Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Θανάσης Διάκος και η μάχη της Αλαμάνας, στο Σχολικό μας Θέατρο  (1950-1974) – Γ’ Μέρος

Γράφει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης //

[Μια πρώτη προσέγγιση]

 

Ζ. Το έβδομο έργο είναι του Κων/νου Σιόντη, «Ο Θανάσης Διάκος και η Αλαμάνα».[1]

Στο έργο και φυσικά στην παράσταση παίρνουν μέρος περίπου εφτά πρόσωπα: ο Ομέρ Βρυώνης, ο Υπασπιστής του, ο Κιοσέ Μεχμέτης, ο Θανάσης Διάκος και 2-3 τούρκοι στρατιώτες.

Το έργο είναι έμμετρο μονόπρακτο και απαρτίζεται από τρεις σκηνές, σχετικά σύντομες.

Η υπόθεση αναφέρεται στο τέλος της μάχης της Αλαμάνας και στη σύλληψη του Διάκου. Ο υπασπιστής ενημερώνει τον βεζύρη του, τον Ομέρ Βρυώνη, σχετικά με την έκβαση της μάχης και την ηρωική αντίσταση του Διάκου και των 48 συμπολεμιστών του. Ο Ομέρ Βρυώνης θυμώνει και αγανακτεί για την ανικανότητα του πολυάριθμου στρατού του, που δεν κατόρθωσε να ξεμπερδέψει γρήγορα και με ελάχιστες απώλειες με αυτό τον  τόσο ελάχιστο ελληνικό στρατό. Το ίδιο θύμωσε και ο Κιοσέ Μεχμέτης και στενοχωρέθηκε συνάμα. Ο Ομέρ Βρυώνης διατάζει να του φέρουν το, αιχμάλωτο και πληγωμένο Διάκο ενώπιόν του, του τάζει λευτεριά, εξουσία και πλούτο, αλλά εκείνος δεν ενδίδει. Έτσι, ο βεζύρης δίνει εντολή να τον σουβλίσουν και η προσταγή του γίνεται πραγματικότητα. Ο Διάκος περήφανα και ατρόμητα δέχεται το μαρτύριο, πεθαίνοντας με αυτοθυσία.

Η. Το όγδοο έργο είναι του Πάντου Τσιρίδου, «Ο Αθανάσιος Διάκος».[2]

Σύντομο σε έκταση έμμετρο θεατρικό έργο, μάλλον με επιθεωρησιακή δομή, χωρίς κάποια δραματική πλοκή και δράση, όπου συνοπτικά παρατίθενται τα ιστορικά γεγονότα. Είναι δράμα και απαρτίζεται από «τέσσερες σύντομες πράξεις». Συμμετέχουν εννιά πρόσωπα (ο Διάκος, ο Γρίβας, ο Λευτέρης, η Μάνα του Διάκου, η Φρόσω, η Μόσχω, ο Ομέρ Βρυώνης, η Φατιμέ, η σύζυγος του Βρυώνη και ο Χασάν).

Σ’ ένα εξοχικό τοπίο, ο Διάκος με τον Γρίβα, τη Μόσχω και τη Φρόσω χορεύουν και τραγουδούν. Ένας κλέφτης, ο Λευτέρης, φέρνει μαύρα μαντάτα, ότι κατέβηκε ο Βρυώνης με πολύ στρατό, σκορπώντας ηττοπάθεια και απελπισία στους συνομιλητές του, εκτός από τον Διάκο, ο οποίος τους ενθαρρύνει, ώστε να πολεμήσουν με γενναιότητα, παραθέτοντας ως παράδειγμα την ηρωική αντίσταση του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Η μάχη αρχίζει…

Τα ίδια πρόσωπα εμφανίζονται επί σκηνής, κάθονται και συζητούν για την έκβαση της μάχης, με παράλληλους μονολόγους, λες και βρίσκονται μακριά ο ένας από τον άλλο… Αρχικά, δείχνουν ότι δε γνωρίζουν για τη σύλληψη του Διάκου και πού βρίσκεται. Αμέσως, όμως, ο Γρίβας μας πληροφορεί με αφηγηματικό τρόπο, ότι έσπασε το σπαθί του Διάκου, ότι πληγώθηκε στο δεξί του πόδι,[3] ότι τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον Βρυώνη, ο οποίος τον θαύμαζε και του πρότεινε να τον αφήσει να ζήσει, αν αλλαξοπιστούσε, ότι ο Διάκος αρνήθηκε και ο Βρυώνης, θυμώνοντας πολύ, τον έριξε στη φυλακή με την απειλή για βασανιστήρια. Ο Λευτέρης και η Μόσχω, με επίσης παράλληλους μονολόγους (μάλλον απευθυνόμενοι στους θεατές, δεν υπάρχει καν διάλογος), εκθειάζουν την παλληκαριά του Διάκου, ορκίζονται ότι θα τιμήσουν τη θυσία του, θα πολεμήσουν για τη λευτεριά της πατρίδας κ.λπ. Και όλ’ αυτά με στομφώδες ύφος… Το αποκορύφωμα είναι το τρίστιχο της Φρόσως: «Όλοι με μιας στις φυλακές επάνω να ριχτούμε/το Διάκο μας να πάρωμε που λάμπει σαν τον ήλιο,/να μη λερώσουν τη γλυκειά την άγια τη μορφή του.», χωρίς να δώσει συνέχεια, ίσως με κάποια πρωτοβουλία και κάποιες δράσεις…

Ο Βρυώνης αναθέτει στον Χασάν να βασανίσει σκληρά τον Διάκο, μέχρι ν’ αλλαξοπιστήσει. Πράγματι ο Χασάν πηγαίνει στη φυλακή και πότε με το καλό και πότε με το άγριο προσπαθεί ν’ αλλάξει την πίστη του Διάκου, ο οποίος καρτερικά υπομένει τα φρικτά βασανιστήρια, στα οποία τον υποβάλλει ο Χασάν. Και αφού ο Χασάν ομολογεί την αποτυχία του στον Βρυώνη, εκείνος τον διατάζει να τον σουβλίσει και να τον ψήσει. Κι ενώ υπάρχουν αυτές οι εξελίξεις, η Φατιμέ, σύζυγος του Βρυώνη, προσπαθεί να του γαληνέψει την ψυχή, προτείνοντάς του να δεχτεί μια γυναίκα. Πράγματι ο Βρυώνης δέχεται τη γυναίκα, που όταν αποκαλύπτεται ότι είναι η μάνα του Διάκου και ότι θέλει να δει το γιο της στη φυλακή, εκείνος αγριεμένος την προπηλακίζει και προσπαθεί να τη διώξει, ενώ εκείνη, χωρίς να φοβάται τις απειλές του, του απαντά περήφανα και «αντιστέκεται». Τελικά, δεν πραγματοποιείται η επιθυμία της και εκδιώκεται από τη σκηνή του Βρυώνη, από τη Φατιμέ.

