Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παλαιοκαστρίτσα, παρτιτούρα άγραφη η θάλασσα

Γράφει η Ζωή Δικταίου //

-Έχει η ψυχή ουρανό; Ρώτησε αθώα η θάλασσα.
-Έχει, για όσους αγαπούν τη βροχή στα μάτια, απάντησε η γυναίκα.
Όταν δακρύζεις να βρέχει, φώναξε ο άνεμος και σκόρπισε τα σύνεργα τής αγάπης στις
ώχρες  της άμμου.

Είναι κάποιες φορές που ξοδεύεις τη σιγουριά μιας ζωής για το πιο όμορφο παραμύθι σ’ ένα χρυσάνθεμο.

Είναι κάποιες φορές που θαρρείς πως τούτη η θάλασσα, στην Παλαιοκαστρίτσα της Κέρκυρας     που δεσπόζει κάτω από τους κατάφυτους ελαιώνες των λόφων, είναι ένα απέραντο μελανοδοχείο, ολότελα φυσικό και δικό σου.

Είναι κάποιες φορές που η ανάμνηση χορεύει φορτωμένη αλισάχνη στο βλέμμα.

Ο άνεμος εγκωμιάζει τον έρωτα. Οι βάρκες συνεχίζουν  να περνούν νωχελικά μέσα από τις βραχονησίδες έτσι όπως έκαναν πάντα. Και στη νιότη και στην ώριμη ηλικία εδώ γύρεψες την ομορφιά. Αλμύρα, ίσως το πιο μητρικό στοιχείο στο μικρό λιμανάκι. Οι βράχοι πάντα εκεί, λες και κρατούν παρελθόν και μυστικά να μη ραγίσει όταν το κύμα φτάνει βαθιά στα σπλάχνα τους.

Τι κι αν ο χρόνος είναι ακαθόριστος. Εσύ κινείσαι όπως θέλεις. Εδώ προβάλλεται η ζωή. Εδώ     επανανοηματοδοτείς τη δική σου στάση απέναντι στη φύση, στην ιστορία, στον πολιτισμό, στον άνθρωπο.

Το απόλυτα εφήμερο, στον απόκρυφο όρμο αισθάνεσαι να γίνεται παντοτινό.
Το μαϊστράλι ξεφλουδίζει απαλά την επιφάνεια του νερού. Μυστικές θαλασσινές σπηλιές και γλαροπούλια.
Η Όστρια φέρνει γνώριμη τη φωνή τής Καλυψούς. Ακόμη οργισμένη μαλώνει με τους άσπλαχνους και ζηλόφθονες θεούς.  Δεν μπορείς να μην συγκινηθείς απολαμβάνοντας για άλλη μια φορά αυτή την πρώτη προσπάθεια γυναικείας χειραφέτησης, πόσο μάλλον όταν την διεκδικεί μια θεά!

Inked Χαρούλα Βερίγου Ζωή ΔικταίουΑνάσα απ’ τα χείλη της τον φίλησε στα μάτια, τον Οδυσσέα, καλά κάνει λοιπόν και σηκώνει μπαϊράκι στους θεούς… Στα μακριά της δάχτυλα ξύπνησαν τα φίδια της Μεγάλης Μητέρας.
Και εσύ αν βρεθείς εδώ στην ακτή κάτι θ’ ακούσεις από το λυγμό της.

Μα δεν είναι μόνο αυτό. Στην Παλιοκαστρίτσα βρίσκεσαι. Αγαπάς τους μύθους. Ανηφορίζεις στην απορία τους με πρωτόγνωρο ενθουσιασμό. Ένα σύννεφο χαμηλώνει στο βάθος του ορίζοντα. Κάτι αλλάζει. Γυρίζεις μαγικά πίσω στο χρόνο.

