Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι κινητοποιήσεις στις φυλακές και η «επιλεκτική» υποστήριξη

Γράφει ο Θανάσης Αλεξίου //

Από τις 18 Μάιου 2017 οι κρατούμενοι στις φυλακές της χώρας βρίσκονται σε κινητοποιήσεις. Μεταξύ των αιτημάτων τους είναι η κατάργηση του νόμου που αφορά τις αποφυλακίσεις κρατουμένων, την κατάργηση του εισαγγελικού βέτο για την χορήγηση αδειών, την αθροιστική έκτιση της ποινής που διπλασιάζει ουσιαστικά το χρόνο φυλάκισης κ.ά. Κατά περίεργο τόπο και ενώ έχει εκφραστεί η υποστήριξη σε κρατούμενους για πολιτικούς λόγους, υπάρχει μια επιφύλαξη απέναντι στα αιτήματα των ποινικών κρατουμένων.
Ας μου επιτραπεί να αναπτύξω κάποιες σκέψεις που ευελπιστώ να συμβάλλουν στην πολιτική παρουσίαση τους προβλήματος. Πρώτα απ’ όλα θα έλεγα πως υπάρχουν δύο επίπεδα προσέγγισης της πραγματικότητας. Το ένα είναι το βιωματικό-ταξικό, όπως οι άνθρωποι ζουν και νιώθουν τα πράγματα, και ένα πολιτικό, όπου τα βιώματα συναντιούνται με τα βιώματα και την εμπειρία άλλων ανθρώπων, και αφού δουλευτούν μπορούν να γενικευτούν, να γίνουν γνώση, για να διαμορφώσουν κοινωνική συνείδηση αλλά και πολιτικό λόγο. Ωστόσο στο πρώτο επίπεδο, εκεί που βιώνουμε την πραγματικότητα ως ζωντανοί άνθρωποι, -ο Μαρξ λέει «ιστορικοί άνθρωποι»-, νιώθουμε τους άλλους ανθρώπους που σκύβουν στο πρόβλημα, που ξημεροβραδιάζουν και τρέχουν για τα ζητήματα των φυλακισμένων, ως «δικούς μας ανθρώπους». Γνωρίζουμε πως «η ενότητα στη δράση» μπορεί να δημιουργήσει περιπλοκές στο δεύτερο επίπεδο (στο πολιτικό), να βλέπουμε δηλαδή το δέντρο και να χάνουμε το δάσος. Ωστόσο από τη στιγμή που αυτό μένει πίσω (εξαιτίας και αντικειμενικών δυσχερειών) δεν υπάρχει άλλος δρόμος.

