Γράφει η Ελένη Κακναβάτου //
Οι συμβασιούχοι εκπαιδευτικοί έρχονται κι αυτοί σήμερα, τελευταία μέρα της σχολικής χρονιάς, να προστεθούν στους χιλιάδες συμβασιούχους των ΟΤΑ, που χάνουν τη δουλειά τους. Οι εκπαιδευτικοί αυτοί, που υποτίθεται ότι προσλαμβάνονται για να αναπληρώσουν κενές θέσεις εργασίας μονίμων, οι οποίοι απουσιάζουν λόγω ασθενείας, κύησης, αποσπάσεων, εκπαιδευτικών αδειών κλπ, καλύπτουν εδώ και μερικά χρόνια πάγιες ανάγκες, καθώς οι κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων συμπεριλαμβανομένης και της «Αριστερής» κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ φροντίζουν να μην κάνουν μόνιμους διορισμούς εκπαιδευτικών. Κι αυτό τη στιγμή που τα κενά εκπαιδευτικών στα σχολεία υπολογίζονται σε μερικές χιλιάδες λόγω και της συνταξιοδότησης μεγάλου αριθμού μονίμων εκπαιδευτικών τα τελευταία χρόνια. Προσλαμβάνονται λοιπόν ως αναπληρωτές, εργάζονται με ωράρια μονίμων σε δυο και τρία πολλές φορές σχολεία, τρέχοντας από χωριό σε χωριό, από σχολείο σε σχολείο, χωρίς να καλύπτονται από το κράτος τα έξοδα μετακίνησής τους, μακριά από τις οικογένειες τους για 6–8 μήνες. Το καλοκαίρι απολύονται και κάνουν αίτηση για να επαναπροσληφθούν κάθε χρονιά , αν είναι τυχεροί, σε σχολεία από τον Έβρο ως την Κρήτη. Δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους μόνιμους συναδέλφους τους ( άδειες πχ) και μπορεί να απολυθούν, αν τύχει και αρρωστήσουν πάνω από 15 μέρες.
Πολλοί έχουν δουλέψει πολλά χρόνια σε αυτό το καθεστώς, καθεστώς το οποίο έχει δημιουργήσει η πολιτική των αστικών κυβερνήσεων, όπως είπαμε, αλλά κι αυτή της ΕΕ, η οποία κάθε άλλο παρά προστατεύει τους συμβασιούχους, όπως ισχυρίστηκε η Επίτροπος της ΕΕ κ. Thyssen, απαντώντας σε σχετική ερώτηση για τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς στη χώρα μας του Ευρωβουλευτή του ΚΚΕ Κ. Παπαδάκη. Είναι ο ίδιος τρόπος με τον οποίο προστατεύονται δήθεν συμβασιούχοι των ΟΤΑ και όλου του δημόσιου ή ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Πέρα όμως από τον εργασιακό μεσαίωνα που επικρατεί με τις ελαστικές σχέσεις εργασίας και στην εκπαίδευση, πράγμα που πλήττει τους νέους εκπαιδευτικούς και τις οικογένειες τους, το καθεστώς πλήττει πρωτίστως την εκπαίδευση των μαθητών όλων των βαθμίδων. Κάθε χρόνο οι διορισμοί αναπληρωτών γίνονται με καθυστέρηση, οπότε πολλά παιδιά μένουν χωρίς δασκάλους στα σχολεία, άρα και χωρίς μάθημα. Λόγω έλλειψης διορισμών αναπληρωτών γίνονται συγχωνεύσεις τμημάτων ή σχολείων, αυξάνεται το ωράριο των εκπαιδευτικών με υπερωριακή απασχόληση και κάλυψη κενών σε απομακρυσμένα σχολεία με μετακινήσεις μονίμων, με εξουθενωτικές συνθήκες εργασίας για όλο το προσωπικό των σχολείων, ακόμη και των νηπιαγωγείων , παιδικών σταθμών και ειδικής αγωγής. Όλα αυτά σε βάρος της ποιότητας της εκπαίδευσης.
Επομένως πρέπει να γίνει κατανοητό κι από τους εκπαιδευτικούς αλλά και από τους γονείς και τους μαθητές ότι δεν είναι πολυτέλεια να απαιτήσουν να έχουν τα σχολειά μόνιμο προσωπικό, να έχουν οι δάσκαλοι μόνιμη και σταθερή εργασία πράγμα που θα τους βοηθούσε και ψυχολογικά να αποδώσουν περισσότερο.
Οι νέοι εκπαιδευτικοί που τα τελευταία τουλάχιστον 10 χρόνια έχουν χτυπηθεί από την ανεργία, όπως όλοι οι νέοι και οι νέοι επιστήμονες, πρέπει μαζί με τους άλλους άνεργους, τους εργαζόμενους και συμβασιούχους του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα να απαιτήσουν δυναμικά το δικαίωμα στην εργασία. Να μην παρασύρονται από τα λόγια της Κυβέρνησης ότι καταβάλλει δήθεν προσπάθειες αλλά δεν της επιτρέπει το Σύνταγμα και οι θεσμοί να προχωρήσει σε μονιμοποιήσεις . Γιατί η Κυβέρνηση θυμάται το Σύνταγμα, όταν είναι να προχωρήσει σε απολύσεις αλλά ποτέ όταν οι εργαζόμενοι ζητάνε να μην απολυθούν. Όταν ζητάνε να εργάζονται μόνιμα αφού καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Το δικαίωμα αυτό άλλωστε είναι κατοχυρωμένο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ δικαίωμα, όπως θα έλεγε και κάποιος αστός συνταγματολόγος ( πχ Γ. Κατρούγκαλος), υπερασπιζόμενος το αστικό Σύνταγμα.