«Προσοχή στο μανδραγόρα», από το ραδιόφωνο. Οι σουσουράδες αεικίνητες  στην ασφάλεια του θαλοσσόβραχου.  Είσαι εδώ για να ζήσεις την άφιξη του Οδυσσέα στη Σχερία. Στο νησί των Φαιάκων, μετά από οκτώ χρόνια, θα γίνει η πρώτη μεγάλη συνάντηση με τους ανθρώπους. Και όχι όποιους κι όποιους. Όχι, εδώ θα συναντήσει έναν αληθινό πολιτισμό. Ο Οδυσσέας, θα μείνει μόνο τρεις μέρες, μα ας ξετυλίξουμε το κουβάρι του μύθου από την αρχή, απόψε στην καινούρια βαρκαρόλα.

Τάχα ποια νύχτα γύρεψες να μπεις στον Οφιούχο… Ξένε μου!

Σε τούτη την τελευταία περιπλάνησή του, πριν επιστρέψει στην Ιθάκη, ο Οδυσσέας φτάνει στο νησί των Φαιάκων ναυαγός, γυμνός, εξαντλημένος και εντελώς μόνος. Η ραψωδία έψιλον του    Ομήρου τελειώνει με την εικόνα του Οδυσσέα στην ακτή της Σχερίας, να σκεπάζεται με ένα στρώμα από φύλλα, εικόνα εκπληκτικά εντυπωσιακή, αφού τα φύλλα προφυλάσσουν τη σπίθα της ζωής στο γυμνό σώμα του ναυαγού.

Δεν αποσπάται η προσοχή σου, όχι, οι ποιητές μιλούν απ’ ευθείας στην καρδιά, όπως κάνει στην   Οδύσσεια ο Όμηρος, γι’ αυτό αφήνεσαι, ταξιδεύεις, γοητεύεσαι. Αυτό επιδιώκουν οι μύθοι.

Ηλιόλουστη η μέρα όπως η αγάπη. Να κοίτα, ξυπνάει απότομα, φύκια στα μαλλιά, η ψιλή άμμος στα γένια, γεμάτος αγωνία και προβληματισμό. Δείχνει χαμένος θα πεις, προσωρινά. Συμβαίνει επειδή έρχονται στο νου του όλες οι πικρές εμπειρίες από τους λαούς και τους ανθρώπους που έχει συναντήσει στο παρελθόν, οπότε είναι λογικό να φοβάται.

Στην απομέσα μεριά της παλάμης σου κρατάς το καλοκαίρι. Ακούς; Λάγνες φωνές χαρούμενες, ηλιοκαμμένους έρωτες υπόσχονται. Αυτές οι φωνές θα νικήσουν αγωνίες και πίκρες. Έχουν περάσει μόνο λίγα λεπτά. Κατά βάθος ξέρει ποιός είναι. «Πολύτλας, πολύτροπος, πολύμητις», ο Οδυσσέας, πάντα κατά τον Όμηρο.  Τώρα είναι ξεκάθαρο. Παρατηρείς την αλλαγή. Αφήνεται συνειδητά, ξαφνιάζεται στο ευχάριστο άκουσμα των κοριτσίστικων φωνών τόσο που του δημιουργείται η  απορία αν είναι νύμφες ή απλές γυναίκες. Τα χαλίκια του βυθού τρίζουν. Το κύμα ξεβράζει κογχύλια και όνειρα.

Ολάνθιστη η αγάπη, παλιά φωνή σε συλλαβές καινούριες.

Και να που ο Οδυσσέας βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν ακόμη μεγάλο θηλυκό πειρασμό, τη Ναυσικάτον τελευταίο και ίσως τον μεγαλύτερο πριν την επιστροφή του. Η φιλντισένια λάμψη στα χείλη της γίνεται φως. Παραδίδεται με όλες του τις αισθήσεις, το γυμνό του σώμα αργότερα θα πετάξει χιλιάδες άστρα.