Ο Διάκος στη φυλακή μονολογώντας, χαιρετάει –λόγω του επικείμενου θανάτου του, που σύντομα έρχεται πιο κοντά, μια και σε λίγο θα τον σουβλίσουν και θα τον ψήσουν–, τα ψηλά βουνά και τις ραχούλες, τα λημέρια των κλεφτών, τη μάνα του, την Ελλάδα, και στη συνέχεια προσεύχεται στον Θεό, ελπίζοντας ότι η θυσία του δε θα πάει χαμένη. Ετοιμάζεται ψυχολογικά για τη δυσάρεστη γι’ αυτόν συνέχεια, και φωνάζοντας «Ζήτω! Λοιπόν η Πίστη μας, η Ελλάδα, η Ελευθερία/και κάτω οι μουρτάρηδες κι’ η μαύρη τυραννία», καλεί το δήμιό του να εκτελέσει το απάνθρωπο έργο του. Ο δήμιος εμφανίζεται και οδηγώντας τον στο μαρτύριο, ο Διάκος αναφωνεί το γνωστό δίστιχο: «Για δες καιρό που διάλεξε… κ.λπ.»

Το συγκεκριμένο θεατρικό έργο στερείται θεατρικότητας, διακατέχεται από βερμπαλισμό, ποιητικό οίστρο και ιδεαλιστική έξαρση, μακροσκελείς μονολόγους, γεγονός που το καθιστά δύσκολο για θεατρική παράσταση.

Θ. Το ένατο έργο είναι του Δημητρίου Κ. Χατζηαμάλλου, «Αλαμάνα … Θερμοπύλες του 21».[4]

Το έργο χαρακτηρίζεται ως χορόδραμα.[5]

Απαρτίζεται από τρεις πράξεις και 16 συνολικά σκηνές. Συμμετέχουν τα εξής 27 πρόσωπα: Μάνα του Διάκου, Ελένη, αδερφή του Διάκου, Μήτρος, αδερφός του Διάκου, Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄ κοπέλες, Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄, Ζ΄, Η΄ παλληκάρια, Διάκος, Αγγελιοφόρος, Γέρος, Πασάς (Ομέρ Βρυώνης), Τάσος, Γραμματικός του Βρυώνη, Τσιγγάνα, Δούλος του Πασά, Τούρκος Αξιωματικός, Δόξα, Δυο αγγελούδια.

Αρχικά η μάνα του Διάκου ενθαρρύνει την κόρη και το γιο της με φλογερά λόγια για τη λευτεριά της πατρίδας και την πίστη στο θεό και στην Παναγία. Φοβάται μήπως δειλιάσουν και δεν αγωνιστούν με γενναιότητα σαν τον αδερφό τους, τον Θανάση Διάκο. Αυτοί, όμως, τη διαβεβαιώνουν ότι αυτό δε θα συμβεί ποτέ και ότι θα το αποδείξουν στην πράξη.

Οι κοπέλες του χωριού και φίλες της Ελένης υποδέχονται τον Μήτρο, αδερφό του Διάκου, ο οποίος επισκέφτηκε το χωριό και το σπίτι τους, με σκοπό να πάρει «αλλαξιές καινούργιες και πλυμμένες», όπως του παράγγειλε ο Διάκος, «γιατί σε λίγο θάχουμε μεγάλο πανηγύρι…/και κείνος θέλει στο χορό να μπούμε στολισμένοι…» Οι κοπέλες υποδέχονται τον Μήτρο, με λόγια περηφάνιας και θαυμασμού για τον Διάκο, τον Μήτρο και τ’ άλλα παλληκάρια. Μία απ’ αυτές του λέει με παρρησία και λεβεντιά: «Στο Διάκο πες την προσταγή να δώση να μας φέρουν/κι εμάς κοντά σας. Τα ξαντά να φτιάνουμε και σφαίρες./Να κουβαλάμε το φαΐ, τη λάσπη, τα λιθάρια/να φτιάνουν τα ταμπούρια σας… Κι αν ο Θεός το θέλη/μέσα στης μάχης τη φωτιά, σαν άλλες αμαζόνες/να πέσουμε. Και στου εχτρού το συχαμένο αίμα/τα χέρια μας να βάψουμε, να σβήση ο καημός μας.» και η επόμενη κοπέλα λέει: «Να βγη στον κόσμο άκουσμα πως στη μικρή Ελλάδα/μάχουνται για τη λευτεριά κι οι άντρες κι οι γυναίκες./Και οι γερόντοι κι οι γρηές, και τα παιδιά ακόμα.» Ο Μήτρος παρακαλεί τις κοπέλες να χορέψουν και να τραγουδήσουν πριν από την αναχώρησή του για την Αλαμάνα κι αυτές του κάνουν τη χάρη. Ο Μήτρος παίρνει τις αλλαξιές από τη μάνα του και φεύγει για το πεδίο της επικείμενης μάχης. (Πράξις Α΄)

Στο γεφύρι της Αλαμάνας τα παλληκάρια του Διάκου καθαρίζουν τα τουφέκια τους και ένα απ’ αυτά τραγουδάει. Ο Διάκος ενθαρρύνει τους πολεμιστές, οι οποίοι ανταλλάσσουν μαζί του φιλοφρονήσεις. Αυτός τους εμψυχώνει, τονίζοντάς τους ότι πρέπει να πολεμήσουν και να θυσιαστούν όπως έκανε εκεί κοντά, στις Θερμοπύλες, ο Λεωνίδας και οι 300 σπαρτιάτες πολεμιστές του και τους καλεί να τραγουδήσουν και να χορέψουν. Στενοχωριούνται όταν μαθαίνουν ότι ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς μαζί με τους άνδρες τους εγκατέλειψαν τις θέσεις που τους είχε ορίσει ο Διάκος να φυλάνε, τρομοκρατημένοι από τα αμέτρητα ασκέρια των Τούρκων. Ο Διάκος δε δειλιάζει, λέγοντάς τους, – ενώ ένας γέροντας συμπολεμιστής του του προτείνει να φύγουν και αυτοί και να πολεμήσουν μαζί με περισσότερους άλλους Έλληνες, τους Τούρκους, στην Πελοπόννησο: «Τον Διάκο δεν τρομάζουν όλα τ’ ασκέρια των εχτρών…/Βήμα ’πο δω δεν κάνω και μόνο αν μ’ αφήσετε…/Θα πολεμήσω ως τα στερνά, σα δράκος, σα λιοντάρι./Σταλαματιά-σταλαματιά το αίμα μου θα χύσω,/για της Πατρίδας την τιμή και του Χριστού την Πίστι./Η Αλαμάνα θα γενή μνήμα και Γολγοθάς μου/για φημισμένη Νίκη μου κι αθάνατή μου Δόξα.» και «Δεν το κουνάω από δω. Αυτού θε να πεθάνω…/Δεν προτιμάω το φευγιό που δόξες αμαυρώνει,/για να γλιτώσω απ’ το χαμό το έρμο μου κουφάρι…»

Τα παλληκάρια ζητούν από τον Διάκο να φιλήσουν το σταυρό που κρέμεται στο στήθος του και να τον ασπαστούν. Έτσι και γίνεται. Όλοι και όλα είναι έτοιμα για την τελευταία μάχη της ζωής τους. (Πράξις Β΄)

Η σκηνή παριστά το στρατηγείο του πασά Βρυώνη στη Λαμία. Ο Βρυώνης ζητάει από τον Τάσο τον γραμματικό του να εκτιμήσει την έκβαση της μάχης στην Αλαμάνα. Όπως ο Δημάρατος θαρρετά είχε απαντήσει στον Ξέρξη, πριν από την εκστρατεία του στην Ελλάδα, για τη γενναιότητα και τη φιλοπατρία των Ελλήνων που δε θα δίσταζαν να προβάλλουν αντίσταση στον πολυάριθμο περσικό στρατό, έτσι και ο Τάσος αναφέρεται με παρρησία στη γενναιότητα των Ελλήνων και στις δυσκολίες που θα βρουν τα τουρκικά ασκέρια, εύχεται δε να νικήσουν οι συμπατριώτες του. Ο πασάς θυμώνει με τα θαρρετά λόγια του γραμματικού του και τον φοβερίζει ότι αν η εκτίμησή του βγει λανθασμένη, θα τον σκοτώσει. Καλεί μια τσιγγάνα να του πει τον καφέ. Εκείνη προβλέπει ότι, ενώ ο πασάς θα βρεθεί σε δύσκολη θέση από τον Διάκο (δεν αναφέρει τ’ όνομά του, αλλά τον χαρακτηρίζει «λιοντάρι»), τελικά το «λιοντάρι» θα πληγωθεί και θα πιαστεί αιχμάλωτο, επειδή δε θα εξακολουθήσει να είναι επικίνδυνο, προτρέπει τον πασά να το σκοτώσει για να μη συνεχίσει να κινδυνεύει απ’ αυτό. Ο πασάς ευχαριστημένος τη γεμίζει φλουριά και της υπόσχεται και άλλα, αν η προφητεία της βγει αληθινή. Μεταξύ άλλων η τσιγγάνα λέει στον Βρυώνη: «Πασσά μου, μέσα σε θολό με αίματα σε βλέπω/νάσαι χωμένος, ποταμό και τρομαγμένος τρέχεις./Κι ένα ξωπίσω σου άγριο σε κυνηγά λιοντάρι./Γυρνάς δεξιά, γυρνάς ζερβά, να δης αν είναι κάποιος/που να σε σώση απ’ τα σκληρά του λιονταριού τα νύχια./Μα ολούθε βλέπεις αίματα και σύντροφο κανένα./Ποτάμι απ’ το κούτελό σου τρέχει ο ιδρώτας.»[6]

Η μάχη συνεχίζεται και ο πασάς ανήσυχος ζητά να μάθει για την εξέλιξή της, αφού ζητάει το άλογό του για να φύγει, σε περίπτωση που θα έρθει ζωντανός στο Ζητούνι ο Διάκος… Χαίρεται όταν του φέρνουν τα ευχάριστα γι’ αυτόν νέα, σχετικά με τη νίκη των Τουρκαλβανών και με τη σύλληψη του Διάκου. Φέρνουν τον Διάκο ενώπιο του Βρυώνη κι εκείνος προσπαθεί κάνοντάς του δελεαστικές προτάσεις, να απαρνηθεί την πατρίδα και τη θρησκεία του. Ο Διάκος αρνείται κατηγορηματικά και του δίνει ευθείς απαντήσεις γεμάτες με περηφάνια και αξιοπρέπεια.

Η μάνα και η αδερφή του Διάκου, εμφανίζονται στη σκηνή και διερωτώνται από ποια ψημένα αρνιά να ’ναι οι στάχτες που βλέπουν. Την απορία τους τη λύνει ο Τάσος, ο οποίος τους φανερώνει τα θλιβερά γεγονότα. Η μάνα αντιμετωπίσει την κατάσταση ψύχραιμα και απευθυνόμενη στην κόρη της, λέει: «Ο Διάκος σου δεν πέθανε. Οι ήρωες δεν πεθαίνουν/μονάχα ζουν αιώνια μέσ’ στις καρδιές που μένουν…».  Με λιθάρια φτιάχνουν ένα πρόχειρο μνημείο για να θυμούνται τον τόπο της θυσίας του ήρωα, με την ελπίδα να κτιστεί εκεί ένα καλύτερο μνημείο μετά από την απελευθέρωση της πατρίδας. Ο Τάσος θαυμάζει το μεγαλείο ψυχής της μάνας του Διάκου.

Τέλος, εμφανίζονται η Δόξα και δυο αγγελούδια, τα οποία κρατούν τις επιγραφές: «ΑΛΑΜΑΝΑ» και «ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ» και η Δόξα, μεταξύ άλλων, κλείνει την παράσταση με τούτα τα λόγια: «Η ΑΛΑΜΑΝΑ, όλο φως και Δόξα φορτωμένη/στην Ιστορία της Φυλής δίπλα στις ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ,/σ’ όποιο περνά τα μέρη αυτά θε να βροντοφωνάζη:/“Ξένε διαβάτη που περνάς, τα βήματά σου κράτα,/γιατ’ είν’ ο τόπος ιερός. Διαλάλησε στον κόσμο/πως για την Πίστη του Χριστού, τη Λευτεριά της Χώρας/ο Διάκος εμαρτύρησε και μένει εδώ θαμμένος,/της Αλαμάνας ήρωας, καμάρι της Ελλάδας.”» (Πράξις Γ΄)

Από τα πιο ολοκληρωμένα και ορθά δομημένα από θεατρική άποψη έργα.

ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ με αναφορές στον Θανάση Διάκο και με συμμετοχή του ήρωα στην υπόθεση του έργου

α) Ελευθερίου Κορέλη, «Πορεία προς τη δόξα»[7].

Πρόκειται για ένα σπονδυλωτό κείμενο με έμμετρους διαλόγους και όχι για κάποιο θεατρικό έργο (μ’ ένα βασικό  μύθο και πλοκή, με χαρακτήρες, συγκρούσεις, κορύφωση και λύση), αν και ο ίδιος ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει ως «σκετς». Το «σκετς», όμως, έχει περιορισμένη έκταση, ενώ τούτο εκτείνεται σε 15 σελίδες του βιβλίου και δεν αποτελεί ολιγόλεπτη θεατρική παράσταση, όπως αυτό γίνεται σαφές στον ορισμό του όρου «σκετς».

Απαρτίζεται από δέκα σκηνές, στις οποίες αφού προηγείται η αφήγηση του εκφωνητή, ακολουθούν διάλογοι με γνωστούς ιστορικούς ήρωες της Επανάστασης του 1821, γι’ αυτό και ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει ως «πατριωτικό σκετς». Νομίζω ότι πρόκειται για σχολική επιθεώρηση, η οποία έχει ως σκοπό την ενημέρωση των θεατών της παράστασης για τα ιστορικά γεγονότα της μακραίωνης ελληνικής ιστορίας: ενώ η ενημέρωση αρχίζει από την «Αρχαία Ελλάδα», ο συγγραφέας – στις επόμενες σκηνές – επικεντρώνεται στην Επανάσταση του 1821, αφού το κείμενο είναι γραμμένο για τη σχολική γιορτή της 25ης Μαρτίου: «Τουρκοκρατία», «Παιδομάζωμα», «Κρυφό Σχολειό», «Ο Ρήγας», «Κλέφτικη ζωή», «Φιλική Εταιρεία», «Σουλιώτισσες», «Αθ. Διάκος» και «Η Δόξα της Ελλάδος». Όπως και να ’χει, στην παράσταση συμμετέχουν 38 πρόσωπα.

Εδώ, μας αφορά η ΣΚΗΝΗ Θ΄, η οποία επιγράφεται «Το μαρτύριο του Διάκου». Τα λόγια του «Εκφωνητή» είναι έργο του συγγραφέα, ενώ ο διάλογος αποτελείται από αποσπάσματα του γνωστού δημοτικού τραγουδιού «Θανάσης Διάκος». Στο σύντομο διάλογο συμμετέχουν ο Ομέρ Βρυώνης, ο Διάκος και ο Χαλήλ μπέης. Η σκηνή καλύπτει μισή σελίδα του κειμένου.

β) Λευτέρη Κορέλη, Σχολικά Θεατρικά Έργα. Ο Γερο-Δήμος.[8]

γ) Ηλία Θ. Ανδρακάκου, Ο Σαλώνων Ησαΐας. Όντας χουμήξαν οι αητοί.[9]

 Τρίπρακτο ιστορικό δράμα, με εννέα εικόνες και δεκαπέντε σκηνές, συνολικά. Συμμετέχουν δώδεκα πρόσωπα (ο Ησαΐας, δεσπότης Σαλώνων, ο Δυσσέας Ανδρούτσος, ο Διάκος, ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς, καπεταναίοι, η Βαΐτσα, παντέρμη και αφοσιωμένη στον αγώνα, η Σόφω, αδερφή του Διάκου, ο παπα-Γιάννης, αδερφός του Ησαΐα, ο Μαρκόπης και ο Κελεπούρης, παλληκάρια απ’ τη Δεσφίνα, ο Ομέρ Βρυώνης και ο Οικονόμου Μάνθος, γραμματικός τ’ Αλή πασά.)

Ο βασικός ήρωας του έργου είναι ασφαλώς ο Ησαΐας, αλλά σημαντική παρουσία έχει και Διάκος (εμφανίζεται στις εφτά από τις δεκαπέντε σκηνές).

Αρχικά ο Διάκος εμφανίζεται ν’ αστειεύεται με τον Ησαΐα, ο οποίος ενοχλείται απ’ αυτούς τους αστεϊσμούς, μια και θεωρεί ότι «το κακό είναι μεγάλο», για να του απαντήσει θυμόσοφα ο Διάκος «Άμα γενή θάναι μεγάλο. Τώρα, μονάχο κακό είν’ η τυραγνία. Από δαύτηνε  γλυτώνουμε; Άστα τ’ άλλα.»

Και καθώς ξυρίζεται, πετάει τα ράσα και ζώνεται τ’ άρματα, παραγγέλνει στον ηγούμενο του μοναστηριού του Προδρόμου, όπου καλογέρευε: «…ο διάκος του, από τώρα θα λειτουργάη… στο ερμοκκλήσι της Θεάς της λευτεριάς».

Ο Διάκος φεύγει από το μοναστήρι για να γλιτώσει από τον Φερχάτη (Φερχάτ-μπέη), που τον θέλει δικό του κοπέλι.

Ενώ συζητούν ο Ησαΐας, ο Μάνθος και η Βαΐτσα για την εντολή του Αλή-πασά προς τον Οδυσσέα Ανδρούτσο να σκοτώσει τον Διάκο, μια κι εκείνος τον ξεγέλασε, και όλοι τους είναι ανήσυχοι, έρχεται ο Διάκος. Τον ενημερώνουν σχετικά και εκείνος δίνοντας τ’ άρματά του στη Βαΐτσα, δέχεται να μην αντισταθεί στ’ «αδέρφι» του, τον Οδυσσέα και «κόντρα του δε θαν πάει». Ο Οδυσσέας μπαίνει στη σκηνή, κι ενώ είναι όλοι –πλην του Διάκου– οπλισμένοι και έτοιμοι να προλάβουν το κακό…, εκείνος τους διαψεύδει και τους βεβαιώνει ότι έταξε στον Αλή, ότι θα πάρει μαζί του τον Διάκο στη Λειβαδιά τάχα για να τον σκοτώσει, ενώ συγχρόνως τους ενημερώνει ότι συναντήθηκαν με τον Βρυώνη για να συμμαχήσουν για να λευτερώσουν οι Έλληνες «τη Γραικία» και οι Αρβανίτες την Αρβανιτιά…[10]

Στη Μονή του Οσίου Λουκά ο Ησαΐας ευλογεί τ’ άρματα κι ορκίζει τα παλληκάρια του Διάκου.

Σα να γνωρίζει η Βαΐτσα και οι άλλοι «το βίο και την πολιτεία» του Δεσπότη Παλαιών Πατρών Γερμανού, πληροφορεί με υπονοούμενα τον Διάκο και τον Ησαΐα ότι: «Ψες στην Πάτρα ο Δεσπότης Γερμανός, σήκωσε μπαϊράκι κι’ έπιασε τ’ άρματα» και οι υπόλοιποι αυθόρμητα και με ανακούφιση: «Επί τέλους. Δόξα τω Θεώ.»

Ο δραματουργός αφήνει έμμεσα να νοηθεί ότι έχει αναπτυχθεί ένας κρυφός έρωτας μεταξύ του Διάκου με τη Βαΐτσα (σαν αυτόν, όπως ο θρύλος μάς μηνύει, μεταξύ Διάκου και Κρουστάλλως): «Γεια σου Αθανάση. Γεια σου. Όχι. Τώρα πολεμάμε για λευτεριά. Τίποτ’ άλλο. Τίποτ’ άλλο. (κλείνει με τα χέρια τα μάτια της)»

Κι ενώ στη Λειβαδιά ό Διάκος ανακηρύχθηκε απ’ όλους αρχηγός στο Αρματολίκι της Λιβαδειάς, ο Ησαΐας – αν και δεσπότης – σέβεται αυτή την απόφαση και με μεγαλείο ψυχής λέει τα παρακάτω λόγια στον αδερφό του Παπα-Γιάννη, μέσα στο διάλογο που διαμείβεται μεταξύ τους: «ΠΑΠΑ-ΓΙΑΝΝΗΣ: Και θα γροικούνε, στη διάτα του, Δεσποτάδες και παπάδες και γραμματικοί και ούλοι; ΗΣΑΪΑΣ: Κι’ ούλοι και καταούλοι, γιατί ο Διάκος είναι Πατριάρχης. ΠΑΠΑ-ΓΙΑΝΝΗΣ: (Μ’ απορία) Διάκος… Πατριάρχης. ΗΣΑΪΑΣ: Η πατρίδα, ο πόλεμος, η παλληκαριά, έχουνε δικιά τους σκάλα στους βαθμούς, Παπα-Γιάννηηηη.»

Ο δραματουργός χαρακτηρίζει τον «Μητρο-Κοντογιάννη» ως «κιοτή» (δια στόματος Βαΐτσας) και «Εφιάλτη (δια στόματος Πανουργιά)», αφού δε δέχτηκε να πολεμήσει μαζί με τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς στη μάχη της Αλαμάνας…

Κι ενώ ο Διάκος είχε δώσει εντολή να μη συμμετάσχει στη μάχη ο Ησαΐας, εκείνος με αποφασιστικότητα τρέχει πρώτος με θάρρος στον αγώνα.

Ο δραματουργός «θέλει» τη σύσκεψη των οπλαρχηγών στις Κομποτάδες να πραγματοποιείται μέσα σε κάποιο δωμάτιο σπιτιού, όμοιο με τον οντά του Μάνθου Οικονόμου, προηγούμενης σκηνής του έργου, κι όχι κάτω απ’ τα θρυλούμενα πλατάνια και, επίσης, «θέλει» τον Ησαΐα να πολεμάει με τον Πανουργιά στη Χαλκομάτα… και τον Διάκο να φτιάχνει ταμπούρια και ν’ αντιστέκεται στη Δαμάστα, τη γέφυρα της Αλαμάνας και τη Μουσταφάμπεη.

Ο δραματουργός βάζει περήφανα λόγια στο στόμα του Ησαΐα, για να τονίσει την του χρέους προς την πατρίδα, μέσα από τον παρακάτω διάλογο: «ΠΑΠΑ-ΓΙΑΝΝΗΣ: Μη και θαρρείς, δεν ξέρουμε τι μακελλειό θα γίνη; ΗΣΑΪΑΣ: Όντας, παπα-Γιάννη, ξωφλά κανένας το χρέος του, ξέρει από πρώτα τι πρέπει να δώση. Αντέχει; Τα δίνει. Δεν αντέχει; Μένει χρεωμένος. […]»

Όπως δε, φέρανε στον Διάκο το άλογό του για να φύγει και να γλιτώσει και φυσικά δε δέχτηκε, έτσι έφεραν ένα άλογο για να φύγει ο Ησαΐας, ο οποίος και αυτός δε δέχτηκε και σε λίγο σκοτώθηκε

Κι ενώ συλλαμβάνεται ο Διάκος, απαντά περήφανα στον Βρυώνη: «Η Αλαμάνα είν’ η αρχή. Και το στενό μακρύ κι’ οι Διάκοι μύριοι» και ρωτώντας τον ήδη νεκρό Ησαΐα (χωρίς βέβαια να περιμένει απάντηση), στην αποστροφή του λόγου του: «Να σταθούμε, όπου ταχτούμε, κι’ αν δε νικήσωμε, να πέσωμε αντρίκια, για να γκαρδιώσωμε τον ξεσηκωμένο ραγιά;» και προκλητικά και αγέρωχα, αν και γνωρίζει την τραγική γι’ αυτόν έκβαση των πραγμάτων, ρωτάει τον Βρυώνη: «Ώστε, ξαφνιάστηκες, Βρυώνη, που με ζώγρησες; […] Δεν ξαφνιάστηκες, Βρυώνη, πούχα τρόπο να φύγω και δεν έφυγα; Δεν ξαφνιάστηκες, που πολέμαγα ταμπουρωμένος στο κουφάρι τ’  αδερφού μου του Μήτρου; Δεν ξαφνιάστηκες, που μούταξες μπεηλίκια και λουφέδες, να γενώ δικός σου και στα πέταξα στα μούτρα; Δεν ξαφνιάστηκες, που ο Κιοσέ Μεχμέτης κι’ ο Χαλήλμπεης μου τάξανε παλούκωμα, σούβλισμα, και σε πληρωμή τους εσκυλόβρισα; Δεν ξαφνιάστηκες, με το πώς σε κοιτούνε τα ογδόντα κεφάλια, που παλουκώσανε γύρω σου τ’ αγρίμια σου; Κοίτα πώς σε τηράνε! Όπως κι γω! Σαν να μη υπάρχης. […]».

Πολύ σημαντικό έργο του σχολικού πατριωτικού θεάτρου. Μια αδυναμία του, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι ο δραματουργός χρησιμοποιεί κατά σημεία την αρχαΐζουσα των ευαγγελίων, μη προσιτή γλώσσα για παιδιά και αποτρεπτική για να διαλέξουν και να παίξουν ένα έργο κατά τα άλλα εμπνευσμένο και χρήσιμο στο σχολικό μας θέατρο.

δ) Δημητρίου Αθ. Παπαδάμ, Το Κάστρο της Υπάτης.[11]

Πρόκειται για έμμετρο (κατά σημεία) μονόπρακτο με αναφορές στην Ιστορία της Υπάτης (Αρχαϊκή Εποχή, Βυζαντινή Εποχή και Εποχή Τουρκοκρατίας). Συμμετέχουν, συνολικά, 34 πρόσωπα.

Στην 3η Σκηνή (Εποχή της Τουρκοκρατίας) παίρνει μέρος και ο Διάκος στο επεισόδιο πολιορκίας της Υπάτης, μαζί με άλλα 15 πρόσωπα (Τελεχά Φέζος, Πασσάς Τούρκος διοικητής της Υπάτης, Σουλεϊμάν, Α΄ Υπασπιστής του Τελεχά, Αχμέτ, Β΄ Υπασπιστής του Τελεχά, Μήτσος, Κοντογιάννης αρματωλός, Δυοβουνιώτης, Γκούρας, Σαφάκας, Σκαλτσοδήμος, οπλαρχηγοί, Παπαθανάσης, ιερεύς, Κομνάς, Χρίστος, μαθητές του Κρυφού Σχολειού, Αλαφόγιαννος, αγγελιοφόρος στρατιώτης, Κρινιώ, αρραβωνιαστικιά του Κοντογιάννη, Δέσπω, Κρυστάλλω, φίλες της Κρινιώς).

