Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ψέματα και αλήθειες για το «Μακεδονικό ζήτημα»

Πρό­σφα­τα το «Μακε­δο­νι­κό» επα­νήλ­θε στην επι­και­ρό­τη­τα, πυρο­δο­τού­με­νο από τους ιμπε­ρια­λι­στι­κούς σχε­δια­σμούς και τις επι­διώ­ξεις στην περιο­χή (βλέ­πε έντα­ξη ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ κ.λπ.) και πυρο­δο­τώ­ντας — ή μάλ­λον οξύ­νο­ντας εκ νέου — τον αστι­κό εθνι­κι­σμό στην ήδη πολύ­πα­θη αυτή γωνιά των Βαλκανίων.

Τα υπο­κρι­τι­κά «δάκρυα» και η «αγω­νία» δια­φό­ρων αστι­κών εθνι­κι­στι­κών τοπο­θε­τή­σε­ων γύρω από την εξέ­λι­ξη ενός ζητή­μα­τος, για το οποίο γνω­ρί­ζουν ότι αστοί πολι­τι­κοί (όπως ο Ελευ­θέ­ριος Βενι­ζέ­λος, κ.ά.) έχουν βάλει φαρ­διά — πλα­τιά την υπο­γρα­φή τους εδώ και πολ­λά χρό­νια, περισ­σεύ­ουν. Από την άλλη, οι ισχυ­ρι­σμοί της κυβέρ­νη­σης και άλλων περί «ανα­βάθ­μι­σης της Ελλά­δας» είναι το λιγό­τε­ρο προ­κλη­τι­κοί, αφού είναι γνω­στό τι είδους «λύσεις» έχει επι­φυ­λά­ξει για μια σει­ρά λαούς στο παρελ­θόν ο «διε­θνής παρά­γο­ντας» (ΟΗΕ — ΝΑΤΟ — ΕΕ), καθώς και τι επι­διώ­κει σήμερα.

Για να κατα­νο­ή­σου­με όμως καλύ­τε­ρα την ουσία του «Μακε­δο­νι­κού», όσο και τους αντα­γω­νι­σμούς γύρω από αυτό, είναι απα­ραί­τη­το να ανα­τρέ­ξου­με στο πώς και για­τί προ­έ­κυ­ψε, εξε­λί­χθη­κε και κατέληξε.

Ερεί­πια στις Σέρ­ρες στη διάρ­κεια των Βαλ­κα­νι­κών Πολέ­μων 1912 — 1913 (Ιστο­ρι­κά Αρχεία Μου­σεί­ου Μπενάκη).

Οι ρίζες του ζητή­μα­τος, βεβαί­ως, δεν εντο­πί­ζο­νται ούτε στο αρχαίο βασί­λειο των Μακε­δό­νων, ούτε στον δήθεν μετα­πο­λε­μι­κό «κομ­μου­νι­στι­κό επε­κτα­τι­σμό» της Γιου­γκο­σλα­βί­ας (όπου στέ­κο­νται διά­φο­ροι που βρή­καν μια ακό­μη αφορ­μή για να χύσουν την αντι­κομ­μου­νι­στι­κή χολή τους). Το «Μακε­δο­νι­κό ζήτη­μα» προ­έ­κυ­ψε τον 19ο αιώ­να και είχε να κάνει με τη διεκ­δί­κη­ση και νομή της περιο­χής, τμή­μα τότε της οθω­μα­νι­κής αυτο­κρα­το­ρί­ας, μετα­ξύ των δια­μορ­φού­με­νων αστι­κών εθνών — κρα­τών της Βαλκανικής.

Ετσι, η γεω­γρα­φι­κή περιο­χή της Μακε­δο­νί­ας και το πραγ­μα­τι­κό μωσαϊ­κό λαών δια­φο­ρε­τι­κής φυλε­τι­κής προ­έ­λευ­σης που δια­βιού­σαν εκεί για αιώ­νες, βρέ­θη­καν στο επί­κε­ντρο της σύγκρου­σης των μεγα­λοϊ­δε­α­τι­σμών μιας σει­ράς χωρών, όπου ο αλυ­τρω­τι­σμός του ενός συνε­πα­γό­ταν την υπο­δού­λω­ση, εκτό­πι­ση ή ακό­μα και την εξό­ντω­ση του άλλου (άλλω­στε, κάπως έτσι δια­μορ­φώ­θη­καν ιστο­ρι­κά όλα, λίγο — πολύ, τα σύγ­χρο­να καπι­τα­λι­στι­κά έθνη — κρά­τη). Και όλα αυτά, βεβαί­ως, στο γενι­κό­τε­ρο φόντο των ενδοϊ­μπε­ρια­λι­στι­κών αντι­θέ­σε­ων και αντα­γω­νι­σμών γύρω από την τύχη της καταρ­ρέ­ου­σας οθω­μα­νι­κής αυτο­κρα­το­ρί­ας («Ανα­το­λι­κό ζήτημα»).

