ’ ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Ο κοντός πρόεδρος δεν ανέχεται να κουβεντιάζονται μπροστά του ζητήματα που δεν γνωρίζει. Δεν ανέχεται ν’ ακούει τους καλλιτέχνες να συζητάνε γιο το Ωραίο και το Ωφέλιμο, για τα χρώματα της ίριδος και πολύ περισσότερο ότι το άσπρο και το μαύρο χρώμα μπορεί να γίνει γκρι… πράγματα δηλαδή που αυτός δεν γνωρίζει. Επίσης δεν μπορεί ν’ ανεχτεί την επιμονή των ζωγράφων, για να σταθούμε μόνο σε μια ειδικότητα καλλιτεχνών, να ζωγραφίσουνε τους πίνακές τους με μαύρα και κόκκινα σκούρα χρώματα, όταν υπάρχουνε τόσα άλλα πιο χαρούμενα, όπως το σιέλ, το ροζ, το μπεζ ή το πράσινο ανοιχτό και άλλα πολλά ακόμα που δεν τα ονομάζει γιατί δεν του έρχονται εύκολα στο μυαλό.

Για υπουργούς του διάλεξε ανθρώπους που ξέραν πολύ λιγότερα απ’ τον ίδιο. Πρόεδρο της Ακαδημίας έβαλε τον κουνιάδο του που μόλις και μετά βίας γνώριζε ότι το χαρτί κατασκευάζεται απ’ το ξύλο. Μάλιστα αυτός, ο πρόεδρος της Ακαδημίας, έκανε τέτοια χαρά όταν έμαθε αυτή τη λεπτομέρεια που έφτιαξε το αστείο του: όλα σ’ αυτόν τον κόσμο είναι χάρτινα, λέει και ξαναλέει χασκογελώντας, εκτός απ’ το χαρτί που είναι από ξύλο. Και αυτό το βρίσκει πολύ σοφό.

Καθηγητές πανεπιστημίων έβαλε ανθρώπους που διάλεξε απ’ το δρόμο. Και τους διάλεξε με κριτήριο να ξέρουν λιγότερα απ’ τον ίδιο. Αρχηγό στρατού έβαλε ένα λοχία. Στα νοσοκομεία έκανε τους νοσοκόμους γιατρούς και τους γιατρούς νοσοκόμους. Κατάργησε τους γενικούς γραμματείς των υπουργείων και στη θέση τους έβαλε τις καθαρίστριες. Τους εισπράκτορες των λεωφορείων τους έκανε οδηγούς και τους οδηγούς εισπράκτορες. Για μαθητές στα σχολεία έβαλε τους δασκάλους και έκανε τους μαθητές δασκάλους…

Για να μη σας κουράζω, άλλωστε το θέμα που μας απασχολεί δεν βρίσκεται εκεί, ο κοντός πρόεδρος διέλυσε στην κυριολεξία το κράτος που υπήρχε για να μπορεί ο ίδιος να ‘ναι ο καλύτερος. Και το κατόρθωσε έστω κι αν στη χώρα του δεν λειτουργεί τίποτα. Φτάνει που αυτός είναι ο πρώτος. Σημασία γι’ αυτόν, για τον κοντό πρόεδρο, έχει να μην είναι κανένας στη θέση του, να μην μπορεί κανένας να δείξει τις ικανότητές του. Να μην παρουσιάζεται κανένας μπροστά του που να ξέρει περισσότερα, που να χει περισσότερα διπλώματα, περισσότερα βραβεία, περισσότερες γνώσεις

Όμως ο δυστυχής πρόεδρος, δεν είναι ευτυχισμένος. Για ν’ ακριβολογούμε είναι δυστυχισμένος. Είναι τόσο κοντός που όταν βρίσκεται ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους χάνεται. Κι αυτό τον αρρωσταίνει…

