Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Συνομιλώντας με το Βάλια Σεμερτζίδη

Επιμέλεια Βασίλης Κρίτσας //

Χτες συμπληρώθηκαν 105 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου εικαστικού Βάλια Σεμερτζίδη. Με αφορμή αυτή την επέτειο, επιλέξαμε κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο “Βάλιας Σεμερτζίδης – Συνομιλίες με τον Χρίστο Αλεξίου” (εκδόσεις Mουσείο Μπενάκη) και πιο συγκεκριμένα: ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του Χ. Αλεξίου κι άλλο ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από μια συνομιλία τους με το Σεμερτζίδη, όπου πιάνουν το θέμα του ρεαλισμού και της πραγματικής του σημασίας.

Ο Βάλιας βλέπει την καλλιτεχνική πορεία του μοιρασμένη σε δεκαετίες: τη δεκαετία 30-40, που συνδέεται με τη Σχολή, κυρίως με τον Δάσκαλό του, τον Παρθένη και με την προσπάθειά του να απομακρυνθεί από τον ιδεαλισμό του και να βρει το δικό του δρόμο για μια ζωγραφική με ρεαλιστικό περιεχόμενο.

Τη δεκαετία 40-50, που συνδέεται με την Κατοχή και την Αντίσταση, στη διάρκεια της οποίας, κάτω από την ισχυρή επίδραση των τραγικών και επικών γεγονότων που συνέβησαν, διαμορφώθηκε οριστικά ο στόχος του να δώσει μορφή και έκφραση στο διαχρονικό αγώνα του ανθρώπου για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη.

Τις δεκαετίες 50-60 και 60-70, που συνδέονται με τη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή πολιτικά και κοινωνικά ταραγμένη πραγματικότητα, προσπάθησε να βρει τις τεχνικές που θα του έδιναν τη δυνατότητα να εκφράσει ζωγραφικά αυτόν τον αγώνα του ανθρώπου.

Επίμονα και με πολλούς τρόπους, ο Σεμερτζίδης λέει στη συνομιλία μας αυτό που επιγραμματικά έγραφε και ο Ρίτσος στο ποιήμά του Περί μορφής, που συμπεριλαμβάνεται στα 12 ποιήματα για τον Καβάφη “Η μορφή δεν εφευρίσκεται μήτε επιβάλλεται, εμπεριέχεται στην ύλη της κι αποκαλύπτεται στην κίνησή της προς την έξοδο”.

Σε όλη την καλλιτεχνική του πορεία, ο Βάλιας διακατεχόταν από την αγωνία του για το πώς θα μπορέσει να εκφράσει το περιεχόμενο που γεννούσε η συγκλονιστική εποχή που έτυχε να ζει. Όπως λέει ο ίδιος στη συνομιλία μας: “Η ανησυχία [που] με κατέτρωγε: με ποιον τρόπο θα εκφράσω καλύτερα το περιεχόμενο” και αυτό σήμαινε μια διαρκή αναζήτηση, ένα διαρκές ανικανοποίητο.

Εκείνο που ζητούσε το περιγράφει αναφερόμενος στα διαχρονικά επιτεύγματα της μεγάλης τέχνης: “Σε όλες τις εποχές ανεξαιρέτως εκείνο που χαρακτηρίζει ακριβώς τη μεγάλη τέχνη είναι η σαφήνεια της τεχνικής, η σαφήνεια της μορφής και η λιτότητα του χρώματος”.

Ο ζωγράφος Βάλιας Σεμερτζίδης περπατάει μαζί με το έργο του. Δεν υπάρχει ρήγμα ή αντίθεση ανάμεσα στον άνθρωπο και στον καλλιτέχνη, ανάμεσα σε αυτό που αισθάνεται, πιστεύει και πράττει και σε αυτό που εκφράζει με το έργο του. Κι αυτό, ξέρουμε πως είναι σπάνιο.