Η σύγκρου­ση των μεγα­λοϊ­δε­α­τι­σμών στην περιοχή

Ο μεγα­λοϊ­δε­α­τι­σμός, με διά­φο­ρες βέβαια παραλ­λα­γές, υπήρ­ξε σε γενι­κές γραμ­μές κοι­νός τόπος για τον ανερ­χό­με­νο αστι­κό εθνι­κι­σμό σε πολ­λές χώρες («Μεγά­λη Σερ­βία», «Μεγά­λη Βουλ­γα­ρία», «Μεγά­λη Ρου­μα­νία», «Μεγά­λη Αλβα­νία», αλλά και «Μεγά­λη Ολλαν­δία», «Μεγά­λη Γερ­μα­νία» κ.ο.κ.).

Από τα μέσα έως τα τέλη του 19ου αιώ­να, ο ελλη­νι­κός μεγα­λοϊ­δε­α­τι­σμός,δηλα­δή ο στρα­τη­γι­κός προ­σα­να­το­λι­σμός της ελλη­νι­κής αστι­κής τάξης για επέ­κτα­ση του οικο­νο­μι­κού — κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κού χώρου, όπου διεκ­δι­κού­σε κυρί­αρ­χη θέση και ρόλο, άρχι­σε να υπο­νο­μεύ­ε­ται από τις αντί­στοι­χες επι­διώ­ξεις των άλλων ανα­δυό­με­νων εθνι­κών αστι­κών τάξε­ων και κρα­τών της Βαλ­κα­νι­κής, που εμφα­νί­ζο­νταν ολο­έ­να και πιο επι­θε­τι­κά ως αντα­γω­νί­στριες δυνά­μεις στο μοί­ρα­σμα εδα­φών και αγο­ρών της οθω­μα­νι­κής αυτοκρατορίας.

Η Βουλ­γα­ρία διεκ­δι­κού­σε τη Μακε­δο­νία, τη Θρά­κη, έως και την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, η Ρου­μα­νία πρό­βαλ­λε αξιώ­σεις μέχρι τη Θεσ­σα­λία, η Σερ­βία επι­δί­ω­κε έξο­δο τόσο στο Αιγαίο όσο και στη Μαύ­ρη Θάλασ­σα, η Αλβα­νία διεκ­δι­κού­σε την Ηπει­ρο, έως και την Αρτα κ.ο.κ. Αντί­στοι­χα, όλοι επι­κα­λού­νταν τις δικές τους ανά­λο­γες στα­τι­στι­κές, «ιστο­ρι­κά δικαιώ­μα­τα», ανα­λύ­σεις ειδι­κών κ.λπ., προ­κει­μέ­νου να στοι­χειο­θε­τή­σουν τις επι­διώ­ξεις τους.

Ειδι­κά όσον αφο­ρά τη Μακε­δο­νία, χαρα­κτη­ρι­στι­κά είναι τα όσα ανέ­φε­ρε ο J. Angel στο έργο του «Λαοί και Εθνη των Βαλ­κα­νί­ων» (1920): «Ενας Ελλη­νας, ο Νικο­λα­ΐ­δης, τοπο­θε­τεί στα τρία μακε­δο­νι­κά βιλα­έ­τια (Κόσ­σο­βο, Μονα­στή­ρι, Σαλο­νί­κη) 576.000 Τούρ­κους, 656.000 Ελλη­νες, 454.000 Σλά­βους. Ενας Βούλ­γα­ρος, ο Κάν­τσεφ, τοπο­θε­τεί 489.000 Τούρ­κους, 225.000 Ελλη­νες, 1.184.000 Βούλ­γα­ρους, 700.000 Σέρ­βους. Ενας Σέρ­βος, ο Γκό­πτσε­βιτς, βρί­σκει 231.000 Τούρ­κους, 201.000 Ελλη­νες, 57.000 Βούλ­γα­ρους, 2.048.000 Σέρ­βους».1

