Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ILYA EHRENBURG, ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΑΡΑΓΜΕΝΟΣ ΣΕ ΧΡΟΝΟ ΧΑΡΑΓΜΕΝΟ (ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ)

Γράφει η  Άννεκε Ιωαννάτου //

Για την τέχνη.

Για να καταλάβουμε την τέχνη πρέπει να καταλάβουμε καλά τις συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργείται. Κάποια πράγματα μπορεί να φαίνονται ακατανόητα για μας σήμερα και γι αυτό είναι απαραίτητο να δούμε τις συγκεκριμένες συνθήκες του χωρόχρονου. Στον τρίτο τόμο του Άνθρωποι Χρόνια Ζωή ο Έρενμπουργκ διαπιστώνει με κάποια ανησυχία τις εξελίξεις στον τομέα της τέχνης: «Η επανάσταση εξοικείωσε το λαό με την κουλτούρα και ήταν φυσικό οι άνθρωποι που πρωτόπαιρναν ένα μυθιστόρημα στα χέρια ή πήγαιναν για πρώτη φορά σε μια έκθεση να μην καταλαβαίνουν πολλά πράγματα από τεχνική αρτιότητα. Ήταν φορές που μια επιτήδεια παραχάραξη της τέχνης τους ενθουσίαζε. Τους νέους αναγνώστες, τους καινούργιους θεατές, μπορούσες να τους διαπαιδαγωγήσεις, μπορούσες και να τους κολακέψεις, να τους πεις πως αυτοί είναι οι ανώτατοι κριτές. Φυσικά, οι κόλακες δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους» (Άνθρωποι Χρόνια Ζωή, τ. Γ’, σελ. 244).

Το να βρει η τέχνη το δρόμο της σε μια χώρα όπου η νέα εποχή ξεκίνησε με τις μάζες σε σοβαρή καθυστέρηση, δεν ήταν εύκολο. Το χάσμα ανάμεσα στους πολύ καλλιεργημένους  και τους καθόλου καλλιεργημένους ήταν τεράστιο. Το γεφύρωμα έργο δύσκολο. Οι τάξεις που έχουν άμεση σχέση με την παραγωγή, δεν ανέχονται αφηρημένες μορφές τέχνης, αλλά προτιμούν τις πιο ρεαλιστικές.  Το πρώτο καθήκον λοιπόν της νεαρής σοβιετικής εξουσίας ήταν η ευρύτερη παλλαϊκή διαπαιδαγώγηση χωρίς, ωστόσο, να εξαφανιστούν οι «τολμηροί πειραματισμοί», αν και ο Έρενμπουργκ είχε διαπιστώσει ότι «ο Μαγιακόφσκι δεν υπήρχε πια. Η εποχή των τολμηρών πειραματισμών και της εκκεντρικότητας είχε περάσει» (στο ίδιο, σελ. 244). Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι μέσα στους πρωτόγνωρους δρόμους που είχε ανοίξει η νεαρή σοβιετική δημοκρατία, έγιναν και λάθη και υπερβολές. Με το μεγάλο Κόκκινο Οκτώβρη και την έντονη επίδρασή του στο παγκόσμιο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό γίγνεσθαι εμφανίζεται μια άλλη διάσταση:  ο  -οργανωμένος ή μη – συνειδητός κομμουνιστής λογοτέχνης και μαζί μ’ αυτό άναψε η συζήτηση γύρω από το «τι πρέπει να είναι ο κομμουνιστής καλλιτεχνικός δημιουργός, ο κομμουνιστής συγγραφέας και τι πάει να πει λογοτεχνικό έργο με κομμουνιστικό προσανατολισμό. Παραπέμπουμε στα λόγια του Ναζίμ Χικμέτ στα άρθρα μας στο «Ατέχνως» με τίτλο Λογοτεχνία-μαρξισμός-κομμουνιστικό κίνημα, όπου γίνεται λόγος και για τον Έρενμπουργκ, αλλά και η Κλαρα Τσέτκιν είπε τις απόψεις της για το ρόλο που καλείται να παίξει η τέχνη στο πολιτιστικό ανέβασμα των καταπιεσμένων μαζών, για το τεράστιο αυτό μορφωτικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό, διαπαιδαγωγητικό έργο. Η Οκτωβριανή Επανάσταση απελευθέρωσε τεράστιες στην κοινωνία κατεσταλμένες και κοιμισμένες δυνάμεις σπρώχνοντάς τις από το βάθος στην επιφάνεια. Η εμβέλειά της εξαπλώνεται σαν ένα γιγαντιαίο παλιρροιακό κύμα και σε άλλες χώρες, ιδιαίτερα του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Πρωταγωνιστής πολλών έργων γίνεται η εργατική τάξη και γενικότερα τα καταπιεσμένα στρώματα της κοινωνίας και μάλιστα κάτω από το πρίσμα της δραστηριοποίησής τους  στο πρόσκηνιο της ιστορίας, όπου το νέο κοινωνικό σύστημα τους καλεί να παρουν τη θέση τους. Ωστόσο, η σοσιαλιστική κουλτούρα πρέπει να είναι η ιδιοποίηση και περαιτέρω ανάπτυξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Δεν είναι ένα νέο ξεκίνημα από το μηδέν απορρίπτοντας ως προϊόντα ταξικών κοινωνιών όλα τα προηγούμενα επιτεύγματα του ανθρώπινου πολιτισμού, όπως το ήθελε η Προλετκουλτ.  Όλα αυτά μάλιστα σε συνθήκες μεγάλων λαϊκών στερήσεων και αντεπαναστατικών απειλών, επιθέσεων και κωλυσιεργών από το εσωτερικό και το εξωτερικό. Διεξάχθηκε εκείνα τα χρόνια μια σφοδρή συζήτηση γύρω από το ρόλο της τέχνης στην επανάσταση και στο σοσιαλισμό οδηγώντας όχι πάντα στις πιο σωστές πρακτικές. Όλα ήταν πειραματικά, πρωτόγνωρα και ρηξικέλευθα. Η μηδενιστική κριτική εκ των υστέρων εκ του ασφαλούς και ενδεχομένως εκ του πονηρού είναι καταδικαστέα. Τα πράγματα κρίνονται στις συγκεκριμένες συνθήκες και στο συγκεκριμένο ιστορικό περίγυρο.

