Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Βασίλης Ρώτας και η δραματουργία του για παιδιά και εφήβους[1]

Γράφει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης

Από τις παραδοσιακές θεματικές και ιδεολογικές απόπειρες (1927-1934) στη μετέπειτα μεταστροφή του (1943-1966)

Ο ποιητής και πεζογράφος Βασίλης Ρώτας έμεινε ευρύτερα γνωστός, στην Ιστορία, κυρίως ως δραματουργός και θεατράνθρωπος[2], αλλά και ως μεταφραστής έργων της αρχαίας ελληνικής και ευρωπαϊκής δραματουργίας. Μετάφρασε άπασα τη δραματουργία του Σαίξπηρ (1927-1977), και άλλα δέκα θεατρικά έργα: δύο του Αριστοφάνη και οκτώ Ευρωπαίων δραματουργών[3]. Η θεατρική του παιδεία και ενασχόληση με το θέατρο ξεκίνησε από τα φοιτητικά του χρόνια, όταν το 1906 πήρε μέρος στον Παντελίδειο δραματικό διαγωνισμό με το πρωτόλειο θεατρικό έργο του «Τ’ αποπαίδια της μοίρας»[4]. Το 1907 άρχισε η συμμετοχή του στα θεατρικά δρώμενα της εποχής ως ηθοποιός[5]. Το διάστημα 1907-1910 σπούδασε στη Δραματική Σχολή του «Ωδείου Αθηνών»[6], και παρακολούθησε μαθήματα στη «Σχολή Καλησπέρη», στο «Ωδείο Λόττνερ», όπου δίδασκαν οι: Κων. Χρηστομάνος, Ν. Λάσκαρης, Γρ. Ξενόπουλος κ.ά. Επίσης, στο διάστημα 1908-1909 έπαιξε ως ηθοποιός στο θίασο Θωμά Οικονόμου. Το 1909 ο Κων. Χρηστομάνος τον σύστησε στο Σαγιώρ, ο οποίος του έδωσε ένα ρόλο στο θίασο Τ. Σαγιώρ – Μαρίκας Κοτοπούλη, με τον οποίο έδιναν παραστάσεις στην Αίγυπτο. Το 1910 εργάστηκε ως υποβολέας στο θέατρο του Γκρέκα, στην Αθήνα. Την ίδια χρονιά μετάφρασε το δράμα «Interieur» του Μαίτερλινκ (Maiterlinck) και το διάβασε σε συγκέντρωση της «Φοιτητικής Συντροφιάς». Ιδιαίτερα, στον Μεσοπόλεμο, αναγνωρίστηκε ως κριτικός και θεωρητικός του θεάτρου[7].

Rotas 2

 

Έκρινα απαραίτητο, έστω και συνοπτικά, ν’ αναφερθώ σε ορισμένα εργο-βιογραφικά στοιχεία του Βασίλη Ρώτα, για να φανεί η δραστηριότητά του στο χώρο του θεάτρου, καθώς και της συγγραφής του πρώτου θεατρικού έργου του (1906) και της πρώτης μεταφραστικής του προσπάθειας (1910).

Η εισήγησή μου, αφορά στη δραματουργία του για παιδιά και εφήβους[8]. Εξετάζω την πορεία και εξέλιξή του, και την ιδεολογική και θεματική μεταστροφή του από τις επικρατούσες παραδοσιακές απόψεις του Μεσοπολέμου, τις οποίες δεν ακολούθησε, βέβαια, πιστά, στις κοινωνικο-πολιτικές κατευθύνσεις της Αριστεράς στο θέατρο, κατά την Κατοχή και τη Μεταπολεμική περίοδο.

