Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο λαϊκός στρατός του 1821

Θεόδωρου Βρυζάκη, Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη, 1855 (Λάδι σε μουσαμά, 145 x 178 εκ.), Εθνική Πινακοθήκη

Θεόδωρου Βρυζάκη, Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη, 1855 (Λάδι σε μουσαμά, 145 x 178 εκ.), Εθνική Πινακοθήκη

Επιμέλεια: Οικοδόμος //

Με αφορμή την επέτειο της 25 Μάρτη, μεταφέρουμε στο διαδίκτυο επίκαιρο άρθρο από το περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός», μηνιάτικο στρατιωτικο-πολιτικό όργανο του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Το κείμενο δημοσιεύτηκε (στο φύλλο με αρ. 3, τον Μάρτη του 1948 και υπογραφόταν με τα αρχικά «Α. Η.».

“Στις 25 του Μάρτη συμπληρώνονται 127 χρόνια από τη μέρα που ο λαός της Ελλάδας με το όπλο στο χέρι άρχισε την πρώτη μεγάλη εθνικο-απελευθερωτική και δημοκρατική του επανάσταση ενάντια στους τούρκους καταχτητές και τους τουρκο-κοτσαμπάσηδες.

Στον εθνικό και δημοκρατικό τους αγώνα οι λαϊκές μάζες της αγροτιάς φλογίζονται από τα ιδανικά που ο Ρήγας κήρυχνε στους σκλάβους λαούς της Βαλκανικής. Εθνική απελευθέρωση, η γη στους αγρότες, δημοκρατία με κυρίαρχο το λαό, αυτά ήταν τα συνθήματα του μεγάλου ξεσηκωμού του 21.

Μέσα από τον ένοπλο αγώνα διαμορφώθηκε ένας λαϊκός επαναστατικός στρατός σαν συνέχεια της κλεφτουριάς. Σ’ όλη την προεπαναστατική περίοδο πολύς κόσμος παίρνει το δρόμο του βουνού για να ζήσει «μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».

Ο Ζαχαριάς, ένας από τους πιο ονομαστούς κλέφτες του Μωρηά, είναι ο «δάσκαλος» του Κολοκοτρώνη, Νικηταρά και άλλων, που παίζουν αποφασιστικό ρόλο σαν στρατιωτικοί ηγέτες στην επανάσταση.

Οι ηρωικές παραδόσεις της κλεφτουργιάς, τα λαϊκά της τραγούδια, η πίστη των κλεφτών στη συνεργασία των σκλαβωμένων λαών της Βαλκανικής γίνονται τραγούδια και πίστη του επαναστατημένου λαού.

Μ’ αυτά τα ιδανικά του αγώνα και τις ηρωικές παραδόσεις της κλεφτουργιάς γεννήθηκε ο λαϊκός στρατός του 21.

***

Ο στρατός του 21 ήτανε λαϊκός επαναστατικός στρατός, βασικά αγροτικός στρατός. Οι πιο μεγάλοι στρατιωτικοί ηγέτες του 21 ήταν παιδιά της αγροτιάς και οι 26.000 στρατιώτες ήταν αγρότες. Ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Καραϊσκάκης, ο Διάκος κι ο Μπότσαρης ήσαν φτωχόπαιδα από την αγροτιά. Αν βγάλει κανείς τον Υψηλάντη, τον Μαυροκορδάτο και λίγους άλλους, η πλειοψηφία των στρατιωτών ηγετών του 21 ήταν από την αγροτική φτωχολογιά.

Τα στελέχη του λαϊκού στρατού είχανε στενούς δεσμούς με το λαό και έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στην ενότητα λαού και στρατού.

Όταν ο Κολοκοτρώνης ήθελε να δώσει τη μάχη της Τρίπολης και ανέμιζε τις επαναστατικές σημαίες, κινήθηκε ολόκληρη η αγροτιά. Με ρόπαλα, δρεπάνια, μαχαίρια, σίδερα κάθε λογής, τρέχουν οι λαϊκές μάζες να πυκνώσουν τις γραμμές του λαϊκού επαναστατικού στρατού.