Εδώ γνωρίζουμε «την καλοσύνη των ανθρώπων», όπως το γράφει ο Δημήτρης Χατζής, στον «Σιούλα τον Ταμπάκο». Αυτό μας αρκεί και δεν χρειάζεται “αριστερόμετρο”. Αυτοί τώρα που στο όνομα μιας μικροαστικής αντίληψης θέλουν τα πράγματα τακτοποιημένα, στη σειρά, ως το ένα επίπεδο να βγάζει γραμμικά στο άλλο χωρίς να παρεμβαίνει η πραγματικότητα της φυλακής (η αυθαιρεσίας του εισαγγελέα κ.λπ.) αγνοούν ότι η πραγματικότητα είναι ανάκατη. Αγνοούν δηλαδή ότι χωρίς ταξικό-βιωματικό ένστικτο, δεν μπορεί να υπάρχει ταξική συνείδηση αλλά ούτε και χειραφετητική δράση, αν δεχτούμε τη θέση του Μαρξ, «το κοινωνικό γίγνεσθαι φτιάχνει την κοινωνική συνείδηση». Πως λοιπόν θα πάμε στο δεύτερο επίπεδο, της πολιτικής δράσης, αν δεν «οξειδωθούμε στη νοτιά ανθρώπων» με τα συναπαντήματα, τα ξέφωτα, αλλά και τις δυσκολίες και τις απογοητεύσει,ς με τους άλλους ανθρώπους. Πως θα φτιαχτούν ταυτότητες ότι ανήκουμε κάπου, δηλαδή συνείδηση για το ποιοι  είμαστε, και οριοθετήσεις έναντι αντιπάλων (ταξική συνείδηση) για να υπάρξει συλλογική δράση;
Και ύστερα, πώς να κατανοήσουν πραγματικά οι «ποινικοί κρατούμενοι», που από τις 18 Μάιου 2017 βρίσκονται σε κινητοποιήσεις, αυτή την «επιλεκτική» υποστήριξη, -αυτονόητη και δίκαιη κατά τα άλλα-, σε ανθρώπους που καταδικάζονται με σαθρά κατηγορητήρια σε πολυετή στέρηση της ελευθερίας για «τρομοκρατία», όταν τα «λαμόγια» με ή χωρίς χακί κυκλοφορούν ελεύθερα (εγκληματικότητα «λευκού κολλάρου»). Μια «επιλεκτική» υποστήριξη που όμως επικαλύπτει το ουσιαστικό πρόβλημα που έχει να κάνει με τις συνθήκες ζωής στις φυλακές με την αυθαιρεσία, με την ίδια την ύπαρξη των φυλακών. Μόνο στις φυλακές της Θήβας βρίσκονται κάπου 500 ψυχές και δεκάδες μικρά παιδιά σε απαράδεκτες συνθήκες (βλ επιστολή κρατουμένων). Τι γίνεται, λοιπόν, με τους «ποινικούς» που δεν έχουν ούτε κοινωνικά δίκτυα, ούτε πολιτικό κεφάλαιο, σχεδόν κανέναν, εκτός από μια μάνα που αναστενάζει και τους περιμένει, για να θέσουν τα προβλήματά τους; Και να σκεφτεί κανείς ότι η συντριπτική πλειοψηφία από αυτούς προέρχονται από τα εργατικά και λαϊκά στρώματα ενώ οι περισσότεροι είναι στη φυλακή, καθώς το κοινωνικό αδιέξοδο έγινε και προσωπικό αδιέξοδο;
Αν αναλογιστούμε λοιπόν ότι οι κινητοποιήσεις των κρατουμένων γίνονται σε συνθήκες απόλυτης ανελευθερίας, σε συνθήκες καταπίεσης και εκβιασμών, που αποσκοπούν στη σύνθλιψη και στον εκμηδενισμό της προσωπικότητάς τους (σωφρονισμό το λένε οι «ειδικοί» της ψυχής και του μυαλού») στην μετατροπή τους σε πειθήνια όργανα, ο αγώνας τους γίνεται μέρος του γενικότερου αγώνα. Εξάλλου γνωρίζουμε (και εξαιτίας του Φουκώ, Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής), πως η φυλακή αποτέλεσε το παράδειγμα για την οργάνωση της φάμπρικας και του εργοστασίου. Ήταν τα «άσυλα εργασίας» της Βικτωριανής Αγγλίας (workhouses), όπου κυριολεκτικά οι άνθρωποι μαντρώθηκαν για ένα κομμάτι ψωμί, για να εγχαραχτούν κυριολεκτικά πάνω τους (στο σώμα και στην ψυχή) η «ηθική» αξία της μισθωτής εργασίας, της «μισθωτής σκλαβιάς».

Συνεπώς η υποστήριξή μας στα αιτήματα των κρατουμένων οφείλει να είναι το ίδιο ανεπιφύλακτη, όπως και στις άλλες περιπτώσεις. Εξάλλου, όταν οι άνθρωποι ξεπερνούν τους ρόλους των «θυτών» και των «θυμάτων» που τους αναθέτει η κοινωνία και ο θεσμός της φυλακής και γίνονται «δρώντα υποκείμενα», που συνέρχονται, συζητούν και αποφασίζουν από κοινού και μάλιστα σε ανελεύθερες και καταπιεστικές συνθήκες ζωής, γίνονται αυτοδίκαια οργανικό μέρος του κοινωνικού αγώνα για ελεύθερους ανθρώπου σε ελεύθερες κοινωνίες.