Η Καλυψώ, θυμάσαι από το ταξίδι σου κάποτε στην Γαύδο, δοκίμασε τον Οδυσσέα προσφέροντάς του το δώρο της αιώνιας νιότης και της αθανασίας, καθώς και το ωραίο άφθαρτο από τον χρόνο σώμα μιας αειθαλούς θεάς. Μα τώρα δεν μιλάμε για εκείνη την ερωτευμένη και διπλά προδομένη γυναίκα. Εκείνη θά ’ρθει στον ύπνο σου, μετά από ολονύχτια καταιγίδα, όταν θα στάζει μέλι πικρό η φοινικιά. Τώρα είμαστε στη Σχερία!

Ο Όμηρος θέλει τη Ναυσικά σε ηλικία γάμου, αγνή, παρθενική, ευλογημένη. Κινούμενη οριακά ανάμεσα στην «ιστορία» και το παραμύθι, ανάμεσα στη γυναίκα και τη θεά, συνιστά ό,τι πλησιέστερο στην Πηνελόπη. Δες πως στέκεται μπροστά του θαρραλέα, όμορφη, περήφανη, αρχόντισσα. Εκείνος γονατιστός κοιτάζει την ώχρα της ακτής. Για την ώρα, θυμάται μόνο το βαθύ μπλε και τη χαίτη του άγριου θαλασσινού αφρού. Ύστερα βρίσκει τις λέξεις. Την αποκαλεί Δέσποινα. Σίγουρα δεν μπορεί να γνωρίζει τ’ όνομά της. Την παρομοιάζει με την Άρτεμη και στη συνέχεια, σε περίπτωση που είναι θνητή, καλοτυχίζει τους δικούς της, που καμαρώνουν τέτοια μοναδική ομορφιά και καθώς πανούργος και πονηρός και πολυμήχανος, προχωρά πιο μακριά μακαρίζοντας ακόμη και τον άνδρα που θα την παντρευτεί.

Είδες; Ξέρει καλά ποιός είναι, ο Οδυσσέας, γι’ αυτό στοχεύει στη γυναικεία φιλαρέσκεια, γι’ αυτό και οι φιλοφρονήσεις προς την άγνωστη εντυπωσιακή κόρη. Η Ναυσικά τον αποκαλεί Ξένο, του ανταποδίδει πολύ πιο διακριτικά φιλοφρονήσεις κι εκείνος δεν χάνει ευκαιρία, διεκτραγωδώντας την κατάσταση του  ζητάει έλεος και παρακαλεί να του υποδείξει το δρόμο για την πόλη αφού πρώτα του δώσει ένα ρούχο, έστω παλιό, για να σκεπάσει τη γύμνια του.

Οι θεοί δεν θα πάψουν ποτέ να παίζουν με τους ανθρώπους. Μια παράσταση είναι όλα, σκέφτεσαι και χαμογελάς ρίχνοντας λαίμαργα το βλέμμα σου στη σκιά κάτω από το μοναχικό βράχο. Το γαλάζιο ξαφνικά αποτραβιέται πιο ψηλά. Ακούς τη μουσική. Εντείνεται η διαμαρτύρηση της ψυχής.

Αύριο…

Μιλάει η Ναυσικά!  Όχι μόνο τον καλωσορίζει, αλλά τον παρηγορεί για τα βάσανα του, κολακεύεται και τελικά δείχνει να ανταποκρίνεται με το παραπάνω και στα αιτήματα του.

Τι όμορφα που μιλάει η ευγένεια! Λύνει την κορδέλλα απ’ τα μαλλιά. Ο άνεμος πρόλαβε μια τούφα και παίζει. Κάτι λέει. Μα ναι, παρακαλεί να τον περιποιηθούν λούζοντας τον στο ποτάμι  και μετά να του προσφέρουν νερό και φαγητό. Ξέρει τι κάνει. Παραδειγματίζει με τον τρόπο της. Η ευγένεια είναι τρόπος.