Αποτυπώνεται παραστατικά η προετοιμασία της πολιορκίας και ο αναβρασμός που επικρατεί. Ο Φέζος πασάς, με αναίδεια και έπαρση απευθύνεται στους αλυσοδεμένους αιχμαλώτους ραγιάδες που του έφεραν μπροστά του.  Κι ενώ ο υπασπιστής του προσπαθεί να τους τρομοκρατήσει και να τους απελπίσει, ώστε να εγκαταλείψουν τον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα τους, γίνεται ένα «θαύμα»: Τους λέει: «Νομίζετε ωρέ Γκιαούρ – με τα κρυφά Σχολειά σας,/με κλέφτες κι’ αρματωλούς πως την παληά Ελλάδα.εδώ θα αναστήσετε;/[…] Ποτέ μην το πιστέψετε. Σαν γίνουν ιδές τα τούτα,/τάσπρα αυγά δω κόκκινα τότε! Ε! τότε μόνο/ελπίδα νάχητε κι’  εσείς.» Και αμέσως (με δραματουργικό εύρημα) «Τα αυγά έξαφνα κοκκίνησαν (με κόκκινο ηλεκτρικό λαμπτήρα) – τρόμος πιάνει τους Τούρκους […]» Οι ραγιάδες αναθαρρεύουν, φωνάζουν, πανηγυρίζουν με αναπτερωμένο το ηθικό και το επαναστατικό τους φρόνημα. Οι Τούρκοι αποχωρούν τρομαγμένοι στο άκουσμα των ονομάτων του Διάκου, του Πανουργιά και του Κοντογιάννη.

Ο Διάκος εκθέτει το στρατηγικό του σχέδιο για την πολιορκία της Υπάτης, μετά από παραίνεση του Κοντογιάννη. Καταγράφεται η δύναμη των Ελλήνων και των Τουρκαλβανών. Οπλαρχηγοί των Ελλήνων είναι οι Διάκος, Κοντογιάννης, Σαφάκας, και Δυοβουνιώτης. Μαζί τους και γυναίκες που έρχονται αυθόρμητα και οικειοθελώς για να βοηθήσουν, ακόμη και ο Παπα-Θανάσης με τους μαθητές του Κρυφού Σχολειού.

Η μάχη εξελίσσεται στην αρχή με θετικό πρόσημο για τους Έλληνες. Ο δραματουργός δεν αναφέρεται ξεκάθαρα ότι η Υπάτη δεν καταλήφθηκε… Μας δείχνει τον Διάκο, μετά την επέλαση στην περιοχή των πολυάριθμων Τουρκαλβανών με τον Ομέρ Βρυώνη, να φεύγει, λέγοντας: «Τρέχω γι’ αυτούς τώρα εγώ κάτω στην Αλαμάνα/κι’ ας έλθουνε για να διαβούν και θα τους κλάψη Μάνα», αποσιωπώντας την αντεθνική στην κρίσιμη αυτή μάχη της Αλαμάνας στάση του Κοντογιάννη, ο οποίος αποφάσισε να απέχει και να κλειστεί με τα παλληκάρια του στη Μονή Αγάθωνος.

Στη συνέχεια, το έργο συνεχίζεται με αναφορά στην περίοδο μετά τις μάχες Αλαμάνας και Γραβιάς. Οι Γκούρας, Σαφάκας, Σκαλτσοδήμος και Κοντογιάννης, σχεδιάζουν τις επόμενες μάχες κατά της Υπάτης και γύρω απ’ αυτή. Ιδιαίτερα αναφορά γίνεται στη νικηφόρα μάχη του «Αετού Καστανιάς Υπάτης» (Μάιος του 1821). Επίσης, στη μάχη που δόθηκε στη συνέχεια για την απελευθέρωση της Υπάτης, με οπλαρχηγούς τους Κοντογιάννη, Σαφάκα, Πανουργιά, Σκαλτσοδήμο και Γκούρα και μετά από την ενίσχυση που δέχτηκαν οι Φθιωτείς από του Μωραΐτες (Νικηταράς ο Τουρκοφάγος κ.ά.) και από Φιλέλληνες (Κουενένος, Δανός, Εϋνεμάνος, Πρώσος, οι οποίοι σκοτώθηκαν). Ο δραματουργός αναφέρει τη μάχη ως νικηφόρα, αν και ο τελικός στόχος απελευθέρωσης της Υπάτης και κατάληψης του κάστρου της δεν επιτεύχθηκε, για δύο ακόμη φορές (2-8 Απρ. 1922 και 23 Απρ. 1922), αφού και πάλι ήρθαν εκεί μεγάλες τούρκικες ενισχύσεις, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να εγκαταλείψουν την πολιορκία του κάστρου και να υποχωρήσουν στα ορεινά της Οίτης.

Ο δραματουργός περιλαμβάνει στο έργο και άλλους πρωταγωνιστές της περιοχής και της πολιορκίας της Υπάτης και του κάστρου της: τον Αλατόγιαννο, πρωτοπαλλήκαρο του Κοντογιάννη και «καμάρι του Σμοκόβου», τον επίσης Σμοκοβίτη, Παπαδήμα, τον Αλαμάνο από τη Σέλιανη, τον Βλαχογιώργο από το Νεοχώρι, τον Καπετάνιο Ρούκη, Αλαφόγιαννο, Καπετάνιο Πατρινό.

Ανάμεσα στις σκηνές και στις εικόνες του έργου παρεμβάλλονται ποιήματα, τραγούδια, αφηγήσεις, μοιρολόγια, αλλά και μετά από το τέλος της παράστασης.

Ο δραματουργός γνώριζε πολύ καλά τη δραματουργική τέχνη, είχε δε σκηνοθετικές δεξιότητες, με αποτέλεσμα η θεατρική παράσταση του θεατρικού κειμένου να είναι ζωντανή, παραστατική και συναρπαστική.

ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ του ποιήματος του Αριστ. Βαλαωρίτη, «Ο Αθανάσης Διάκος»[12] [ή και του θεατρικού έργου του Λέοντος Μελά, «Αθανάσιος Διάκος. Τραγωδία εις τρεις πράξεις

Έχουμε υπόψη μας τρεις θεατρικές διασκευές για παιδιά:

 Πρώτη «θεατρική διασκευή» είναι της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη, «Θανάσης Διάκος».[13]

Μονόπρακτο έργο, με οκτώ πρόσωπα: Θανάσης Διάκος, Μήτρος, αδερφός και πρωτοπαλλήκαρο του Διάκου, Πανουριάς, Δυοβουνιώτης (οπλαρχηγοί), Ομέρ Βρυώνης, Κιοσέ, Μεχμέτ (τούρκοι πασάδες πολεμιστές), Χαλήλμπεης (τούρκος δήμιος).

Η πρώτη εικόνα αποτελείται από ελάχιστα αποσπάσματα από τα πρώτα τέσσερα άσματα του Βαλαωρίτη. Η δεύτερη εικόνα από τα πέμπτο και έκτο άσματα.

Τα αποσπάσματα είναι δομημένα δίκην θεατρικού αναλογίου με διαλόγους, χωρίς η συγγραφέας να επιχειρήσει κάποια ιδιαίτερη θεατρική διασκευή.

