Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος –  Γκέρντα Τάρο (1910-1937):  Το πρώτο θύμα στην ιστορία του πολεμικού φωτορεπορτάζ 

Ο Ισπανικός Εμφύλιος ήταν η πρώτη μεγάλη σύγκρουση με τον φασισμό στον 20ο αιώνα.   Ήταν επίσης ο πρώτος πόλεμος στην Ιστορία, όπου σκηνές από τα πολεμικά μέτωπα και τα μετόπισθεν αποτυπώνονταν σε καθημερινή βάση σε εφημερίδες και περιοδικά, στην Ισπανία και σε ολόκληρο τον Κόσμο.

Στις 17-18 Ιουλίου 1936, πέντε στρατηγοί μεταξύ των οποίων  ο Φρανθίσκο Φράνκο, διοικητής στο Ισπανικό Μαρόκο, κάνουν στρατιωτικό πραξικόπημα,  με σκοπό να  ανατρέψουν την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, που είχε προκύψει από τις (διπλές) εκλογές του Φεβρουαρίου-Μαρτίου  του ίδιου έτους. Οι στασιαστές έχουν τη δηλωμένη υποστήριξη και συνεργασία της συμμαχίας των Δεξιών κομμάτων, της Ισπανικής Καθολικής Εκκλησίας και των Μοναρχικών. Έχουν, επιπλέον,  ρητές εγγυήσεις για χρηματοδότηση του εγχειρήματος από μεγαλοκτηματίες, τραπεζίτες και βιομηχάνους.

Αντίθετα από τις αρχικές προσδοκίες των πραξικοπηματιών για ομαλή  και γρήγορη  κατάληψη των σημαντικών μεγάλων πόλεων και των κέντρων εξουσίας της χώρας, το πραξικόπημα συναντά μη αποδοχή από αρκετούς αξιωματικούς του Στρατού και αντίσταση από τα λαϊκά στρώματα, με συνέπεια να διαφαίνεται η αποτυχία του. Η πλειοψηφία δε των 40.000 ανδρών της ισπανικής λεγεώνας και των μαροκινών του Φράνκο που είναι οι πιο ετοιμοπόλεμες και πειθαρχημένες δυνάμεις των στασιαστών παρέμεναν αποκλεισμένες στο Μαρόκο. Κι αυτό, για το λόγο ότι μεγάλο μέρος του Στόλου, συχνά μετά από ανταρσίες των ναυτών, είχε πάρει το μέρος της Δημοκρατίας.

Διέξοδο στη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει ο στασιαστές θα δώσουν η ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία στα τέλη του Ιουλίου, όταν αποφασίζουν ξεχωριστά και κατόπιν σε συνεργασία να συνδράμουν τους πραξικοπηματίες και να αποστείλουν την πρώτη δόση μιας μεγάλης στρατιωτικής βοήθειας: μεταγωγικά αεροπλάνα,  βομβαρδιστικά και καταδιωκτικά, καθώς και πολεμικό υλικό και εφόδια.

Οι σχετικές αποφάσεις της Ρώμης και του Βερολίνου ελήφθησαν όταν από υπόγεια διπλωματικά κανάλια και πηγές τούς έγινε γνωστό ότι η μεν Γαλλία δεν σχεδίαζε να πάρει ενεργά μέρος υπέρ της δημοκρατικά εκλεγμένης Ισπανικής κυβέρνησης, οι δε πολιτικές και οικονομικές βρετανικές ελίτ βεβαίωναν ότι ήταν ευμενώς διακείμενες προς το εγχείρημα  των πραξικοπηματιών, διότι, όπως θεωρούσαν,  έτσι θα έμπαινε φρένο στη μετατροπή της Ισπανίας σε  προπύργιο της Σοβιετικής Ένωσης στο δυτικό άκρο της Ευρώπης.

Στη συνέχεια του πολέμου, η ιταλο-γερμανική στρατιωτική υποστήριξη κλιμακώθηκε (με την αποστολή συνολικά 80.000 περίπου ανδρών) και αποτέλεσε  έναν από τους βασικότερους παράγοντες που συντέλεσαν στην τελική στρατιωτική επικράτηση των πραξικοπηματιών, στις αρχές του 1939.

Εκτός από τις  ιδεολογικές συγγένειες των δύο φασιστικών καθεστώτων  με τους πραξικοπηματίες  και, επιπλέον, τις γεωπολιτικές στοχεύσεις τους στη Μεσόγειο, τις πύλες του Ατλαντικού, τα παιχνίδια ισορροπίας με την Μ. Βρετανία  και την απομόνωση της Γαλλίας,  υπήρχε κι ένας ακόμη ειδικότερος αλλά σημαντικός λόγος για την ευρείας κλίμακας στρατιωτική εμπλοκή της Ιταλίας και της Γερμανίας στον Ισπανικό Εμφύλιο. Η περίπτωση συνιστούσε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για δοκιμές  νέων όπλων και μεθόδων μάχης  σε πραγματικές συνθήκες: ανάπτυξη μηχανοκίνητων μονάδων, αερομεταφορά στρατευμάτων, (νυχτερινές) αεροπορικές επιχειρήσεις βομβαρδισμού κατοικημένων περιοχών,  χρήση ισχυρών εμπρηστικών βομβών κλπ.  Με λίγα λόγια, η Ισπανία προσφερόταν για πρόβα μπροστά στον επερχόμενο μεγάλο πόλεμο.