Στην αρχή ο κοντός πρόεδρος προσπάθησε να λύσει το ζήτημα με τεχνητά μέσα. Επίπλωσε το προεδρικό μέγαρο με παιδικά έπιπλα έτσι που να φαντάζει τεράστιος. Αυτή η λύση του έδινε κάποια ευχαρίστηση, όμως όχι όλες τις ώρες. Όχι όταν κοντά του, γύρω του υπήρχαν άνθρωποι. Αυτοί ήταν πάντα ψηλότεροι. Αυτός ήταν πάντα κοντότερος, κοντός. Όταν έμπαινε κάποιος υπουργός, κάποιος στρατηγός ή ακόμα, αλίμονο, και κλητήρας, το θέμα καταντούσε γελοίο. Αυτός, ο πρόεδρος, πάνω στη μικρή παιδική καρεκλούλα και ο άλλος όρθιος μπροστά του, ψηλός, τεράστιος.

Έτσι, δυστυχισμένος, έδωσε εντολή να κάψουνε τα παιδικά έπιπλα και να ψηλώσουν τα πόδια του θρόνου του. Να σκάψουνε όλα τα πεζοδρόμια και να περπατάνε οι άνθρωποι μέσα σε λάκκους. Να χαμηλώσουν τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών. Να μικρύνουν τα λεωφορεία, τα αεροπλάνα, τα τρένα και οι άνθρωποι να μπαίνουνε μέσα σέρνοντας.

Να μην τα πολυλογούμε, άλλωστε το θέμα που μας ενδιαφέρει αλλού βρίσκεται. Ο κοντός, δυστυχισμένος πρόεδρος, έδωσε εντολή να γίνουν τα πάντα στη χώρα του σύμφωνα με το μπόι του. Τίποτα να μην τον ξεπερνάει.

Και πράγματι έγιναν έτσι όπως τα ζήτησε. Δεν υπήρχε στη χώρα του τίποτα ψηλότερο απ’ το μπόι του. Τίποτα εκτός απ’ τους ίδιους τους ανθρώπους. Και αυτό ακριβώς ήταν και το βάσανό του, ο αβάσταχτος πόνος του, το πρόβλημα που τον κρατούσε άυπνο, που του ‘κοβε την όρεξη για φαΐ. Το μπόι των άλλων ανθρώπων. Δεν μπορούσε να ησυχάσει βλέποντας τους άλλους ψηλότερους. Δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί την εικόνα πρόεδρος αυτός να είναι υποχρεωμένος να σηκώνει τα μάτια του για ν’ αντικρίζει τους υφισταμένους του. Η στάση αυτή και ιδιαίτερα όταν σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών του, τον έκανε να νιώθει υποδεέστερος. Τέλος πάντων, για να τελειώνουμε, ο κοντός πρόεδρος δεν μπορούσε να υποφέρει που ήταν κοντός!

Τη νύχτα που όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι της κοντής χώρας του κοιμόνταν στα κοντά τους κρεβάτια (ναι τους κόντυνε το κρεβάτια) ο κοντός πρόεδρος έσπαγε το κεφάλι του να βρει λύση στο πρόβλημά του.

Μέχρι να γίνει πρόεδρος δεν τον ενοχλούσε το μπόι του. Μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις το διασκέδαζε κιόλας. Ιδιαίτερα όταν τελευταίος αυτός στις ουρές, έτσι κοντός όπως ήταν σερνόταν ανάμεσα στα πόδια των άλλων και «τσουφ» έβγαινε πρώτος. Γιατί και αυτό δεν χρειάζεται να το πούμε, ο κοντός πρόεδρος την είχε πάντα την πονηριά μέσα του.