Ανε­ξάρ­τη­τα, λοι­πόν, από τις ιδιαί­τε­ρες εκτι­μή­σεις κάθε πλευ­ράς, που εντάσ­σο­νταν στο πλαί­σιο και ανά­λο­γων σκο­πι­μο­τή­των, το γεγο­νός ήταν ότι η γεω­γρα­φι­κή περιο­χή της Μακε­δο­νί­ας περιέ­κλειε πολ­λούς, δια­φο­ρε­τι­κής φυλε­τι­κής προ­έ­λευ­σης πλη­θυ­σμούς και πως η «λύση» του «Μακε­δο­νι­κού ζητή­μα­τος», όπως επι­διω­κό­ταν από τις αστι­κές τάξεις των Βαλ­κα­νί­ων, δεν μπο­ρού­σε να σημαί­νει παρά ένα μόνο πράγ­μα: Αιματοχυσία.

Οπως «διο­ρα­τι­κά» επε­σή­μα­νε ο Εμμ. Ροΐ­δης το 1875: «Αι επω­φε­λέ­στε­ρον εσχά­τως επι­διω­χθεί­σαι εθνο­γρα­φι­καί μελέ­ται, απο­δει­κνύ­ου­σι καθ’ εκά­στην δυσχε­ρε­στέ­ραν πάσαν από­πει­ραν δικαί­ας δια­νο­μής της τουρ­κι­κής κλη­ρο­νο­μί­ας. Τας δε δυσχε­ρεί­ας του έργου επαυ­ξά­νει, αδύ­να­τον καθι­στώ­σα οιον­δή­πο­τε συμ­βι­βα­σμόν, οι παρά τοις λαοίς τού­τοις επι­φοί­τη­σις της αρχής των εθνο­τή­των. Καθ’ ην ώραν οι πλεί­στοι των κατοί­κων της χερ­σο­νή­σου κηρύσ­σο­νται έτοι­μοι να υπο­στώ­σι πάσαν κατα­στρο­φήν και εξό­ντω­σιν μάλ­λον ή να υπο­μεί­νω­σι την στέ­ρη­σιν του αλβα­νι­σμού, βουλ­γα­ρι­σμού ή ρου­μα­νι­σμού αυτών, τα δε παρέ­χο­ντα το πολύ­τι­μον τού­το προ­νό­μιον γεω­γρα­φι­κά όρια ουδα­μού είνε ευχά­ρα­κτα και πολ­λα­χού ουδέ καν ορα­τά, ουδέ λόγος δύνα­ται να γίνη περί αδελ­φι­κής συμ­βιώ­σε­ως εθνών βλε­πό­ντων καθ’ ύπνους μεγά­λην Βουλ­γα­ρί­αν, αρχαί­αν Σερ­βί­αν, αλβα­νι­κόν κρά­τος, Ρου­μα­νί­αν μέχρι Πίν­δου και Ελλά­δα μέχρι του Αίμου, ήτοι την ανέ­φι­κτον ανά­γκην ν’ αλλη­λο­σφα­γώ­σιν, αφού δεν υπάρ­χει επί του χάρ­του τόπος ικα­νός να συνυ­πάρ­ξω­σι τα όνει­ρα ταύ­τα».2

Η Ελλά­δα μετά τη Συν­θή­κη του Βου­κου­ρε­στί­ου (1913)