Μην αφήσεις τη γραμμή της μνήμης να πετρώσει. Το ίδιο κάνουν και σήμερα στα χρυσά σταυροδρόμια του Ιονίου και τής  Κέρκυρας των αισθήσεων, σέβονται το θεσμό της φιλοξενίας γιατί ο λαός των Φαιάκων είναι από τότε το ίδιο φιλειρηνικός και φιλόξενος.

Τα μάτια σου έχουν ώρα που κοιτάζουν τα σμαραγδένια νερά. Από τούτη τη θάλασσα δεν ξεφεύγεις εύκολα. Ας μακρύνουμε όμως λίγο από εδώ, να μην μας φτάνει η φωνή τής Ναυσικάς.

Λίγο αργότερα στην Παλαιόπολη, ο βασιλιάς Αλκίνοος τείνει χειραψία φιλοξενίας και φιλίας αποδεικνύοντας πως οι δύο αυτές έννοιες είναι οι δυνάμεις που έλκουν ακόμη και τα στοιχεία της φύσης σε αρμονικές σχέσεις τόσο με τα ανθρώπινα όσο και με το θείο. Μοναδική αξία, παραδέχεσαι, να είσαι έτοιμος να θέλεις να μάθεις για τον άνθρωπο, τον ξένο, να είσαι ανοικτός στη νέα πρόκληση αφού μια νέα συνάντηση είναι πιθανό να αλλάξει και τη δική σου ζωή.

Παράξενα σου φαίνονται όλα κι όμως τόσο γνώριμα και τόσο οικεία, θαρρείς και μια ολόκληρη ζωή σε προετοίμαζαν κι’ ετοιμαζόσουν για να ζήσεις αυτή τη μοναδική εμπειρία. Αύριο θα χαίρεσαι με τις αναμνήσεις σου αυτές. Θα διηγείσαι με καμάρι πως,  «το νησί των Φαιάκων συνδέει το παρελθόν με το μέλλον του Οδυσσέα, το πριν με το μετά, πως μέσα από το τραγούδι του Δημόδοκου ο ήρωας ξαναζεί τα περασμένα και ίσως τελικά να υπάρχει, – γιατί όχι -, και ο σύγχρονος Οδυσσέας.»

Κλείνεις τα μάτια, μα όχι από κούραση. Μυήσαι στο στοχασμό. Αναρωτιέσαι, αν το νησί των Φαιάκων συνιστά όντως όνειρο, αν αφορά σ’ έναν κόσμο που βρίσκεται στα όρια φαντασίας και πραγματικότητας, αν στη σύγχρονη Σχερία κατοικούν κοινοί θνητοί που καταφέρνουν και συναναστρέφονται όμως τόσο άνετα με τους θεούς. Το βλέπεις άλλωστε, έχουν τον ίδιο πλούτο, λιόδεντρα και θάλασσα, αμπέλια και περιβόλια, έχουν και ειρήνη, απόλυτη ηρεμία και ευτυχία, και δεν αποκλείεται τα πλοία τους, να ταξιδεύουν ακόμη με τρόπο μαγικό.

Κέρκυρα - σμίλη ψυχής Παλαιοκαστρίτσα

Ναι, η Κέρκυρα είναι τόπος μαγικός!

Ένας μοναδικός παράδεισος έκστασης. Ένα νησί γεμάτο περιγράμματα αρχαίων οικουμενικών ιδεών χωρίς εξόριστα άστρα. Εδώ το παρελθόν σου αποκτά άλλες διαστάσεις και ο έρωτας κληματίδα ανθισμένη ανεβαίνει ουρανούς, μέχρι ν’ ανάψουν τα σκοτάδια, μέχρι μια μυρωδιά στο απόβροχο να σου ανοίξει καινούριο χάρτη.

Στην Κέρκυρα οι προδομένες μέρες σού κοστίζουν ελάχιστα.

Ναι, δεν θα δυσκολευτείς να νιώσεις όπως ο Οδυσσέας, περνώντας όπως εκείνος από την απραξία στο νησί της Καλυψούς, στην πλήρη δράση και ζωντάνια με τις ιδανικότερες συνθήκες. Έλα, προτείνεις και στον άλλο ταξιδευτή με βλέμμα υγρό, αναγεννιέται κανείς στη Σχερία, ανακτά και τη χαμένη του ταυτότητα καμιά φορά.

Παλαιοκαστρίτσα, αφήνεις την ομορφιά να σε παρασύρει.

Θα μαγευτείς από τις ιστορίες και τα μυστικά περάσματα του νερού στις θαλασσοσπηλιές κι όταν τα χρώματα στο λιόγερμα χορεύουν στη γραμμή του ορίζοντα και ο ήλιος φωτίζει βράχια και  σύννεφα όλα γίνονται ακόμη πιο συναρπαστικά. Ο άνεμος παραδίδει τα σκήπτρα του και η ίδια η φύση αγαλιανά ξεφυλλίζει όνειρο κι έρωτα. Ένα διάλειμμα μακριά από την ατελείωτη φασαρία του κόσμου, εδώ που θαρρείς ο καιρός μεταναστεύει ταξιδεύοντας από το βιολετί στο πράσινο πριν ακουμπήσει τα βαθιά κρυστάλλινα νερά και το βλέμμα μεταλαβαίνει ουρανό και θάλασσα.

Κέρκυρα, ο τόπος που τα δέντρα ψηλώνουν τις νύχτες ίσαμε τρεις οργιές, ο τόπος που η αγάπη γίνεται μεγάλη και το φεγγάρι βεγγερίζει πάνω από τις χορταριασμένες κεραμιδοσκεπές κορτάροντας στα καντούνια.

Οι συγκινήσεις και τα αισθήματα έρχονται καταπάνω σου σαν ένα σμάρι μέλισσες κι όσα ξέφυγαν της φαντασίας σου αυτή τη φορά, θα έρθεις να τα συμπληρώσεις την επόμενη. Κι όσα δεν έβαλε ο νους τοπάζια και ζαφείρια άφησέ τα και αυτά για την επόμενη φορά, σ’ έναν άλλο ψίθυρο βροχής. Το φως και ο ήχος του νερού θα μείνουν εδώ και θα σε περιμένουν.

Αύριο στην Κέρκυρα, όταν ανυποψίαστο το βλέμμα χάνεται στο βάθος γυρεύοντας την άκρη του ορίζοντα στην Παλιοκαστρίτσα, θα εμπιστευτείς τα όνειρα σου σε τούτες τις θαλασσινές δαντέλες και θα τα δεις ν΄ανθίζουν με την Όστρια.

Αύριο στην Κέρκυρα, γιατί εδώ δεν θα κριθείς από τις προθέσεις, ούτε και από τις πράξεις σου, εδώ θ’ ανακαλύψεις αναρίθμητους κόσμους να σεργιανίσεις.

σμίλη ψυχής Παλαιοκαστρίτσα 1

Αύριο, στην Κέρκυρα, γιατί εδώ τίποτα δεν σε απομακρύνει από τον παράδεισο.

Μια κιθάρα ακούγεται μακριά ή μέσα σου; Δεν είσαι σίγουρη. Ανάμνηση από λευκό κρασί και σταφύλι κέρινο. Συμπυκνώνεται η ένταση στην καρδιά και στη σκέψη σου. Αισθάνεσαι το άγγιγμα της πεταλούδας και το γρήγορο φτερούγισμα του κοκκινολαίμη στο φράχτη.Το παράθυρο ανοιχτό να βρίσκει δρόμο το φθινοπωρινό αγιάζι νά ’ρχεται. Μια φευγαλέα ματιά, μια λεπτή χειρονομία, ένα παλιό μυστικό, μια πικρή σοκολάτα, ένα σπασμένο ρόδι, ένα μόνο χρυσάνθεμο κι ένα δάκρυ.

