Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Έχει πολλά σκήπτρα, ποιητή, μα κανένα για εμάς…

Γράφει η Ζωή Δικταίου //

Είχε αρχίσει να κερδίζει το φως, ένα μπόι πάνω από τις κορυφογραμμές των βουνών, την ώρα που έβγαινε από την πόρτα του Νέου Φρουρίου με κατεύθυνση το Παλαιό Λιμάνι. Ένας κόμπος διπλός, που είχε παρατηρήσει την προηγούμενη μέρα στην άκρη τού μεταξωτού υφάσματος, – εργαλείο χορού αυτό το πανί -, ένας σφιχτός μαύρος κόμπος σαν Γόρδιος Δεσμός και όχι γαλάζιος ή λευκός όπως περίμενε, την είχε οδηγήσει αναστατωμένη σ’ εκείνο τον περίπατο. Ο ανοιξιάτικος ήλιος ζωγράφιζε τριαντάφυλλα στον ορίζοντα δημιουργώντας ένα μοναδικό πίνακα ζωγραφικής με φόντο τις απέναντι κοντινές ακτές της Ηπείρου και την επιβλητική οροσειρά της γειτονικής Αλβανίας. Σταμάτησε για λίγο, θαυμάζοντας τη θέα και την ομορφιά σαν να την αντίκρυζε πρώτη φορά. Χ Βερίγου Ηλιοβασίλεμα

Η Άνοιξη είχε κιόλας ράψει καινούργιες φυλλωσιές σε θάμνους, κισσούς και καλλωπιστικά φυτά, στα πάρκα και στις πλατείες, μα πιο γενναιόδωρη στις κουτσουπιές είχε κεντήσει με χιλιάδες άνθη τα γυμνά ακόμη κλαδιά δίνοντας έναν άλλο τόνο δροσιάς και φρεσκάδας με αυτό τον υπέροχο χρωματισμό τον γεμάτο ιριδισμούς. Από το παγκάκι μπροστά στο περίπτερο, σε συγκινητική απαγγελία, απόδειξη πως οι Κερκυραίοι αγαπούν τον Σολωμό:

« Το Μαϊο ροδοφαίνεται μέρα
πο ραιότερη φύση ξυπνάει
κα τν κάνουν λαμπρ κα γελάει
πρασινάδες, χτίδες, νερά.

νθη κι νθη βαστονε στ χέρι
παιδι κι ντρες, γυνακες κα γέροι
σπροεντύματα, γέλια κα κρότοι,
λοι ο δρόμοι γιομάτοι χαρά.
Ναί, χαρε
τε το χρόνου τ νιότη,
νδρες, γέροι, γυνακες παιδιά.»
(Διονύσιος Σολωμός – Νεκρική ωδή)

Κέρκυρα Χ Βερίγου Ζ ΔικταίουΣτάθηκε για λίγο, διακριτικά πίσω από τα δέντρα απολαμβάνοντας το άκουσμα. Έπειτα σήκωσε το χέρι και κόβοντας έν’  ανθάκι, όπως τότε που ήταν έφηβη, το έφερε στα χείλη ρουφώντας το γλυκόπικρο νέκταρ. «Τα γλυκόπικρα τρέφουν τη μέλισσα και τη ζωή, Ζωή μου… » , ανακάλεσε στη θύμηση της τα λόγια του Αλέξανδρου. Γέλασε, σαράντα χρόνια μετά, κάπως σαν αιχμηρό αστείο το ένιωσε αυτό η Ζωή Δικταίου, ένα αστείο που μπορούσε να είναι ταυτόχρονα τόσο μαγευτικό όσο και σπαρακτικό, όσο θυμόταν πόσο μακρινό ήταν το πέταγμα τού ενθουσιασμού και πόσο απότομα της είχαν ψαλιδίσει τα φτερά,  ερήμην της. Μια γλυκόπικρη γρατζουνιά στην ψυχή είχε μείνει, για να μην ξεχνά ένα τέλος χωρίς αντίο, γιατί αυτό ποτέ δεν ειπώθηκε αφού στη θέση του πάντα τής άρεσε να λέει αύριο… αφήνοντας έτσι συνειδητά τα ιλιγγιώδη σκαμπανεβάσματα του πρώτου έρωτα να πηγαινοέρχονται ακίνδυνα πια, μα να έχουν πάντα θέση στη ζωή της.