Το κακό όμως για τον δυστυχισμένο κοντό πρόεδρο ξεκίνησε απ’ τη μέρα που τον έκαναν πρόεδρο. Δεν ήταν προετοιμασμένος, για μια τέτοια θέση. Δεν είχε τις ικανότητες. το απαραίτητο μπόι. Όμως πώς ν’ αρνηθεί. Έχετε δει, ή έστω έχετε ακούσει ποτέ κοντό άνθρωπο να χει αρνηθεί μια τόσο ψηλή προσφορά; Το αντίθετο. Όλοι οι κοντοί θέλουνε να γίνουνε πρόεδροι Δέχτηκε κι αυτός…

Δέχτηκε, όμως το μπόι του δεν άλλαξε. Παρέμεινε το ίδιο. Μικρό. Ισχνό. Ασήμαντο. Η μεγάλη όμως δυστυχία του δυστυχισμένου κοντού προέδρου δεν βρισκόταν εκεί. Στην ουσία δεν τον ενδιέφερε που ήταν κοντός. Εκείνο που τον έτρωγε, που τον αρρώσταινε, που τον έκανε τρελό και παλαβό ήταν που οι άλλοι ήταν ψηλότεροι. Ψηλότεροι, δυνατότεροι, ομορφότεροι…

Τα μέτρα που έλαβε, όπως σας είπα, και ήταν πολλά, δεν του ‘λυσαν το πρόβλημα. Η εντολή που έδωσε να κάνουν όλη τη χώρα στο μπόι του και που εκτελέστηκε κατά γράμμα δεν ήταν η λύση. Το πρόβλημά του δεν ήταν τα πράγματα αλλά οι άνθρωποι. Αυτούς ήθελε να κοντύνει. Όμως δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε, παρότι το ‘θελε σαν λυσσασμένος. Γιατί η προσωρινή λύση που βρήκε —και την εφάρμοσε μέχρι να βρει την οριστική που θα σας πω παρακάτω, γιατί βρήκε τελικά την οριστική λύση ο κοντός πρόεδρος— δεν τον βοήθησε σε τίποτα. Γιατί και γονατισμένοι που περπάταγαν οι κάτοικοι της κοντής χώρας εξακολουθούσαν να ναι ψηλότεροι απ’ τον κοντό πρόεδρο ή μάλλον και το σωστότερο, αυτός εξακολουθούσε να ναι κοντότερος.

Βουτηγμένος λοιπόν μέσα στο αβάσταχτο δράμα του, ο κοντός πρόεδρος έτρωγε τα νύχια του, τα χέρια του, τα πόδια του, το κεφάλι του, τα ρούχα του να βρει τη λύση. Να ψηλώσει ο ίδιος ήταν αδύνατο. Έπρεπε λοιπόν πάση θυσία να κοντύνουν οι άλλοι. Ναι, να κοντύνουν οι άλλοι!