Ο Ρώτας έδειξε με τα γραπτά τεκμήρια που μας άφησε στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, αλλά και σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες που έχουμε από τρίτους, ότι υπήρξε ένα ασίγαστο ερευνητικό, δημοκρατικό και λαϊκό πνεύμα. Η συνεργασία του με τον «Νουμά», στις αρχές του 20ού αιώνα, η συμμετοχή του στο δημοτικιστικό κίνημα, η συναναστροφή του με τους πρωτεργάτες και πρωταγωνιστές των γλωσσικών και κοινωνικών αγώνων της εποχής [ο ίδιος ήταν από τους ιδρυτές του δημοτικιστικού σωματείου «Φοιτητική Συντροφιά» (1910)], τον έκαναν γνωστό από τη νεαρά του ηλικία στο χώρο των γραμμάτων και του θεάτρου ειδικότερα. Αρχικά ανήκε στον κύκλο του περ. «Ελληνικά Γράμματα»[9], στο οποίο δημοσίευε κείμενά του κατά την πρώτη δεκαετία του Μεσοπόλεμου και συνεργάστηκε στενά με τους Κωστή Μπαστιά, Φώτο και Γεώργιο Ν. Πολίτη, Γιάννη Αποστολάκη, Κ.Θ. Δημαρά κ.ά. ιδεαλιστές διανοούμενους, ιδιαίτερα στη στήλη «Τα Γράμματα και οι Τέχνες. Γύρω από τα Βιβλία». Την ίδια περίοδο ο Ρώτας δημοσίευε κείμενά του στην εφ. «Βραδυνή» (1925-1928), στα περ. «Ελληνικά Γράμματα» (1927-1928), «Ελληνικόν Θέατρον» (1927-1930) και «Τα Μουσικά Χρονικά» (1930-).

Είναι βέβαιο ότι εκείνη την εποχή δεν ήταν αριστερός, παρά τις λανθασμένες αναφορές κριτικών και μελετητών μεταγενέστερων εποχών. Αυτό, τουλάχιστον, μαρτυρούν τα δημοσιευμένα κείμενά του και τεκμηριωμένες κρίσεις ιστορικών[10]. Οι δραστηριότητές του στο στρατό για 15, περίπου, χρόνια φανερώνουν δημοκρατικό ήθος και συμπεριφορά, οι πνευματικές δραστηριότητές του το ίδιο, καθώς και η πρωτοβουλία του να ιδρύσει στο Παγκράτι, προάστιο της Αθήνας, τότε, το πρώτο στη χώρα μας λαϊκό θέατρο: το «Λαϊκό Θέατρο Αθηνών» (1930-1938). Ο Ρώτας, αρχικά, κινήθηκε σε ιδεαλιστικά και αστικά πλαίσια, χωρίς συγκρούσεις σε πολιτικό επίπεδο. Κάτι που επιχείρησε μεταπολεμικά, με σαφή ταξικό, αντιιμπεριαλιστικό και επαναστατικό τρόπο, ιδιαίτερα στην ποίησή του και ενμέρει στο δραματουργικό έργο του. Το έργο αυτό κινήθηκε θεματολογικά και ιδεολογικά σε επίπεδο πατριωτισμού, ανθρωπιστικών και κοινωνικών αξιών, επηρεασμένος σαφώς από τον ιστορικό υλισμό, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τα μηνύματα της Εθνικής Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, κατά τον Εμφύλιο.

Το πρώτο θεατρικό έργο του για παιδιά ήταν το «Να ζη το Μεσολόγγι», γραμμένο το 1927 και εκδομένο το 1928. Ιστορικό – πατριωτικό μονόπρακτο δράμα, σημαντικό έργο του σχολικού μας θεάτρου, στο οποίο ο δραματουργός Ρώτας εστιάζει θεματολογικά και ιδεολογικά στην ηρωική αντίσταση, στο άφατο ψυχικό σθένος και στην αυτοθυσία απλοϊκών ανώνυμων Μεσολογγιτών αγωνιστών, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Η σκηνική απόδοση του έργου ήταν ευτυχής. Κατά κοινή ομολογία πρόκειται για το πιο πολυπαιγμένο έργο της ελληνικής δραματουργίας για παιδιά. Παίζεται ακόμη και σήμερα σε διάφορα σχολεία. Η Ιστορία του παιδικού θεάτρου δε διαθέτει παρόμοια περίπτωση.

Ο Ρώτας την ίδια, σχεδόν, χρονική στιγμή έγραψε άλλες δύο δραματικές σκηνές, οι οποίες είχαν ως θέμα τους την Επανάσταση του ’21: «Σε γνωρίζω από την κόψη» (1928) και «Νενικήκαμεν» (1930), ελάχιστα γνωστά κείμενα, για τα οποία από την έρευνα δεν προέκυψε, ακόμη γι’ αυτά, κάποια σκηνική δραστηριότητα.