Ανα­φε­ρό­με­νος στην υπό διεκ­δί­κη­ση Μακε­δο­νία, ο αστός πολι­τι­κός Χ. Τρι­κού­πης είχε δηλώ­σει σχε­τι­κά: «Η Ελλάς ενδια­φέ­ρε­ται διά την Μακε­δο­νί­αν, ήτις δύνα­ται να διαι­ρε­θεί εις τρία τμή­μα­τα: Την μεσημ­βρι­νήν, ήτις είναι και θα είναι ελλη­νι­κή, οτι­δή­πο­τε και αν συμ­βεί, την κεντρι­κήν, την περι­λαμ­βά­νου­σαν ελλη­νι­κούς πλη­θυ­σμούς και την αρκτι­κήν, τη μη οικού­με­νην υφ’ Ελλή­νων. Την Ελλά­δα απα­σχο­λεί η Κεντρι­κή Μακε­δο­νία, ης οι κάτοι­κοι ανα­γνω­ρί­ζου­σι τον Πατριάρ­χην Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως και ουχί την βουλ­γα­ρι­κήν εξαρ­χί­αν, αλλ’ επει­δή ενταύ­θα ο ελλη­νι­κός πλη­θυ­σμός δεν απο­τε­λεί συνα­φή πλη­θυ­σμόν, είναι σχε­δόν βέβαιον ότι, εάν η χώρα περιέλ­θη υπό τη σερ­βι­κήν κυριαρ­χί­αν ή την βουλ­γα­ρι­κήν, οι κάτοι­κοι θα εκσλα­βι­σθώ­σιν, ενώ εάν υπό την Ελλά­δα θα εξελ­λη­νι­σθώ­σιν ολοσχερώς».

Σε μια άλλη περί­πτω­ση, ο ίδιος θα προ­σθέ­σει, με την κυνι­κό­τη­τα του αστού πολι­τι­κού ηγέ­τη: «Ο Τούρ­κος εκλεί­πει και πολύ ταχέ­ως. Οταν έλθει ο μέγας πόλε­μος, ως αφεύ­κτως θα συμ­βεί μετά τρία, πέντε, οκτώ έτη, η Μακε­δο­νία θα γίνει Ελλη­νι­κή ή Βουλ­γα­ρι­κή κατά τον νική­σα­ντα. Αν τη λάβω­σιν οι Βούλ­γα­ροι, δεν αμφι­βάλ­λω ότι εντός ολί­γων ετών θα είναι ικα­νοί να εκσλα­βί­σω­σι τον πλη­θυ­σμόν μέχρι των Θεσ­σα­λι­κών συνό­ρων. Αν ημείς τη λάβω­μεν, θα τους κάμω­μεν όλους Ελλη­νας μέχρι της Ανα­το­λι­κής Ρωμυ­λί­ας».3

Ζυμώ­σεις και ένο­πλη σύγκρουση

Ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον έχει το γεγο­νός ότι η πρώ­τη ένο­πλη οργά­νω­ση που συγκρο­τή­θη­κε στην περιο­χή της Μακε­δο­νί­ας, η Εσω­τε­ρι­κή Μακε­δο­νι­κή Επα­να­στα­τι­κή Οργά­νω­ση ή Κομι­τά­το των Σαντρα­λι­στών (1893),πρό­βαλ­λε ως κύριο όχι την ενσω­μά­τω­ση σε κάποιο από τα ανερ­χό­με­να αστι­κά έθνη — κρά­τη, αλλά την κοι­νω­νι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση από την τυραν­νία των γαιο­κτη­μό­νων, που ταυ­τί­ζο­νταν τότε με την οθω­μα­νι­κή κυριαρχία.

Πράγ­μα­τι, μέλος της οργά­νω­σης «μπο­ρού­σε να γίνει κάθε κάτοι­κος της Ευρω­παϊ­κής Τουρ­κί­ας χωρίς καμιά διά­κρι­ση γλώσ­σας, εθνι­κό­τη­τας, θρη­σκεί­ας και πολι­τι­κο­φυ­λε­τι­κών πεποι­θή­σε­ων» (αν και η συντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία της ΕΜΕΟ ήταν σλα­βό­φω­νοι — βουλ­γα­ρο­γε­νείς), ενώ δια­κη­ρυγ­μέ­νος σκο­πός της ήταν «η βελ­τί­ω­ση της πολι­τι­κής και κοι­νω­νι­κής θέσης των κατοί­κων της Μακε­δο­νί­ας» και η «απαλ­λο­τρί­ω­ση των μεγά­λων τσι­φλι­κιών προς όφε­λος των ακτη­μό­νων αγρο­τών».4 Τότε ήταν που εμφα­νί­στη­κε και για πρώ­τη φορά το σύν­θη­μα «η Μακε­δο­νία στους Μακεδόνες».