Εδώ δεν θα εξετάσουμε τα ψυχολογικά συμπλέγματα του κοντού προέδρου που ήθελε οπωσδήποτε να κοντύνουν οι άλλοι, γιατί θα μπερδευτούμε. Και θα μπερδευτούμε γιατί εμείς δεν μπορούμε να τα καταλάβουμε αυτά, αφού, κι αυτό το παίρνω σαν δεδομένο, εμείς όλοι είμαστε ψηλοί και αν κρίνουμε τον κοντό πρόεδρο με τα δικά μας ψηλά μέτρα είναι σίγουρο πως θα τον αδικήσουμε. Ψηλοί εμείς, κοντός αυτός δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε. Γιατί, για παράδειγμα βέβαια, οι δικαιολογίες που πρόβαλε ότι δηλαδή δεν μπορούσε πρόεδρος αυτός να σηκώνει τα μάτια του για ν’ αντικρίζει τους άλλους που, στο κάτω κάτω ήταν και υφιστάμενοί του, για μας που είμαστε ψηλοί δεν είναι δικαιολογία —γιατί ποτέ δεν νιώσαμε τέτοια εμπειρία. Δεν είναι δικαιολογία γιατί έχουμε την ψυχολογία ψηλών ανθρώπων και όχι κοντών που έχει ο πρόεδρος που είναι κοντός. Φυσικό είναι να είναι διαφορετική και άλλη η ψυχολογία των κοντών και σε καμιά περίπτωση εμείς οι ψηλοί δεν μπορούμε να τη νιώσουμε. Στ’ αλήθεια, ποιος από μας μπορεί να νιώσει σαν κοντός αφού είμαστε όλοι ψηλοί, δυνατοί, όμορφοι, έχουμε γνώσεις, κατέχουμε τη φιλοσοφία, την τέχνη, γνωρίζουμε πώς αποχτιέται το κέρδος και το υπερκέρδος, έχουμε γνώσεις, ξέρουμε πως το χαρτί βγαίνει από ξύλο και δεν χασκογελάμε με την ανακάλυψη, απολαμβάνουμε όλα τα χρώματα της ίριδας, γνωρίζουμε πως τ’ αφεντικά είναι αφεντικά και χωρίς αφεντικά δεν θα είχαν δουλειά οι εργάτες, έχουμε γνώσεις, ξέρουμε πως ο ήλιος όχι μόνο φωτίζει τη γης αλλά τη ζεσταίνει κιόλας. Ξέρουμε πως αν αφήσουμε μια πέτρα απ’ τον πέμπτο όροφο θα φτάσει στο δρόμο και όσο μεγαλύτερη και βαρύτερη είναι η πέτρα τόσο πιο γρήγορα θα κάνει τη διαδρομή. Ξέρουμε πως μια πολυεθνική είναι δυνατότερη απ’ τις πολλές εθνικές γι’ αυτό βοηθάμε τις πολυεθνικές. Έχουμε γνώσεις εμείς, γνωρίζουμε τόσα πράγματα. Δεν είμαστε κοντοί, κομπλεξικοί —ενώ ο πρόεδρος, για να ξαναγυρίσουμε σ’ αυτόν, είναι κοντός, έχει άλλη ψυχολογία.

Ο κοντός, λοιπόν, πρόεδρος και συγχωρήστε μου τη μεγάλη παρένθεση, ζει με το δικαιολογημένο για κοντούς ανθρώπους, άγχος γιατί να είναι οι άλλοι ψηλότεροι. Και αφού είναι ακατόρθωτο να ψηλώσει ο ίδιος πρέπει οπωσδήποτε να βρει τρόπο, τρόπο όμως οριστικό, να κοντύνει μια για πάντα τους άλλους. Να τους φέρει στα μέτρα του. Γιατί όλα τα άλλα μέτρα που πήρε, ακόμα και εκείνο που τους ανάγκαζε να ζούνε γονατισμένοι, δεν έλυσε το πρόβλημα. Γιατί και γονατισμένοι ήταν ψηλότεροι απ’ τον ίδιο έστω και λίγο, κάποιους πόντους όμως στ’ αλήθεια ψηλότεροι.

Και εκεί, μέσα στο άγχος του, μέσα στον πυρετό της επιθυμίας του του ‘ρθε η ιδέα της οριστικής λύσης. Αλλά, και μέσα στο άγχος του, μέσα στον πυρετό του, μέσα στη χαρά της οριστικής λύσης που βρήκε ο κοντός πρόεδρος δεν θα ‘φτανε ίσως ποτέ να κάνει αυτό που σκέφτηκε, αν η επιθυμία του, η αρρώστια του να μη φαίνεται κοντότερος ή μάλλον να μην είναι οι άλλοι ψηλότεροι δεν ήταν τόσο μεγάλη. Θα τρόμαζε. Ναι. Θα τρόμαζε με την ιδέα του και θα την παράταγε. Και παραλίγο να το κάνει. Γιατί μόλις συνέλαβε την ιδέα της οριστικής λύσης τρόμαξε. Και σκέφτηκε προς στιγμή να τα παρατήσει. Όμως είχε τόση μεγάλη επιθυμία να ναι οι άλλοι κοντότεροι κι αυτός ψηλότερος που νικήθηκαν οι δισταγμοί του και τ’ αποφάσισε. Κόψτε όλους τους κατοίκους στα μέτρα μου και πέντε πόντους κοντότερους, διέταξε.