Όταν το 1826 κινδύνεψε η Στερεά Ελλάδα από τον Κιουταχή μέσα σε λίγο καιρό ο Καραϊσκάκης μάζεψε γύρω του 3500 μαχητές.

Την τροφή του λαϊκού στρατού, τον εφοδιασμό του, τη στέγη του, όλα αυτά του τα προσφέρει ο λαός. Τον οπλισμό του τον παίρνει από τις πλάτες των τούρκων καταχτητών με τα λάφυρα που κυριεύει από τις μάχες που δίνει μ’ αυτούς.

***

Ο λαϊκός στρατός του 21, θρεμμένος με τα εθνικο-δημοκρατικά ιδανικά, δεμένος με τον λαό, εφαρμόζει στις μάχες την ταχτική του αντάρτικου-παρτιζάνικου πολέμου, συνδυάζοντάς την σε ορισμένες περιπτώσεις (Βαλτέτσι, Μεσολόγγι) με την ταχτική του ταχτικού πολέμου. Η ταχτική του λαϊκού στρατού του 21 εφαρμόστηκε καλύτερα από τον πιο άξιο στρατιωτικό ηγέτη της επανάστασης, το Γέρο του Μωρηά, τον Κολοκοτρώνη.

Ο αξέχαστος  λαϊκός ηγέτης Γιάννης Ζέβγος γράφει στην ιστορία του: «Ο Κολοκοτρώνης στηρίζεται στην αγροτιά, πιστεύει στις δυνάμεις της και από την επαναστατική της πάλη περιμένει τη λευτεριά της Ελλάδας. Ξέρει να χρησιμοποιεί υπέροχα τις υπάρχουσες στρατηγικές δυνατότητες. Άμα δε μπορεί να χτυπηθεί κατά μέτωπο με τον εχθρό τον χτυπάει στα πλάγια, πιάνει τα περάσματα στα βουνά, του κόβει τις συγκοινωνίες και τον τσακίζει κομματιαστά όπως θέλει αυτός ή τον γονατίζει από την πείνα».

Έτσι έγινε με το στρατηγικό χτύπημα που κατάφερε στο Βαλτέτσι-Τρίπολη, που είχε σαν αποτέλεσμα να στεριώσει, εξασφαλίσει και επεκτείνει την επανάσταση στο Μωρηά.

Ο Κολοκοτρώνης σ’ άλλες περιπτώσεις εφαρμόζει την ταχτική του κλεφτοπολέμου και δε διστάζει να βάλει σ’ ενέργεια την επαναστατική τρομοκρατία. Και όταν είναι ο πιο αδύνατος ξέρει να επιτίθεται σε μονωμένα σημεία και να κρατεί ψηλά το ηθικό των οπαδών του.

Η μάχη στα Δερβενάκια (βλέπε χάρτη) είναι μια υπέροχη εφαρμογή της ταχτικής του αντάρτικου πολέμου με όλα τα στοιχεία του αιφνιδιασμού, της αντάρτικης πονηριάς και της παλλαϊκής συμμετοχής.