Η οσφρητική ανάμνηση και το ξάφνιασμα της γεύσης στον ουρανίσκο, αστραπιαία την ταξίδεψαν από την πρώτη αγάπη, – την οποία τώρα πια αφότου είχε κοπάσει το πάθος, μπορούσε να βλέπει στα ίσια χωρίς να πονάει – , στο διπλό μαύρο κόμπο που κάποιες στιγμές ένιωθε δική της θηλειά στο λαιμό και ας μην ήταν. Συνειδητοποιούσε πως όσο μεγάλωνε την πονούσαν άλλα και αλλιώς, αφού έδινε προτεραιότητα σε όσα η διαίσθηση της μάνας συλλάβιζε μυστικά στο αριστερό της αυτί, – αυτό ήταν το καλό της – , όπως και το αριστερό της μάτι, μ’ αυτό έβλεπε. Τι χάλι αλήθεια με τη δεξιά της πλευρά να είναι σημαδεμένη από τη γέννηση της, απορούσε άλλη μια φορά με σαρκασμό. Μια ματιά στο μωβ κι άλλη μια στα σημάδια στο χέρι της, το δεξί, στις ραφές των δαχτύλων που της είχε θερίσει ως το κόκκαλο πριν χρόνια μια κεραμική πιατέλα…

Συνέχισε να περπατά στο πλακόστρωτο. Σ’ ένα βαθούλωμα, στο λιγοστό νερό που είχε ξεμείνει από τη νυχτερινή βροχή, ένα κομμάτι ουρανός σε αφανή περιπλάνηση και δική του παράσταση, έλεγες άπλωνε ρίζες τυλιγμένος ανάμεσα σε φλογερές λαχτάρες, μπουγαρίνια και κορφιάτικα μάγια.

Μόνα τους τα βήματα, την οδήγησαν από τα παλιά δικαστήρια στα Μουράγια. Μια βάρκα με σημαία Ελληνική στην πρύμνη και γοργόνα στην πλώρη, απομακρυνόταν από το Φαληράκι ακολουθώντας ένα μεγάλο ιστιοπλοϊκό με φουσκωμένα κάτασπρα πανιά. Το γαλάζιο του Ιονίου με τέτοιες εικόνες είναι όνειρο! Ένα γλαροπούλι ράμφιζε τα φτερά του καθισμένο νωχελικά στο φανοστάτη. Τούτες οι πρωινές ήμερες ώρες, χωρίς τη φασαρία και τη βοή του μεσημεριού προσφέρονται για ονειροπολήσεις συλλογίστηκε μακαρίζοντας την τύχη  που την ήθελε να ζει σε αυτή την πόλη, αλλά και πάλι, δεν μπορούσε να παραβλέψει το διπλό μαύρο κόμπο. Το μαντήλι της ανέμισε χαιρετίζοντας μαζί με τα αδέσποτα στο πεζοδρόμιο, τις ασίγαστες μνήμες πότε στα ακροκέραμα και πότε στο λιθόστρωτο καλντερίμι. Βιάστηκε να το κρατήσει από τις άκριες. Δεν ήθελε άλλο κόμπο. Μέσα της άκουγε τον ήχο από τα πρώτα διστακτικά βήματα στην Κέρκυρα, αναπλάθοντας την πρωτινή αίγλη και μεγαλοπρέπεια της πόλης επιστρέφοντας σ’ ένα κόσμο δικό της. Μύρισε μπουγαρίνι η ανάμνηση…Χ Βερίγου Ζ Δικταίου παραλία