Τα κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κά, όσο και τα περί αυτο­νο­μί­ας αιτή­μα­τα της εν λόγω οργά­νω­σης έρχο­νταν σε αντί­θε­ση τόσο με τις επι­διώ­ξεις της ελλη­νι­κής, όσο και της βουλ­γα­ρι­κής αστι­κής τάξης στην περιο­χή. Ετσι, στο πλαί­σιο του βουλ­γα­ρι­κού μεγα­λοϊ­δε­α­τι­σμού, συγκρο­τή­θη­κε, δύο χρό­νια μετά, η Εξω­τε­ρι­κή Μακε­δο­νι­κή Επα­να­στα­τι­κή Οργά­νω­ση ή Κομι­τά­το των Βερχοβιστών.

Μετά την ήττα της ένο­πλης εξέ­γερ­σης του Ιλι­ντεν κατά των Οθω­μα­νών (1903), η ΕΜΕΟ απο­δυ­να­μώ­θη­κε, ενώ αντί­στοι­χα ενι­σχύ­θη­καν οι δυνά­μεις που πρό­σκει­νταν στο βουλ­γα­ρι­κό αστι­κό εθνι­κι­σμό. Η δρά­ση των Βουλ­γά­ρων «Κομι­τα­τζή­δων», κατά των εθνι­κών ή πολι­τι­κών αντι­πά­λων τους, κλι­μα­κώ­θη­κε. Το πρώ­το «ελλη­νι­κό αντάρ­τι­κο σώμα» πέρα­σε από τα ελλη­νο­ο­θω­μα­νι­κά σύνο­ρα στη Μακε­δο­νία το 1903, ενώ το 1904 συγκρο­τή­θη­κε το ελλη­νι­κό «Μακε­δο­νι­κό Κομι­τά­το».5 Τον Ιού­λη του 1908, δρού­σαν στη Μακε­δο­νία 110 βουλ­γα­ρι­κά ένο­πλα σώμα­τα, 80 ελλη­νι­κά και 30 σερ­βι­κά.6

Στην «Ιστο­ρία της Ελλά­δας του 20ού αιώ­να» δια­βά­ζου­με σχε­τι­κά με τη δρά­ση τους: «Το 1907, απο­δό­θη­καν στους [Βούλ­γα­ρους] κομι­τα­τζή­δες 519 φόνοι», εκ των οποί­ων οι 184 ήταν Ελλή­νων, οι 86 ήταν μου­σουλ­μά­νων αμά­χων, οι 71 Οθω­μα­νών στρα­τιω­τών, οι 49 Σέρ­βων, 11 Βλά­χων, αλλά και 120 «βουλ­γα­ρι­ζό­ντων». «Την ίδια χρο­νιά, στους Ελλη­νες απο­δό­θη­καν 392 φόνοι, από τους οποί­ους οι 320 “βουλ­γα­ρι­ζό­ντων”, 17 πατριαρ­χι­κών, 21 Βλά­χων, 12 μου­σουλ­μά­νων και 22 Οθω­μα­νών στρατιωτών».

Επί­σης, «Τούρ­κοι άτα­κτοι σκό­τω­σαν 172 “βουλ­γα­ρί­ζο­ντες”» και έναν Ελλη­να. Την ίδια περί­ο­δο που δεκά­δες χιλιά­δες Ελλη­νες της Ανα­το­λι­κής Ρωμυ­λί­ας έγι­ναν πρό­σφυ­γες εξαι­τί­ας των βουλ­γα­ρι­κών διωγ­μών, «περισ­σό­τε­ροι από 100.000 Σλα­βο­μα­κε­δό­νες μετα­νά­στευ­σαν στις Ηνω­μέ­νες Πολι­τεί­ες για να γλι­τώ­σουν από τον εφιάλ­τη. Δεκά­δες χιλιά­δες άλλοι έφυ­γαν πρό­σφυ­γες στη Βουλ­γα­ρία».7

