Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ποιήματα που έγιναν τραγούδια (Β’ Μέρος)

Όπως στο πρώτο μέρος, έτσι και σε αυτό, η μουσική και η ποίηση περπατούν δίπλα δίπλα, δείχνοντας στα υπόλοιπα καλλιτεχνικά ζευγάρια πως είναι από τα πιο δυνατά… Η σχέση τους, άλλωστε, είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Όσον αφορά το ελληνικό τραγούδι, ιδιαίτερα στις δεκαετίες του ’60 και ’70, η ποίηση βρήκε σε αυτό καταφύγιο (ή και το αντίθετο) αναδεικνύοντας έτσι πολλούς ποιητές, Έλληνες και ξένους κάνοντας τους γνωστούς στο ευρύτερο κοινό.

Κι ήθελε ακόμη-Μανόλης Αναγνωστάκης/Μικρούτσικος/Δημητριάδη

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει

όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα,

έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω

πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.

Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους.

Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σαν σημαία

καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα.

Η πρόγνωσή σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.

Εκεί, προσεκτικά σε μια γωνιά μαζεύω με τάξη,

φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο.

Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω

με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω

με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω

όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.

 

Ένα το χελιδόνι-Οδυσσέας Ελύτης/Θεοδωράκης/Μπιθικώτσης

 

Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή

για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή

Θέλει νεκροί χιλιάδες να `ναι στους τροχούς

Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.

Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έχτισες μέσα στα βουνά

Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!

Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού

Το `χουνε θάψει σ’ ένα μνήμα του πέλαγου

σ’ ένα βαθύ πηγάδι το `χουνε κλειστό

μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος

Θε μου Πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές και Συ

Θε μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση

 

Η λυπημένη-Γ. Σεφέρης/Πλάτανος/Κανά

 

Στην πέτρα της υπομονής

Κάθισες προς το βράδυ

Με του ματιού σου το μαυράδι

Δείχνοντας πως πονείς

Κι είχες στα χείλια τη γραμμή

Που είναι γυμνή και τρέμει

Σαν την ψυχή γίνεται ανέμη

Και δέουνται οι λυγμοί

Κι είχες στο νου σου το σκοπό

Που ξεκινά το δάκρυ

Κι ήσουν κορμί που από την άκρη

Γυρίζει στον καρπό

Μα της καρδιάς σου ο Σπαραγμός

Δε βόγκηξε κι εγίνει

Το νόημα που στον κόσμο δίνει

Έναστρος ουρανός

 

Ένα μαχαίρι-Ν.Καββαδίας/Μικρούτσικος/Β.Παπακωνσταντίνου


Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζωνη μου σφιγμένοένα παλιό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι

όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι αραπάδες

που από έναν γέρο έμπορο αγόρασα στ’ Αλγέρι.

Θυμάμαι, ως τώρα να `τανε, το γέρο παλαιοπώλη,

όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιγραφία του Γκόγια,

ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες,

να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:

«Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν’ αγοράσεις

με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το `χει ζωσει,

κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το `χαν,

καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.

Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ’ αυτό τη Δόνα Τζούλια,

την όμορφη γυναίκα του γιατί τον απατούσε.

ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, τον δύστυχο αδελφό του

με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.

Ένας αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια

και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.

Χέρι με χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.

Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει τρόμο.

Σκύψε και δες το, μια άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει,

είναι αλαφρύ για πιάσε το δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,

μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν’ αγοράσεις.

Πόσο έχει; Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις πάρ’το.

Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζωνη μου σφιγμένο,

που η ιδιοτροπία μ’ έκαμε και το `καμα δικό μου,

κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω,

φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου

 

Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου-Βάρναλης/Ξυλούρης/Λουκάς Θάνος


Δεν λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδιακούτσα μια και κούτσα δυο στης ζωής το ρημαδιό

Μεροδούλι ξενοδούλι δέρναν ούλοι οι αφέντες δούλοι

ούλοι δούλοι αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό

και μ’ αφήναν νηστικό

Ανωχώρι κατωχώρι ανηφόρι κατηφόρι

και με κάμα και βροχή ώσπου μου `βγαινε η ψυχή

Είκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι

κι έχτισα στην εμπασιά του χωριού την εκκλησιά

του χωριού την εκκλησιά

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιο

αν ξυπνήσεις μονομιάς θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς

θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς

Και ζευγάρι με το βόδι άλλο μπόι κι άλλο πόδι

όργωνα στα ρέματα τ αφεντός τα στρέμματα

Και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα

να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ

για τ’ αφέντη το φαί

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο

Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει

άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσα άλλη γη

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο

 

Μια πίκρα-Κ.Παλαμάς/Δεληβοριάς

Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τα ‘ζησα
κοντά στ’ ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
πλατιά και μεγάλη.

Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,

στενάζεις καρδιά μου το ίδιο αναστέναγμα:
Να ζούσα εκεί πάλι

Μια μένα είναι η μοίρα μου, μια μένα είν’ η χάρη μου,
δεν γνώρισα κι άλλη:
Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη
γλυκιά και μεγάλη.

Και να! μεσ’ στον ύπνο μου την έφερε τ’ όνειρο
κοντά μου και πάλι
τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
πλατιά και τη μεγάλη.

Κι εμέ, τρισαλίμονο! μια πίκρα με πίκραινε,
μια πίκρα μεγάλη,
και δε μου τη γλύκαινες
της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι!

Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
και ποια ανεμοζάλη,
που δε μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες,
καλό μου ακρογιάλι

Μια πίκρα είν’ αμίλητη, μια πίκρα είν’ αξήγητη,
μια πίκρα μεγάλη,
η πίκρα που είν’ άσβηστη και μεσ’ τον παράδεισο
των πρώτων μας χρόνων κοντά στο ακρογιάλι.

 

Ο Δεκέμβρης  του 1903-Κωνσταντίνος Καβάφης/Μάλαμας


Kι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πωαν δε μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·

όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στη ψυχή μου,

ο ήχος της φωνής σου που κρατάω μες στο μυαλό μου,

ημέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου

τις λέξεις και τις φράσεις μου πλάθουν και χρωματίζουν

σ’ όποιο θέμα κι άν περνώ, όποια ιδέα κι αν λέγω

 

Διάφανες Αυλαίες-Ανδρέας Εμπειρίκος/Θ.Παπακωνσταντίνου


Είναι τα βλέφαρά μουδιάφανες αυλαίες.

Όταν τα ανοίγω βλέπω

μπρος μου ό,τι κι αν τύχει.

Όταν τα κλείνω βλέπω

μπρος μου ό,τι ποθώ.

 

Ερωτικό κάλεσμα-Μενέλαος Λουντέμης/Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας

 

Έλα κοντά μου δεν είμαι η φωτιά

τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια

τις πνίγουν οι νεροποντές

τις κυνηγούν οι βοριάδες

Δεν είμαι δεν είμαι η φωτιά

Έλα κοντά μου δεν είμαι ο άνεμος

τους άνεμους τους κόβουν τα βουνά

τους βουβαίνουν τα λιοπύρια

τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί

Δεν είμαι δεν είμαι ο άνεμος

Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατολάτης

ένας αποσταμένος περπατητὴς

που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς

ν’ακούσει το τραγούδι των γρύλων

κι αν θέλεις έλα να τ’ ακούσουμε μαζί