Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι δώδεκα μήνες Ελληνικό λαϊκό παραμύθι[1]

Τρίπρακτο θεατρικό έργο για παιδιά

Θεατρική προσαρμογή: ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

 

12MinesΠΡΟΣΩΠΑ:

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
ΜΑΝΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ, μαθητής Γ΄ Δημοτικού, 9 χρόνων
ΚΩΣΤΑΣ, μαθητής Α΄ Δημοτικού, 7 χρόνων
ΜΑΡΙΑ, μαθήτρια Α΄ Δημοτικού, 7 χρόνων
ΒΑΣΙΛΗΣ, νήπιο, 6 χρόνων
ΕΛΕΝΗ, νήπιο, 5 χρόνων
ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ
ΦΙΛΕΝΑΔΑ ΤΗΣ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑΣ
12 ΜΗΝΕΣ

 

ΠΡΑΞΗ 1η

Σκηνή 1η

 [Όλα διαδραματίζονται σε μια μικρή, φτωχική κάμαρη, που βρίσκεται στ’ αριστερά της σκηνής, όπου ζει μια χήρα γυναίκα με τα πέντε παιδιά της. Ένας σοφράς και γύρω κάθονται καταγής πάνω σε μια φλοκάτη η μάνα με τα παιδιά της. Στα δεξιά βρίσκεται μια τέντα με ημίφως.]

ΚΩΣΤΑΣ: Μάνα, γιατί δεν έχουμε πατέρα, όπως τ’ άλλα παιδιά;

ΜΑΝΑ: Κώστα μου, αυτό το έχουμε συζητήσει τόσες και τόσες φορές. Δεν έχω τίποτ’ άλλο να σας πω. Μη με βασανίζετε.

ΓΙΑΝΝΗΣ: Κώστα, έχει δίκιο η μάνα μας. Κι εγώ στενοχωριέμαι που πέθανε ο πατέρας, αλλά δεν κάνω έτσι.

ΜΑΝΑ: Ελάτε τώρα να σας βάλω να φάτε.

ΒΑΣΙΛΗΣ: Πάλι χυλό, μάνα; Τον έχω βαρεθεί. Δε θέλω πια. Τον σιχαίνομαι.

ΓΙΑΝΝΗΣ: (Με αυστηρό ύφος) Βασίλη, ξέρεις καλά, όπως όλοι μας, πως η αρχόντισσα δε δίνει στη μάνα μας ούτε ένα γωνιάδι ψωμί, απ’ αυτό που της ζυμώνει η μάνα μας.

ΜΑΡΙΑ: Γι’ αυτό έρχεται πάντα στο σπίτι με τα ζυμάρια στα χέρια της, τα πλένει με παστρικό νερό και μας φτιάχνει χυλό. Τι άλλο να κάνει η καημένη για να φάμε και να μην πεθάνουμε απ’ την πείνα;

ΜΑΝΑ: Νομίζετε, παιδιά μου, ότι δεν καταλαβαίνω πως έχετε βαρεθεί το χυλό; Αλλά τι να κάνω; Το ξέρω ότι είναι άδικο τα παιδιά της αρχόντισσας να θρέφονται με πολλά και παχιά φαγιά κι εσείς να τρώτε μόνο χυλό.

ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι, μάνα, μα κοίτα εμάς πώς είμαστε σαν μπουμπουκάκια, πώς παχαίνουμε και κοίτα τα παιδιά της αρχόντισσας πώς είναι αδύνατα, σαν τσίροι.

ΜΑΝΑ: Δίκιο έχεις, Γιαννάκη μου. Ελάτε να φάτε τώρα, μη μου πάθετε τίποτα και δε θα τ’ αντέξω.

ΕΛΕΝΗ: Ερχόμαστε, μάνα. Πεινάμε πολύ.