Οι Βαλ­κα­νι­κοί Πόλε­μοι και η νομή της Μακεδονίας

Οι ανοι­κτοί «λογα­ρια­σμοί» τέθη­καν επί τάπη­τος κατά τον Α’ Βαλ­κα­νι­κό Πόλε­μο (1912–1913), όπου παρά τις αντι­θέ­σεις τους, οι αστι­κές τάξεις των «χρι­στια­νι­κών κρα­τών» της Βαλ­κα­νι­κής συνα­σπί­στη­καν προ­σω­ρι­νά ενα­ντί­ον της οθω­μα­νι­κής αυτο­κρα­το­ρί­ας, πετυ­χαί­νο­ντας τη σχε­δόν ολο­κλη­ρω­τι­κή της εκτό­πι­ση από την περιο­χή. Ωστό­σο, η νομή της λεί­ας — κυρί­ως επί της Μακε­δο­νί­ας — μετα­ξύ Ελλά­δας, Σερ­βί­ας και Βουλ­γα­ρί­ας, όξυ­νε ακό­μη περισ­σό­τε­ρο τους αντα­γω­νι­σμούς μετα­ξύ τους, πυρο­δο­τώ­ντας έναν νέο Βαλ­κα­νι­κό Πόλε­μο (1913).

Προ­ϊ­όν αυτού του πολέ­μου υπήρ­ξε η Συν­θή­κη του Βου­κου­ρε­στί­ου, με την οποία περί­που το 51% της Μακε­δο­νί­ας περι­ήλ­θε στην Ελλά­δα, το 39% στη Σερ­βία, το 9,5% στη Βουλ­γα­ρία και το 0,5% στο νεο­σύ­στα­το κρά­τος της Αλβανίας.

Η Μακε­δο­νία συνέ­χι­σε να απο­τε­λεί «μήλον της έρι­δος» και δια­πραγ­μα­τευ­τι­κό χαρ­τί στη γενι­κό­τε­ρη ιμπε­ρια­λι­στι­κή ανα­δια­νο­μή του κόσμου κατά τον Α’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο (1914–1918). Ενδει­κτι­κή ήταν η πρό­τα­ση Βενι­ζέ­λου το 1915 για παρα­χώ­ρη­ση της περιο­χής Καβά­λας — Δρά­μας — Σαρι­μπα­σάν (Νέστος) στη Βουλ­γα­ρία, ένα­ντι εδα­φών στη Μικρά Ασία.

Η συναλ­λα­γή εντασ­σό­ταν στην προ­σπά­θεια προ­σέλ­κυ­σης της Βουλ­γα­ρί­ας στο ιμπε­ρια­λι­στι­κό στρα­τό­πε­δο της Αντάντ, σε συν­δυα­σμό με τις επι­διώ­ξεις της ελλη­νι­κής αστι­κής τάξης για επέ­κτα­ση σε σαφώς πλου­σιό­τε­ρες περιο­χές. Ωστό­σο, η προ­τει­νό­με­νη συναλ­λα­γή δεν προ­χώ­ρη­σε, αφού η Βουλ­γα­ρία συντά­χθη­κε τελι­κά με τις Κεντρι­κές Δυνά­μεις (Γερ­μα­νία κ.λπ.). Ετσι, η εν λόγω περιο­χή της Μακε­δο­νί­ας παρέ­μει­νε στην Ελλάδα.

Παρ’ όλα αυτά, θα έπρε­πε να μεσο­λα­βή­σει ακό­μη μια δεκα­ε­τία μέχρις ότου η εθνο­λο­γι­κή σύν­θε­ση της Μακε­δο­νί­ας (του ελλη­νι­κού τμή­μα­τος) φτά­σει να προ­σο­μοιά­ζει τη σημε­ρι­νή. Πράγ­μα­τι, σύμ­φω­να με Εκθε­ση της Ελλη­νι­κής Επι­τρο­πής για την Απο­κα­τά­στα­ση των Προ­σφύ­γων, οι Ελλη­νες το 1912 απο­τε­λού­σαν μόλις το 42,6% του συνό­λου του πλη­θυ­σμού της, με τους μου­σουλ­μά­νους (τουρ­κο­γε­νείς, Αλβα­νοί κ.ά.) να έρχο­νται από κοντά δεύ­τε­ροι (39,4%) και τους σλα­βό­φω­νους (που ανα­φέ­ρο­νται ως «Βούλ­γα­ροι») να ακο­λου­θούν (9,9%). Ενδει­κτι­κά, στην περι­φέ­ρεια της Δρά­μας οι Ελλη­νες απο­τε­λού­σαν το 15%, του Σιδη­ρο­κά­στρου το 19%, της Θεσ­σα­λο­νί­κης και της Καβά­λας το 29%, της Φλώ­ρι­νας το 32% κ.ο.κ.8