«Εδώ, πήγαινέ με όπου αγαπάς, είναι όλα τόσο οικεία… » ψιθύρισε με τη βεβαιότητα πως την άκουγε κάποιος, ένας φίλος, ένας αγαπημένος. Με λοξή ματιά πρόσεξε την άμαξα που την προσπέρασε. Άδραξε την αφορμή για μια στιγμή αυτοσυγκέντρωσης ακριβώς κάτω από το Μουσείο Σολωμού παίρνοντας ανάσα πιο βαθιά. Γέμισαν τα πνευμόνια δυοσμαρίνι κι αλμύρα. Ύστερα, γέρνοντας στα κάγκελα γύρισε ολόκληρο το σώμα της προς το νησάκι τού Βίδο. Το μελτέμι φύσηξε απαλά μια τούφα στα μαλλιά της. Μετά σημάδεψε το μπλε σεντόνι που κρεμόταν στο μπαλκόνι του πέμπτου ορόφου στο διπλανό αρχοντόσπιτο λες και ήθελε τινάζοντάς το, να το ελευθερώσει από τα μανταλάκια. Ο ήχος την έκανε να στρέψει το βλέμμα ψηλά. Αγκάλιασε τον αέρινο χορό του λεπτού υφάσματος κάνοντας διάφορες σκέψεις, αλλά ο διπλός μαύρος κόμπος παρών, σε κάθε κουτάκι του μυαλού. Μετά αφέθηκε στο γαλάζιο τ’ ουρανού…

Σ’ ένα σύντομο βλεφάρισμα στην Αντιβουνιώτισσα, κάποιος της φάνηκε πως ανέβαινε τα πέτρινα σκαλοπάτια. Η γνώριμη ανδρική μαυροντυμένη φιγούρα την καλούσε σε μιαν άλλη εποχή άμεσα συνυφασμένη με μια περίοδο μακρινή και διαφορετική, που δημιουργούσε όμως χωρίς αμφιβολία ένα αίσθημα νοσταλγίας και την επιθυμία να ξυπνήσει έστω και κάτι από το παρελθόν, στον καιρό τον πολύτιμο, εκείνο που κάποιοι φυλάνε μέσα τους σαν κάτι ακριβό. Πάντα έλεγε ναι στην κουλτούρα της ευγένειας…

Λέξη – φωνή, μία μόνο, κόντε…

Δεν απόρησε. Χιλιάδες εικόνες στοιβάχτηκαν μονομιάς. Τα χέρια στο χρώμα ώριμου σταριού. Μικρές ρυτίδες εξωτερικά, φλέβες στη μέσα πλευρά στις παλάμες, φλέβες που τινάζονται στη μνήμη, πρωταγωνίστριες, φλέβες που μέσα τους κυλούν λέξεις ελληνικές αυτές που αγόραζε ακριβά, που αγάπησε! Στο καντούνι καίνε λιβάνι, ανάλαφρο άρωμα να ξυπνήσουν τον άγιο, να ξορκίσουν το κακό, να καλέσουν σε χορό τα αόρατα, να μυρίσει ζωή στα ξύλινα σπλάχνα και στα μαρμάρινα οικόσημα, να περάσουν οι φιλαρμονικές…

Αισθάνθηκε πως είχαν χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη της μαζί με τις ώχρες, τις μυρωδιές και τα χρώματα, ακόμη και ο τρόπος που έτριζε η σκάλα όταν την ανέβηκε πρώτη φορά, μα ναι, καθώς κι εκείνη η μικροσκοπική ραγισματιά στον τοίχο της βιβλιοθήκης είχε κάτι να πει, και το μεγάλο εκκρεμές που δεν είχε βαρεθεί να μετρά τις ώρες στο χολ, και η αφή στα δερματόδετα βιβλία, τα πορτρέτα, οι χάρτες, τα ενθυμήματα.
Μια καλοσύνη αργή, καλεστική στο ροσόλι πάνω στον ασημένιο δίσκο…

Έπαιζε αμήχανα με το ξεχασμένο κέρμα στην τσέπη τής ελαφριάς καμπαρντίνας, όπως τότε, σε μια προσπάθεια να διαχειριστεί τα νέα δεδομένα. Στοιχημάτιζε πως ήταν η ίδια δραχμή, όχι οποιαδήποτε, αλλά αυτή που εικόνιζε την Μαντώ Μαυρογένους, λάφυρο μιας αγνοημένης θύμησης και μιας προδοσίας. Ένα ρίγος αγαλλίασης διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της κοιτάζοντας το κέρμα με την οδύνη της διαπίστωσης πως δεν έκανε λάθος. Ήθελε να θυμάται, η μνήμη υποστήριζε είναι άσκηση, όχι παιχνίδι.