Η δραματουργός έδωσε στο σχολικό μας θέατρο μια «επιτομή», μια «περίληψη» του βαλαωρίτικου ποιήματος με τα πιο βασικά του σημεία, αφορμή για να διαβαστεί, αργότερα από τα παιδιά, ολόκληρο αυτό το επικό ποίημα.

Δεύτερη «θεατρική διασκευή» είναι πάλι του Τέλη Πεκλάρη, Αριστ. Βαλαωρίτη, «Αθανάσιος Διάκος».[14]

 Μονόπρακτο σε δύο σκηνές. Συμμετέχουν πέντε πρόσωπα: Θανάσης Διάκος, Πανουργιάς, Δυοβουνιώτης, Πρωτοπαλλήκαρο, Ένα Παλληκάρι.

Επιχειρείται μια σύντομη παρουσίαση (σε 4 σελίδες) του βαλαωρίτικου επικού εκτενούς ποιήματος, με σκοπό ν’ αξιοποιηθεί σε μια σχολική γιορτή. Ο συγγραφέας έχει την ίδια «δραματουργική» άποψη μ’ εκείνη της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη, παίρνοντας κάποια αποσπάσματα του ποιήματος, τα οποία εντάσσει σ’ ένα διαμειβόμενο διάλογο μεταξύ των μαθητών στη σχολική σκηνή, χωρίς αυτό ν’ αποτελεί θεατρική παράσταση, με την κλασική της μορφή και δομή.

Τρίτη θεατρική διασκευή είναι του Ι. Κ. Γιαννέλη, «Ο Διάκος. Χορόδραμα».[15]

Παίρνουν μέρος οκτώ πρόσωπα στους βασικούς και δευτερεύοντες ρόλους: Διάκος, Δυοβουνιώτης, Πανουργιάς, Μαρία-μητέρα του Διάκου, Ελένη-αδερφή του Διάκου, Αναστάσιος-Έλληνας στην υπηρεσία των Τούρκων, Πασάς και Χασάναγας-τούρκος αξιωματικός και όσα άλλα πρόσωπα κρίνει σκόπιμο να χρησιμοποιήσει ο σκηνοθέτης/δάσκαλος ή έχει αναγκαστικά στη διάθεσή του ως στρατιώτες  Έλληνες και Τούρκοι.

Το έργο είναι μονόπρακτο διαρθρωμένο σε πέντε σκηνές, με έμμετρο λόγο.

Πρόκειται για διασκευή και συρραφή δύο έργων: του θεατρικού «Αθανάσιος Διάκος» του Λέοντος Μελά και  του ποιήματος «Αθανάσης Διάκος» του Αριστοτέλους Βαλαωρίτη. Έχουν συμπεριληφθεί και στίχοι από λαϊκό στιχούργημα του Σπ. Περεσιάδη [;].

Όσον αφορά το θεατρικό του Μελά, ο δραματουργός Γιαννέλης έχει κάνει φιλότιμη προσπάθεια να μεταφέρει στη δημοτική γλώσσα αρκετούς διαλόγους, ώστε να γίνουν προσιτοί στους ηθοποιούς/μαθητές, με σκοπό ν’ αποδώσουν καλύτερα τους ρόλους τους.

_________________________________________________________________________________________

[1]. Κων/νου Σιόντη, «Ο Θανάσης Διάκος και η Αλαμάνα. Πατριωτικός διάλογος», στο βιβλίο του: Πατριωτικά δράματα και κωμωδίες (Για την 28η Οκτωβρίου, 25η Μαρτίου και την Σχολική εορτή των εξετάσεων), Γιάννινα 1961, σ. 9-15.

[2].  Πάντου Τσιρίδου, «Ο Αθανάσιος Διάκος (Δράμα σε τέσσαρες σύντομες πράξεις)», απ’ το βιβλίο του: «Η Γιορτή μας» (Δράματα – Κωμωδίες – Ποιήματα), Τυπογραφείον: Σ. ΘΕΟΔΟΣΙΑΔΟΥ, Κοζάνη χ.χ., σ. 13-25.

[3]. Οι ιστορικές μαρτυρίες που έχουμε μας πληροφορούν ότι λαβώθηκε στο δεξί του χέρι, γι’ αυτό και συνέχισε να πολεμά με το αριστερό.

[4]. Δημητρίου Κ. Χατζηαμάλλου, «Αλαμάνα … Θερμοπύλες του 21 (Έμμετρο πατριωτικό σκετς)», από το ομώνυμο βιβλίο του, Εκδοτικός Οίκος ΙΩ. ΚΑΜΠΑΝΑ, Αθήναι χ.χ. [1957], σ. 5-40.

[5]. Χορόδραμα είναι η σκηνική παράσταση ενός δράματος με κυρίαρχο στοιχείο το χορό και με συνοδεία μουσικής.

[6]. Ο δραματουργός είναι σαφώς επηρεασμένος από το ποίημα «Η φυγή» του Αριστ. Βαλαωρίτη, όπου, όπως είναι γνωστό, ο Αλή πασάς πανικόβλητος τρέχει να σωθεί από το φόβο του ότι τάχα τον κυνηγάει ο Λάμπρος Τζαβέλλας, καλώντας επίμονα τον Ομέρ Βρυώνη για να του φέρει το άλογό του, και καβαλικεύοντάς του να τρέξουν για να σωθεί…

[7]. Ελευθερίου Κορέλη, «Πορεία προς τη δόξα», από το βιβλίο του: Σχολικό Θέατρο, Αθήνα 1968, σ. 46.

[8]. Λευτέρη Κορέλη, Σχολικά Θεατρικά Έργα. Ο Γερο-Δήμος, Εκδοτικός Οίκος «Η ΕΠΑΡΧΙΑ», Λαμία χ.χ.

Μονόπρακτο με μία και μοναδική σκηνή. Συμμετέχουν εννέα βασικά πρόσωπα (ο Κώστας και ο Γρηγόρης,  χωριατόπουλα, ο Νότης, κλέφτης, η Αγγέλα, σύνδεσμος των κλεφτών, ο γερο-Δήμος, Πρωτοκλέφτης της Ρούμελης, ο Διάκος, ο Λευτέρης, κλέφτης, ο Λάμπρος, κλεφτόπουλο, ένας κλέφτης) και κάποιοι ακόμη  κλέφτες. Ο λόγος διαθέτει κάποιορυθμό, χωρίς όμως να έχουμε έμμετρο κείμενο.

Περιγράφεται παραστατικά «ένα επεισόδιο απ’ το Μεγάλο 21», που αφορά την καταστροφή της Βαρυμπόμπης (Μακρακώμης) και ενσυνεχεία τη σφαγή και τις φυλακίσεις που έκανε ο Οσμάν αγάς στον άμαχο πληθυσμό και σ’ έναν ιερωμένο, τον γέρο Παπαχρίστο.