Η πλη­θυ­σμια­κή αυτή σύν­θε­ση άλλα­ξε άρδην μετά την Ανταλ­λα­γή των Πλη­θυ­σμών, όπου τους 475.000 μου­σουλ­μά­νους «αντι­κα­τέ­στη­σαν» περί­που 638.000 πρό­σφυ­γες της Μικράς Ασί­ας και του Πόντου (οι σλα­βό­φω­νοι πλη­θυ­σμοί επί­σης μειώ­θη­καν κατά 30%), με απο­τέ­λε­σμα τη σχε­δόν καθο­λι­κή εθνο­λο­γι­κή ομο­γε­νο­ποί­η­ση («ελλη­νο­ποί­η­ση») της περιο­χής (88,8%).

Ορι­σμέ­να συμπεράσματα

Η Μακε­δο­νία, ως ευρύ­τε­ρη γεω­γρα­φι­κή περιο­χή, δεν «ανή­κει» κατ’ απο­κλει­στι­κό­τη­τα σε κανέ­να έθνος ή κρά­τος. Περιέ­κλειε — και συνε­χί­ζει να περι­κλεί­ει — πολ­λές εθνό­τη­τες, ενώ σήμε­ρα είναι κατα­τε­τμη­μέ­νη σε τέσ­σε­ρα δια­φο­ρε­τι­κά κράτη.

Η «ονο­μα­το­λο­γία», απο­σπα­σμέ­νη από το χαρα­κτή­ρα της εσω­τε­ρι­κής και εξω­τε­ρι­κής πολι­τι­κής ενός κρά­τους, δεν αγγί­ζει την ουσία του ζητή­μα­τος. Και είναι γεγο­νός πως η χρη­σι­μο­ποιού­με­νη ονο­μα­σία από το νεο­σύ­στα­το κρά­τος της ΠΓΔΜ συν­δέ­θη­κε με αλυ­τρω­τι­κές επι­διώ­ξεις και ως προς το τμή­μα της Μακε­δο­νί­ας που ανή­κει στην ελλη­νι­κή επι­κρά­τεια. Οι αλυ­τρω­τι­κές αυτές επι­διώ­ξεις απο­τυ­πώ­θη­καν, μετα­ξύ άλλων, στο Σύνταγ­μα του εν λόγω κρά­τους, στα σύμ­βο­λα και τις ανα­φο­ρές στο αρχαίο Μακε­δο­νι­κό βασί­λειο, που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν ευρέ­ως, κ.ο.κ.

Βεβαί­ως, μετά από σχε­δόν 25 χρό­νια, οι σχέ­σεις των δύο κρα­τών — Ελλά­δας και ΠΓΔΜ — ομα­λο­ποι­ή­θη­καν αρκε­τά στην πρά­ξη, στο πλαί­σιο των καπι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων. Η Ελλά­δα έχει σημα­ντι­κές άμε­σες ξένες επεν­δύ­σεις στην ΠΓΔΜ, ενώ και τα δύο κρά­τη ενδια­φέ­ρο­νται για την έντα­ξή της στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Το τελευ­ταίο, μάλι­στα, απο­τε­λεί ενιαία επι­δί­ω­ξη της αστι­κής τάξης της Ελλά­δας, παρό­τι η έντα­ση των εθνι­κι­σμών συχνά έχει και κίνη­τρα που σχε­τί­ζο­νται με τις ιδιαί­τε­ρες πολι­τι­κές επι­διώ­ξεις κάθε αστι­κού κόμματος.

Ετσι, λοι­πόν, ενι­σχύ­ε­ται η υπο­δαύ­λι­ση του αστι­κού εθνι­κι­σμού στους λαούς και η ένταξη/στοίχισή τους πίσω από διά­φο­ρες αστι­κές πολι­τι­κές δυνά­μεις, από τις γενι­κό­τε­ρες επι­διώ­ξεις των ντό­πιων αστι­κών τους τάξε­ων, αλλά και τους σχε­δια­σμούς των διε­θνών τους συμμάχων.

