Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

H ξενιτειά μέσα από δύο έργα του Γιάννη Παπαοικονόμου

Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //

Το Αρχοντικό

b177796

Σε κάποια έργα του Γιάννη Παπαοικονόμου υπάρχει το μοτίβο της διαμονής σε ξένη χώρα, είτε λόγω εξορίας, είτε για λόγους επιλογής, όπως για παράδειγμα στο Το Αρχοντικό και το Η άλλη σιωπή. Θέμα που δεν έχασε ποτέ την επικαιρότητά του, αλλά που αντιθέτως γίνεται όλο και πιο επείγον. Το Αρχοντικό κυκλοφόρησε το 2011 από τις εκδόσεις «Ποιήματα των Φίλων». Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου αυτού είναι από την Κρήτη, όπου διαδραματίζεται μεγάλο μέρος του βιβλίου. Δηλαδή από την ιδιαίτερη πατρίδα της μητέρας του συγγραφέα. Μαζί με το Η ζώνη (2008, «Σύγχρονη Εποχή») και το Απόστολος Μούδος (2010, «Αλφειός») ανήκει στον κρητικό κύκλο του. Ωστόσο, Το αρχοντικό, μαζί με το Η άλλη σιωπή (2012, «Ποιήματα των Φίλων») και το Το δόκανο (2007, «Σύγχρονη Εποχή») ανήκε και στον (αντι)χουντικό κύκλο του συγγραφέα. Επομένως, Το αρχοντικό ανήκει ουσιαστικά σε δύο κύκλους. Ένας καθηγητής, γόνος οικογένειας μεγαλοκτηματιών της Κρήτης που διδάσκει αρχαίες κοινωνίες, το κάνει με τρόπο διαλεκτικό σηκώνοντας έτσι τις υποψίες της Ασφάλειας. Οι ανακρίσεις είναι τραγελαφικές, αποκαλυπτικές για την αμορφωσιά των ασφαλιτών, οι οποίοι προσπαθούν να δώσουν ύφος στην εξουσία τους μιλώντας μια καθαρεύουσα, που δεν κατέχουν. Η καθυστέρηση και η βαρβαρότητα απόκτησαν εξουσία και βρίσκονται απέναντι στη λεβεντιά, το ήθος, τη μόρφωση, τη διαλεκτική σκέψη. Στο τέλος ο καθηγητής περνάει στον αντιδικτατορικό αγώνα μαζί με την εργατιά και βιώνει τη λύτρωση, την κάθαρση. Το βιβλίο έχει διάφορα επίπεδα. Η διανόηση που ενώνεται με την εργατική τάξη στον κοινό αγώνα, το σημαντικότερο μήνυμα. Έπειτα η εξέλιξη του καθηγητή σ’ αυτή την κατεύθυνση ξεκινώντας με το να μην σκύβει μπροστά στην Ασφάλεια, αλλά και η συμπαράσταση των φοιτητών, η αλληλεγγύη τους, οι οποίοι τελικά τον φυγαδεύουν στην Αθήνα, και δη στο Πέραμα ( η άλλη πατρίδα του συγγραφέα). Έπειτα ο γάμος με μια ξένη που φεύγει, αλλά και επιστρέφει. Η πλοκή περιπλέκεται με μια ιστορία με μια ξένη φοιτήτρια των ελληνικών, η οποία όμως, ενδιαφέρεται μόνο για την επιστήμη. Το βιβλίο είναι γεμάτο από επιλογές, όπως και Το δόκανο, αλλά με άλλο τρόπο. Εδώ εμπλέκεται και το ευρωπαϊκό στοιχείο μέσα από τις δύο ξένες γυναίκες, που φέρνει επί τάπητος το ζήτημα της σύγκρουσης αξιών, συμπεριφορών και νοοτροπιών σε ευρύτερο επίπεδο και όχι μόνο το ταξικό. Δεν είναι μόνο ταξικό το θέμα, αλλά και πολιτισμικό/ψυχοκοινωνικό. Αυτά τα δύο διαπλέκονται. Διαπλέκονται πολλά επίπεδα, αλλά στο τέλος όλα ξεκαθαρίζονται, επειδή οι πρωταγωνιστές κάνουν μια επιλογή-κάθαρση-λύτρωση από τις εσωτερικές τους διαμάχες. Η καθαρή επιλογή απελευθερώνει τον άνθρωπο κάνοντάς τον δημιουργικό, γιατί έχει ξεμπλέξει με τις εσωτερικές του αβεβαιότητες και απεγκλωβισμένος μπορεί να ακολουθήσει το δρόμο της επιλογής του. Γίνεται πια ελεύθερος πολιορκημένος. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την ανάκριση του πρωταγωνιστή στο πανεπιστήμιο. Στην ανάκριση παραβρίσκονται ο πρύτανης, ο κοσμήτορας Μαυρίδης, ένας αντιστράτηγος και ένας συνταγματάρχης. Ο καθηγητής Αλμυρός καταλαβαίνει ότι δίνει εξετάσεις στην εξουσία.