Όταν αρχίζει και μιλά το πάθος, όταν όλα αποκτούν όνομα, όταν δεν ξεχωρίζονται πια από εσένα και ο ενδόμυχος κόσμος φανερώνεται σε μια σπάνια στιγμή αναπόλησης, τότε η Παλιοκαστρίτσα σε καλεί και αφήνεσαι, τότε η ρομαντική σου συνείδηση γίνεται επιταγή της ψυχής, τότε στο ξέσπασμα μιας σύντομης αστραπής ξυπνά η ποιητική συγκίνηση και ναι τότε που οι συλλαβές αγκαλιάζονται μπορεί να γράψεις την πρώτη λέξη ενός στίχου…


Νύχτες, αυτές που σε ξυπνά ένας ψίθυρος

Άμμος, βυθός καθαρός, βλέπεις αυτά που θες
κι αυτά που δεν θες. Μαθαίνεις με τον καιρό
να απαντάς σε κάποιες ερωτήσεις
κι αυτό πάλι, δεν σου είναι τόσο χρήσιμο,
γιατί μετά, μαθαίνεις πως μπορείς να ζήσεις
και χωρίς απαντήσεις.

Τόσο μωβ, σ’ έναν ύφαλο.

Νύχτες, αυτές που σε ξυπνά ένας ψίθυρος
ή μια σπίθα που σκίζει το σκοτάδι
εκεί που σε έχει ξεπεράσει ο καιρός
δε γίνεται να κρυφτείς
πίσω από δεύτερες σκέψεις
όχι πια, χαίρεσαι
το ίδιο όμορφα στην ξαφνική βροχή
όσο και στη χειμωνιάτικη λιακάδα.

Η φυγή καλύπτει τα πάντα, χάνεσαι
στη μοναδικότητα αυτής της φύσης,
ή σ’ ένα καντούνι στο Καμπιέλο,
ακόμη παιδί σε καιρό αθωότητας,
χάνεσαι, στην παραλιακή λεωφόρο
και μετά στο Λιστόν,
με τα περιστέρια στο πλακόστρωτο
ένα σύντομο πέταγμα στο παγκάκι
δεν ακούς, δεν με ακούς Ιωάννη.

Ευτυχώς αυτή η πόλη δείχνει επιείκεια
επιτρέπει να απολαμβάνεις τη μοναξιά
και τη μελαγχολία,
όταν, νυχτώνει φθινόπωρο,
αθόρυβα ο χρόνος, η μορφή σου, η σκέψη σου,
όταν νυχτώνει φθινόπωρο
στην καρδιά σωπαίνει ο Έρωτας
μόνο τα πλήκτρα στο πιάνο θα μπορούσαν
να μιλήσουν, μάρτυρες της αφής,
στην παλιά πόλη σωπαίνουν όλα.

Η μουσική δημιουργεί προϋποθέσεις προσδοκίας
συγκατάβαση σε μια μόνο αχτίδα στο τζάμι
όχι, δεν θα σε προδώσω ποτέ, θα μείνω εδώ,
με τραυματισμένη τη γοητεία των ρεμβασμών μου
πάλι εδώ, αυτοεξόριστη,
χωρίς να μπορώ να ξεχωρίσω τα σημάδια της χαράς
από αυτά του φόβου,
θάλασσα ανοιχτή και ήσυχη
θάλασσα των ναυαγισμένων λέξεων
αν είχα φτερά θα πετούσα κοντά σου
μα δεν είμαι άγγελος.

Παλαιοκαστρίτσα, ασημί και μπλε, η δόξα της όρασης
πόσο εύκολα με τυλίγουν οι δύσκολες σκέψεις
φτάνει μια ματιά στο βυθό, σ’ αυτό το βυθό
φτάνει ένα άγγιγμα στ’ αλάτι
ευτυχώς, το βλέμμα όταν φουρτουνιάζει βρίσκει λύσεις.