Νομίζω, δεν χρειάζεται να περιγράψω με λεπτομέρειες τι ακολούθησε στη χωρά Χ. Όλοι σας έχετε φαντασία και μπορείτε με μεγάλη ακρίβεια να το φανταστείτε. Όμως δεν μπορώ να μη σας πω, να σας μεταφέρω το κλάμα, τις κραυγές, τις φωνές, τον πόνο, το αίμα που χύθηκε. Να μη σας περιγράψω τις εικόνες των κομμένων ποδιών και χεριών. Να μη σας πω, αυτό οφείλω να σας το πω, ότι στη χώρα Χ που διοικεί ο κοντός πρόεδρος δεν υπάρχει κανένας ψηλότερος απ’ αυτόν άνθρωπος. Ίσως, ίσως και να μην υπάρχουνε ούτε καν άνθρωποι. Ναι, στ’ αλήθεια, δεν υπάρχουνε πια άνθρωποι γιατί αυτά τα κορμιά που σέρνονται στους δρόμους, στα πεζοδρόμια, που κυλιούνται πάνω στα κοντά κρεβάτια, στα πάρκα, στις εκκλησίες, δεν είναι άνθρωποι. Γιατί δεν έχουνε πόδια, δεν έχουνε χέρια, και πολλά απ’ αυτά τα κορμιά δεν έχουνε ούτε καν κεφάλια. Ο κοντός πρόεδρος μέσα στη δίψα του και μέσα στη χαρά του, μέσα στο πανηγύρι της οριστικής λύσης που βρήκε τους έκοψε και τα κεφάλια ακόμα, ιδιαίτερα αυτών που και με κομμένα χέρια και κομμένα πόδια ήταν ακόμα και πάλι ψηλότεροι.

Εδώ θα μπορούσα να τελειώσω τη διήγησή μου για τη χώρα Χ που διοικείται —δικτατορεύεται κατ’ άλλους— απ’ τον κοντό πρόεδρο που κονταίνοντας τους άλλους έγινε αυτός ψηλότερος. Πρέπει όμως να σας πω πως τέτοια γεγονότα δεν συμβαίνουν καθημερινά. Γι’ αυτό μην αναστατώνεστε και πολύ περισσότερο μη χαλάτε την ησυχία σας. Και προς Θεού μην αγανακτήσετε και ριχτείτε πάνω στους κοντούς συνανθρώπους σας που θέλουνε να ψηλώσουνε ή που θέλουν να κοντύνουν εσάς για να φαίνονται εκείνοι ψηλότεροι. Άλλωστε εμείς δεν έχουμε κοντούς ανάμεσά μας! Δεν με πιστεύετε; Ρίχτε μια ματιά γύρω σας. Μέσα στο εργοστάσιο που δουλεύετε, στο γραφείο σας, στο ίδιο σας το σπίτι για να μην πάτε μακριά. Έχετε δει ποτέ κοντό άνθρωπο; Αλλά κι αν ακόμα είναι κάποιος κοντός ανάμεσά μας έδειξε ποτέ ότι διακατέχεται από το άγχος, από την επιθυμία να κοντύνει εσάς για να φαίνεται εκείνος ψηλότερος; Δεν έχετε δει, είναι σίγουρο. Εγώ τουλάχιστον είμαι σίγουρος, σίγουροι δεν είστε και σεις; Πέστε μου!

Όμως για να ξαναγυρίσω στη χώρα Χ, γιατί εμείς μετά απ’ αυτή την εμπεριστατωμένη έρευνα που κάναμε παραπάνω, βεβαιωθήκαμε πως δεν υπάρχει κανένας κοντός ανάμεσά μας —και πολύ περισσότερο δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι κοντοί. Και επειδή σας άφησα σ’ ένα σημείο που φάνηκε ότι οι δυνάμεις του κακού, ο κοντός πρόεδρος δηλαδή, ήταν νικητής. Και αφού σε καμιά περίπτωση δεν πιστεύω πως οι δυνάμεις του κακού τελικά είναι αυτές που κερδίζουν —και θα σας ζητούσα να το πιστέψετε και σεις αυτό, γιατί τότε μονάχα δεν θα κερδίζουν αυτές οι δυνάμεις, πρέπει να σας πω τις τελευταίες μου εντυπώσεις από τη χώρα του κοντού προέδρου.