kolokotronis_xarths

Ο Δράμαλης κατέβαινε νικητής με τις 94.000 στρατό του και 500 ιππείς από την Στερεά στην Πελοπόννησο, με σκοπό να φτάσει και να καταλάβει την Τρίπολη. Φτάνει ως το Άργος. Ο Κολοκοτρώνης ξεκινώντας από την Τρίπολη, βάζει σ’ εφαρμογή το σχέδιό του. Ταχυδρόμοι με γράμματα φεύγουν για όλες τις επαρχίες της Αρκαδίας, Λακωνίας, Μεσσηνίας. Οι μικροκαπετάνιοι έρχονται με τα μπουλούκια των παλληκαριών τους από τα χωριά και ο γέρος ξεκινάει προς το Άργος. Οι γυναίκες βγαίνουν με τους άντρες στο δρόμο και λεν στον Κολοκοτρώνη: «αν οι άντρες μας δεν κρατάν καλά το ντουφέκι να τους πάρεις τ’ άρματα και να τα δώσεις σ’ εμάς να πολεμήσουμε». Ο Κολοκοτρώνης, αφήνοντας το στρατό του, πιάνει τους Μύλους. Τα μπουλούκια της αγροτιάς μαζεύονται συνεχώς. Έρχονται ο Υψηλάντης, ο Παπαφλέσσας, ο Νικηταράς. Διευκολύνουν τους κλεισμένους της ακρόπολης του Άργους να βγουν και να σμίξουν μαζί τους. Από την πρώτη στιγμή οι Έλληνες βάζουν φωτιά στον κάμπο του Άργους. Καίονται τ’ αποκάλαμα και δεν μένει τίποτε για τ’ άλογα και το στρατό του Δράμαλη. Είναι Ιούλης και κάνει πολύ ζέστη. Ο Δράμαλης σχεδιάζει να υποχωρήσει στην Κόρινθο και γυρεύει να ξεγελάσει τους έλληνες, πως θα προχωρήσει δήθεν για την Τρίπολη. Ο Κολοκοτρώνης τα μυρίζεται και προτείνει να πιάσουν όλα τα περάσματα που πάνε για την Κόρινθο. Οι άλλοι δεν τον ακούνε. Φεύγει με τους δικούς του και πιάνει τα Δερβενάκια και στις 25 Ιούλη το πρώτο τμήμα των τούρκων έπαθε συμφορά στα Δερβενάκια και έχασαν 3000 νεκρούς. Το κύριο σώμα του Δράμαλη ξεκίνησε στις 27 και πέρασε νοτιότερα από το Αγιονόρι.

Ο Γέρος έστειλε εκεί τον Υψηλάντη, τον Παπαφλέσα, το Νικηταρά και ο Δράμαλης πέρασε με πολλές ζημιές. Ο Κολοκοτρώνης έζωσε τον Δράμαλη στην Κόρινθο και τα υπολείμματα στρατού του με 4000 δοκίμασαν να πάνε στην Πάτρα. Αλλά και κει δεν τους περίμενε καλύτερη τύχη.

Έτσι η αγροτιά της Πελοποννήσου αντιμετώπισε και κατέστρεψε τα στρατεύματα του Δράμαλη με αρχηγό τον Κολοκοτρώνη που ήξερε να την κινητοποιήσει.

Αν στη μάχη των Δερβενακίων βλέπουμε ορισμένα στοιχεία από την ταχτική του Γέρου, στην αντιμετώπιση του Ιμπραήμ, το 1826 στο Μωρηά έχουμε το άλλο μέρος της ταχτικής του Γέρου που την συμπληρώνει.

Ο Ιμπραήμ κατεβαίνει στο Μωρηά  νικητής. Καίει και ρημάζει τα πάντα. Προσπαθεί με την τρομοκρατία να λυγίσει το φρόνημα των αγωνιζόμενων και να κάνει πολλούς να προσκυνήσουν. Ο Γέρος προσπαθεί να τον χτυπήσει στην Τρίπολη όπως και στο Βαλτέτσι κάνοντας γύρω της στρατόπεδα, μα αποτυχαίνει. Ο Ιμπραΐμης τον νίκησε πολλές φορές. Βάζει τότε σ’ εφαρμογή την ταχτική του κλεφτοπόλεμου. Ο ίδιος ο Γέρος, ο γιος του Γενναίος, ο Νικηταράς, ο Πλαπούτας, άλλοι καπεταναίοι, σκόρπια μπουλούκια οι αγρότες, τον χτυπάνε αδιάκοπα από παντού. Αρπάζουν εφοδιοπομπές. Πετσοκόβουν μεμονωμένα τμήματα τη νύχτα, γλιστράνε στα στρατόπεδά τους και σκοτώνουν τους τούρκους.

Και όταν αρχίζουν μερικοί να κουράζονται από τις κακουχίες και να προσκυνάνε, όπως ο καπετάνιος Νενέκος στην Πάτρα, ο λαϊκός στρατιωτικός ηγέτης νοιώθει το μεγάλο κίνδυνο και προστάζει με κείνο το περίφημο – κληρονομιά στο λαό μας: «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους. Βάλτε φωτιά και τσεκούρι, στήστε φούρκα και παλούκια» γράφει στους καπεταναίους του. Εδώ ο Γέρος δεν έχει δισταγμούς και αμφιταλαντεύσεις, όπως είχε όταν αντιμετώπιζε την αστοτσιφλικάδικη πολιτική ηγεσία.

Και όταν ο Ιμπραήμ βλέπει πως αποτυχαίνει η πολιτική του προσκυνήματος αρχίζει και καταστρέφει ό,τι βρίσκεται όρθιο και πάλι βροντερή ακούγεται η φωνή του Γέρου προς τον τύραννο:

«Όχι τα κλαριά να μας κόψεις, όχι τα δέντρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μόνο πέτρα πάνω σε πέτρα να μη μείνει εμείς δεν προσκυνούμε. Τι τα δέντρα αν τα κόψεις και τα κάψεις δε θα σηκώσεις τη γη. Κι’ η ίδια η γης που τα έθρεψε αυτή μένει δική μας και τα ματακάνει. Μόνο ένας έλληνας να μείνει, πάλι θα πολεμάμε. Και μην ελπίζεις πως τη γη τούτη θα την κάνεις δική σου».

Έτσι πολέμησαν οι έλληνες στη στεριά.

Ο λαός δεν πολέμησε μόνο στη στεριά. Πολεμούσε και στη θάλασσα ενάντια στην τουρκική Αρμάδα. Στον θαλασσινό αγώνα η λαϊκή επαναστατική πρωτοβουλία έβαλε σ’ εφαρμογή το μπουρλότο, που ένας ναύτης είχε μάθει την τέχνη του από τα λιμάνια της Γαλλίας.

Για μπουρλότο χρησιμοποιούσαν μικρά καράβια. Τα υπονόμευαν με αυλάκια γεμάτα μπαρούτι και άλλα εύλεχτα υλικά. Μια μικρή ομάδα από ναύτες τα οδηγούσε και τα κολλούσε για σιγουριά στο εχθρικό καράβι από τη μεριά που φυσούσε ο αέρας. Έβαζαν φωτιά, πηδούσαν στη βάρκα και έφευγαν. Ξακουστός ήτανε ο μπουρλοτιέρης Κανάρης που έβαλε μπουρλότο στη φρεγάτα του Καρα-Αλή, στη Χίο πετυχημένα και έκαψε όλους τους τούρκους και τον ίδιο τον Καρά-Αλή και μια άλλη φορά που έβαλε μπουρλότο στον τουρκικό στόλο στην Αίγυπτο, χωρίς όμως αποτέλεσμα γιατί έτυχε να αλλάξει ο αέρας απότομα κατεύθυνση.

***

Ο λαϊκός στρατός του 21 που τα ιστορικά στοιχεία τον ανεβάζουν σε 26.000 άντρες -χωρίς φυσικά όσους δούλευαν για τον εφοδιασμό του κλπ.- δεν μπόρεσε να οργανωθεί σε ταχτικό στρατό με ενιαία στρατιωτική ηγεσία, ενιαία οργάνωση και πειθαρχία.

Μέσα στον αγώνα, έχουμε πολλές εκδηλώσεις απειθαρχίας, έλλειψης ενότητας στη δράση κλπ. Η ενότητα λαού και στρατού δεν στηριζόταν τόσο στην οργάνωση, όσο στη βαθιά πίστη των μαζών στον αγώνα και στην επιρροή που είχαν οι λαϊκοί στρατιωτικοί ηγέτες πάνω στην αγροτιά.