Το φεγγάρι πίσω από σύννεφα φεύγει βιαστικά
όπως ο ίσκιος της πρώτης αγάπης
στο φως της τελευταίας, προσωρινά πάντοτε.

Ακούω τη βροχή στα κεραμίδια. Ωραίος χορός.
Δεν έχεις ομπρέλα, ποτέ δεν είχες, όπως τότε,
κοιτάς αλλού όταν έρχεται η βροχή
μυρίζει κανέλα και χώμα, Ιωάννη.

Κλείδωσα όλες τις πόρτες, μπορεί από φόβο,
κλείδωσα την ψυχή μου,
να μη σε αγγίξουν άλλα χέρια ψυχή μου…

Αύριο, θα μάθω ένα τραγούδι.
Αύριο, θα τραγουδήσω με τη φωνή μου.
«Θέλω να σε ακούσω να ονειρεύεσαι,
να γελάς», έλεγες…

Εκείνο το άστρο στέκεται πετρωμένο αντίκρυ.
Τόσο μακριά το φως απόψε. Απόψε κάτι με πονάει.
Ζωή, δεν πρόλαβα. Ανθίσανε κυκλάμινα,
τα είδες φαντάζομαι.

Μενεξελιά της λήθης, όχι Ιωάννη,
μενεξελιά του ορίζοντα
στο κιτρινισμένο χαρτί μια μουτζούρα έχει μείνει
με πόση σύγχυση, νυχτώνει φθινόπωρο.

Δεν έχω χρόνο ν’ αφουγκραστώ τη μοναξιά σου,
μη σου φανεί εγωιστικό,
αφιερώθηκα στη δική μου με πάθος. Κι ο πόθος,
τι απόγινε ο πόθος μας… Στο βράχο άφησα ένα κοχύλι.

Ψήλωσαν κι άλλο τα κυπαρίσσια στη θάλασσα,
όταν έρχομαι φεύγεις, έτσι σε σκέφτομαι,
δε συναντιόμαστε κι όμως κάνουμε
την ίδια διαδρομή πάνω στην άμμο.

Βρήκα ένα μολύβι, δικό σου ήτανε. Το κράτησα,
μ’ αυτό σου γράφω. Ενθύμιο…
Ένα ακόμη.
Αύριο, ο νυχτερινός όρκος
μια δροσερή ψιχάλα, πάνω
στη μισοτελειωμένη αμαρτία
κόντρα στη βία της ύλης.


Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Πυργί, 26 Οκτώβρη 2020
Από το υπό έκδοση βιβλίο «Κέρκυρα, σμίλη της ψυχής»


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεννήθηκα στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962 και μεγάλωσα στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Εκεί έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Η ζωή με έφερε στην Κέρκυρα, όπου για τριάντα τρία χρόνια εργάστηκα ως Διοικητικός Υπάλληλος στη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες το παλιού καιρού. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν κι όμως η λέξη που με ορίζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγαπώ τον πεζό λόγο κι ας επιστρέφω πάντοτε στην ποίηση. Ως «Χαρούλα Βερίγου» γοητεύομαι από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια της Κρήτης. Ως «Ζωή Δικταίου» επιστρέφω την ευγνωμοσύνη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη, τον Ανδρέα Ζιάκα, τον Γιάννη Νικολάου, τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και τον Θοδωρή Καστρινό.

Εργογραφία

  • Εκδόσεις Φίλντισι – Αθήνα
  • Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή- Νοέμβριος 2020,
  • Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα – Νοέμβριος 2019
  • Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή – Σεπτέμβριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα – Φεβρουάριος 2018
  • Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα – Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα – Ιούνιος 2015
  • Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
    Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία,

Συμμετοχές σε συλλογικά έργα

facebook logo click