Εκτός από τη συμμετοχή στο έργο του Νότη Ζίδρου (παιδί του Γιώργη Ζίδρου, απ’ τ’ Άγραφα), παλληκαριού από το καπετανάτο του Διάκου, στο έργο συμμετέχει και ο ίδιος ο Διάκος. Στη νικηφόρα μάχη με τους Τούρκους, εκτός από Οσμάν αγά, πληγωμένος και ο γερο-Δήμος, πεθαίνει στα χέρια του Διάκου.

Η αναφορά αυτή στον Διάκο, δεν αφορά τη μάχη της Αλαμάνας. Απλά, υποσημειώνουμε την ύπαρξη αυτού του θεατρικού έργου, στο οποίο συμμετέχει και ο Διάκος.

[9]. Ηλία Θ. Ανδρακάκου, Ο Σαλώνων Ησαΐας. Όντας χουμήξαν οι αητοί, Έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα χ.χ., σ. 11-21, 29-38, 42-46, 54-59, 67-70.

[10]. Ο Π. Ρόδιος, όμως, μας παρέχει διαφορετικές πληροφορίες που δεν αφορούν επί του θέματος τούτου τον Οδυσσέα Ανδρούτσο: «[…] Μαθών δε ο Αλής, όστις ην μνημονικώτατος και φύσει μνησίκακος κατά των μη εκτελεσάντων τας διαταγάς ποτε, ή τας αλόγους επιθυμίας αυτού μάλιστα, ότι περιστρέφεται ήδη μετά του Λάμπρου (σσ. Σουλιώτου) επιστέλλει προς αυτόν μυστικώς προσαγορεύων πιστόν και οικείον (διότι ετύγχανεν έχων ο Λάμπρος γυναίκα εκ των κατά τον γυναικώνατου Αλή Ελληνίδων) και απαιτεί την κεφαλήν του Διάκου παρ’ αυτού· ο δε φύσεως άρα ων αγαθής, ως και ημείς ηκούσαμεν  μνήμην υπέρ αυτού σωζομένην κατά τους τόπους εκείνους, και σεβόμενος τας αρετάς του ανδρός, δεν ετόλμησε να καταπράξη τοιύτον απάνθρωπον και ανόσιον πρόσταγμα· […]». Κοίτα: Ρόδιος Π., «Βίοι. Διάκος» (δίγλωσσο), περ. «Έφορος Στρατιωτικός-Ephore Militaire», τόμος Α΄, Εκ της Τυπογραφίας Κωνσταντίνου Ράλλη, Ναυπλία, 15 Φεβρ. 1835, σ. 171.

[11]. Δράμα ιστορικής – εθνικής πλοκής, Αθήναι 1961, σσ. 36.

[12]. Έχουν γραφτεί και (ορισμένα από αυτά) έχουν ανεβεί στη σκηνή κάποια έργα για ενήλικες, σχετικά με τη ζωή και τη δράση του Θανάση Διάκου, για τα οποία απαιτείται ιδιαίτερη μελέτη. Ενδεικτικά αναφέρω ορισμένα από αυτά τα θεατρικά έργα: 1. Λέοντος Μελά, «Ο Αθανάσιος Διάκος. Τραγωδία εις τρεις πράξεις», Αθήναι 1859, 2. Ι. Ζαμπέλιου, «Αθανάσιος Διάκος. Τραγωδία», στο βιβλίο του: Τραγωδίαι, Ζάκυνθος 1860, σ. 150-236, 3. Α. Αντωνιάδου, «Ο Διάκος και το Χάνι της Γραβιάς. Τραγωδία», Αθήναι 1893, 4. Τ. Αμπελά, «Προ της Αλαμάνας» (ανέκδοτο) [;], 5. 6. Θεόδωρου Λάσκαρεως, «Ο Διάκος στο μοναστήρι» και «Κρουστάλλω», Αθήνα 1977, 7. Γιάννη Κωτσαδάμ Σ., «Ο Μάρτυρας της Αλαμάνας. Θανάσης Διάκος», Εκδότης: ΠΕΤΡΟΣ ΡΑΝΟΣ, Αθήναι 1967 (κατάλληλο και για εφηβικό θέατρο), Τσερδάνη Παναγιώτη, «Θανάσης Διάκος (Του Διάκου Σε 7 εικόνες)», στο βιβλίο του: Τρία μονόπρακτα, Εκδόσεις «ΔΩΔΩΝΗ», Αθήνα 1994, σ. 29-56 και ίσως κ.ά.

[13]. Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη, «Θανάσης Διάκος. Πατριωτικό δράμα σε δυο εικόνες. Διασκευή από το ομώνυμο έπος του Βαλαωρίτη», από το βιβλίο των Φίλιππου Δ. Κολοβού – Γεωργίου Α. Κωτσάκη – Αντιγ. Παπαϊωάννου, Σχολική Ανθολογία Παιδικού Θεάτρου και Ποιημάτων, Εκδόσεις «ΝΙΚΗ», Αθήναι 1968, σ. 270-277.

[14]. Αριστ. Βαλαωρίτη, «Αθανάσιος Διάκος (Πατριωτικό δράμα) Θεατρική διασκευή: Τέλη Πεκλάρη», από το βιβλίο των Φίλιππου Δ. Κολοβού – Γεωργίου Α. Κωτσάκη – Αντιγ. Παπαϊωάννου, Σχολική Ανθολογία Παιδικού Θεάτρου και Ποιημάτων, Εκδόσεις «ΝΙΚΗ», Αθήναι 1968, σ. 162-165. Ο Τέλης Πεκλάρης ήδη από το 1955 είχε δημοσιεύσει το ενλόγω κείμενό του. Κοίτα στο βιβλίο των Φιλίππου Δ. Κολοβού – Τέλη Πεκλάρη, Ανθολογία Παιδικού Θεάτρου, Αθήναι 1955, σ. 31-34. Παρατηρούμε, όμως, ότι σ’ αυτό το βιβλίο το κείμενο στο τέλος κόβεται απότομα, ενώ παραλείπεται μέρος του διαλόγου, προφανώς από τυπογραφική αβλεψία.

[15]. Ι. Κ. Γιαννέλη, «Ο Διάκος. Χορόδραμα», στο βιβλίο Μορφωτικό Παιδικό Θέατρο Βόλου, Εκδόσεις «Λουλουδιών», Βόλος [1950], σ. 79-94.

  • Ένα τμήμα του παρόντος κειμένου έχει δημοσιευθεί στον αφιερωματικό 31ο τόμο (2018) με θέμα: «Αλαμάνα και Αθανάσιος Διάκος», του περ. «Φθιωτικός Λόγος», τον οποίο εξέδωσε στη Λαμία ο Όμιλος Φθιωτών Λογοτεχνών και Συγγραφέων.

_____________________________________________________________________________________________________

Θανάσης Ν. Καραγιάννης Δρ. Επιστημών της Αγωγής. Μελετητής Δραματουργίας για παιδιά. Κριτικός Θεάτρου για παιδιά. Συγγραφέας
e-mail:[email protected] http://thkaragia.wix.com/main