Φωνή λαού…

Θα σταθούμε για την καλύτερη κατανόηση του προβλήματος στο βιβλίο Έρενμπουργκ Ισακόφσκι Χικμέτ, Η λογοτεχνία και η αισθητική της και δη στο κεφάλαιο Η δουλειά του συγγραφέα στο οποίο ο Έρενμπουργκ θίγει μέσα από τη «ζεστή» σοβιετική πραγματικότητα το θέμα του πώς αντανακλάται η κοινωνία στη λογοτεχνία και, αν πρέπει κανείς να γράψει για τους εργάτες ή αν η λογοτεχνική δημιουργία είναι κάτι που μπορεί να γίνει με παραγγελίες. Ήδη θίξαμε το θέμα σε προηγούμενα άρθρα στο Ατέχνως. Συναντήσεις του με εργάτριες και εργάτες του προκάλεσαν ένα σοβαρό προβληματισμό. Ο Έρενμπουργκ λοιπόν ξεκινάει το δοκίμιό του αυτό ως εξής: «Τελευταία πήρα ένα γράμμα από ένα νεαρό μηχανικό του Λένινγκραντ που με ρωτάει: «Πώς το εξηγείτε, η λογοτεχνία μας να είναι πιο ισχνή και πιο άτονη απ’ τη ζωή μας; Είχαμε πριν από λίγο καιρό μια συζήτηση πάνω στο θέμα αυτό, μα κανείς δεν μπόρεσε να δώσει απάντηση. Μπορεί κανείς στ’ αλήθεια να συγκρίνει τη δική μας, τη σοβιετική κοινωνία, με την τσαρική Ρωσία; Κι όμως, οι κλασικοί μας συγγραφείς της τσαρικής εποχής έγραφαν καλύτερα (σελ. 13)».

Τέτοιες κριτικές «φωνές λαού» υπήρξαν πολλές και ακριβώς γι’ αυτό  ο Έρενμπουργκ αποφάσισε να γράψει αυτό το δοκίμιο για τη δουλειά του συγγραφέα τονίζοντας τον υποκειμενικό χαρακτήρα της, αλλά και την αγάπη για τη σοσιαλιστική κοινωνία που ένωνε τους σοβιετικούς συγγραφείς. Στο ως άνω δοκίμιο θίγει το ίδιο φαινόμενο – τηρουμένων των αναλογιών – και στις καπιταλιστικές κοινωνίες, όπου στο Μεσοπόλεμο υπήρξε μια γενιά ευφυέστατων συγγραφέων οι οποίοι ουσιαστικά δεν είχαν διαδόχους του ιδιου επιπέδου. Ο Έρενμπουργκ προσπαθεί να βρει την άκρη του «μυστικού». Η σοβιετική κοινωνία σε σχέση με την τσαρική, είχε λύσει τις κύριες αντιθέσεις της κοινωνίας και δεν υπήρχε πια το έδαφος για συγκλονιστικά δημιουργήματα, όπως στις καπιταλιστικές χώρες, που έβγαιναν από τις ιδιες τις κοινωνικές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις. Ο ‘Ερενμπουργκ ψάχνοντας σ’ αυτή την κατεύθυνση θα πει ανάμεσα σ’ άλλα και τα εξής: «Οι προλήψεις και συμβατικότητες της κοινωνίας που περιέγραψε ο Λέον Τολστόι στην Άννα Καρένινα δεν υπάρχουν πια. Ο σημερινός αναγνώστης παίρνει το μυθιστόρημα του Τολστόι, όχι μονάχα για να γνωρίσει τα ήθη και τα έθιμα της αλλοτινής κοινωνίας που πέθανε, αλλά και για να καταλάβει επίσης τα ζωντανά και σύγχρονα ανθρώπινα αισθήματα. Ο Λένιν έδειξε τέλεια τις κοινωνικές αντιθέσεις που δεν μπορούσε να ξεπεράσει ο Λέον Τολστόι. Για τον Λένιν, ο δρόμος του Τολστόι ήταν φωτεινός, ο Τολστόι δεν τον είδε. Όμως, ο Λένιν διάβαζε τον Τολστόι όχι μονάχα για να δείξει  την αδυναμία της φιλοσοφίας του. Ο μεγάλος συγγραφέας τον βοηθούσε να γνωρίσει πιο καλά τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων.» (σελ. 21).