«- Λοιπόν κύριε Αλμυρέ, ξεκίνησε ο συνταγματάρχης, πιστεύετε όντως ότι η ιστορία εξελίσσεται ως αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων;

-Δεν ξέρω, κύριε….

-Σταθερόπουλος, συνταγματάρχης.

-Χαίρω πολύ κύριε Σταθερόπουλε. Δεν ξέρω τι εννοείτε, εγώ διδάσκω ιστορία των αρχαίων κοινωνιών, όχι πολιτική.

-Ναι, βεβαίως, το γνωρίζω, όμως, υποστηρίξατε τελευταίως ότι ο Σπάρτακος κι άλλος ένας που δεν ενθυμούμαι τ’ όνομά του, εξηγέρθησαν κατά της ρωμαϊκής εξουσίας μετά πίστεως δι’ έναν κόσμον άνευ δούλων και δουλοκτητών, την εκτροπήν του αρχαίου πολιτισμού της πατρίδος ημών;

Τα ‘χε λίγο χαμένα. Φαίνεται ότι οι χαφιέδες τους είχαν κάνει καλή δουλειά, πολύ πριν το πραξικόπημα. Κόμπιασε λίγο μα βρήκε διέξοδο.

-Ο άλλος ήταν ο Αριστόνικος, κύριε συνταγματάρχα, το ίδιο Ελλην ως και εμείς!

Η καθαρεύουσα ήχησε τόσο ειρωνική που έκανε τον πρύτανη ν’ αναθωρήσει τον Αλμυρό με φανερή αγανάκτηση. Ο άλλος ούτε που κατάλαβε.

-Ναι, ναι, αυτό το όνομα μου ανέφερον……, του ξέφυγε.

Ο στρατηγός του έστειλε ένα οργισμένο βλέμμα. «Με τέτοιους κουντεντέδες θα αλλάξομεν την κοινωνίαν και θα κατατροπώσομεν τους κομμουνιστάς;»

-Εγώ δεν υποστήριξα την πάλη των τάξεων σε μάθημά μου. Θεωρώ όμως, ως ιστορικός, ότι την εποχή εκείνη το να μετατραπεί κάποιος σε δούλο αποτελούσε μια διαδικασία σύνηθη, που καθιστούσε επισφαλή τη θέση των πάντων. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί σαν αδυναμία της τοτινής κοινωνίας.

«Καλά, μας κάνει και κομμουνιστικό κήρυγμα τώρα ο συνοδοιπόρος!», σκέφτηκε ο στρατηγός μα δε μίλησε. Αφηνε τον συνταγματάρχη Σταθερόπουλο να ξεκαθαρίσει τις πρώτες αγριάδες από τον μπαξέ που έφερνε στο φάκελό του τον κωδικό «Αλμυρό». Μετά θα τον παραλάβει ο ίδιος και θα δει του λόγου του ο ψευτοδάσκαλος «πόσα απίδια χωράει ο σάκκος»!

-Μα, κύριε Αλμυρέ, οι δούλοι ήσαν βάρβαροι, απ’ όσα γνωρίζω…..

-Βάρβαροι ως ο Πλάτων…….Ναι, μη ταράζεστε, κύριε Σταθερόπουλε, ο θείος Πλάτων!

«Α, τούτος διαθέτει υπέρμετρον θράσος!», απόρησε μόνος του ο στρατηγός. «Τώρα τα βάζει και με τον Πλάτωνα, την δόξαν της Ελλάδος! Ακου βάρβαρος ο Πλάτων! Ε, αυτό πάει πολύ!»

Ο πρύτανης και ο Μαυρίδης κάτι κατάλαβαν, αλλά προς στιγμήν δεν είπαν τίποτε. Είχαν κάπως ενθαρρυνθεί από τον τρόπο που τους ρεζίλευε ο Αλμυρός, μ’ όλο που δεν συμφωνούσαν, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, μαζί του. «Ασε τα στραβάδια να σπάσουν τα μούτρα τους και μετά βλέπουμε εμείς τι θα κάνουμε με τον καθηγητή μας».

Ο στρατηγός Θρασάκος, όπως του συστήθηκε, πήρε τη σκυτάλη από τον συνταγματάρχη. Δεν άντεχε άλλο, αυτός κατακρήμνιζε τους ιερούς κίονες της αρχαίας Ελλάδος.