Τα υπόλοιπα ρωταϊκά έργα του Μεσοπόλεμου είναι τα εξής: το μονόπρακτο θρησκευτικό δράμα «Ο Ιησούς δωδεκαετής εν τω Ναώ» (1934), η μονόπρακτη «κωμωδία για σχολικές γιορτές» «Τα κορίτσια επαναστατούν» (1934)[11], το μονόπρακτο «χριστουγεννιάτικο σκηνικό παιχνίδι» «Ο χορός των παιχνιδιών» (1934), η μονόπρακτη κωμωδία «Οι μαξιλαριές» (1934)[12], η επίσης μονόπρακτη κωμωδία «Σπιτίσιο φαΐ» (1934), οι μονόπρακτες κωμωδίες («σκηνικά παιχνίδια», κατά τον Ρώτα) «Ο Καρδούλας δραγάτης» (1932) και «Ο Καρδούλας και ο λύκος» (1932) και τέλος η μονόπρακτη κωμωδία «Αλεπού και σκαντζόχοιρος» (1933). Τα δύο τελευταία είναι δραματικές αναπλάσεις μύθων.

Τα παραπάνω ρωταϊκά έργα ασχολούνται κυρίως με διάφορα θέματα, που είναι δυνατό να προσεγγίσουν τους μικρούς θεατές και να αγγίξουν τα ενδιαφέροντά τους. Ο Ρώτας πίστευε στην παιδαγωγική διάσταση και λειτουργία του θεάτρου για παιδιά και ενηλίκους. Έτσι, φρόντιζε στα κείμενά του, και πρότεινε στο σκηνικό αποτέλεσμα να ισορροπούν το αισθητικό, ψυχαγωγικό, κοινωνικό και παιδευτικό στοιχείο. Με απλό τρόπο – και όχι παιδαριώδη, όπως επιχείρησαν άλλοι δραματουργοί της εποχής, ωστόσο σημαντικά και μη ονόματα (Αντιγόνη Μεταξά, Ευφροσύνη Λόντου – Δημητρακοπούλου, Γ. Πόγγη, Α.Ι. Ράλλη, Κ. Βελμύρα, Γιούλας Θεοδωρίδου, Κ. Κροντηρά, Ν.Ι. ΛάσκαρηΣτ. Σπεράντσα κ.ά.), προσπάθησε και έδωσε αξιόλογα θεατρικά κείμενα στα παιδιά, με θέματα από την ιστορία, την Καινή Διαθήκη, τον αστικό και αγροτικό χώρο, τους μύθους, τη λαογραφία. Ο Ρώτας, όμως, σεβάστηκε τον εξελισσόμενο άνθρωπο, δεν υποτίμησε τη νοημοσύνη του, δεν του έδωσε με τα κείμενά του μεταφυσική τροφή ούτε διδακτικές παραινέσεις, με το συνηθισμένο για την εποχή ύφος πατερναλιστικό, όπως βλέπουμε σε τόσα και τόσα κείμενα του Μεσοπόλεμου, δεν του μετέφερε την υποκριτική αντίληψη των σαλονιών της εποχής, τις θεωρίες για «το καλό και υπάκουο παιδάκι», θεωρίες που σκλάβωναν την αυθορμησία, την ελευθερία και τη σκανταλιά των παιδιών, που τα έκαναν δυστυχισμένα πλάσματα, να περιμένουν το ξύλο και την κάθε είδους τιμωρία του θεού, του γονιού, της τροφού ή του δασκάλου τους. Τα σκηνικά παιχνίδια του Ρώτα και οι κωμικές του σκηνές είναι γεμάτες με μπρίο, με δράση, με χιούμορ, με απρόοπτες ξεκαρδιστικές καταστάσεις, ενώ παράλληλα προσφέρουν έμμεσα και αβίαστα κοινωνικές ιδέες και αξίες.

Στις αρχές του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου έγραψε τη μονόπρακτη θεατρική σκηνή «Πολεμικό ξεπροβόδισμα» (1940), δημοσιευμένη στην εφ. «Τα Πολεμικά Παρασκήνια» [13], της οποίας διευθυντής[14] ήταν ο Ρώτας, κατά το χρονικό διάστημα, που επιστρατεύθηκε και έφυγε για το μέτωπο, ο ιδρυτής της Ν.Θ. Συναδινός.

 

Το σκηνικό άλλαξε μέσα στην Κατοχή και συνεχίστηκε μεταπολεμικά με μια βαθμιαία εξελισσόμενη ιδεολογική και θεματολογική μεταστροφή του δραματουργού Ρώτα, χωρίς όμως στεγανά, απολυτότητα και φανατισμό. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις συνέχισε την πρότερη πορεία του, όπως όταν έγραψε το σπουδαίο κωμικό παραμυθόδραμα «Παραμύθι της Ανέμης», το 1948, με πολλά λαογραφικά, μυθολογικά κ.ά. παραμυθιακά στοιχεία. Τα ιστορικά γεγονότα, κυρίως της Κατοχής, συνετέλεσαν καταλυτικά στο ιδεολογικό πέρασμα του Ρώτα στην Αριστερά, όπως άλλωστε συνέβη και με πολλούς άλλους διανοούμενους και καλλιτέχνες στη χώρα μας. Η ιδεολογική μεταστροφή του Ρώτα, βέβαια, άρχισε σταδιακά από το 1936, οπότε αυτοεξόριστος στη Ζήρεια (Τρίκκαλα Κορινθίας), λόγω της μεταξικής δικτατορίας, έγραψε το κορυφαίο δράμα του για ενήλικους «Ρήγας ο Βελεστινλής», εμφανίζοντας στοιχεία από στόφα μεγάλου δραματουργού. Ήδη, όμως, από το 1935 στάθηκε ευνοϊκά απέναντι στο ΚΚΕ, στο οποίο παραχώρησε το θέατρό του στο Παγκράτι για προεκλογική συγκέντρωση. Από τότε άρχισε να τον παρακολουθεί η Ασφάλεια.

Από το 1942 συνεργάστηκε με το ΕΑΜ και έθεσε το χώρο της δραματικής του σχολής «Θεατρικό Σπουδαστήριο» (Λέκκα 42, στην Αθήνα) για μυστικές συναντήσεις αντιστασιακών οργανώσεων του ΕΑΜ της Αθήνας. Την άνοιξη του 1944 ανέβηκε στα βουνά της «Ελεύθερης Ελλάδας» («εκεί όπου η ελευθερία είχε μέρος να πατήσει», όπως ο ίδιος έλεγε[15]) και τέθηκε επικεφαλής θιάσου του «Θεατρικού Ομίλου ΕΠΟΝ Θεσσαλίας», με τον οποίο έδωσαν θεατρικές παραστάσεις σε πολλά χωριά όλου του θεσσαλικού κάμπου, αλλά και της ορεινής Θεσσαλίας, με τα έργα του «Να ζει το Μεσολόγγι» και «Ρήγας ο Βελεστινλής», καθώς και με τα θεατρικά τού Γεράσιμου Σταύρου: «Γερμανοτσολιάς» και μια «Επιθεώρηση της Λαϊκής Δημοκρατίας» (όπως την έλεγε ο συγγραφέας της), με τίτλο: «Χτες, σήμερα, αύριο».

Μέσα στην Κατοχή έγραψε το μονόπρακτο «είδος φάρσας» «Το Πιάνο» («κομωδία για κούκλες», κατά τον Ρώτα), το οποίο εκδόθηκε το 1943. Ένα από τα καλύτερα θεατρικά έργα του για παιδιά, το οποίο ευτύχησε να παρασταθεί αρκετές φορές μέσα στην Κατοχή, κάτω από τη μύτη των Γερμανών, ορισμένες φορές μαζί με την άλλη σημαντική κωμωδία του για εφήβους «Οι Γραμματιζούμενοι» (1943).