Από την άλλη μεριά, η πολιτική της μη-επέμβασης με πρωτοβουλία της Μ. Βρετανίας συνεπικουρούμενης από τις ΗΠΑ, μη εξαιρουμένης της Γαλλίας του απογοητευτικού Γαλλικού Λαϊκού Μετώπου, είχε τον χαρακτήρα κυνικής φάρσας: η υποτιθέμενη ουδετερότητα είχε ως άμεση  συνέπεια οι διεθνείς αγορές να παραμείνουν κλειστές για την Ισπανική Δημοκρατία. Συγχρόνως όμως οι  πραξικοπηματίες, ως αντίπαλοι του «μπολσεβικισμού», διατηρούσαν πρόσβαση στη διεθνή αγορά με διάφορους τρόπους, χάρη στις συμπάθειες  που έχαιραν στις ελίτ, στον διεθνή επιχειρηματικό κόσμο και στους  μεγιστάνες.

Η στάση της μη-επέμβασης αποδείχτηκε εντέλει  μια  συγκεκαλυμμένη μα προαποφασισμένη καταδίκη σε θάνατο της Ισπανικής Δημοκρατίας διά του οικονομικού στραγγαλισμού και του αποκλεισμού της από το διεθνές τραπεζικό σύστημα  και από το διεθνές εμπόριο εφοδίων και όπλων.

Οι όροι της αναμέτρησης φάνηκε ότι θα άλλαζαν αποφασιστικά όταν,  στα μέσα Οκτωβρίου 1936,  έφτασε  στο λιμάνι της Καρθαγένης η πρώτη αποστολή  της σοβιετικής βοήθειας με βαρύ οπλισμό. Από τις υπόλοιπες χώρες, μόνο το Μεξικό παρείχε στην Ισπανική Δημοκρατία  οικονομική βοήθεια, πιστώσεις και στρατιωτικά εφόδια από την αρχή του πολέμου, και έκανε δεκτό το ισπανικό  νόμισμα στις μεταξύ τους συναλλαγές.

Με το ξέσπασμα της σύγκρουσης γίνεται αμέσως αντιληπτή η κοσμοϊστορική σημασία της. Πολλοί αγωνιστές από όλον τον Κόσμο είναι πεισμένοι ότι δεν πρόκειται μόνο για την πρώτη, αλλά για την τελευταία ευκαιρία να αντιμετωπιστεί ο φασισμός πριν εξαπλωθεί στην Ευρώπη. Πρόκειται για δεκάδες χιλιάδες όσοι παίρνουν έμπρακτα θέση στη σύγκρουση με την ένταξή τους στις Διεθνείς Ταξιαρχίες και σε διάφορα άλλα σώματα ξένων εθελοντών.

Στο ίδιο πνεύμα, ένας μεγάλος αριθμός  διανοουμένων, καλλιτεχνών και δημοσιογράφων τίθενται στην υπηρεσία της Ισπανικής Δημοκρατίας. Αρκετοί καταφτάνουν στη χώρα  με όλους τους δυνατούς τρόπους,  με σκοπό να συνεισφέρουν από κοντά κι έμπρακτα στην υπεράσπισή της. Να γίνουν αυτόπτες μάρτυρες των ιστορικών γεγονότων και να τα διαδώσουν στον Κόσμο.

Στις αρχές Αυγούστου 1936,  φτάνει στη Βαρκελώνη το ζευγάρι  της  Γκέρτα Ποχόριλε (Gerta Pohorylle) και του Έντρε Φρίντμαν (Endre Friedmann). Νέοι, πολιτικοποιημένοι και  αντιφασίστες,  βρίσκονται σε δημοσιογραφική αποστολή ως ανταποκριτές  φωτογράφοι του γαλλικού περιοδικού «Vu».

Παρίσι 1933-1936

Τον Σεπτέμβριο του 1933, ο Έντρε Φρίντμαν, Ούγγρος Εβραϊκής καταγωγής,  γεννημένος το 1913 στη Βουδαπέστη, προλαβαίνοντας τα χειρότερα μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία, θα  αφήσει το Βερολίνο και θα καταλήξει στο Παρίσι. Από το 1931 σπούδαζε δημοσιογραφία στο Βερολίνο και δούλευε ως φωτογράφος φριλάνς.  Μόλις φτάσει στη Γαλλία θα μετατρέψει το όνομά του σε Αντρέ για να ακούγεται γαλλικό.

Τον Οκτώβριο του 1933, η Γκέρτα Ποχόριλε κατόρθωσε να διαφύγει από τη Γερμανία και να αυτοεξοριστεί στο Παρίσι. Γεννημένη στη Στουτγκάρδη το 1910 από γονείς  Πολωνοεβραϊκής καταγωγής,  φυλακίστηκε  για σύντομο χρονικό διάστημα από το ναζιστικό καθεστώς, επειδή σχετιζόταν με το Γερμανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα των Εργατών, που προερχόταν από μια μικρή διάσπαση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος.