«Λοιπόν, κύριε Αλμυρέ, δια ποίους λόγους υποστηρίζετε ότι ο θείος Πλάτων, ο αποδεδειγμένος εξ όλων των ιστορικών ως ακραιφνής Ελλην, ήτο βάρβαρος;

Τον κοίταξε μ’ ένα περιπαιχτικό ύφος. «Αυτός ο καραβανάς δεν γνωρίζει γρυ από ιστορία, ακόμα και της πατρίδας μας, που εννοείται ότι διαφυλάττει τις υποθήκες της!» σκεφτόταν, όσο μιλούσε, ο Αλμυρός.

-Ξέρετε, κύριε Θρασάκο, και βεβαίως «ήτο ακραιφνής Ελλην» ο Πλάτων……

-Ελεγον κι εγώ!

Οι δύο καθηγητές ήξεραν κιόλας την απάντηση του Αλμυρού.

«Είναι και το ρεζίλεμα της καθαρευούσης……», σκέφτηκε ο πρύτανης. «Τους κάνει με τα κρεμμυδάκια!», χαμογελούσε βαθιά του ο Μαυρίδης.

-Ομως, συνέχισε ο Αλμυρός, λίγο έλειψε να μετατραπεί σε δούλο. Πουλήθηκε μάλιστα ως τέτοιος σε σκλαβοπάζαρο!

-Μα τι αίσχη είναι τούτα κύριε Αλμυρέ; Είπαμε να έχετε ανατρεπτικάς απόψεις, δικαίωμά σας, όπως δικαίωμά μας είναι να σας φράξομεν τον δρόμο της επικοινωνίας σας με τας τρυφεράς, αδιαμορφώτους συνειδήσεις των νεαρών βλαστών μας.

Α, αυτός λοιπόν είναι ο σκοπός τους! Τώρα που τον γνωρίζει δεν τον ενδιαφέρει τίποτε άλλο από το να τους κάνει ρεζίλι μπροστά στα στηρίγματά τους, τους ακαδημαϊκούς επίορκους θεσμικούς παράγοντες.

-Δεν είναι ούτε αίσχη ούτε υπερβολές κύριε στρατηγέ μου, και το αν έχω «ανατρεπτικάς απόψεις» αφήστε με να τις εκθέσω εγώ ο ίδιος, αν είναι όπως τα λέτε. Οντως λοιπόν, κι εδώ παρευρίσκονται υποθέτω εξ αρχής για το λόγο αυτό, δύο έγκριτοι ταγοί του πανεπιστημίου μας για επαλήθευση των λεγομένων, όντως λοιπόν όπως έλεγα, ο Πλάτωνας πουλήθηκε σαν δούλος, όταν στο ταξίδι του, επιστρέφοντας από τις Συρακούσες, πιάστηκε από πειρατές που τότε λυμαίνονταν τη Μεσόγειο, κι αν δεν τον είχαν αναγνωρίσει κι αφήσει ελεύθερο οι αγοραστές του, θα χάναμε και τα ίχνη και ορισμένα από τα πιο σημαντικά του έργα. Αυτή, στρατηγέ μου, είναι η ιστορική πραγματικότητα, όπως τη διδάχθηκα κι όπως τη διδάσκω «εις τας τρυφεράς συνειδήσεις της πατρίδος μας», για να γνωρίσουν την αλήθεια για την αρχαιότητα, που αποτελεί παράδειγμα βέβαια λαμπρό σαν πολιτιστικό φαινόμενο της ανθρωπότητας στο σύνολό της» (σελ. 126/127/128).

Όσο κι αν μας προκαλεί το γέλιο η αμορφωσιά, η αγραμματοσύνη των ασφαλιτών, ωστόσο πρόκειται για τραγωδία το γεγονός, ότι εκείνοι μπορούν να επικρατήσουν σ’ ένα τόπο. Ο συγγραφέας δίνει πετυχημένα τη διαμάχη ανάμεσα στο σκοταδισμό μιας εξουσίας και το φως της γνώσης στο βιβλίο αυτό που σε πολλά επίπεδα εμφανίζει ταξικές, κοινωνικές, αλλά γι αυτό και ψυχοκοινωνικές αντιθέσεις/συγκρούσεις.