Από το 1944 ο Ρώτας άρχισε να γράφει την εξαιρετική τραγωδία του για παιδιά και εφήβους «Ελληνικά Νειάτα», η οποία εκδόθηκε το 1946. Πρόκειται για αξιόλογο αντιστασιακό θεατρικό έργο, γραμμένο στα πρότυπα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, με δάνεια υφολογικά στοιχεία από το σαιξπηρικό δράμα, το ελληνικό λαϊκό θέατρο σκιών, τα δημοτικά μας τραγούδια κ.λπ. Κυρίαρχος είναι ο λαϊκός λόγος και το λαϊκό πνεύμα, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλη τη ρωταϊκή δραματουργία και ενγένει λογοτεχνική του παραγωγή. Οι χαρακτήρες του δράματος προσφέρουν πρότυπα συμπεριφοράς και στάσεις ζωής αξιοπρέπειας, ηρωισμού, αγώνα και θυσίας για τη λευτεριά και την εθνική ανεξαρτησία, ενώ κάποιοι άλλοι χαρακτήρες αποτελούν μνημεία υποτέλειας, εθνικής μειοδοσίας, δοσιλογισμού και απέχθειας. Για μια ακόμη φορά ο Ρώτας (το έπραξε πολλές φορές στο ποιητικό έργο του[16]) δείχνει πόσο απαξιώνει τους προδότες της πατρίδας μας, τους δοσίλογους Γερμανοτσολιάδες – συνεργάτες των Γερμανών και πόση σημασία δίνει στην αξιοπρέπεια και αγωνιστικότητα για τα υψηλά ιδανικά της λευτεριάς, της εθνικής ανεξαρτησίας, της λαϊκής δημοκρατίας, για τα οποία αγωνίστηκε η ΕΑΜική Εθνική μας Αντίσταση.

Επιγραμματικά αναφέρω τα έργα του Ρώτα για εφήβους: τη δραματική σκηνή «Κιλελέρ» (1945) και την τραγωδία «Προμηθέας ή Η κωμωδία της αισιοδοξίας» (1966), αλλά και τις ανέκδοτες δραματικές σκηνές για παιδιά: «Η Κατοχή» και «Μάνα».

Rotas 1

Εκείνο, όμως, που τον κάνει να ξεχωρίζει από άλλους δραματουργούς της μεταπολεμικής περιόδου είναι η δημοσίευση, στις εφ. «Ρίζος της Δευτέρας», «Αυγή» και στο περ. «Λαϊκός Λόγος», των υπέροχων και απολαυστικών 49 κωμικών και σατιρικών θεατρικών σκηνών του, οι οποίες κυκλοφόρησαν αργότερα σ’ ένα δίτομο με τον τίτλο «Καραγκιόζικα» (Ίκαρος 1956, 1978). Αυτές τις σκηνές, με έντονο πολιτικό, κοινωνικό, ταξικό και αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο – οι περισσότερες κατάλληλες για παιδιά και εφήβους – και όπου πρωταγωνιστούν οι ήρωες του Ελληνικού Λαϊκού Θεάτρου Σκιών, αλλά και άλλα πρόσωπα του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι εκείνης της εποχής, ο Ρώτας προτείνει να μην παιχτούν από φιγούρες στον μπερντέ, αλλά από ηθοποιούς στο θεατρικό σανίδι.

Ο Καραγκιόζης του Ρώτα έχει σχέση με την αριστοφανική θεατρική φιλοσοφία και με την αισώπεια θυμοσοφία. Αυτοσαρκάζεται, κρίνει την εξουσία και εκφράζει με παρρησία τη γνώμη του, σατιρίζει και ενίοτε είναι αθυρόστομος και αυθάδης. Έτσι πληρώνει, συχνά, το τίμημα της αντι-εξουσιαστικής ιδεολογίας του.

Θα τελειώσω, τη σύντομη αυτή περιδιάβαση στη δραματουργία του Βασίλη Ρώτα για παιδιά και εφήβους, προσπαθώντας ν’ αποδώσω τη μονόπρακτη κωμωδία του «Ο Πασάς μαθαίνει τον Καραγκιόζη τι εστί πατρίς», από τα «Καραγκιόζικα»:

 

« Ο ΠΑΣΑΣ ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΤΟΝ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ ΤΙ ΕΣΤΙ ΠΑΤΡΙΣ[17]

Πρόσωπα: Πασάς, Καραγκιόζης, Βεληγκέκας

ΠΑΣΑΣ: Σ’ εκάλεσα, Καραγκιόζη, να σου ομιλήσω δια την ιεράν υποχρέωσιν που έχομεν όλοι να υπερασπίζομεν την πατρίδα μας και να θυσιάζωμεν ακόμη και την ζωήν μας δια την σωτηρία, την προκοπήν και το μεγαλείον της.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ωραία! Τι ωραία!

