Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο πρακτικογράφος των αγώνων του λαού

Ρεπορτάζ από την εκδήλωση που συνδιοργάνωσε το ΑΤΕΧΝΩΣ, με τον Οργανισμό Πολιτισμού – Αθλητισμού και Παιδείας του Δήμου Αγίων Αναργύρων Καματερού και το Σύλλογο Φιλολόγων Δυτικής Αθήνας προς τιμήν του Θέμου Κορνάρου.

Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //

Πόσοι γνωρίζουν το Θέμο Κορνάρο και τι έχει να μας πει σήμερα το έργο του, 45 χρόνια μετά από το θάνατό του; Μια μικρή απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα έδωσε η χτεσινή εκδήλωση που συνδιοργάνωσε το περιοδικό Ατέχνως για τον κουμπάρο της φτωχολογιάς, κι οι δεκάδες θεατές κάθε ηλικίας (από τους παλαίμαχους της γενιάς της Αντίστασης μέχρι τους μαθητές του εσπερινού λυκείου Αγίων Αναργύρων) που την παρακολούθησαν στο ζεστό χώρο του πνευματικού κέντρου του δήμου –που δεν ήταν ζεστός μόνο λόγω της χτεσινής θερμής μέρας. Και αξίζει να σημειωθεί παρενθετικά πως φέρει το όνομα του παλιού κόκκινου δήμαρχου, Σπύρου Αποστόλου.

Η εκδήλωση απέτισε φόρο τιμής στο (δυστυχώς σχετικά άγνωστο στις νεότερες γενιές) Κορνάρο, αποτελώντας μια καλή αφορμή για γνωριμία με το συγγραφικό του έργο και την αγωνιστική του δράση. Το πλούσιο πρόγραμμα ξεκίνησε με μια μικρή εισαγωγή του συντονιστή Αλέκου Πούλου, για το μεγάλο μα ξεχασμένο από το σύστημα λογοτέχνη, το συγγραφέα των κατατρεγμένων, που καταδιώχθηκε κι ο ίδιος από το κράτος κι από την επίσημη εκκλησία, που τον αφόρισε.

Η πρώτη εισηγητική ομιλία ήταν του δικού μας, Ηρακλή Κακαβάνη, που τόνισε αρχικά την πρόθεση του Ατέχνως να προβάλλει πρωτοπόρους καλλιτέχνες, πρεσβεύοντας αξίες και ιδανικά, όπως η Αντιφασιστική Νίκη των Λαών, και όχι ναρκωτικές ουσίες –έμμεση αναφορά στο ναρκωφεστιβάλ του Σαββάτου στο Σύνταγμα. Στη συνέχεια έκανε μία επισκόπηση του έργου και της ζωής του Κορνάρου, που είχε από μικρός δίψα για μάθηση και το ‘σκασε 12 χρονών από το σπίτι του, για να πάει στο γυμνάσιο, όπου διακρινόταν για τις ωραίες εκθέσεις του και την αταξία του. Αλλά σπούδασε στο μεγάλο πανεπιστήμιο της ζωής και της βιοπάλης, χωρίς να μπορέσει ποτέ να περάσει την πόρτα κάποιας σχολής. Ο Κορνάρος συμπυκνώνει στον «κουμπάρο», την αγαπημένη του προσφώνηση, τον αδελφό, το σύντροφο, το συναγωνιστή. Καταφέρνει να συναντήσει «το μαχόμενο λαό» και να γίνει «πρακτικογράφος των αγώνων του», όπως σημειώνει, εγκαινιάζοντας ουσιαστικά ένα νέο είδος, αυτό του λογοτεχνικού ρεπορτάζ, κυρίως από τις φυλακές και τους τόπους εξορίας. Αλλά το μόνο έργο του που κυκλοφορεί σήμερα και δεν είναι παλιά, εξαντλημένη έκδοση, είναι η Σπιναλόγκα, πιθανότατα εξαιτίας της γνωστής τηλεοπτικής σειράς που είχε καταπιαστεί με το θέμα. Ο Κορνάρος κερδίζει άξια τον τίτλο του «εργάτη-συγγραφέα», που δε λείπει ποτέ, ακόμα κι άρρωστος, από τις αγγαρείες στο σύρμα της Μακρονήσου, ενώ στενοχωριέται πως ατιμάστηκε, όταν δεν τον συλλαμβάνει άμεσα η χούντα των συνταγματαρχών, κι ανησυχεί μη τυχόν τον περιφρονούν οι χαφιέδες.

Δεν κατέστη δυνατό για προληπτικούς λόγους υγείας να παρευρεθεί και να χαιρετίσει ο εικαστικός Γιώργος Φαρσακίδης, που θεωρούσε τον Κορνάρο πνευματικό του πατέρα. Αντ’ αυτού, διαβάστηκε από τη Ζωή Οικονόμου η μαρτυρία του, για ένα χαρακτικό του από τη Μακρόνησο, που απεικόνιζε το Θέμο Κορνάρο να διηγείται στους συντρόφους του μοναδικές ιστορίες από τα ταξίδια του.

Προς το τέλος της εκδήλωσης, ακολούθησε μία ακόμα αφηγηματική απόδοση από τη Ζωή Οικονόμου και τη Μαρία Καϋμενάκη ενός αποσπάσματος από τα «Παιδιά της θύελλας» του Κορνάρου για ένα δάσκαλο, που αρνούνταν σθεναρά να είναι το σχολείο αποθήκη της κοινότητας και οι στάβλοι να γίνονται σχολειό για τα παιδιά του χωριού. Ενώ μεσολάβησε η προβολή ενός μικρού βίντεο, με σκηνές από την καθημερινότητα της εργατικής τάξης και τη θεματολογία των βιβλίων του συγγραφέα, που επιμελήθηκαν οι δύο γυναίκες.

Στη δεύτερη εισηγητική παρέμβαση, η Σοφία Μπαρδάνη-Σημαντήρη αναφέρθηκε στον εργάτη της γης και της πένας Κορνάρο, που πυρπολούσε με ιδανικά το νου και την καρδιά πολλών νέων της γενιάς της, που ακολούθησαν τις ιδέες του –κι ας ήταν μικροί για να μιμηθούν και τις πράξεις του. Καθώς και σε κάποιες χαρακτηριστικές στιγμές του πλούσιου έργου του (που περιλαμβάνει 18 βιβλία, χώρια οι συλλογές διηγημάτων και οι ταξιδιωτικές του εντυπώσεις).

Τέτοιες στιγμές ήταν:

-ένα άρθρο του στους «Νέους Πρωτοπόρους» το 32’ για την ανάγκη να αρχίσουν να γράφουν και οι εργάτες. Το δικό του έργο άλλωστε, γεμάτο ήχους της βιοπάλης από το βίτσι και το μοτέρ του εργάτη, διαμορφώνει ένα καινούριο είδος, που δεν είναι ακριβώς μυθιστόρημα, αλλά χρονικό με γεγονότα που έχει ζήσει ο ίδιος και τα αποδίδει με δημοσιογραφική έμπνευση και μαγιά λογοτέχνη.

-το πρώτο σημαντικό του έργο για το «Άγιο Όρος – οι άγιοι χωρίς μάσκα» που μαστιγώνει άγρια, όχι τα θεία, αλλά αυτούς που υποτίθεται πως τα υπηρετούν, και αποσπά τη διθυραμβική κριτική του Φώτου Πολίτη.

-η «Σπιναλόγκα», που δεν είχε καμία σχέση με τη γνωστή τηλεοπτική σειρά, καθώς ο Κορνάρος ανήκε στους τολμηρούς που είχαν επισκεφτεί τους εγκαταλειμμένους στην τύχη τους λεπρούς και περιγράφει λεπτομερώς από πρώτο χέρι όσα είδε κι έζησε.

-το «Στρατόπεδο Χαϊδαρίου», ίσως το πιο συγκλονιστικό απ’ όλα, και το αρτιότερο από άποψη μορφής και περιεχομένου, όπως σημειώνει ο Βάρναλης.

Η παρέμβασή της έκλεισε με μια εκτεταμένη αναφορά στα βασανιστήρια που υπέφεραν οι αγωνιστές, μια μικρότερη στο έργο «Στάχτες και Φοίνικες» και με την επισήμανση πως η μνήμη είναι η αθανασία των ανθρώπων.

Η Άννεκε Ιωαννάτου εστίασε τη δική της παρέμβαση στο «Στρατόπεδο Χαϊδαρίου», την τέχνη και τη μεταδοτική ικανότητα του Κορνάρου, καθώς δεν αρκεί να έχεις ζήσει κάτι, μία κατάσταση, για να μεταφέρεις επαρκώς σε κάποιον τρίτο ένα συγκλονιστικό βίωμα. Στο έργο αυτό, που αφιερώνεται στη μνήμη του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, η ζωή παίζει με το θάνατο και η φλόγα με τις σκιές, σε μια αδιάκοπη εναλλαγή συναισθημάτων και παραστάσεων. Οι μικρότερες λεπτομέρειες, που κανείς εξωτερικός παρατηρητής δε θα μπορούσε να φανταστεί, αποκτούν τεράστια σημασία μέσα στο στρατόπεδο, όπου οι κρατούμενοι διαβάζουν «τη μικρή ιστορία του κόσμου στα σημειώματα των μελλοθάνατων», καταφέρνουν να νικήσουν το φόβο και να εξευτελίσουν το θάνατο –κι ας φαίνεται σίγουρο πως θα πέσουν. Ενώ η Αθήνα ποτέ δεν ήταν τόσο όμορφη, όσο την Πρωτομαγιά του 44’ –γράφει ο Κορνάρος στο κεφάλαιο για την εκτέλεση των 200 της Καισαριανής.

Το πρόγραμμα έκλεισε με τη ζεστή φωνή και τη μουσική του Δημήτρη Κανέλλου και του συγκροτήματός του, που ερμήνευσε τα τραγούδια: «Σαν το μετανάστη», «Λιώνουν τα νιάτα μας στη βιοπάλη», «Χαϊδάρι», και έκλεισε με «Το δέντρο», υπενθυμίζοντας μας ότι «οι καιροί επιβάλλουν να παίρνουμε θέση όλοι μας σε όσα συμβαίνουν. Ή θα είμαστε με τους εκμεταλλευτές ή με τους εκμεταλλευόμενους. Ετσι και εμείς, από τη δική μας πλευρά, συντασσόμαστε με τους εκμεταλλευόμενους και το όραμά τους για τη δική τους κοινωνία, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο».

Πιο πριν, χαιρετισμό εκ μέρους του δήμου Αγίων Αναργύρων Καματερού είχε απευθύνει ο πρόεδρος του Οργανισμού Πολιτισμού – Αθλητισμού και Παιδείας, Περικλής Παπαγεωργίου. Παραβρέθηκαν επίσης δημοτικοί σύμβουλοι και ο επικεφαλής της «Λαϊκής Συσπείρωσης» Δημήτρης Κατσαντώνης

Τις επόμενες ημέρες, θα δημοσιευτούν αναλυτικά στο περιοδικό μας υλικά κι εισηγήσεις της χτεσινής τιμητικής εκδήλωσης.