Στο Παρίσι η  Γκέρτα τα φέρνει δύσκολα βόλτα. Εκμεταλλευόμενη ότι είναι πολύγλωσση κάνει διάφορες δουλειές,  μα στηρίζεται στην αλληλεγγύη φίλων και άλλων συνεξόριστων. Το 1935  φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Γερμανού, επίσης εξόριστου, αντιφασίστα και (από ανάγκη) φωτογράφου Φρεντ Στάιν (Fred Stein, 1909-1967) και της γυναίκας του Λίλο Ζάλτσμπουργκ.  Την ίδια εποχή, ο Στάιν παραχωρούσε περιστασιακά τον σκοτεινό του θάλαμο στον συνήθως απένταρο Αντρέ. Ο Αντρέ και η Γκέρτα έχουν ήδη γνωριστεί, το 1935 ερωτεύονται και αποφασίζουν να συζήσουν.

Ο Αντρέ διδάσκει φωτογραφία στην Γκέρτα  κι εκείνη γίνεται γι αυτόν ένας είδος μάνατζερ. Στη συνέχεια,  είμαστε ακόμη στο 1935, η Γκέρτα προσλαμβάνεται ως βοηθός της Μαρίας Άισνερ (Maria Eisner, 1909-1991) που είχε μόλις ιδρύσει  το  πρακτορείο Alliance Photo, με το οποίο είχε ξεκινήσει να συνεργάζεται κι ο Αντρέ.

Η γένεση ενός από τα σημαντικότερα ονόματα στη φωτογραφία, ίσως του διασημότερου στο πολεμικό φωτορεπορτάζ, συνέβη εκείνη την περίοδο.  Το 1935,  η Γκέρτα είχε την ιδέα να πλασάρει τον Αντρέ ως  Ρόμπερτ Κάπα (Robert Capa, 1913-1954). Έναν υποτίθεται επιτυχημένο Αμερικάνο φωτογράφο, με την ελπίδα να προσδώσει  κύρος (και υψηλότερη τιμή πώλησης) στις φωτογραφίες του Αντρέ.  Η ίδια, επίσης, αλλάζει το όνομά της και υιοθετεί το ψευδώνυμο  Γκέρντα Τάρο (Gerda Taro) με το οποίο θα εμφανιστεί στο επαγγελματικό φωτορεπορτάζ, στις αρχές του 1936. Είναι αλήθεια ότι το κόλπο με την πλαστή καλλιτεχνική ταυτότητα  του Αντρέ αποκαλύπτεται γρήγορα, όμως οι δύο φωτογράφοι θα εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούν τα καλλιτεχνικά τους ψευδώνυμα  με τα οποία έγιναν τελικά  γνωστοί. [φωτογραφία του ζευγαριού από τον Φρεντ Στάιν.]

Ο Ρόμπερτ και η Γκέρντα, το καλοκαίρι του 1936, θα φωτογραφήσουν τις μεγάλες διαδηλώσεις και απεργίες στο Παρίσι, μεταξύ των οποίων και σκηνές με τους απεργούς  των πολυκαταστημάτων Λαφαγιέτ [εδώ από τον Ρόμπερτ Κάπα: φώτο, φώτο, φώτο]. Στις 14 Ιούλη 1936, ο Κάπα  καταγράφει  σκηνές από τις εκδηλώσεις για τον εορτασμό της επετείου για την πτώση της Βαστίλης, που διοργανώνει η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου.

Βαρκελώνη 1936

Όταν η Γκέρντα κι ο Ρόμπερτ  φτάνουν στη Βαρκελώνη συναντούν τον τρίτο της παριζιάνικης φωτογραφικής παρέας, τον  πολωνικής καταγωγής Ντέιβιντ Σίμουρ (David Seymour -γεν. ως Dawid Szymin- 1911-1956) γνωστό ως «Σιμ» («Chim»). Μάλιστα, είναι πολλές οι γνωστές και φημισμένες φωτογραφίες του Σίμουρ από τις ανταποκρίσεις του στην Ισπανία, πριν και κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου [π.χ. φώτο, φώτο].  Αρκετά αργότερα, το 1947, οι Σίμουρ και  Κάπα μαζί με τον Ανρί Καρτιέ-Μπρεσσόν (Henri Cartier-Bresson,  1908-2004),  θα ιδρύσουν στις ΗΠΑ  το συνεταιριστικό πρακτορείο φωτογραφιών «Magnum Photos».

Τον Αύγουστο του 1936, όσοι από τον κρατικό μηχανισμό, τον Στρατό και τη Χωροφυλακή είχαν μείνει  πιστοί στη Δημοκρατία μαζί με τα πλήθη των απλών ανθρώπων, δημοκράτες, αναρχικούς, σοσιαλιστές, κομμουνιστές και τα συνδικάτα  είχαν καταφέρει να αποσοβήσουν την κατάληψη της πόλης από τους στασιαστές.

Ο Κάπα και η Τάρο βρίσκουν μια πόλη με οδοφράγματα [φώτο] και σε κατάσταση πυρετωδών προετοιμασιών για την άμυνά της. Ένας από τους βασικούς κορμούς της προσπάθειας είναι η Πολιτοφυλακή: εθελοντικές λαϊκές ομάδες που οπλίζονται και εκπαιδεύονται. Αρκετές φωτογραφίες του Κάπα και της Τάρο από εκείνες τις ημέρες  αφορούν την καθημερινότητα των πολιτοφυλάκων. Ο φακός τους αποτυπώνει νέους άνδρες και  νέες γυναίκες που με αισιοδοξία αναλαμβάνουν την ιστορική ευθύνη για ένοπλη υπεράσπιση της δημοκρατικής εξουσίας. [φώτοφώτο]

Η προσοχή των δύο φωτογράφων έλκεται από την  έντονη δημόσια παρουσία και δράση των γυναικών της Βαρκελώνης.  Γυναίκες που φοράνε παντελόνια και  απλά λαϊκά εργατικά πουκάμισα ή είναι ντυμένες στρατιωτικά [φώτο],  παίρνουν τα όπλα, ζούνε ελεύθερες όσο ποτέ πριν. [φώτο, φώτο]

Σε σύγκριση με άλλες δυτικές ευρωπαϊκές χώρες, η παραδοσιακή θέση της γυναίκας στην Ισπανική κοινωνία ήταν άθλια, λόγω των αναχρονιστικών θεσμών της καθυστερημένης Ισπανικής μοναρχίας και της διαχρονικής  σύμφυσης  του Κράτους με την Ισπανική Καθολική Εκκλησία, στο γενικότερο πλαίσιο παραγωγικής και οικονομικής καθυστέρησης της χώρας.

Το Ισπανικό γυναικείο κίνημα,  κατά τις πρώτες δεκαετίες  του εικοστού αιώνα, σε συντονισμό με τις προσπάθειες  προοδευτικών αστικών και σοσιαλιστικών δυνάμεων, είχαν καταφέρει την ωρίμανση προοδευτικών θεσμικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες  πραγματοποιήθηκαν το 1931 από την πρώτη κυβέρνηση (σοσιαλιστών και ρεπουμπλικάνων) της λεγόμενης Δεύτερης Δημοκρατίας. Οι γυναίκες για πρώτη φορά απέκτησαν ανεξάρτητη νομική οντότητα,  τα βασικά δικαιώματα του πολίτη, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Επίσης, το 1932, καθιερώθηκε ο πολιτικός γάμος και το δικαίωμα για διαζύγιο κι από τα δύο φύλα. Κάποια από τα μέτρα αμφισβητήθηκαν πρόσκαιρα από την δεξιά υπερσυντηρητική κυβέρνηση συνασπισμού που αναδείχτηκε στις εκλογές του 1933 και διήρκησε μέχρι τις επόμενες εκλογές του Φεβρουαρίου του 1936.

Με τη δυναμική αντίσταση στο πραξικόπημα της 17ης-18ης Ιουλίου διαφάνηκε επίσης η ιστορική ευκαιρία ότι η ακραία πατριαρχική περιθωριοποίηση αιώνων των γυναικών στην Ισπανική κοινωνία θα σαρώνονταν  μια για πάντα  από τη λαϊκή αποφασιστικότητα για σύγκρουση με τις δυνάμεις της πολιτικής και κοινωνικής αντίδρασης και καθυστέρησης.

Οι δύο φωτογράφοι κινούνται μαζί και τυχαίνει να φωτογραφίσουν το ίδιο θέμα, όπως το ζευγάρι του πολιτοφύλακα, με το τουφέκι στο χέρι, και τη φίλη του σε μια ξέγνοιαστη στιγμή [φώτο, φώτο].

Κάποιες από τις φωτογραφίες της Τάρο έχουν την υπογραφή της, κάποιες άλλες συγχέονται με εκείνες του Κάπα. Όμως για τις φωτογραφίες της συγκεκριμένης πρώτης περιόδου του ζευγαριού  δεν είναι δύσκολο  να διαπιστωθεί η πατρότητά τους. Η Γκέρντα χρησιμοποιεί μια Rolleiflex που παράγει φωτογραφίες σχήματος τετραγώνου, ενώ από τη  Leica του Ρόμπερτ  οι φωτογραφίες βγαίνουν σε σχήμα ορθογωνίου.

Η Τάρο, τον Αύγουστο του 1936, κάνει φωτορεπορτάζ από την εκπαίδευση μιας ομάδας νεαρών γυναικών της Πολιτοφυλακής, στην παραλία της Βαρκελώνης [φώτο].  Οι εκπαιδευόμενες είναι μέλη του Ενοποιημένου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Καταλωνίας («αδελφού» κόμματος στην Καταλωνία του  Κομμουνιστικού Κόμματος της Ισπανίας).

Η διασημότερη ίσως  φωτογραφία της Τάρο  από τη Βαρκελώνη εκείνων των ημερών  προέρχεται από  τη συγκεκριμένη δουλειά: μια νεαρή πολιτοφύλακας που εξασκείται στη  σκοποβολή με πιστόλι.

Στα μέτωπα της Ισπανίας, 1936-1937

Μετά τη Βαρκελώνη οι δύο φωτογράφοι θα βρεθούν στο μέτωπο της Αραγώνας. Έπειτα από μια στάση στη Μαδρίτη, σειρά έχει το μέτωπο της Κόρδοβας. Κοντά στο χωριό  Εσπέχο (Espejo) της επαρχίας της Κόρδοβας, στις αρχές Σεπτέμβρη του 1936,  ο Κάπα θα πραγματοποιήσει μία από τις διασημότερες φωτογραφίες του («ο θάνατος ενός πολιτοφύλακα») στην οποία αποθανατίζεται η στιγμή όπου η σφαίρα βρίσκει τον άτυχο πολιτοφύλακα.

Στα  τέλη του Σεπτέμβρη θα επιστρέψουν στο Παρίσι. Κλείνουν συμφωνία με το αριστερό γαλλικό  περιοδικό «Regards». Ο Κάπα γυρίζει αμέσως στη Μαδρίτη κι εκεί θα καλύψει στην πρώτη γραμμή του μετώπου τις κρίσιμες μάχες της Πανεπιστημιούπολης, κατά τη διάρκεια της πρώτης επίθεσης και  πολιορκίας της Ισπανικής πρωτεύουσας  από τις δυνάμεις των στασιαστών (Νοέμβριος 1936),

Στις αρχές του 1937, η Τάρο αρχίζει να χρησιμοποιεί μια Leica, χάρη στην οποία μπορεί να τραβάει φωτογραφίες πιο εύκολα και πιο γρήγορα. Το ζευγάρι, εκτός από  το  περιοδικό «Regards»,  έχει συμβόλαιο και με τη γαλλική εφημερίδα «Ce Soir», που εκδίδεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας. Παράλληλα δουλεύουν κι ως φριλάνς. Παρόλο που κανείς από τους δύο δεν έχει στη διάθεσή του επίσημα ταξιδιωτικά  έγγραφα από το Γαλλικό κράτος, κάνουν χρήση της  δημοσιογραφικής διαπίστευσης, που είναι όμως  έγκυρη για  είσοδο αποκλειστικά  στην Ισπανία.

Τον Φεβρουάριο, ο Ρόμπερτ και η Γκέρντα κάνουν εκτεταμένο φωτορεπορτάζ  για το «Regards» από τις ατέλειωτες φάλαγγες των προσφύγων της Μάλαγας, [φώτο, φώτο].  Πρόκειται για μία από τις πολλές περιπτώσεις φρίκης του Ισπανικού Εμφυλίου, όταν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι (ίσως και εκατό χιλιάδες συνολικά) ξεσπιτώθηκαν από τον φόβο των αντιποίνων από τους εθνικιστές και τους Ιταλούς φασίστες που πολιορκούσαν και τελικά κατέλαβαν την «κόκκινη» πόλη, όπως οι ίδιοι την αποκαλούσαν. Μετά την κατάληψη της πόλης πιάστηκαν και εκτελέστηκαν περίπου τέσσερις χιλιάδες ως ύποπτοι υποστηρικτές της Δημοκρατίας.

ατά τη φυγή τους,  στον δρόμο προς την Αλμερία,  οι πρόσφυγες βομβαρδίστηκαν από τη ναζιστική αεροπορία και τα κανόνια των φρανκικών και των ιταλικών πλοίων που ήταν  κοντά στην ακτή, δίχως καμιά αντίδραση από τα παραπλέοντα  πλοία του Βρετανικού ναυτικού. Το έγκλημα αυτό έμεινε  γνωστό ως η «σφαγή στον δρόμο Μάλαγας-Αλμερίας» («masacre de la carretera Málaga-Almería»).

Η Γκέρντα με τον καιρό  γίνεται περισσότερο αυτόνομη. Κάνει φωτογραφικό ρεπορτάζ στην πρώτη γραμμή των μετώπων μόνη της, χωρίς τον Κάπα. Κι αυτό, για μια γυναίκα εκείνη την εποχή ήταν πολύ πιο δύσκολο και δημιουργούσε πολύ εντονότερη εντύπωση από ό,τι θα μπορούσαμε να φανταστούμε σήμερα.

Από τη συγκεκριμένη περίοδο δημοσιεύεται μια σειρά σημαντικών φωτογραφιών της. Πολλές δε από  τις φωτογραφίες των δύο φωτογράφων, μετά από κοινή συμφωνία, έχουν την υπογραφή «Capa et Taro».  Στα δύο πρώτα τεύχη του Απριλίου 1937  δημοσιεύονται  στο «Regards» φωτογραφίες με την κοινή υπογραφή,  καθώς και με τη μοναδική υπογραφή της  Τάρο (με ένα τυπογραφικό λάθος στο όνομά της). Πρόκειται για φωτορεπορτάζ από το μέτωπο στη Γκουανταλαχάρα [εδώ κι εδώ],  μετά την ταπεινωτική  ήττα που υπέστη εκεί το ιταλικό φασιστικό εκστρατευτικό σώμα με αντίπαλο τις Διεθνείς Ταξιαρχίες, με τη συμμετοχή ενός μεγάλου αριθμού Ιταλών αντιφασιστών. Η Τάρο, στη συνέχεια, θα είναι παρούσα στις μάχες κατά την επίθεση των Δημοκρατικών βορείως της Μαδρίτης  στο Πέρασμα της Ναβαθεράδα, κοντά στη Σεγόβια.

 Στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού, όταν στις 12 Ιουλίου του 1937 εγκαινιάστηκε το Περίπτερο της Ισπανικής Δημοκρατίας,  εκτέθηκε για πρώτη φορά η «Γκερνίκα»  του Πάμπλο Πικάσο [εδώ φώτο από τον Σίμουρ]. Επίσης, μαζί με έργα αρκετών άλλων καλλιτεχνών παρουσιάστηκαν και φωτογραφίες των Κάπα, Τάρο και Σίμουρ. Το Ισπανικό Περίπτερο ήταν μια   κραυγή καταγγελίας και για τα εγκλήματα πολέμου των φρανκιστών και των ναζι-φασιστών συμμάχων τους και για τον αργό θάνατο της Ισπανικής Δημοκρατίας από ασφυξία, που της είχε επιβάλει η πολιτική της μη-επέμβασης. Συγχρόνως, ήταν μια μεγάλη  δημόσια εκδήλωση που είχε στόχο να δείξει την αντοχή και την πίστη της Ισπανικής Δημοκρατίας για αγώνα  μέχρι τέλους.

Οι τελευταίες φωτογραφίες της Τάρο προέρχονται από το μέτωπο της Μπρουνέτε (Brunete), τριάντα χιλιόμετρα δυτικά της Μαδρίτης, και την εκεί νίκη των Δημοκρατικών, στις 6 Ιουλίου 1937. Τις εβδομάδες που θα ακολουθήσουν θα επέλθει ανατροπή στις ισορροπίες του μετώπου, με συνέπεια  οι Δημοκρατικές δυνάμεις να υποχρεωθούν σε  άτακτη υποχώρηση. Η Τάρο,  παρούσα στη χαοτική κατάσταση της υποχώρησης, θα τραυματιστεί θανάσιμα, όταν ένα τανκ των δημοκρατικών έπεσε κατά λάθος πάνω στο φορτηγό από το οποίο έχει πιαστεί για να διαφύγει. Ο θάνατός της θα επέλθει την επόμενη μέρα,  στις 26 Ιουλίου 1937.

Η σορός της εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στη Μαδρίτη και κατόπιν στη Βαλένθια. Από εκεί, συνοδεία του Γάλλου συγγραφέα Πώλ Νιζάν, έφτασε στο Παρίσι ανήμερα των εικοστών εβδόμων γενεθλίων τής Τάρο. Στην κηδεία της, που θα οργανωθεί από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας, θα παραβρεθούν εκατό και πλέον χιλιάδες κόσμος. Ο Πάμπλο Νερούδα και ο Λουί Αραγκόν εκφώνησαν τους επικήδειους λόγους.  Ο τάφος της βρίσκεται στο νεκροταφείο Περ-Λασέζ (Père-Lachaise) του Παρισιού και διακοσμήθηκε από τον Ιταλό γλύπτη Αλμπέρτο Τζακομέτι (Alberto Giacometti, 1901-1966).

Στο βιβλίο με τίτλο «Death in the making» (1938), αφιερωμένο στη μνήμη της Τάρο, ο Ρόμπερτ Κάπα δημοσιεύει πολλές φωτογραφίες τής Τάρο και δικές του, μαζί και κάποιες του Σίμουρ, όλες από τα ρεπορτάζ τους στην Ισπανία.

Από την ημέρα που η Τάρο απέκτησε την επαγγελματική κάρτα της φωτορεπόρτερ μέχρι το θάνατό της πέρασαν μονάχα 18 μήνες. Σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα κατάφερε να γίνει γνωστή στο χώρο της φωτογραφίας και στην κοινή γνώμη, χάρη και στην ποιότητα της δουλειάς της και στο γεγονός, παρόμοια με τον Κάπα, πως δεν δίσταζε να βρεθεί στην πρώτη γραμμή της μάχης.

Αρκετές φωτογραφίες της Τάρο δημοσιεύτηκαν ανώνυμα, εξαιτίας της πολιτικής που ακολουθούσαν τότε τα έντυπα να μην αποδίδουν απαραίτητα την αναγνώριση που όφειλαν στους φωτογράφους. Άλλες φωτογραφίες, όπως είπαμε, έχουν είτε την υπογραφή της είτε την κοινή υπογραφή με τον Κάπα. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετές δεκαετίες για να έρθει στο φως το φωτογραφικό αρχείο των αρνητικών του Κάπα από τα ρεπορτάζ στην Ισπανία. Ο Κάπα αναγκάστηκε να αφήσει το αρχείο του στο Παρίσι το 1939, όταν έφυγε εσπευσμένα για τις ΗΠΑ. Χάρη στα ευρήματα αυτά έγινε δυνατή η λεπτομερής μελέτη του έργου της Τάρο, καθώς επίσης επιβεβαιώθηκε η πατρότητα αρκετών φωτογραφιών της που μέχρι τότε ήταν αμφίβολη.

Περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την τύχη του παρισινού αρχείου του Κάπα και την  υπόθεση που είναι πλέον γνωστή ως «η μεξικάνικη βαλίτσα» δίνονται παρακάτω, στη σημείωση 2.

Πολλές φωτογραφίες των Κάπα, Τάρο, και Σίμουρ, αλλά και άλλων, όπως του Αγκουστί Σεντέγιες ι Οσό (Agustí Centelles i Ossó, 1909-1985) – επονομαζόμενου κι ως «ο Καταλανός Ρόμπερτ Κάπα»- ή της Ουγγαρέζας -και φίλης του Κάπα- πολιτογραφημένης  στη συνέχεια Μεξικανής,  Κάτι Χόρνα (Kati Horna, 1912-2000) έχουν μεγάλη αξία τόσο για την Ιστορία της τέχνης της φωτογραφίας και του φωτορεπορτάζ, όσο και για το γεγονός ότι αποτελούν ανεκτίμητες μαρτυρίες για τα ιστορικά γεγονότα και τη διαμόρφωση της συλλογικής ιστορικής μνήμης  για τη συγκεκριμένη  περίοδο.

Το οδυνηρό τέλος της  νεαρότατης Γκέρντα Τάρο έχει καταγραφεί ως ο πρώτος θάνατος φωτορεπόρτερ σε πολεμικό μέτωπο.  Ο Ρόμπερτ Κάπα θα σκοτωθεί  από νάρκη το 1954, κατά την κάλυψη του πρώτου πολέμου της Ινδοκίνας. Ο Ντέιβιντ Σίμουρ, επίσης, θα πέσει κι αυτός θύμα στον πόλεμο του Σουέζ, μάλιστα μετά την κήρυξη της ανακωχής, στα τέλη του  1956.

                                                                                                                                               [Φωτογραφία τίτλου: Ρ. Κάπα,
Η Γκέρντα Τάρο στο μέτωπο της Κόρδοβας,
Σεπτέμβρης 1936.]

Σημειώσεις    

  1. Τη δεκαετία του 1930 συμβαίνει να έχουν ήδη συντελεστεί τρεις βασικές τεχνολογικές εξελίξεις, ο συνδυασμός των οποίων έκανε εφικτή τη μεγάλη άνθιση της φωτοδημοσιογραφίας. Η πιο πρόσφατη από τις τρεις ήταν η κατασκευή και διάθεση στο ευρύ κοινό μικρών και συμπαγών, ελαφριών και γρήγορων φωτογραφικών μηχανών. Τα πρώτα  μοντέλα ήταν των γερμανικών εταιρειών Ermanox (1924) και ιδιαίτερα της Leica (1925) που χρησιμοποιούσε (το ασύγκριτα βολικότερο) φιλμ σε ρολό.  Από τις  άλλες δύο τεχνολογικές εξελίξεις, η μία έχει να κάνει  με μια σχετικά παλαιότερη εφεύρεση στην τυπογραφία -που πρωτοχρονολογείται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα- αλλά και τις διαδοχικές οικονομικότερες εφαρμογές της:  αναφερόμαστε στις τεχνικές, γνωστές ως «halftone»,  χάρη στις οποίες κατέστη εφικτή η ταυτόχρονη εκτύπωση κειμένου και φωτογραφιών. Η τρίτη τεχνολογική εξέλιξη συνιστά τη δυνατότητα  αποστολής φωτογραφιών μέσω τηλεγράφου. Πρόκειται για την ανάπτυξη της φωτοτηλεγραφίας (βλ. σχετικό λήμμα στην αγγλική wikipedia). Οι πρώτες αποτελεσματικές συσκευές φωτοτηλεγραφίας μπήκαν σε χρήση κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα  και σε μεγαλύτερο εύρος  από τη δεκαετία του ‘30 κι έπειτα.
  1. Η τύχη του φωτογραφικού αρχείου του Κάπα στο Παρίσι και «η μεξικάνικη βαλίτσα»

Το φθινόπωρο του 1939 ο Κάπα καταφέρνει να πάρει βίζα και να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Επειδή οι γαλλικές αρχές αρνήθηκαν να του χορηγήσουν τα απαραίτητα έγγραφα για να αιτηθεί τη βίζα, πιθανά λόγω της φήμης του ως φιλοκομμουνιστή, ο ειδικός πρόξενος της Χιλής στο Παρίσι, o Πάμπλο Νερούδα, ανέλαβε να τον εφοδιάσει με ό,τι χρειαζόταν.  Λίγο πριν την αναχώρησή του παραδίδει το στούντιό του  στον  φίλο του  Τάτσι Τσιγκάνι (Taci Czigany). Κάποια άλλα πράγματά του, μεταξύ των οποίων διάφορα αρνητικά και μερικά σημειωματάρια, τα αφήνει στον γείτονα του, φωτογράφο και κομμουνιστή, Εμίλ Μίλερ (Émile Muller). Με τη γερμανική κατοχή,  ο Μίλερ για ασφάλεια τα κρύβει όλα  στη σοφίτα του.

Μετά το θάνατο του Ρόμπερτ το 1954, ο αδελφός του Κορνέλ (Cornell Capa, 1918-2008), φωτογράφος κι ο ίδιος, προσπαθεί για χρόνια να βρει τα ίχνη του  φωτογραφικού αρχείου του αδερφού του από την περίοδο του Παρισιού.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, μετά τον θάνατο του Τσιγκάνι, το στούντιο αδειάζεται και πολλά κουτιά με φωτογραφίες πετιούνται στα σκουπίδια. Διασώζεται μόνο ένα μικρό μέρος τους.

Το 1979, από τα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών της Σουηδίας, ανασύρεται μία βαλίτσα που ανήκε στον Χουάν Νεγκρίν (Juan Negrín, 1892-1956), ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός της Ισπανικής Δημοκρατίας στο διάστημα 1937-1939. Στο εσωτερικό της υπήρχαν ενενήντα επτά φωτογραφίες των Κάπα, Τάρο, Σίμουρ και Στάιν, πολλές από τις οποίες ήταν ανέκδοτες. Είναι πιθανό ότι η βαλίτσα  παραδόθηκε στον Νεγκρίν το 1940  από τον  Ίμρε «Τσίκι» Βάις (Imre «Cziki» Weiss, 1911-2006), ενώ ο τελευταίος έψαχνε να βρει τρόπο να φύγει από τη Γαλλία, μετά τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς.  Ο Βάις,  παιδικός φίλος του Κάπα,  ήταν υπεύθυνος  για την οργάνωση του υλικού του Κάπα και της Τάρο, για την εκτύπωση των φωτογραφιών και την αποστολή τους στα διάφορα έντυπα. Ο Βάις  συνελήφθη από τις γαλλικές αρχές το 1940 και φυλακίστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μαρόκο. Χάρη στις ενέργειες  και τη διαμεσολάβηση των αδελφών Κάπα, το 1941, απελευθερώθηκε και κατόπιν κατάφερε να φτάσει στο Μεξικό.

Το 1983, ο φωτογράφος Μπερνάρ Ματουσιέρ (Bernard Matussiere), ο οποίος από καιρό κατοικούσε στο σπίτι του Μίλερ, αδειάζοντας κάποια στιγμή τη σοφίτα, βρήκε ένα μπλοκ με  172 αρνητικά και φωτογραφίες από την Ισπανία και την Κίνα.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, στα Εθνικά Αρχεία του Παρισιού ανακαλύπτονται  οκτώ μπλοκ που περιέχουν περίπου 250 φωτογραφίες μικρού μεγέθους των Κάπα,  Σίμουρ και Τάρο. Το υλικό ανήκε στο Υπουργείο Εσωτερικών Υποθέσεων και πιθανότατα  προερχόταν από μια κατάσχεση στο πρακτορείο Alliance Photo της Μαρίας Άισνερ.

Είναι όμως στα μέσα της δεκαετίας του 1990 που συνέβη η σημαντικότερη ανακάλυψη και που είναι πλέον γνωστή  ως «η μεξικανική βαλίτσα». Στην πραγματικότητα πρόκειται για τρία κουτιά, τα οποία εικάζεται ότι κάποτε φυλάσσονταν σε μια βαλίτσα. Συνολικά βρέθηκαν περίπου  4500 αρνητικά μαζί με επεξηγηματικές σημειώσεις. Τα κουτιά τα ανακάλυψε ο εγγονός του σκηνοθέτη Μπέντζαμιν Ταρβέρ, ο οποίος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις  με τον Κορνέλ Κάπα που διήρκεσαν πάνω από δέκα χρόνια, και οι οποίες ολοκληρώθηκαν μόλις το 2007.

Τα ευρήματα της μεξικάνικης βαλίτσας βρίσκονται πλέον στο Διεθνές Κέντρο Φωτογραφίας της Νέας Υόρκης (International Center of Photography, ICP).  Η ανασύνθεση της ιστορίας και των διαδρομών που ακολούθησε  το πλούσιο αυτό υλικό έχει ακόμη πολλά κενά.  Αυτό που είναι σχετικά εξακριβωμένο είναι ότι ο Κάπα εμπιστεύθηκε τα κουτιά στον Βάις και αυτός, το 1939, τα παρέδωσε σε έναν πρώην Ισπανό πολιτοφύλακα, με σκοπό να φτάσουν στα χέρια της Χιλιανής ή της Μεξικανικής διπλωματικής αποστολής. Πριν έρθουν και πάλι στο φως  τα κουτιά βρίσκονταν για χρόνια  στην κατοχή του Μεξικανού στρατηγού Φρανσίσκο Αγκιλάρ Γκονζάλες (Francisco Aguilar González, 1895-1972 ), διπλωμάτη του Μεξικού στο Παρίσι την επίμαχη περίοδο, πολύ πιθανά χωρίς αυτός να έχει καν αντιληφθεί το περιεχόμενό τους.

Από το 2007, οι μελετητές του ICP, που ιδρύθηκε από τον Κορνέλ Κάπα το 1974, ανέλυσαν τα αρνητικά της μεξικάνικης βαλίτσας, διεκπεραιώνοντας το πολύτιμο έργο της εξακρίβωσης διάφορων φωτογραφιών που εσφαλμένα θεωρούνταν ότι ανήκαν στον Κάπα. Χάρη σε αυτήν την προσπάθεια, η συμβολή στη γέννηση του πολεμικού φωτορεπορτάζ και η ποιότητα του έργου της Γκέρντα Τάρο  αναδείχτηκαν με μεγαλύτερη σαφήνεια.

Πηγές

  1. Marc Aronson & Marina Budhos, «Eyes of the World – Robert Capa, Gerda Taro & the invention of modern photojournalism», ‎ εκδ. Henry Holt Books, 2017.
  2. Cornell Capa, «Robert Capa – Photographs», εκδ. Aperture, 1996.
  3. Robert Capa, «Death in the making», εκδ. Covici-Friede 1938 (σελίδες του βιβλίου ονλάιν).
  4. Robert Capa: International Center of Photography (λινκ), Magnum Photos (λινκ).
  5. Walter Guadagnini, Monica Poggi, «Robert Capa, Gerda Taro», εκδ. Dario Cimorelli, 2024.
  6. Gabriel Jackson, «The Spanish Republic and the Civil War, 1931-1939», εκδ. Princeton University Press, 1972 (3η ανατύπωση).
  7. Paul Preston, «The Spanish Civil War – Reaction, Revolution & Revenge», εκδ. Harper Press, 2006.
  8. Paul Preston, Ann L. Mackenzie, The Republic besieged – Civil War in Spain 1936-1939, εκδ. Edinburgh University Press, 1996.
  9. David (Chim) Seymour: International Center of Photography (λινκ), Magnum Photos (λινκ).
  10. Fred Stein: http://www.fredstein.com/biography
  11. Gerda Taro: International Center of Photography (λινκ), Magnum Photos (λινκ).
  12. «The story of the Mexican Suitcase» (λινκ), «The Mexican Suitcase», (λινκ).

Πέτρος Δημόπουλος
<[email protected]>

Ακολουθήστε το Ατέχνως σε
Google News, Facebook και Twitter

Ατέχνως Καλές Διακοπές