ΠΑΣΑΣ: Έχεις ιδέαν τι εστί πατρίς;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ε, καλά σαι!

ΠΑΣΑΣ: Για εξήγησέ μου!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ε, ντε τεχνολογία θες τώρα;

ΠΑΣΑΣ: Όχι, πες μου, να ιδώ κατά πόσον αντιλαμβάνεσαι τι εστί πατρίς.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να πατρίς είναι…

ΠΑΣΑΣ: Μπράβο, πες το!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τόξερα, αλλά να, τώρα το ξέχασα.

ΠΑΣΑΣ: Ας υποθέσωμεν πως εγώ έρχομαι να σε πετάξω έξω απ’ το σπίτι που κάθεσαι να καθήσω εγώ. Το θα κάμεις;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Χου, χου! Να καθήσεις εσύ ο πασάς στη καλύβα τη δικιά μου;

ΠΑΣΑΣ: Ναι, τι θα κάμεις;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Χου, χου, δεν το λέω, ντρέπουμαι.

ΠΑΣΑΣ: Πέστο παιδί μου, διότι ό,τι και να κάμεις δια να υπερασπίσεις το σπίτι σου, είναι συγχωρημένον.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άμα θάρθεις εσύ να με βγάλεις απ’ το σπίτι μου για να καθήσεις εσύ…

ΠΑΣΑΣ: Ναι, το θα κάμεις;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Χου! Χου!

ΠΑΣΑΣ: Πέστο, μη ντρέπεσαι.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: …Κι εγώ θα πάω στο δικό σου το σπίτι, στο σαράι να πούμε;…

ΠΑΣΑΣ: Όχι, βρε, εσύ θα μείνεις χωρίς σπίτι, στον δρόμο!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και στο δικό μου το σπίτι ποιος θα κάθεται;

ΠΑΣΑΣ: Εγώ!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αμδέ!

ΠΑΣΑΣ: Μπράβο, τι αμδέ;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δεν κάθεσαι εσύ ούτε τρεις στιγμές, γιατί απ’ την πρώτη στιγμή θα σε κάνουνε οι ψύλλοι να πεταχτείς όξω φωνάζοντας «πυρκαγιά!»

ΠΑΣΑΣ: Αχ, ντιπ μπουνταλάς, είσαι ζάβαλη. Ας πούμε πως έρχεται ένας να σου πάρει το σπίτι. Τι θα κάμεις;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ποιος θα ’ρθει να πάρει το δικό μου σπίτι, πασά μου; Στραβομάρα θα ’χει να πάρει κανένα καλήτερο, από τα τόσα…

ΠΑΣΑΣ: Υπόθεσε, βρε, πως δεν υπάρχουν άλλα σπίτια, πως είσαι στην ερημιά.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Στην ερημιά; Και τι θα τρώω;

ΠΑΣΑΣ: Υπόθεση κάνουμε: Είσαι στην ερημιά κι αυτή η ερημιά είναι δική σου κι έρχεται ο άλλος να σε βγάλει, για να μείνει αυτός. Τι θα κάμεις;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ποιος κάθεται στην ερημιά, πασά μου, και μάλιστα να ’ρθει κι άλλος να τονε βγάλει; Τι ’ναι η ερημιά, το σαράι σου να ’χει ούλα τα καλά;

ΠΑΣΑΣ: Λοιπόν, έστω: Εγώ είμαι στον τόπο μου, στο σαράι μου, στην καλοπέρασή μου κι έρχεται ο άλλος και μου κάνει πόλεμο να με βγάλει εμένα, να με αιχμαλωτίσει, να με σκοτώσει και να πάρει αυτός να ’χει την περιουσία μου και τις γυναίκες μου και τ’ αγαθά μου και τη δόξα μου! Ε, δεν πρέπει ν’ αντισταθώ, να πολεμήσω, γι να διαφεντέψω το δίκηο μου;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άκου λέει!

ΠΑΣΑΣ: Ε, αυτό είναι πατρίς.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ποιο;

ΠΑΣΑΣ: Να, ο τόπος εδώ μ’ όλα τα καλά του. Το κατάλαβες τώρα;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πως, πως…

ΠΑΣΑΣ: Τι κατάλαβες;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να, πως πατρίς είναι το σαράι σου, τα λεφτά σου, (οι γυναίκες σου), η καλοπέρασή σου…

ΠΑΣΑΣ: Όχι μόνο η δική μου η καλοπέραση, βρε, παρά κι η δική σου. Εδώ είμαστε όλοι μαζί.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μαζί είμαστε, αμή χώρια τρώμε. Εσύ έχεις τα καλά κι εμείς τα καλάμια.

ΠΑΣΑΣ: Έμα είσαι πολύ ζεβζέκης και μπουνταλάς. – Ε, Βελή!

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: (Μπαίνει) Πωγιά, προστάζει εφέντη μ’ !

ΠΑΣΑΣ: Πάρ’ τον τούτον εδώ τον ανόητον, να τον μάθεις τι εστί πατρίς.

ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Γκελ μπουρντά, πεζεβέγκ!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Ενώ τον βγάζει έξω ο Βεληγκέκας με τις κλωτσιές) ωχ! ωχ! ωχ! Πατρίς είναι η φτώχεια, το ξύλο κι ο Παρθενώνας! ωχ!»

 

[1]. Δημοσιεύτηκε στον τόμο: Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών. Τμήμα Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης, Παράδοση και Εκσυγχρονισμός στο Νεοελληνικό Θέατρο. Από τις απαρχές ως τη μεταπολεμική εποχή, Πρακτικά του Γ΄ Πανελληνίου Θεατρολογικού Συνεδρίου. Αφιερωμένο στον Θόδωρο Χατζηπανταζή (Επιμέλεια: Αντώνης Γλυτζουρής, Κωνσταντίνα Γεωργιάδη), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σ. 81-87

[2]. Όμως έχει να παρουσιάσει ένα πολύπλευρο και πολυσήμαντο έργο στην ποίηση, στην πεζογραφία και πιο ιδιαίτερα ένα πλούσιο μεταφραστικό έργο στην πεζογραφία (του Τολστόι, Άννα Καρένινα, 1924, του Μίλλερ, Θωμάς Έντισον, 1956), στη δοκιμιογραφία (της Ρυς Νταίβιντς, Βουδισμός, 1931, του Βεντ, Αναζητώντας τον Αδάμ, 1957), στην Ιστορία της Λογοτεχνίας (Τόμας – Λάλου, Ιστορία της Αγγλικής Λογοτεχνίας, 1931) στην ποίηση (όλα τα σονέτα και τα υπόλοιπα ποιήματα του Σαίξπηρ, παλιές σκωτσέζικες μπαλάντες, ποιήματα του Μπάυρον και του Ουώλτ Ουίτμαν, το: Έργα και Ημέραι, 1998, του Ησίοδου κ.λπ.)

[3]. Τον Δον Ζουάν, του Μολιέρου, 1930, το: Μαρία Στούαρτ, 1932 και το: Δον Κάρλος, 1934, του Σίλλερ, το: Ρόζα Μπερντ και το: Η Χανέλα πάει στον Παράδεισο, του Χάουπτμαν, 1955, τις Όρνιθες, 1960 και την Ειρήνη, 1964, του Αριστοφάνη, το: Ο Δήμαρχος, του Καλντερόν, 1965, το: Ο Δον Χιλ με το πράσινο παντελόνι, του Τίρσο ντε Μολίνα, 1966, το: Ο εχθρός του λαού, του Ίψεν, 1968 και το: Ένας Όμηρος, του Μπήαν, 1973.

[4]. Κυριακής Πετράκου, Τ’ αποπαίδια της μοίρας (Ανάτυπο από το Επιστημονικό Δελτίο του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Αθηνών «Παράβασις»), Ergo, Αθήνα 2004, σ. 125-225.

[5]. Έπαιξε δίπλα στους Μαρίκα Κοτοπούλη, Ελένη Φυρστ, Ν. Μέγγουλα, Ζάννο, Ανδρέα Σταματόπουλο.

[6]. Με καθηγητές τον Άγγ. Βλάχο και τον Θωμά Οικονόμου, σκηνοθέτη του Βασιλικού Θεάτρου.

[7]. Περισσότερα στη διδακτορική διατριβή της Βαρβάρας Γεωργοπούλου, Η θεατρική κριτική στην Αθήνα του Μεσοπολέμου, και στο κείμενό της «Ο Βασίλης Ρώτας ως θεωρητικός και κριτικός του θεάτρου στο Μεσοπόλεμο», Μανδραγόρας, τχ. 38, 2008, σ. 96-99.

[8]. Βλ. Θανάση Καραγιάννη, Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του για παιδιά και έφηβους. Θέατρο – Ποίηση – Πεζογραφία – «Κλασσικά εικονογραφημένα. Ερμηνευτικές, θεματολογικές, ιδεολογικές, παιδαγωγικές προσεγγίσεις, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2007, σ. 659.

[9]. Στις εκδόσεις του περιοδικού περιλαμβάνεται η πρώτη μετάφραση σαιξπηρικού έργου του Ρώτα, Όνειρο Καλοκαιρινής Νυχτιάς (1928). Το περ. «Ελληνικά Γράμματα» ήταν ένα μαχητικό περιοδικό της δημοτικής, το οποίο, όπως γράφει ο γιος του ιδρυτή του, Γιάννης Κ. Μπαστιάς, «θα έθετε τον ιδεαλισμό, τον εθνισμό – και όχι τον εθνικιστικό σωβινισμό – , την εθνική κληρονομιά και τον χριστιανισμό ως αντίβαρα στο μαρξισμό.», βλ. Γιάννη Κ. Μπαστιά, Κωστής Μπαστιάς. Δημοσιογραφία – Θέατρο – Λογοτεχνία, Καστανιώτης, Αθήνα 2005, σ. 117.

[10]. Ο Γιάννης Κ. Μπαστιάς γράφει: «Οι θέσεις του μετέπειτα μαρξιστή Ρώτα ήταν τότε ταυτισμένες με τις ιδέες του Γιάννη Αποστολάκη και του Φώτου Πολίτη, και ήταν απόλυτα φυσικό να συνεργάζεται στο αντικομμουνιστικό περιοδικό του Μπαστιά», βλ. Γιάννη Κ. Μπαστιά, Κωστής Μπαστιάς. […], ό.π., σ. 128.

[11]. Στην 2η έκδοση του 1952 ο τίτλος είναι: «Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο».

[12]. Τα παραπάνω τέσσερα βιβλία του εκδόθηκαν κατά πάσα πιθανότητα στο τέλος του 1933 ή στις αρχές του 1934, παίρνοντας ως βάσιμη την πληροφορία που μας δίνει ο έγκριτος Ιστορικός του Θεάτρου, Γιάννης Σιδέρης: «Η δεύτερη εργασία του κ. Β. Ρώτα είναι τέσσερα καινούργια παιδικά θεατρικά έργα, που τύπωσε αυτές τις μέρες ο Δημητράκος κομψά και με γούστο, ένα δράμα “Ο Ιησούς δωδεκαετής εν τω ναώ”, ένα χορόδραμα, “ο χορός των παιχνιδιών”, δυο κωμωδίες, “οι μαξιλαριές” και “τα κορίτσια επαναστατούν” […]», βλ. Σήμερα, τχ. 11-12 (Νοέμ. – Δεκ. 1933).

[13]. Στο φύλλο με αρ. 134, 7 Δεκ. 1940. Αυτή η σκηνή ακούστηκε «απ’ το ραδιοφωνικό σταθμό της Αθήνας την 1 Δεκεμβρίου 1940».

[14]. Ο Ρώτας διετέλεσε διευθυντής της από το φύλλο της 2ας Νοεμ. 1940 (αρ. 129) μέχρι και το φύλλο ενός Σαββάτου του Φεβρ. 1941, οπότε αναλαμβάνει και πάλι διευθυντής ο Ν.Θ. Συναδινός, μετά την αφυπηρέτησή του.

[15]. Βλ. στο κείμενό του: «Το θεατρικό σπουδαστήριο και το θέατρο στο βουνό», Επιθεώρηση Τέχνης, αρ. 87-88, 1962, και τώρα: Βασίλη Ρώτα, Θέατρο και γλώσσα (1925-1977), τόμος Α΄ , Επικαιρότητα, Αθήνα 1986, σ. 291.

[16]. Βλ. Θανάση Καραγιάννη, Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του για παιδιά και έφηβους, ό.π., σ. 293-491.

[17]. Βλ. Βασίλη Ρώτα, Τα Καραγκιόζικα [Α΄], Επικαιρότητα, Αθήνα 2002, σ. 55-58.