 

Σκηνή 2η

 (Δύο καλοντυμένες γυναίκες περνούν τη σκηνή από τα δεξιά προς τ’ αριστερά)

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Γιατί τα παιδάκια μου είναι αδύνατα, ενώ τα ταΐζω με του κόσμου τα φαγιά; Και γιατί της φτωχιάς χήρας τα παιδιά είναι παχουλά και αφράτα; Τι να συμβαίνει άραγε, μωρέ φιλενάδα;

ΦΙΛΕΝΑΔΑ ΤΗΣ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑΣ: Θρέφονται και παχαίνουν τα παιδιά της φτωχιάς, γιατί παίρνει την τύχη των παιδιών σου στα χέρια της και την πηγαίνει στα δικά της παιδιά.

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Αλήθεια;

ΦΙΛΕΝΑΔΑ ΤΗΣ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑΣ: Γι’ αυτό κείνα παχαίνουν και τα δικά σου ξεπέφτουν και χαλούν.

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Και πώς παίρνει την τύχη στα χέρια της;

ΦΙΛΕΝΑΔΑ ΤΗΣ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑΣ: Με τα ζυμάρια που έχει στα χέρια της. Γιατί, όμως, την αφήνεις να τα παίρνει μαζί της;

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Δεν το έχω προσέξει…

ΦΙΛΕΝΑΔΑ ΤΗΣ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑΣ: Γιατί, λοιπόν, την αφήνεις να φύγει από το παλάτι με άνιφτα τα χέρια της; Μόλις τελειώνει το ζύμωμα, να τη βάζεις να πλένει καλά τα χέρια της. Κατάλαβες;

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Κατάλαβα. Έτσι θα κάνω…

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Το πίστεψεν η αρχόντισσα και, όταν ήρθε η μέρα για να ζυμώσει πάλι, δεν την άφησε τη φτωχιά να φύγει με άνιφτα χέρια, μόνο την έβαλε και νίφτηκε καλά καλά, για ν’ απομείνει η τύχη μέσ’ στο παλάτι της. Κι η φτωχιά πήγε στο σπίτι της με δάκρυα στα μάτια της.

 

Σκηνή 3η

 (Η μάνα μπαίνει στο σπίτι με καθαρά τα χέρια της. Τα παιδιά το παρατηρούν και…)

ΓΙΑΝΝΗΣ: Γιατί μάνα είναι καθαρά τα χέρια σου; Πού είναι τα ζυμάρια;

ΜΑΡΙΑ: Τι θα φάμε τώρα μάνα;

(Τότε όλοι βάζουν τα κλάματα…)

ΜΑΝΑ: Μερώστε, παιδιά μου, και μην κλαίτε και θα σας βρω κανένα κομμάτι ψωμί να σας φέρω. Θα πάω στη γειτονιά να ζητήσω. Ελπίζω να μου δώσουν κανένα ξερογώνιαδο[2], να το μουσκέψω στο νερό για να κόψει η πείνα σας.

ΕΛΕΝΗ: Γρήγορα, μάνα, πεινάμε. Πήγαινε κι εμείς σε περιμένουμε.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Και πήγε από πόρτα σε πόρτα και τρόμαξε να βρει να της δώσουν ένα ξερογώνιαδοκαι το μούσκεψε καλά καλά με το νερό και το μοίρασε στα παιδιά της, κι αφού φάγανε, τα έβαλε και πλαγιάσανε και κοιμηθήκανε. Κι αυτή απάνω τα μεσάνυχτα παίρνει τα μάτια της και φεύγει, για να μην ιδεί τα παιδιά της να πεθαίνουν από την πείνα.