Στη ζωγραφική του, με τρόπο σαφή και με τις μορφές που αναδείχνουν τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων, εκφράζεται μια στάση ζωής. Η στάση αυτή είναι η στάση της πολύπαθης αλλά ακατάβλητης Ρωμιοσύνης, που σε χαλεπούς καιρούς, όπως ήταν τα ζοφερά και μαζί ελπιδοφόρα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης κι όπως είναι σήμερα, “τραβάει την ανηφόρα” κι αντικρίζει, με εμποστοσύνη στις δυνάμεις του λαού της, “τη ζωή πριν από τη ζωή και πάνου απ’ το θάνατο”. Από την άποψη αυτή ιδωμένη, η Ρωμιοσύνη του Σεμερτζίδη συγγενεύει στο πνεύμα της με τη Ρωμιοσύνη του Ρίτσου.

(…)

Βάλιας: Αλλά ο ρεαλισμός δεν είναι κάποια κλειστή φόρμουλα αντικρίσματος της πραγματικότητας. Ο ρεαλισμός είναι μια πολύ πλατιά έννοια. Ο ρεαλισμός υπήρχε σε πολλές εποχές χωρίς να αναπαριστά ακριβώς τα πράγματα, είτε στα γράμματα ήταν αυτό είτε στην τέχνη, με νατουραλιστικό τρόπο…
Οι σημερινοί πολέμιοι του ρεαλισμού θέλουν να ρίξουν στάχτη στα μάτια εκείνων που ενδιαφέρονται βέβαια για αυτά τα πράγματα, λέγοντας ότι αυτό είναι πεπαλαιωμένο, ότι αυτό είναι ξεπερασμένο και δεν είναι ξεπερασμένη η δική τους στάση, που είναι άρνηση της ζωής, μια παραμόρφωση, μια διαστρέβλωση της ζωής.

Γενικά, όχι μόνο στο δικό μου έργο, αλλά για τον καθένα που θα επιχειρούσε να κάνει ρεαλισμό, να κρατήσει δηλαδή μια τέτοια στάση απέναντι στα πράγματα, βασική προϋπόθεση είναι ότι ο ρεαλισμός ξεκινάει από το περιεχόμενο. Δηλαδή τι και πώς αντικρίζουμε στη ζωή. Η τοποθέτησή μας απέναντι σε αυτά, θα οδηγήσει και σε μια μορφή τέχνης, είτε μιλάμε για ζωγραφική είτε για την ποίηση και τα γράμματα.
Διότι ο ρεαλισμός από εκεί ξεκινάει. Από το πώς αντικρίζουμε. Με ρομαντισμό αντικρίζουμε τα πράγματα; Με σουρεαλισμό; Θέλουμε να παραμορφώσουμε, να γελοιοποιήσουμε, να σατιρίσουμε; Τι θέλουμε απ’ αυτό που συμβαίνει μπροστά μας; Τι θέλουμε να πάρουμε; Ένας μαχαιρώνει έναν άνθρωπο στο δρόμο. Αυτό μπορεί να δοθεί με χίλιους τρόπους. Εμείς όμως σα ρεαλιστές τι πρέπει να δούμε: ποιος είναι ο μαχαιρωμένος και ποιος είναι αυτός που τον μαχαιρώνει.

Το πρώτο θέμα που πρέπει να ξεκαθαρίσεις: είναι άδικα μαχαιρωμένος αυτός που μαχαιρώθηκε; Εκείνος που τον μαχαίρωσε είναι πραγματικός εχθρός του; Αυτός σήκωσε κεφάλι απέναντί του ή είναι απλώς ένας κλέφτης, ένας κοινός φονιάς; Ένας τρελός;
Λοιπόν, μια οποιαδήποτε μορφή εξωτερική ξεκινάει από το τι στάση κρατάμε εμείς απέναντι στα πράγματα, τα πραγματικά πράγματα και τι θέλουμε να πούμε για αυτά. Θέλουμε να καταδικάσουμε εκείνον που μαχαιρώνει, θέλουμε να δείξουμε την κατάπτωσή του, ότι αισθανόμενος πως βουλιάζει σκοτώνει τον αντίπαλό του για να επικρατήσει, ακόμα και με ένα φόνο να σταθεί όρθιος, πώς να σου πω;

Από εκεί είναι ο ρεαλισμός. Δεν είναι μορφή. Βέβαια πρέπει να είναι αληθοφανής. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ρεαλιστικό ένα αφηρημένο έργο. Αν κι αυτοί φτάσανε σε αυτό το θράσος, να λένε ότι κι εμείς ρεαλισμό κάνουμε διότι δείχνουμε τη σημερινή πραγματικότητα. Ποια σημερινή πραγματικότητα; Ναι μάλιστα τη σημερινή πραγματικότητα δίνουν, αλλά τη δίνουν αρνητικά, την αρνητική όψη της. Τότε, αν προεκτείνουμε έτσι, μπορούμε να πούμε ότι κι αυτά είναι ρεαλιστικά.