Η άλλη σιωπή

b177805Η άλλη σιωπή διαδραματίζεται στο εξωτερικό, στη Γαλλία συγκεκριμένα, όπου ο συγγραφέας έζησε τα χρόνια της χούντας κυνηγημένος. Εδώ μπαίνει εντονότερα το θέμα της ταυτότητας σε ξένη χώρα. Ίσως το βιβλίο είναι το πιο «εσωτερικό» του συγγραφέα. Ο πρωταγωνιστής μεγάλωσε με άλλες αξίες, νοοτροπίες, έθιμα και ήθη και τα βιώνει οδυνηρά. Πέρα από τον αντιχουντικό αγώνα γίνεται μέσα του μια πάλη για να μην τον κατακτήσει η ξένη χώρα ούτε μέσα από τον έρωτα. Η πάλη για τη διατήρηση του εαυτού του παίζει σημαντικό ρόλο σ’ αυτό το βιβλίο. Το κύριο εδώ είναι τελικά η επιβίωση της ίδιας της ταυτότητας του σαν Κρητικού, που θέλει να την περισώσει. Η μία σιωπή είναι η επιβεβλημένη από το δικτατορικό καθεστώς της πατρίδας του. Η άλλη σιωπή – που είναι και ο τίτλος του βιβλίου – είναι η πιο βαριά, είναι η σιωπή που εμποδίζει τις σχέσεις στον άλλο τόπο. Στο τέλος έρχεται το συμπέρασμα, γνωρίζει πια τον εαυτό του. Το εξαπέλυσε μέσα του η είδηση της σύλληψης ενός φίλου του στη μακρινή Ελλάδα. Μια είδηση που λειτουργεί σαν καταλύτης πάνω στο Είναι του. Δηλαδή, εδώ, όπως και στο Το Αρχοντικό, ο πρωταγωνιστής λυτρώνεται, ζει μια κάθαρση:

«Στη στιγμή κατάλαβε, λες και φωτίστηκαν από ένα καινούργιο ήλιο, πως αυτό που φοβόταν ο Κρητικός τόσο καιρό τώρα, ήταν «μη γίνει άλλο πράμα», «να αναπτυχθεί», «να γίνει Ευρωπαίος». Αγαπούσε τώρα την άγρια σκιά της Κρήτης. Χωρίς αυτήν δε θα ‘ταν ο ίδιος Ρήγας, ο αγωνιστής, ο Ελληνας. Μήπως κι αυτό δεν ήταν νίκη, στο θάμβος της ευρωπαϊκής ζωής, των φωτισμένων μαγαζιών, της ευπορίας;

Ο χαμένος φίλος του χαμογέλασε μες απ’ τα κάγκελα της καρδιάς του. «Ναι, ναι, αυτός είναι ο δρόμος μου», μίλησε στον εαυτό του. Το φώναξε όμως, γιατί μια κυρούλα με τα ψώνια της, που περνούσε δίπλα του, κούνησε λυπημένα το κεφάλι της.

-Ναι, ναι, ξαναείπε δυνατά, σαν να ‘θελε με τη φωνή να το πιστέψει, αυτός είναι ο δρόμος, μια άλλη αντίσταση.

Το κύριο τώρα ήταν να μείνει ο ίδιος, όπως ο φίλος του, πίσω από μιαν άλλη φυλακή, μιαν άλλη σιωπή, που τον έκλεινε για πάντα, σαν κρυφό απόσταγμα, νόημα ζωής, που δεν θα ξεβάψει. ………………..» (σελ. 125/126).

Σ’ αυτό το σημείο ταιριάζει, νομίζω, μια μικρή παρέκβαση στον ποιητικό λόγο του Γιάννη Παπαοικονόμου και δη στο ποίημα «Παλλινόστηση» με μήνυμα, ότι δεν μπορείς τελείως να αποτινάξεις από μέσα σου την ξενιτειά, αν την έχεις ζήσει για χρόνια. Ο τόνος είναι μελαγχολικός, απαισιόδοξος, αλλά μην ξεχνάμε, όμως, ότι ήταν μια ξενιτειά προσφυγιάς, επιβίωσης, εξαναγκασμού, όχι επιλογής για λόγους σπουδών, έρωτα ή άλλου ενδιαφέροντος. Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή «Παλαιές Αυλές» (2005, «Ποιήματα των Φίλων»).

ΠΑΛΛΙΝΟΣΤΗΣΗ

επέστρεψε

η ξενητειά είχε

κολλήσει μέσα του

ένα στρώμα λέπια

υπόγκριζα

αλλά κανείς δε τα ‘βλεπε

ρίχθηκε με πείσμα

στα παλιά

φίλοι

σύντροφοι

αγάπες

τίποτε δε ξέγδερνε

το μέσα δέρμα

του φιδιού

που τον έπνιγε

προσπάθησε και πάλι

να ριζώσει

στις αυλές με τα παρα-

μύθια των ποιητών

τα σκοτεινά δωμάτια

με τα λάμνοντα σώματα

τις εξοχές της παιδικής

ανάληψης

τίποτα

χαμένος κόπος

η ξενητειά ήτανε πια

ο ίδιος.