Ο άμυαλος κοντός πρόεδρος, δίνοντας εντολή να κοντύνουν τους πολίτες της χώρος του, δεν μπορούσε να σκεφτεί πως τα πόδια, τα χέρια, τα κεφάλια, τα άκρα γενικά των ανθρώπων δεν είναι εκείνα που τελικά συνεχίζουν και πολύ περισσότερο αλλάζουν τη ζωή. Έτσι διέταξε να τους κόψουν τα χέρια, τα πόδια, τα κεφάλια των πιο ψηλών, κανενός όμως δεν σκέφτηκε να διατάξει να του κόψουν τα γεννητικά όργανα. Αυτά που μεταφέρουνε τη συνέχεια, που γεννάνε. Πίστευε ο δυστυχής ότι οι σακάτηδες κάτοικοι της χώρας του, χωρίς πόδια και χωρίς χέρια και πολλοί χωρίς κεφάλια δεν θα είχαν ούτε την αντοχή, ούτε τη θέληση να κάνουνε έρωτα, να γεννήσουνε. Όμως ετούτοι οι σακάτηδες με μια τεράστια δύναμη ρίχτηκαν ο ένας πάνω στον άλλο, ο ένας μέσα στον άλλον και όργωσαν και ίδρωσαν και έσπειραν παιδιά. Και φούσκωσαν οι κοιλιές των γυναικών, των σακατεμένων γυναικών.

Φεύγοντας απ’ τη χώρα Χ, κοντά στο αεροδρόμιο με τα αεροπλάνα που είχαν το μέγεθος του κοντού προέδρου άκουσα το πρώτο κλάμα μωρού. Του πρώτου μωρού που γεννήθηκε στη χώρα του κοντού προέδρου. Του πρώτου μωρού που γεννήθηκε από σακάτηδες γονείς και που το ίδιο γεννήθηκε και με χέρια και με πόδια και με κεφάλι. Και όταν σηκώθηκε το αεροπλάνο κι έκανε ένα γύρο πάνω απ’ τη χώρα, τη χώρα των σακατεμένων, άκουσα και δεύτερο και τρίτο και τέταρτο και μετά έχασα το μέτρημα. Και δεν ξέρω ακόμα αν αυτά που άκουσα ήταν κλάματα ή γέλια. Ένα όμως ξέρω κι αυτό μπορώ να το πω με βεβαιότητα. Ανάμεσα στα κλάματα ή τα γέλια των μωρών, ανάμεσα στις χιλιάδες κλάματα ή γέλια, ανάμεσα στα εκατομμύρια κλάματα ή γέλια, άκουσα —και το άκουσα πολύ καθαρά— το πρώτο βογκητό του προέδρου. Κι αυτό για μένα σημαίνει πολλά —δεν ξέρω τι σημαίνει για σας. Σημαίνει πως ο κοντός πρόεδρος σε λίγα χρόνια θα χει να κάνει πάλι με ψηλούς, ψηλότερους απ’ αυτόν ανθρώπους. Κι αυτό για μένα σημαίνει πολλά — δεν ξέρω για σας τι σημαίνει!…

Νίκος Αντωνάκος

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ, αρ. τεύχους 18, Απρίλης 1985.
Εικόνα: Francis Bacon, “Screaming Pope”
(Ποιος ήταν ο Νίκος Αντωνάκος, διαβάστε ΕΔΩ)

Μεταφορά στο διαδίκτυο – επιμέλεια: Οικοδόμος