Ο ρεαλισμός είναι μια πολύ πλατιά έννοια. Δεν είναι συγκεκριμένη, όπως θέλουν να μας πουν οι αντίπαλοί του, ότι εσείς κάνετε νατουραλισμό, κάνετε κάτι ξεπερασμένο. όχι αδερφέ μου. Διότι και οι Βυζαντινοί ρεαλιστές ήταν. Διότι το ιδανικό τους το δώσαν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο απ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη εποχή, εκτός από την εποχή του Περικλή… Δώσανε με τη μεγαλύτερη σαφήνεια το νόημα αυτής της στιγμής που ανιπροσώπευε το έργο τους, καταλαβαίνεις.

Χ.Α: Θα μπορούσα έτσι να συνοψίσω δύο πράγματα Βάλια. Θα μπορούσαμε να πούμε, όσο καταλαβαίνω από αυτά που είπες και από την εμπειρία που έχω από την τέχνη, πως το περιεχόμενο ορίζει τη μορφή και η μορφή εκφράζει το περιεχόμενο. Εξαρτάται πάρα πολύ μετά από το ποια είναι η στάση του καλλιτέχνη απέναντι στα φαινόμενα.
Στη ζωή υπάρχουν δυνάμεις θετικές και αρνητικές, φθοράς και εξέλιξης. Ο καλλιτέχνης που βλέπει μόνο τις δυνάμεις της φθοράς δεν μπορεί να κάνει ρεαλιστικό έργο, έστω κι αν δώσει ρεαλιστικές εικόνες της πραγματικότητας ή αληθοφανείς εικόνες ή συμβολικά σχήματα που δείχνουν αυτή την πραγματικότητα, γιατί η φθορά αν και είναι πραγματικότητα στη ζωή, δεν είναι εκείνη που τελικά κυριαρχεί. Ο καλλιτέχνης που μπορεί να δει την εξέλιξη μέσα στη ζωή και τις δυνάμεις της προόδου και της ανόδου, αυτός κάνει ρεαλισμό, ακριβώς γιατί έχει δώσει, μέσα από το έργο, τις δυνάμεις που έσπρωξαν τη ζωή προς τα μπρος.

Βάλιας: νομίζω ότι έχουμε πιάσει την καθαυτό εικόνα του τι θα πει ρεαλισμός. Κι όχι έτσι όπως θέλουν να τον ερμηνέψουν φτηνά κι επιπόλαια, ότι ρεαλισμός θα πει ακαδημαϊκή ζωγραφική. όχι βρε ηλίθιοι, η ακαδημαϊκή ζωγραφική δεν ήταν ποτέ ρεαλισμός, ήταν φθορά… Ρεαλιστής ήταν ο Γκόγια. Γιατί δεν το λένε ακαδημαϊκό; Για πες τον Γκόγια ακαδημαϊκό. Δεν το σηκώνει, δε γυρίζει η γλώσσα. Αλλά τι ήταν; Αφηρημένος δεν ήταν, ακαδημαϊκός δεν ήταν, ιμπρεσιονιστής δεν ήταν, καμιά μανούβρα άλλη δεν έκανε. Ήταν ρεαλιστής, διότι είχε πιάσει την πραγματικότητα. Η εικόνα, έτσι όπως την παρουσίασε, μια και μιλάμε για ένα ζωγράφο, ήταν εύρημα δικό του, όχι ότι αυτό εξάπαντος ορίζει το ρεαλισμό οπωσδήποτε, αν δε γίνει όμως έτσι, δεν είναι ρεαλισμός.