Γεγονός είναι ότι τα πιο καλά, τα πιο συγκλονιστικά έργα τέχνης δημιουργούνται στα ιστορικά μεταίχμια, στις εποχές των μεγάλων συγκρουσιακών αντιθέσεων, των κοσμογονικών αλλαγών, των κοινωνικών ανατροπών. Το μέγεθος των γεγονότων και διεργασιών δεν μπορεί παρά να βρει την έκφρασή του σε ανάλογο μέγεθος στα έργα τέχνης. Ο καλλιτέχνης βρίσκει την πρώτη ύλη του στον κόσμο που τον περιβάλλει. Αυτό δεν αποκλείει να αξιοποιεί την ύλη άλλων εποχών για να καταστήσει σαφείς γενικότερους νόμους κίνησης των κοινωνιών, αλλά και βασικών ανθρωπίνων συμπεριφορών.

Λογοτέχνης και κοινωνία

Παρακάτω ο  Έρενμπουργκ τονίζει, ότι ο συγγραφέας γράφει γιατί έχει κάτι μέσα του που τον ωθεί στο γράψιμο και όχι επειδή του το λένε. Δεν είναι ένα μηχάνημα που καταγράφει γεγονότα. Ωστόσο, αυτό που έχει σημασία είναι ο λοφοτέχνης να καταλαβαίνει την πορεία της ιστορίας, να δέχεται τα μηνύματα των καιρών και ιδίως του ίδιου του καιρού του. Ωστόσο, κι εδώ βάζει ένα ερωτηματικό και μάλιστα με τα παραδείγματα των Μπαλζάκ και Τολστόι: «Ο Μπαλζάκ-πολιτικός αντέφασκε με τον Μπαλζάκ-καλλιτέχνη. Το μεγάλο βάθος  της διείσδυσης στις ψυχές και στις καρδιές των ανθρώπων δεν προφύλαξε τον Τολστόι από μια αφέλεια στα κοινωνικά ζητήματα. Ο συγγραφέας της νεότερης εποχής έχει μπροστά του μια επιστημονική θεωρία που επαληθεύεται με τρόπο εκπληκτικό. Οι συγγραφείς της Δύσης που δεν κατάλαβαν τη σημασία της μαρξιστικής ανάλυσης, απομακρύνθηκαν από το κέντρο των φοβερών γεγονότων του αιώνα μας. Τα έργα τους είναι αφιερωμένα σε ξεχωριστές και ιδιαίτερες περιπτώσεις, αδιάφορες ή ακόμα και ολοκληρωτικά αρνητικές για κάθε τι που πραγματικά υπάρχει. Όμως, και το να ξέρεις μονάχα, να καταλαβαίνεις το τι γίνεται, κι αυτό είναι λίγο. Ξέρουμε από την ιστορία θαυμάσιους διανοητές που ωστόσο έγραψαν μετριότατα μυθιστορήματα” (σελ. 34).

Πολλές φορές παραβλέπεται το γεγονός ότι ο λογοτέχνης είναι κυρίως καλλιτέχνης και όχι κυρίως ιδεολόγος, θεωρητικός. Οι καλλιτέχνες δεν είναι σώνει και καλά διανοητές, όπως οι διανοητές δεν είναι σώνει και καλά καλλιτέχνες εκτός από κάποιες εξαιρέσεις. Βέβαια, δεν πρόκειται για αυστηρά διαχωριστικές γραμμές με καλά προσδιορισμένα κριτήρια.

Στο επόμενο και τελευταίο μέρος  θα μιλήσουμε για τον Έρενμπουργκ ως ποιητή και ως πολεμικό ανατποκριτή.

Συνεχίζεται

[Το πρώτο μέρος ΕΔΩ]