Οι λαοί της Βαλ­κα­νι­κής έχουν πλη­ρώ­σει πολύ ακρι­βά (με εκα­τόμ­βες νεκρών και εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες ξερι­ζω­μέ­νων) τους αντα­γω­νι­σμούς και τις επι­διώ­ξεις των εθνι­κών αστι­κών τους τάξε­ων δια­χρο­νι­κά. Επο­μέ­νως, η ανα­ζω­πύ­ρω­ση των αλυ­τρω­τι­σμών στα Βαλ­κά­νια, εντασ­σό­με­νων στους ευρύ­τε­ρους γεω­στρα­τη­γι­κούς σχε­δια­σμούς, σε καμιά περί­πτω­ση δεν εξυ­πη­ρε­τεί τα συμ­φέ­ρο­ντα των εκμε­ταλ­λευό­με­νων, σε οποια­δή­πο­τε πλευ­ρά των συνό­ρων και αν βρί­σκο­νται. Η γνώ­ση της Ιστο­ρί­ας και η συνεί­δη­ση των πραγ­μα­τι­κών αιτιών γύρω από τα όσα δια­δρα­μα­τί­ζο­νται σήμε­ρα στην περιο­χή μας, απο­τε­λούν βασι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση για να μη βρε­θούν ξανά οι λαοί σε νέο αιμα­το­κύ­λι­σμα «κάτω από ξένη σημαία».

Το ΚΚΕ καλεί το λαό μας και τους λαούς της περιο­χής να δυνα­μώ­σουν την πάλη κατά των ιμπε­ρια­λι­στι­κών σχε­δια­σμών, κατά του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, των ξένων στρα­τιω­τι­κών βάσε­ων στην περιοχή.

Η αντι­με­τώ­πι­ση του αλυ­τρω­τι­σμού προ­έ­χει και προ­ϋ­πο­θέ­τει την αλλα­γή του Συντάγ­μα­τος της ΠΓΔΜ, τη ρητή δια­τή­ρη­ση των συνό­ρων και την απο­τρο­πή ανα­κί­νη­σης εθνι­κι­στι­κών επι­διώ­ξε­ων. Η συζή­τη­ση για το όνο­μα με σύν­θε­τη ονο­μα­σία, που θα περιέ­χει το όνο­μα Μακε­δο­νία ή παρά­γω­γά του, με αυστη­ρό γεω­γρα­φι­κό προσ­διο­ρι­σμό, προ­ϋ­πο­θέ­τει την επί­λυ­ση όλων των παρα­πά­νω προ­βλη­μά­των και βεβαί­ως ξεκα­θά­ρι­σμα πως πρό­κει­ται για ένα όνο­μα για όλες τις χρή­σεις, χωρίς «ήξεις αφήξεις».

Παρα­πο­μπές:

1. Ζέβγος Γ., «Σύντο­μη Μελέ­τη της Νεο­ελ­λη­νι­κής Ιστο­ρί­ας», τ.Β’, εκδ. «Τα Νέα Βιβλία», Αθή­να, 1946, σελ. 133–134.

2. Ζέβγος Γ., «Σύντο­μη Μελέ­τη της Νεο­ελ­λη­νι­κής Ιστο­ρί­ας», τ.Β’, εκδ. «Τα Νέα Βιβλία», Αθή­να, 1946, σελ. 94–95.

3. Κορ­δά­τος Γ., «Μεγά­λη Ιστο­ρία της Ελλά­δας», τ.12, σελ. 478–479, 499.

4. Κορ­δά­τος Γ., «Μεγά­λη Ιστο­ρία της Ελλά­δας», τ.12, σελ. 39–45.

5. ΓΕΣ, «Ο Μακε­δο­νι­κός Αγώ­νας και τα γεγο­νό­τα στη Θρά­κη (1904–1908)», εκδ. ΔΙΣ, Αθή­να, 1998, σελ. 144 κ.ε.

6. «Ιστο­ρία του Ελλη­νι­κού Εθνους», τ. ΙΔ, Εκδο­τι­κή Αθη­νών, Αθή­να, 1977, σελ. 253.

7. «Ιστο­ρία της Ελλά­δας του 20ού αιώ­να», τ.Α2, εκδ. «Βιβλιό­ρα­μα», Αθή­να, σελ. 163.

8. Βλέ­πε σχε­τι­κό Παράρ­τη­μα στο Greek Refugee Settlement Commission, Greek Refugee Settlement, εκδ. «League of Nations», Geneva, 1926.

Πηγή: Ριζο­σπά­στης, 3–4 Φλε­βά­ρη 2018. 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο