Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Πωλ Κρούγκμαν τραβάει τα μαλλιά του!

Γράφει ο Cogito ergo sum //

fat1Το όνομα του Πωλ Κρούγκμαν μάλλον δεν λέει τίποτε στους περισσότερους. Ας πούμε, λοιπόν, ότι πρόκειται για έναν πολιτειακό οικονομολόγο, ο οποίος βραβεύτηκε το 2008 με το Νόμπελ Οικονομίας. Θεωρείται ως ένα από τα πλέον ανοιχτά μυαλά της σύγχρονης οικονομικής σκέψης, σε σημείο που να κατηγορείται ως… μαρξιστής από ορισμένους ανεγκέφαλους.

Τον Μάρτιο του 2009, ο Κρούγκμαν βρέθηκε στην Αθήνα, ως επίτιμος καλεσμένος ενός συνεδρίου με θέμα την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Τότε, την ομιλία του είχε προλογίσει ο Γιώργος Παπανδρέου. Βεβαίως, αν σήμερα ξαναρχόταν ο Κρούγκμαν στην Ελλάδα, θα στοιχημάτιζα ότι ο πρώην πρωθυπουργός δεν θα επεδείκνυε την ίδια προθυμία για προλόγους, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου.

Σ’ εκείνη την ομιλία του, ο Κρούγκμαν άρχισε με την φράση “Είμαι τρομαγμένος!” και έσπευσε να τονίσει ότι ο τρόμος του δεν αφορά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αλλά της οικονομίας των… ΗΠΑ! Μη ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή, οι ΗΠΑ κλυδωνίζονταν από τα απόνερα του ναυαγίου τής Λέμαν Μπράδερς και βρίσκονταν ένα βήμα πριν την οικονομική κατάρρευση και την κοινωνική διάλυση.

Παρά την «τρομάρα» του, ο Κρούγκμαν αναφέρθηκε με εξαιρετικά κολακευτικά λόγια στις ευρωπαϊκές χώρες (συμπεριλαμβάνοντας την Ελλάδα, βέβαια), εξυμνώντας το κοινωνικό κράτος τους, το οποίο λειτουργεί ως αποσβεστήρας των κραδασμών που φέρνει οποιαδήποτε κρίση. Και εξήγησε ότι οι πολίτες νοιώθουν ασφαλέστεροι όταν υπάρχει κεντρική πολιτική για κοινωνικά αγαθά, όπως η υγεία, η παιδεία, η ασφάλιση κλπ. και, επομένως, δεν διστάζουν να καταναλώσουν, βοηθώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την οικονομία να αποφύγει την ύφεση.

Φαίνεται, όμως, ότι ο προλογίσας τον κύριο Κρούγκμαν πρόεδρος (τότε) του ΠαΣοΚ κάτι δεν κατάλαβε. Έτσι, όταν λίγους μήνες αργότερα ανέλαβε την εξουσία, επέλεξε μια πολιτική κατακρήμνισης και ισοπέδωσης κάθε έννοιας κοινωνικού κράτους. Αυτή την πολιτική ακολούθησαν και οι διάδοχοί του Παπαδήμος και Σαμαράς. Κι όπως φαίνεται, ούτε η σημερινός «αριστερός» πρωθυπουργός προτίθεται να αλλάξει πολιτική, καθ’ ότι «το κράτος έχει συνέχεια» και «η Ελλάδα σέβεται τις υπογραφές της». Έτσι κι αλλοιώς, ο πολύς Γιάνης των οικονομικών έσπευσε από την πρώτη στιγμή να ξεκαθαρίσει ότι με το 70% αυτής της πολιτικής δεν έχουμε πρόβλημα.

Επειδή αυτό το περί σεβασμού στις υπογραφές είναι πολύ χοντρό και δεν καταπίνεται με τίποτε, είναι προφανές ότι όλες οι κυβερνήσεις της τελευταίας πενταετίας (της σημερινής συμπεριλαμβανομένης) είναι πεπεισμένες ότι «τα μέτρα είναι οδυνηρά αλλά δεν γίνεται αλλοιώς». Έτσι, επί πέντε χρόνια πορεύονται όλες στον ίδιο δρόμο των «επιτυχιών» , κλείνοντας νοσοκομεία, συγχωνεύοντας σχολεία, συμπιέζοντας μισθούς και συντάξεις, ξεπουλώντας δημόσια περιουσία, ανατρέποντας κεκτημένα δεκαετιών… Δηλαδή, για να μεταχειριστώ τα λόγια του Κρούγκμαν, όλες οι κυβερνήσεις αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν την κρίση καταστρέφοντας το αμορτισέρ που θα απορροφούσε τους κραδασμούς.