 

ΠΡΑΞΗ 2η

Σκηνή 1η

 (Η μάνα μπαίνει στη σκηνή από τ’ αριστερά και κατευθύνεται σε μια τέντα, όπου κάθονται δώδεκα παλικάρια και συζητούν… Ένα από τα παλικάρια ανάβει ένα ένα τα κεριά του πολυέλαιου, που κρέμεται από το ταβάνι της τέντας. Κάτω από τον πολυέλαιο κρέμεται μια σφαίρα, σαν τόπι…)

(Τρία παλικάρια είναι ντυμένα ίδια με τους τρεις μήνες της Άνοιξης. Στα χέρια τους κρατούν λουλούδια. Άλλα τρία είναι ίδια με τους τρεις μήνες του Καλοκαιριού. Στα χέρια τους κρατούν ξερά στάχυα. Άλλα τρία με τους μήνες του Φθινοπώρου, με τσαμπιά σταφύλια και άλλα τρία με τους μήνες του Χειμώνα, τα οποία φορούν μακριές λευκές γούνες).

ΜΑΝΑ: Γεια σας, παιδιά μου.

ΟΛΑ ΜΑΖΙ: Καλώς τη θείτσα. Κόπιασε να φάμε.

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ: Από πού μας έρχεσαι;

ΜΑΝΑ: Από πολύ μακριά.

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ: Πώς είναι η χώρα σου;

ΜΑΝΑ: Είναι πολλή όμορφη και την αγαπώ. Τη λένε Ελλάδα.

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ: Τους περισσότερους μήνες κάνει ζέστη ή κρύο στη χώρα σου;

ΜΑΝΑ: Τους περισσότερους κάνει καλό καιρό, κάνει ζέστη, έχει λιακάδα, μερικούς μήνες, όμως, κάνει κρύο, χιονίζει, παγώνουμε.

ΜΑΡΤΙΟΣ: Ε! θείτσα, πώς περνάτε με τους τρεις μήνες του χρόνου, τον Μάρτη, τον Απρίλη και τον Μάη;

ΜΑΝΑ: Καλά περνούμε, παιδιά μου. Και μάλιστα, αφού έρθουν αυτοί οι μήνες, πρασινίζουν τα βουνά κι οι κάμποι και στολίζεται η γης με λογιών λογιών λουλούδια και βγαίνει μια μοσχοβολάδα, που ανασταίνεται ο άνθρωπος. Αρχίζουν και κελαηδούν όλα τα πουλιά. Βλέπουν οι ζευγίτες τα χωράφια τους πράσινα και χαίρεται η καρδιά τους κι ετοιμάζουν τις αποθήκες τους. Ώστε δεν έχουμε τίποτα να παραπονεθούμε για το Μάρτ’, Απρίλ’ και Μάη, γιατί ρίχνει ο θεός φωτιά και μας καίει για την αχαριστιά μας.

ΙΟΥΝΙΟΣ: Εμ, ο Θεριστής, ο Αλωνάρης κι ο Αύγουστος πώς σας φαίνονται;

ΜΑΝΑ: Και γι’ αυτούς τους μήνες δεν έχουμε τίποτα να παραπονεθούμε, γιατί με τη ζέστα που κάνουν, ωριμάζουν τα γεννήματα και όλα τα οπωρικά. Τότε θερίζουν οι ζευγίτες τα σπαρτά τους κι οι περιβολαρέοι συμμαζεύουν τα οπωρικά τους. Και μάλιστα οι φτωχοί πολύ είναι ευχαριστημένοι απ’ αυτούς τους μήνες, γιατί δε χρειάζονται πολλά και ακριβά ρούχα.

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ: Με τους μήνες Σεπτέμβρη, Οκτώβρη και Νοέμβρη πώς τα πάτε;

ΜΑΝΑ: Αυτούς τους μήνες μαζεύουν οι άνθρωποι τα σταφύλια και τα κάνουν κρασί. Κι έχουν αυτό το καλό που μας δίνουν είδηση πως έρχεται ο χειμώνας και έτσι φροντίζουν οι άνθρωποι για ξύλα, για κάρβουνα και για βαριά ρούχα, για να ζεσταίνονται.