Τα μπουλούκια των παλληκαριών δεν μπόρεσαν να μετατραπούν σε ταχτικό στρατό γιατί η αστοτσιφλικάδικη πολιτική ηγεσία δεν πίστεψε ποτέ στις δυνάμεις της επανάστασης για να τις οργανώσει, αλλά περίμενε απ’ όξω τη λευτεριά. Γιατί οι αστοτσιφλικάδες φρόντισαν να δολοφονήσουν και να ξεκαθαρίσουν κάθε αγωνιστή που επεδίωκε έναν τέτοιο σκοπό πχ. σαν τον Οικονόμου. Ο λαϊκός στρατός του 21 έμεινε ως το τέλος αντάρτικος στρατός. Το ίδιο και στη θάλασσα. Το μπουρλότο ήτανε ο βασικός τρόπος που οι επαναστάτες αντιμετώπιζαν τον εχθρικό στόλο. Ενιαίος οργανωμένος και πειθαρχημένος στόλος δεν μπόρεσε να δημιουργηθεί από τις φαγωμάρες των καραβοκυραίων για τα ιδιαίτερά τους συμφέροντα.

Μ’ όλα αυτά όμως ο λαϊκός στρατός του 21 δεν κόλωνε μπροστά στις δυσκολίες. Δημιούργησε τον λαϊκό αγωνιστή της εποχής εκείνης που δεν τον τρομάζουν η πείνα, οι στερήσεις, οι κακουχίες. Τον αγωνιστή που έδινε τη ζωή του για τα πιο ιερά ιδανικά. Μέσα από τη φωτιά της δοκιμασίας δημιουργήθηκαν καινούργια λαϊκά στρατιωτικά στελέχη, σαν τον Μακρυγιάννη κι άλλους, που διακρίθηκαν στον πόλεμο ενάντια στους τούρκους και τους προσκυνημένους και που συνέχισαν τον αγώνα και ύστερα από την απελευθέρωση.

Ο λαϊκός στρατός του 21 έδωσε μαζί με τον λαό υπέροχα δείγματα αυτοθυσίας και καθολικής παλλαϊκής αντίστασης, όπως είναι η πολιορκία και η έξοδος του Μεσολογγίου το 1827, που μήνες ολόκληρους νηστικοί άντρες, γυναίκες και παιδιά, τρώγοντας ποντίκια, γάτους, φίδια, αντισκεκότανε και δε λύγιζαν.

Ο λαϊκός στρατός του 21 άφησε τις πιο ηρωικές λαϊκές πολεμικές παραδόσεις για το έθνος μας. Άρχισε τον εθνικοδημοκρατικό αγώνα πριν 127 χρόνια ενάντια στους τούρκους και τουρκο-κοτσαμπάσηδες.

Τον ένοπλο αυτόν αγώνα τον συνέχισε ύστερα από 120 χρόνια ο ΕΛΑΣ ενάντια στους γερμανούς και τους γερμανοράλληδες. Τον ίδιο αγώνα τον συνεχίζει για να τον τελειώσει νικηφόρα ο Δημοκρατικός στρατός της Ελλάδας ενάντια στους Αμερικάνους και τους αμερικανο-σοφούληδες.

Σήμερα ο Δ.Σ.Ε. δεν είναι πια το άταχτο μπουλούκι των παλληκαριών του 21. Είναι στρατός  με ανώτερη συνείδηση των σκοπών και ιδανικών του, στρατός οργανωμένος και πειθαρχημένος, που κάθε μέρα που περνάει γίνεται ταχτικός στρατός. Στρατός με γερούς δεσμούς με το λαό, που έχει συνεπή και δοκιμασμένη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία, με αρχηγό το λαογέννητο στρατηγό Μάρκο. Γι’ αυτό θα νικήσει οπωσδήποτε κι ας χρειασθούν όσες θυσίες θέλει ακόμα.”