Φαίνεται ότι οι “μαθητευόμενοι μάγοι” του νεοφιλελευθερισμού προσπαθούν να ξαναγράψουν την οικονομική θεωρία. Λένε ότι στόχος τους είναι η ανάπτυξη, γιατί μόνον έτσι μπορούμε να βγούμε από την κρίση. Ας πούμε ότι πάμε σωστά ως εδώ. Μόνο που ανάπτυξη δίχως αντίστοιχη αύξηση της κατανάλωσης, δεν νοείται. Το ζήτημα είναι απλό: ποιός θα καταναλώσει;

Δεν είναι μόνο ο περιορισμός της κατανάλωσης λόγω της συμπίεσης των ονομαστικών αποδοχών των εργαζομένων. Ούτε μόνο το ξεζούμισμα των καταναλωτών από την υπέρμετρη αύξηση άμεσων και έμμεσων φόρων. Είναι, κυρίως, το παγιούμενο αίσθημα αβεβαιότητας από το πετσόκομμα κάθε κοινωνικής παροχής, η οποία άλλοτε εθεωρείτο sine qua non (δεδομένη από χέρι, δηλαδή). Όταν έχεις απόλυτη αβεβαιότητα για το αν αύριο θα έχεις δουλειά, για το αν και πότε θα πάρεις σύνταξη, για το αν θα βρεθεί νοσοκομείο να σε περιθάλψει όταν αρρωστήσεις, για το αν θα υπάρχει δωρεάν παιδεία για τα παιδιά σου και για ένα σωρό άλλα «αν», πώς να καταναλώσεις;

Ας μου επιτρέψει ο κύριος Κρούγκμαν να οικειοποιηθώ για λίγο τον ρόλο του καθηγητού και να θυμηθώ ένα παράδειγμα κλασσικό για κάθε φοιτητή των οικονομικών. Έστω, λοιπόν, μια οικογένεια εργαζομένων με μηνιαίο εισόδημα 2000 ευρώ, η οποία συνήθιζε να καταναλώνει μηνιαίως 1600 ευρώ και να αποταμιεύει 400. Πώς θα αντιδράσει αυτή η οικογένεια αν το μηνιαίο της εισόδημα μειωθεί στα 1600 ευρώ; Θα συνεχίσει να αποταμιεύει τα 400 ευρώ, περιορίζοντας την κατανάλωσή της στα 1200 ή θα καταναλώνει όσα βγάζει, μηδενίζοντας την αποταμίευση; Τι λέει η θεωρία πάνω σ’ αυτό;

Τα πάντα εξαρτώνται από το κλίμα αβεβαιότητας. Με εξασφαλισμένες κοινωνικές παροχές (σωστή περίθαλψη, πραγματικά δωρεάν παιδεία, εξασφαλισμένη δουλειά κλπ), η ανάγκη για αποταμίευση δεν είναι ισχυρή και η κατανάλωση θα επηρεαστεί ελάχιστα. Όμως, όταν βλέπεις να σωριάζονται τα πάντα γύρω σου σε συντρίμμια, πώς να αμελήσεις τις ασαφείς ανάγκες της επόμενης μέρας; Λυπάμαι που θα στενοχωρήσω τους «φωστήρες» της κάθε κυβέρνησης αλλά, αν η οικογένεια του παραδείγματος είναι ελληνική, τότε το πιθανότερο είναι να μειώσει την κατανάλωσή της στο χιλιάρικο και να αυξήσει την αποταμίευση στα 600 ευρώ.

Παρεμπιπτόντως, οι κυβερνήτες μας ήξεραν πολύ καλά αυτό το παράδειγμα και την θεωρητική αντίδραση των καταναλωτών και έσπευσαν να βάλουν χέρι σ’ αυτό το 600άρι, επιβάλλοντας όλο και περισσότερους φόρους ή προωθώντας όλο και μεγαλύτερες περικοπές. Δεν επέβαλαν ποτέ δήμευση των καταθέσεων, όμως υποχρέωσαν τον πολίτη να πάει μόνος του στην τράπεζα, να σηκώσει τις αποταμιεύσεις του και να τις καταθέσει στα κρατικά ταμεία ως φοροδοσία. Δυστυχώς, αυτοί οι «φωστήρες» δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι η κατανάλωση δεν μπορεί να μειωθεί κάτω από ένα ανελαστικό όριο, μιας και από κει και κάτω μιλάμε για ανέχεια και για πείνα.

