Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο βασιλιάς την έκανε, ζήτω ο βασιλιάς

Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //

Πριν από λίγες μέρες βγήκε το ζευγάρι του τελικού του Copa del Rey στην Ισπανία, που το συνθέτουν, όπως και τρία χρόνια πριν, και άλλα τρία πριν απ’ αυτό, η Μπαρτσελόνα και η Αθλέτικ Μπιλμπάο –την οποία οι περισσότεροι επιμένουν να λένε «Αθλέτικο», ή με κάποια παραλλαγή του, συγχωνεύοντας δημιουργικά την αγγλική της ονομασία με την αντίστοιχη ισπανική (Ατλέτικο). Θα αναμετρηθούν δηλαδή οι δύο ομάδες με τις περισσότερες κατακτήσεις στο θεσμό (26 οι Καταλανοί έναντι 24 των Βάσκων). Κάτι που μόνο ως ειρωνεία της τύχης μπορεί να εκληφθεί, δεδομένων των αυτονομιστικών τάσεων των δύο λαών, των έντονων αντι-ισπανικών αισθημάτων που επικρατούν στους κόλπους τους –τα οποία επεκτείνονται προφανώς και στον ισπανικό θρόνο- και της ονομασίας της διοργάνωσης, καθώς Copa del Rey σημαίνει «το Κύπελλο του Βασιλιά». Μόνο που δεν είναι πάντα τέτοιο.

Στους δύο πρόσφατους μεταξύ τους τελικούς, το 09’ και το 12’, επικράτησαν οι μπλαουγκράνα, αλλά το τελικό αποτέλεσμα ήταν μάλλον το τελευταίο που μετρούσε. Κάτι που φάνηκε και στο γύρο του θριάμβου, όπου οι δύο αρχηγοί της Μπάρτσα, ο θρυλικός «Κάπι», Κάρλες Πουγιόλ και ο Τσάβι, κρατούσαν περήφανα στα χέρια τους δύο σημαίες: της Καταλονίας και της χώρας των Βάσκων. Οι δύο τελικοί μετατράπηκαν βασικά σε γιορτή της αυτονομίας και σε μια σκληρή δοκιμασία για τη βασιλική οικογένεια και ειδικότερα τον Χουάν Κάρλος, που βάσει πρωτοκόλλου έπρεπε να παραστεί στον τελικό και να παραδώσει το τρόπαιο στη νικήτρια ομάδα. Την πρώτη φορά, τα μεγάφωνα του σταδίου Μεστάγια, της έδρας του τελικού, έπαιζαν τον ισπανικό εθνικό ύμνο στη διαπασών και στη συντομευμένη του εκδοχή (για να περιορίσουν το κακό) αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό, για να καλύψει τις ουρανομήκεις αποδοκιμασίες των βάσκων και καταλανών οπαδών στην εξέδρα. Τη δεύτερη φορά, το πάθημα είχε γίνει μάθημα στον βασιλιά, που κάτι γνώριζε για το δις εξαμαρτείν, και βρήκε ένα φτηνό πρόσχημα (σαφάρι), για να δικαιολογήσει την απουσία του και να αποφύγει το ρεζιλίκι. Το ποδόσφαιρο έδειξε με τον πλέον εμφατικό, συμβολικό τρόπο ότι αποτελεί το βασιλιά των σπορ και δεν ανέχεται κανέναν άλλον άρχοντα να επισκιάσει την επί γης βασιλεία του.
Ο βασιλιάς την έκανε, ζήτω ο βασιλιάς των σπορ.

Πέρα από αυτούς τους ισχυρούς συμβολισμούς όμως, υπάρχει η σκληρή πραγματικότητα όπου προσγειώνεται απότομα κάθε ρομαντικός ονειροπόλος. Το σύγχρονο, επαγγελματικό ποδόσφαιρο, με το μοντέλο της ομάδας-επιχείρηση ισοπεδώνει κάθε «αναχρονιστική ιδιαιτερότητα» και δεν αφήνει περιθώρια για αυταπάτες και σημαντικές διαφοροποιήσεις. Όπως δηλαδή οι μέχρι πρότινος καθαρές από χορηγούς φανέλες της Μπιλμπάο και της Μπάρτσα, που είχαν ωστόσο κυρίως συμβολική αξία, θυμίζοντας συνειρμικά εκείνη την μπρεχτική εικόνα του χωμένου στις λάσπες ως το λαιμό, που πασχίζει να κρατήσει καθαρά τα νύχια των χεριών του, για το θεαθήναι. Τα δύο τελευταία κάστρα της προηγμένης ποδοσφαιρικής Ευρώπης αλώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα, στις αρχές της δεκαετίας, με τις χορηγίες να λερώνουν βέβηλα για πρώτη φορά τις άσπιλες φανέλες. Και είναι αμφίβολο αν τελικά έτρεξε καθόλου αίμα ή αν η αγνότητα είχε χαθεί καιρό πριν και κρυβόταν πίσω από ιδεολογικά άλλοθι και φύλλα συκής, για τα μάτια των οπαδών.

Η Μπιλμπάο τηρεί συνειδητά βέβαια τον άγραφο καταστατικό κανόνα που θέλει την ενδεκάδα της να έχει πάντα αμιγώς βασκική σύνθεση, αποκλειστικά με γηγενείς παίκτες, τονίζοντας με αυτόν τον τρόπο τον αυτονομιστικό χαρακτήρα της –και ας ψαλιδίζει σημαντικά έτσι τις όποιες ελπίδες αγωνιστικής διάκρισης έχει. Φροντίζει πάντως να μην ολισθαίνει προς κάποια ρατσιστική, εθνικιστική νοοτροπία, εντάσσοντας πχ στο ρόστερ της γάλλους παίκτες με βασική καταγωγή (από την άλλη πλευρά των Πυρηναίων) ή κι έγχρωμους παίκτες που μεγάλωσαν στη Βασκονία, όπως τον Ινιάκι Μαρτίνεθ. Η Μπάρτσα πάλι, μπορεί να εδρεύει στην κοσμοπολίτικη Βαρκελώνη και να έχει έντονα «διεθνιστικό» χρώμα στη σύνθεσή της, αλλά δίνει πολύ βάρος στην ακαδημία της (Masia) κι εμπιστεύεται παίκτες (ή και προπονητές) που αναδεικνύει από τις τάξεις της. Χώρια το ετήσιο ραντεβού της (μη αναγνωρισμένης) εθνικής Καταλονίας και το ανεπίσημο φιλικό παιχνίδι που φιλοξενεί στην έδρα της, το Καμπ Νου.

Έχουν αλλάξει πολλά όμως από τα χρόνια της δικτατορίας του Φράνκο, όταν το Καμπ Νου πχ ήταν κάτι σαν άντρο αντίστασης, το μόνο μέρος όπου μπορούσαν να μιλήσουν ελεύθερα οι Καταλανοί στη γλώσσα τους. Σήμερα αντιθέτως, οι περισσότερες ανεξαρτησιακές φωνές εκκινούν από το σκεπτικό της μη επιβάρυνσής των περιφερειών τους από τα χρέη άλλων κοινοτήτων και του φτωχού ισπανικού νότου.

Σε κάθε περίπτωση, οι συμβολισμοί αυτονομούνται πολλές φορές από το περιβάλλον και τις συνθήκες που τους καθόρισαν, διατηρώντας την αίγλη τους και μια ιδιαίτερη δυναμική. Και αυτό ακριβώς είναι που καθιστά τόσο ξεχωριστό τον επικείμενο τελικό του Μαΐου, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα το τελικό αποτέλεσμα και το νικητή.