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ: Εμ, τους μήνες Δεκέμβρη, Γενάρη και Φλεβάρη πώς περνάτε;

ΜΑΝΑ: Α! Αυτοί οι μήνες πολύ μας αγαπούν κι εμείς πολύ τους αγαπάμε. Μα θα ρωτήσετε γιατί. Να γιατί! Επειδή οι άνθρωποι είναι φυσικά αχόρταγοι και θέλουν να δουλεύουν ολοχρονίς, για να κερδαίνουν πολλά, έρχονται αυτοί οι μήνες του χειμώνα και μας περιμαζώνουν τριγύρω στη γωνιά και μας ξεκουράζουν απ’ τις δουλειές του καλοκαιριού. Τους αγαπούν κι οι άνθρωποι, γιατί με τις βροχές τους και με τα χιόνια τους μεγαλώνουν όλα τα σπαρτά κι όλα τα χορτάρια. Ώστε, παιδιά μου, όλ’ οι μήνες καλοί κι άξιοι είναι και κάνουν καθένας τη δουλειά του. Εμείς οι άνθρωποι καμιά βολά δεν είμαστε καλοί.

(Ο Απρίλιος σηκώνεται, βγαίνει έξω και επιστρέφει με μια λαγήνα, δηλαδή ένα πήλινο κιούπι, ταπωμένο[3] και απευθύνεται προς τη μάνα…)

ΑΠΡΙΛΙΟΣ: Άντε τώρα, θείτσα, πάρε αυτή τη λαγήνα και πήγαινε στο σπίτι σου να ζήσεις τα παιδιά σου.

ΜΑΝΑ: Τι έχει μέσα, παιδιά μου;

ΙΟΥΛΙΟΣ: Μη ρωτάς, και στο δρόμο μη τύχει και την ανοίξεις.

ΜΑΝΑ: Δεν την ανοίγω. Πολλά τα έτη σας, παιδιά μου.

ΟΛΑ ΜΑΖΙ: Ώρα καλή, θείτσα.

 

Σκηνή 2η

 (Το μέρος της τέντας σκοτεινιάζει και φωτίζεται το σπίτι της μάνας, όπου τα παιδιά της ακόμη κοιμούνται)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Και ίσια ίσια την ώρα που χάραξε, ήρθε κι αυτή στο σπίτι της κι ηύρε τα παιδιά της ακόμα να κοιμούνται. Κι άπλωσε ένα σεντόνι κι άδειασε τη λαγήνα κ’ είδε πως ήταν γεμάτη με φλουριά και κόντεψε να τα χάσει απ’ τη χαρά της.

(Ο αφηγητής σταματάει μέχρι η μάνα να ξαναβάλει τα φλουριά μέσα στη λαγήνα. Η μάνα βγαίνει από τη σκηνή)

Αφού έφεξε καλά, πήγε στο φούρνο της αγοράς κι αγόρασε πέντ’ έξι ψωμιά και καμιάν οκά τυρί και (ενώ η μάνα ξαναμπαίνει στη σκηνή…) ξύπνησε τα παιδιά της, τα ένιψε, τα συγύρισε κ’ ύστερα τους έδωσε ψωμί και τυρί και φάγανε τα καημένα και χορτάσανε καλά.

(Η μάνα βγαίνει από τη σκηνή.)

Ύστερα αγόρασε ένα κιλό σιτάρι και το πήγε στο μύλο και το άλεσε, το ζύμωσε και πήγε τα ψωμιά στο φούρνο και ψηθήκανε.

Και την ώρα που γύριζε από το φούρνο με την πινακωτή τα ψωμιά στον ώμο και πήγαινε στο σπίτι της…

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Μπα, τι βλέπω! Πινακωτή… Ψωμιά… Πού τα βρήκες τα χρήματα για τόσα καλούδια;

ΜΑΝΑ: Είμαστε βλέπεις τυχεροί…

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Τυχεροί; Από πού; Πώς; Πότε;

ΜΑΝΑ: Ας είναι καλά τα δώδεκα παλικάρια του χρόνου, που συνάντησα.

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Ποια παλικάρια; Ποιανού χρόνου; Πού τα συνάντησες; Δεν καταλαβαίνω τίποτα.

ΜΑΝΑ: Τους δώδεκα μήνες, λέω, που συνάντησα στην Πέρα Χώρα, κάτω από μια τέντα.

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Ποια τέντα; Ποιους μήνες; Και γιατί είστε τυχεροί;

ΜΑΝΑ: Μακριά εκεί, στην Πέρα Χώρα, συνάντησα τους δώδεκα μήνες του χρόνου: Το Γενάρη, το Φλεβάρη και όλα τα’ αδέρφια τους. Και μου ’δωσαν μια λαγήνα με φλουριά για να ζήσω τα παιδιά μου. Είμαστε χορτάτοι τώρα και χαρούμενοι…

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Έτσι, ε; (Πικρόχολα) Μπράβο, μπράβο… (Ειρωνικά) Άντε γεια, τώρα. Στο καλό.

ΜΑΝΑ: Γεια και σε σένα, αρχόντισσα (Πάντοτε καλοσυνάτα).

 

(Και οι δυο αποχωρούν από τη σκηνή)

ΠΡΑΞΗ 3η

Σκηνή 1η

 (Φωτίζεται η δεξιά πλευρά της σκηνής, με την τέντα)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ζήλεψε η αρχόντισσα κ’ έβαλε στο νου της, με πονηριά και με κακία, να πάει κι αυτή σ’ εκείνα τα παλικάρια, στην Πέρα Χώρα.

Τη νύχτα, λοιπόν, αφού αποκοίμισε τον άντρα της και τα παιδιά της, βγήκε από το σπίτι της και πήρε το δρόμο και πάει κ’ ηύρε την τέντα, που ήτανε οι δώδεκα μήνες και…

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Καλησπέρα σας, παλικάρια μου.

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ: Καλώς την κοκόνα[4], πώς ήταν και μας καλοδέχτηκες και μας ήρθες;

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Είμαι φτωχιά κ’ ήρθα να με βοηθήσετε.

ΜΑΪΟΣ: Πολύ καλά. Πεινάς; Θέλεις να φας;

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Όχι, σας ευχαριστώ. Είμαι χορτάτη.

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ: Πολύ καλά, Και πώς περνάτε στη χώρα σας;

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Και μη χειρότερα…

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ: Εμ, και πώς περνάτε με τους μήνες;

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Πώς να περάσουμε. Ο καθένας τους έχει την οργή του. Ενώ από τον Αύγουστο είμαστε συνηθισμένοι στη ζέστα, έρχεται μάνι μάνι ο Σεπτέμβρης, ο Οκτώβρης κι ο Νοέμβρης και μας κρυώνουν και άλλον τον πιάνει παροξυσμός και άλλος πουντιάζει. (Οι τρεις μήνες αλληλοκοιτάζονται, εκφράζοντας σιωπηλά την οργή τους).

Ύστερα μπαίνουν οι χειμωνιάτικοι μήνες Δεκέμβρης, Γενάρης και Φλεβάρης και μας παγώνουν και γεμίζουν οι δρόμοι χιόνια και δεν μπορούμε να βγούμε όξω και μάλιστα κείνος ο Κουτσοφλέβαρος! (Οι τρεις μήνες θυμώνουν περισσότερο και προπαντός ο Φλεβάρης).

Αμ ’κείνοι πάλι οι ξεμωραμένοι μήνες, Μάρτης, Απρίλης και Μάης! Δεν το νιώθουν πως είναι πιο κοντά στους καλοκαιρινούς μήνες, μόν’ θέλουν κι αυτοί να συμπεριφέρονται σαν τους χειμωνιάτικους, ώστε να καταντούν το χειμώνα να έχει εννιά μήνες…! (Κι αυτοί οι μήνες θυμώνουν με τα λεγόμενά της). Και δεν μπορούμε να βγούμε όξω την Πρωτομαγιά να πιούμε τον καφέ με το γάλα και να κυλιστούμε στα χορτάρια.

Ύστερα έρχονται οι μήνες Θεριστής, Αλωνιστής και Αύγουστος. Αυτοί πάλι έχουν μανία να μας πνίγουν στον ιδρώτα με τη ζέστα που κάνουν. Και μάλιστα απ’ τη ζέστα του Δεκαπενταύγουστου μας πιάνει νευρική κρίση και έρχονται και οι δρίμες[5] και μας χαλνούν τ’ ασπρόρουχα στις απλωσταριές.

Τι να σας πω, παλικάρια μου; Περνούμε με τους μήνες μια ζωή αβάσταχτη…!

(Τότε σηκώνεται ο Φλεβάρης και δίνει στην αρχόντισσα μια λαγήνα ταπωμένη και της λέει:)

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ: Πάρε αυτή τη λαγήνα, κι όταν πας στο σπίτι σου, να σφαλιστείς καλά μονάχη σ’ ένα δωμάτιο, κλείνοντας πόρτες και παράθυρα, και να τ’ αδειάσεις. Μονάχη, όμως. Εντάξει; Μο-να-χη!!! Στο δρόμο μην τύχει και ανοίξεις τη λαγήνα. Κατάλαβες;

ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Κατάλαβα, παλικάρι μου, κατάλαβα. Μονάχη μου. Μονάχη. Και στο δρόμο δε θ’ ανοίξω τη λαγήνα, που μου δώκατε. (Με υποκριτικά έντονα και παρατεταμένα γέλια). Σ’ ευχαριστώ, σας ευχαριστώ όλους σας. Να είστε καλά. Γεια σας.

(Οι μήνες δεν της απαντούν, σηκώνονται και περιφρονητικά της γυρίζουν την πλάτη τους και φεύγουν προς την αντίθετη κατεύθυνση.)

 

Σκηνή 2η

(Φωτίζεται μόνο το κέντρο της σκηνής)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η αρχόντισσα γυρίζοντας στο σπίτι της σφαλίστηκε σ’ ένα δωμάτιο ολομόναχη και ξετάπωσε τη λαγήνα και την άδειασε πάνω στη φούστα της βιαστικά και με απληστία. Και τι να δει! Αντί για φλουριά όπως περίμενε, έπεσαν πάνω της πολλά, μα πολλά φίδια! (Ακούγεται δυνατή μουσική) Και χυθήκανε απάνω της και τη φάγανε ολοζώντανη. Και άφησε τα παιδιά της ορφανά, γιατί δεν είναι καθόλου καλό να ζηλεύει κανείς και να κατηγορεί τους άλλους, να είναι πονηρός και κακός…

(Ακούγεται απαλή και γλυκιά μουσική) Η φτωχιά, όμως, με την αγαθή της καρδιά και με τη γλυκιά της τη γλώσσα, αρχόντυνε και γίνηκε μεγάλη κοκόνα και πρόκοψε και τα παιδιά της.

Να! Αυτό είναι που λένε «καλά στερνά».

(Ακούγεται εύθυμη μουσική και όλοι οι ηθοποιοί βγαίνουν στη σκηνή και υποκλίνονται στους θεατές).

 

 

[1]. Θεατρικό έργο, κατάλληλο ν’ ανεβαστεί στη σχολική σκηνή και στην ερασιτεχνική θεατρική σκηνή για παιδιά.

[2]. Ένα κομμάτι ξηρού, μπαγιάτικου ψωμιού, μια σκληρή γωνία από καρβέλι.

[3]. Βουλωμένο, που έχουν βάλει πάνω στο στόμιο της λαγήνας μια τάπα, ένα βούλωμα.

[4]. Αρχόντισσα.

[5]. Οι δαίμονες, που το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου, κατά τη λαϊκή μας παράδοση, έρχονται και λερώνουν τα ασπρόρουχα και κάνουν κακό σε όποιον έρχεται σε επαφή με το νερό.