fat2

Αν στο παραπάνω κείμενο διαπιστώσατε μια σύγχιση στην χρήση των ρηματικών χρόνων και ένα διαρκές μπέρδεμα ενεστώτα και αορίστου, ας όψεται η σημερινή «αριστερή» κυβέρνηση. Από την μια κατηγορεί (ή, μήπως, κατηγορούσε;) όλες τις μνημονιακές επιλογές των προκατόχων της κι από την άλλη ισχυρίζεται ότι οι μεταρρυθμίσεις θα συνεχιστούν. Από την μια διατρανώνει (ή, μήπως, διατράνωνε;) την βούλησή της για αποκατάσταση των αδικιών κι από την άλλη την παραπέμπει για «όταν κάτι τέτοιο θα είναι εφικτό». Από την μια ανακοινώνει (ή, μήπως, ανακοίνωνε;) πρόγραμμα εκατό ημερών κι από την άλλη παρατηρεί ότι κυβερνά με πρόγραμμα τετραετίας. Από την μια υπόσχεται (ή, μήπως, υποσχόταν;) την επαναπρόσληψη όλων των απολυμένων δημοσίων υπαλλήλων κι από την άλλη εξηγεί ότι αυτές οι επαναπροσλήψεις θα μειώσουν ισάριθμα τις νέες προσλήψεις. Από την μια διατυμπανίζει (ή, μήπως, διατυμπάνιζε;) την κατάργηση όλων των μνημονιακών νόμων «με έναν νόμο» κι από την άλλη αναλίσκεται σε διαπραγματεύσεις με εκείνους που επέβαλαν αυτούς τους νόμους. Από την μια καταδικάζει (ή, μήπως, καταδίκαζε;) την λιτότητα κι από την άλλη επαινεί τον… λιτό βίο.

Μπορεί να μη το θέλουμε αλλά όλα τούτα μας θυμίζουν τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος μιλούσε για «ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής» όταν ήταν στην αντιπολίτευση αλλά πολιτεύτηκε ως ακραιφνής νεοφιλελεύθερος όταν έγινε πρωθυπουργός. Κι αυτή την εντύπωση που μας δημιουργείται άθελά μας, ήρθε να την υπογραμμίσει η πρώτη πράξη νομοθετικού περιεχομένου που έφερε η «αριστερή» μας κυβέρνηση, η οποία μέχρι πρό τινος καταδίκαζε (πολύ σωστά) ως αντιδημοκρατική την πρακτική των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου που είχε υιοθετήσει ο Αντώνης Σαμαράς. Δεν το θέλουμε αλλά έχουμε λόγους να ανησυχούμε.

Ακόμη περισσότερο μπερδευτήκαμε με την όλη φιλολογία περί πρωτογενών πλεονασμάτων. Αυτά τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν είναι που οι σημερινοί κυβερνώντες είχαν καταδικάσει από τα έδρανα της αντιπολίτευσης; Γι’ αυτά τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν έγραψε προ διμήνου στην εφημερίδα New York Times ο Πωλ Κρούγκμαν ότι συνιστούν «υπέρμετρη επιβάρυνση για την Ελλάδα»; Ποιο νόημα έχει, λοιπόν, η κουβέντα για το αν θα πρέπει να πετύχουμε πρωτογενές πλεόνασμα 3% επί του ΑΕΠ ή αν και το 1,5% είναι καλό; Επί τέλους, ας μας πει κάποιος «φωστήρας» μέχρι πού είναι καλό το πλεόνασμα κι από πού και πάνω χαλάει!

Ως κερασάκι στην τούρτα της σύγχισης, ήρθαν οι διαρροές σχετικά με τις προθέσεις της κυβέρνησης για το νέο φορολογικό νομοσχέδιο, με χαρακτηριστικώτερη την φαιδρότητα που λέγεται «φόρος λίπους». Θα ήταν απλώς οξύμωρο αν δεν ήταν επικίνδυνα απαράδεκτο για μια «αριστερή» κυβέρνηση να σκέφτεται την επιβολή «φόρου λίπους» σε μια αφυδατωμένη και αποστεωμένη κοινωνία.

Στοιχηματίζω ότι κάπου στο Πρίνστον της Νέας Υερσέης, ο Πωλ Κρούγκμαν τραβάει τα μαλλιά του (ίσως και τα γένια του) με κάτι τέτοια. Πού να φανταστεί ο άνθρωπος ότι κάποιοι απ’ αυτούς που διαχειρίζονται τα οικονομικά της χώρας μας, έχασαν μερικά βασικά μαθήματα ως φοιτητές…