Με βουρκωμένα μάτια έτρεξε τη διαδρομή της όμορφης αγωνίστριας, της φλογερής επαναστάτριας από την πλούσια οικογένεια της Τεργέστης με την Φαναριώτικη καταγωγή, που είχε σπεύσει στη Μύκονο, τον γενέθλιο τόπο της μητέρας της για να ξεσηκώσει τους ραγιάδες πρωτοστατώντας στην εξέγερση των κατοίκων του νησιού, διαθέτοντας παράλληλα μεγάλα χρηματικά ποσά για να εξοπλίσει πλοία και όταν χρειάστηκε, δεν δίστασε υψώνοντας το σπαθί της, να ριχτεί στις μάχες πολεμώντας γενναία στην Κάρυστο, στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα, στη Λειβαδιά.

Ξανακοίταξε την ανάγλυφη ευγενική μορφή στο κέρμα. Όμορφη πολύ, αρχοντοθώρητη! Μετά έμεινε στην ίδια θέση ακίνητη, σαν να είχε χαθεί προσωρινά σε μια παύση μουσικής τού Μάντζαρου. Ο χορός μιας πεταλούδας που πέταξε από τη βαριά κουρτίνα αναζητώντας έξοδο στο ανοικτό παράθυρο την έκανε να κοιτάξει άλλη μια φορά στο φως εκείνη τη φτωχή, ξεπερασμένη μα αγαπημένη δραχμούλα. Κι άξαφνα:

«Κρατεί στο χόρτο τα κεριά, κεριά κομματιασμένα·
Ουρανός δένεται και γη στην όμορφη ματιά της» ,

Στη σιωπή που ακολούθησε παρατήρησε πιο σχολαστικά το πορτρέτο του Σολωμού.  Δεν ήταν σίγουρη αν την επηρέαζε, αν την γοήτευε περισσότερο η προσωπική του ιστορία ή, η ποιητική ύπαρξή του, που την είχε συγκλονίσει από τη νεότητά της. Στα άγνωστα σημεία της ζωής του τον ήθελε να έχει ταξιδέψει στην Κρήτη αναζητώντας την προγονική ρίζα και με τη φαντασία της συμπλήρωνε μικρές και μεγάλες στιγμές. Ένιωσε δέος, σίγουρη πως ο δημιουργός ποιητής, ακόμη και μέσα από το πορτρέτο του μπορούσε να μιλήσει, να δώσει την εντύπωση ότι επιλέγει να ξεχωρίζει και να θαυμάζει κάποιες παρουσίες, ότι υπερασπίζεται τις πράξεις των γενναίων και των αδικημένων για να τις προβάλλει ως ιδανικές και αξιοθαύμαστες, και φυσικά άξιες να γίνουν αφορμή για μίμηση. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα είδε το δάκρυ που έτρεχε στο αλαβάστρινο πρόσωπό του όταν ψιθύρισε:

«Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω…»
θα ορκιζόταν πως άκουσε τον ίδιο τον ποιητή
–                       να απαγγέλει, στη Μαντώ…

Μυημένη στα κελεύσματα του Ρήγα, έχοντας γαλλική μόρφωση, έγινε γνωστή στην Ευρώπη με τις επιστολές της προς τις γυναίκες της Γαλλίας και της Αγγλίας να συμπαρασταθούν στον ελληνικό αγώνα. Η Μαντώ, που η προσωπογραφία της τυπώθηκε και κυκλοφόρησε σε όλη την Ευρώπη, όταν στην Ελλάδα ο Ιωάννης Κωλέττης προκειμένου να την ζημιώσει ανεπανόρθωτα, με ραδιουργίες, διαδίδοντας φήμες ότι όντας αρραβωνιασμένη με τον Υψηλάντη δεν δίσταζε να διατηρεί παράλληλη σχέση µε τον Βρετανό φιλέλληνα ‘Έντουαρντ Μπλακιέρ, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που σχετίστηκε με την δεύτερη δόση του δανείου από την Αγγλία προς την Ελλάδα. Αυτός, ο Κωλέτης κατάφερε να οδηγήσει το ζευγάρι στη ρήξη. Τι κι αν εκείνη προσπάθησε µε κάθε τρόπο να πείσει για την αθωότητά της…

Μια ακόμη ματιά στην αυστηρή μα οικεία μορφή του ποιητή. Το δημόσιο κύρος της λαμπρής προσωπικότητάς του,  κατάφερνε όχι μόνο να συντηρεί, αλλά και να ενισχύει την αισθητική και ηθική του εικόνα στην καρδιά της.  Μια άλλη ματιά στο μεγάλο καθρέφτη, να εκεί πίσω στο διαβρωμένο από την υγρασία τζάμι, εκεί που η εικόνα επιστρέφει θολή, γκρίζα καμιά φορά και παραμορφωμένη ανάλογα με το πώς πέφτει το φως θαρρείς για να θυμίζει πως η προδοσία κρύβεται στη σκοτεινή πλευρά της ψυχής, εκεί που παραμονεύουν η ζήλεια, η δειλία, ο φθόνος, ο εγωισμός, τα πρωτόγονα ένστικτα…

Έσφιξε με δύναμη τη δραχμή στο χέρι κλείνοντάς το σε γροθιά, ώσπου αισθάνθηκε να πονάει, κάτι σαν κάψιμο από πυρωμένο σίδερο.
Εκείνη, η διπλά προδομένη και πικραμένη μετά την αθέτηση της υπόσχεσης γάμου του Δημητρίου Υψηλάντη, η Μαντώ Μαυρογένους για την οποία  ο πολιτικός και συγγραφέας Νικόλαος Δραγούμης στις «Ιστορικές Αναμνήσεις του γράφει:

«Και εκ των ακροατών μία μόνη γυνή, η αντιστράτηγος Μαντώ Μαυρογένους, ήτις πωλήσασα τα εν Μυκόνω υπάρχοντα αυτής ώρμησεν εις το πεδίον τού Αγώνος, φορούσα μέλαιναν εσθήτα χρυσοπάρυφον και πίλον ευρωπαϊκόν, ουχί βεβαίως του τελευταίου των Παρισίων συρμού, και διά νευμάτων αιτουμένη την ανάγνωσιν τής ουδέποτε αναγνωσθείσης κατά τού Υψηλάντου αναφοράς».

Εκείνη, που ο πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους, ο Ιωάννης Καποδίστριας αναγνωρίζοντας την ευαισθησία, τα ανδραγαθήματα και τις θυσίες της προς το έθνος, της απένειμε τον τιμητικό βαθμό αντιστράτηγου και μικρή σύνταξη.
Η αγωνίστρια, που ανεβαίνοντας απογοητευμένη όλα τα σκαλοπάτια της προδοσίας, άγγιξε πάμφτωχη την κορωνίδα της δυστυχίας, πεθαίνοντας λησμονημένη στην Πάρο, έχοντας ξοδέψει όλη της την περιουσία στον αγώνα για την ελευθερία.
Στη σκέψη πως η θλίψη της Μαυρογένους, δεν θα είχε βρει παρηγοριά ούτε στα βαθιά της γεράματα, έκλαψε βουβά, με τα χέρια στο πρόσωπο. Ένιωσε να την συμμερίζεται, να καταλαβαίνει το μέγεθος τής αθλιότητας με την οποία της φέρθηκαν εκείνοι που νόμιζαν πως διαφέντευαν τις τύχες του έθνους.

Κατέβαινε την εσωτερική σκάλα του Μουσείου Σολωμού σκεφτική. «Ναι, η ψυχή όταν δεν ξέρει από κακοσύνη ρισκάρει σ’ άγνωρο καιρό ν’ αθωώσει εκείνους που προδόθηκαν, μετριέται στα δύσκολα για να σκορπίζεται στο φως, κόντε μου…» Το ό,τι άλλοι ανοίγουν πληγές με μαχαίρι και άλλοι με λόγια και δεν ήταν μόνο δική της διαπίστωση. Όπου κι αν κοίταζε κανείς γύρω του, παντού μπορούσε να δει να καθρεφτίζονται οι ελλείψεις μιας κοινωνίας που δεν ήθελε ν’ αλλάξει, ενός κόσμου που συνέχιζε να πνίγεται από φόβο, μίσος και φθόνο. Προδοσίες, μέσα από τον έρωτα, στη φιλία, στην τέχνη, στο δημόσιο βίο, στην οικογένεια…
«Όμως εσύ, να ελέγχεις σκέψεις, αισθήσεις και πράξεις», άκουγε την μέσα της φωνή, «κι όταν τα πάντα σε τραβούν προς τα έξω τις άφεγγες νύχτες να ασκείσαι, να μην ενδίδεις σε άχρηστες προκλήσεις, κι αν θέλεις πραγματικά να μην σε εμποδίζουν να σταθείς εδώ τα παραληρήματα και οι διαβρωμένοι απ’ το χρόνο καθρέφτες, να προσέχεις αυτά που πρέπει, κι αυτά που είναι απαραίτητα για να είσαι ελεύθερη, για να ονειρεύεσαι, όπως τα τριαντάφυλλα που σκαρφάλωσαν ως το παράθυρο…»

Πριν απομακρυνθεί από το καντούνι, στο καλντερίμι γύρισε το κεφάλι κοιτάζοντας ψηλά. Το παράθυρο του τρίτου ορόφου άνοιξε διάπλατα, μόνο του με θόρυβο…

Ένα λευκό περιστέρι μετεωρίστηκε για λίγο πάνω από τα ακροκέραμα. Μετά κάθισε στο γείσο τινάζοντας τα φτερά του. «Τα πουλιά είναι σε θέση να καταλαβαίνουν τις αλλαγές του καιρού, όταν πετούν κοντά στις στέγες και μετά κάθονται στα παράθυρα μπορεί και να ’ρχεται βροχή» , αυτό ήρθε πρώτο στο νου της από τις κουβέντες της γιαγιάς Γαρυφαλιάς. Στη στιγμή ακολούθησαν κι άλλες σκέψεις για το ειρηνικό πουλί, που φέρνει τα καλά νέα, θεωρείται αγγελιαφόρος από τον κόσμο των αγγέλων, στον κόσμο των ανθρώπων, ανατρέφει τους νεοσσούς του με γάλα, αλλά εκείνη θα έμενε στο πρώτο σημάδι περιμένοντας υπομονετικά όπως κάθε φορά μια έστω ψιχάλα. Με θέα το ανοιξιάτικο μοτίβο τού καταπράσινου Βίδο ο κόσμος της λικνιζόταν, χόρευε κι έγερνε μέσα της. Ένας αόρατος μαγνήτης θαρρείς ξανακάλεσε το βλέμμα της στο παράθυρο. Στάθηκε ρεμβάζοντας, περιμένοντας το ανέλπιστο ή μια ξαφνική βροχή… Μετά έκλεισε απαλά τα μάτια. Δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει να αποκρυπτογραφήσει ό,τι διαισθάνθηκε. Στη μυστική γλώσσα των θαυμάτων και στην ακινησία της σιωπής, ο ποιητής…Κέρκυρα φωτο Χ Βερίγου

Φωνή οδύνης, φωνή – λυγμός…

«Η Διχόνοια που βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει,
Πάρ’ το, λέγοντας, και συ.

Κειό το σκήπτρο που σας δείχνει
έχει αλήθεια ωραία θωριά
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά.»

Επίκαιρος περισσότερο από ποτέ συλλογίστηκε, με αφορμή όσα παρακολουθούσε  να συμβαίνουν για τα διακόσια χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, σίγουρη πως σε αυτή την τόσο μοναδική επέτειο, δεν είχαν όλοι οι εμπλεκόμενοι το απαιτούμενο ήθος να συμπεριφερθούν ανάλογα. Και δυστυχώς δεν θα υπήρχε άλλη ευκαιρία. Είχε κουραστεί να ακούει θριαμβολογίες, μεγάλα λόγια, υπερβολές για πανηγύρια σχεδιασμένα με ευτελή και πρόχειρα υλικά, παρατράγουδα που κόστιζαν όμως μια περιουσία…

Μια αθέατη κολασμένη πλευρά, σε μια περιττή διάσταση σημαδεμένη από τη ματαιοδοξία και την προσωπική βιτρίνα κάποιων αδιάβαστων της αλήθειας ή κακοδιαβασμένων της δόξας, κάποιων που αν τους ρωτούσε κανείς για τον Ρήγα, κάλλιστα θα μπορούσαν να απαντήσουν πως είναι χαρτί της τράπουλας…

Στη σκοτεινή διάρκεια των σύγχρονων ημερών έβλεπε και κάποιες λιγοστές ψυχές  με μελαγχολικά μάτια που κοπίαζαν με διαφορετικά, σταθερά βήματα κυνηγώντας μια ηλιαχτίδα και καμάρωνε. Έλεγε, ευτυχώς, σε τούτα τα ανελέητα, ανήλιαγα χρόνια υπάρχουν ακόμη ονειροπόλοι, υπάρχουν φωνές διαμαρτύρησης, υπάρχουν αγωνίστριες της τιμής και όχι της εύκολης, της πληρωμένης εφήμερης φήμης, υπάρχουν και τιμητές απροσκύνητοι τής αληθινής Ελλάδας! Έβλεπε κι εκείνους που αδίσταχτα κυνηγούσαν την προβολή, εκείνους που θαρρείς τα καταφέρνουν τις περισσότερες φορές να τρομοκρατούν συνειδήσεις, τους έβλεπε ν’ ανεβαίνουν σε σαθρά βάθρα κλέβοντας το φως, αρπάζοντας τα όνειρα άλλων… Αυτό τής έσκιζε την καρδιά.

Όσο κλείνουμε τα μάτια, όσο δεν θέλουμε να δούμε πως η Εθνική Ομοψυχία είναι ο μοναδικός δρόμος που μας απόμεινε να πορευτούμε, με τις πέτρες που ρίχνουμε στους άλλους θα μας λιθοβολήσουν αύριο… , στοχάστηκε επηρεασμένη από τον ποιητικό λόγο τού κόντε. Ο Σολωμός, ξυπνά τη φωνή της συνείδησης, υπενθυμίζει πως περιθώρια δεν υπάρχουν.

Η ιστορική εμπειρία και η πικρή της γεύση, χτυπούσε το ίδιο καμπανάκι στις μέρες της. «Ο φθόνος συνηθίζει σε όλες τις εποχές να κλείνει το μάτι στη διχόνοια ξυπνώντας ένστικτα εξόντωσης, έως και αυτά τού θανάτου, μια κρίση αξιών δίχως τέλος », τής έλεγε ο καλός της φίλος ο Αντονάι πριν λίγο καιρό, «αρχικά επαινεί κι ύστερα με καμουφλαρισμένο σκήπτρο σπέρνει ανέμους για να θερίσει θύελλες». Με τις πιο πρόσφατες διαπιστώσεις που είχε κάνει, ένιωσε αφελής να πιστέψει, πως ο αλληλοσπαραγμός και οι εμφύλιες συγκρούσεις των προγόνων, ήταν αρκετές για να προβληματιστούν οι κοινωνίες και να αλλάξουν τακτική και συνήθειες οι άνθρωποι.

Στον περιστύλιο των ανακτόρων περνούσε όταν ξέσπασε η ξαφνική βροχή. Χαμογέλασε. Με την πρώτη στάλα ξαναγύρισε στην αθωότητα των παιδικών της χρόνων αναζητώντας τη δική της ψυχή, και μπορούσε σίγουρα να τη βρει στην αυλή του πατρικού σπιτιού, μα δεν της έφτανε, γιατί δεν ήταν μόνο αυτό.

Η ψυχή της, μια μέλισσα που μάθαινε ανάγνωση στο γεωφυσικό χάρτη της Ελλάδας, που πετούσε  από κάδρο, σε κάδρο για να χαιρετίσει τους ήρωες της επανάστασης στα πορτρέτα που κρεμόταν στους τοίχους τού δημοτικού σχολείου Τζερμιάδων, η ψυχή της, άλλοτε μια μέλισσα, χρυσή καρφίτσα στο κεντημένο γελεκάκι της Μαυρογένους κι άλλοτε να φεύγει χορεύοντας στο φως του Ιονίου, να χάνεται στ’ ανθισμένα περιβόλια του Μυστρά, να υψώνεται στην κορφή της Δίκτης για να ονειρευτεί και άλλα μυθικά ελληνικά βουνά, τον Όλυμπο, τον Ταΰγετο, την Πίνδο, τ’  Άγραφα, τον Ψηλορείτη, η ψυχή της, λαθρεπιβάτης σ’ ένα φινιστρίνι να μετρά γλαροπούλια, γοργόνες και κύματα, να φλερτάρει τον άνεμο με την πανσέληνο στην Ύδρα, να ξανοίγεται με Χιώτικο καράβι στη θάλασσα για να γνωρίσει τα νησιά, η ψυχή της, μια μέλισσα στο Ζάλογγο, ή μια δραχμή που μπορούσε να κυλήσει στη βροχή κάνοντας ένα γύρο στην υδρόγειο και να σταθεί ισορροπώντας στην Ελλάδα…

Δίπλα της σταμάτησε μια ώριμη καλοντυμένη κυρία. «Φύλλα νεκρά τα λόγια μέσα στους μαραμένους μας συλλογισμούς, ψυχή μου» , είπε, μόνο αυτό. Στα βλέφαρά της ήταν φανερό, ξεδιψούσε η σκιά της λύπης. Κοιτάχτηκαν για λίγο. Ξανασκέφτηκε αυτό που μόλις είχε ακούσει από τα χείλη της άγνωστης γυναίκας.

Όχι, δεν ήταν νεκρά λόγια, όχι, ίσως η ευκαιρία δεν χάθηκε, ίσως με ανοιγμένα τα γαλανόλευκα πανιά της χαράς, μακριά από τα γνώριμα, τα συνηθισμένα τερτίπια και την αγορά της υποκρισίας, ίσως γράψουμε καινούργια, βροντερά μεγάλα συνθήματα για τη ζωή, τραγουδώντας, γελώντας, χορεύοντας, εμείς, όσοι πιστεύουμε στη δική μας Ελλάδα σπέρνοντας άστρα στις μέρες μας, σε μια Ελλάδα Μοίρα, μια Ελλάδα μάννα που δεν θ’ αφήσουμε να γίνει πληρεξούσια πατρίδα, γιατί…

Κέρκυρα Χ Βερίγου Ηλιοβασίλεμα Η Ελλάδα έχει ψυχή, ένα κομμάτι γαλανό ουρανό
που χαμηλώνει και φιλεί τη θάλασσα! 

Όσο η ξαφνική βροχή ξέπλενε το φουστάνι της Κορφιάτισσας Μοίρας, εκείνη άφηνε πίσω της την πύλη του Παλαιού Φρουρίου. Εκατό μέτρα ακόμα και θα βρισκόταν στο άγαλμα του Σολωμού στη Λεωφόρο Δημοκρατίας. Έτρεξε τα τελευταία βήματα, μ’ ένα κλαδάκι ελιάς στο χέρι, έτρεξε, σαν για να προλάβει το ραντεβού. Τώρα έβλεπε δυο μάτια φωτισμένα κι όχι δυο πληγές χαμένες σ’ ασυγχώρητη λησμονιά.

«Έχει πολλά σκήπτρα, ποιητή, μα κανένα για εμάς, εμείς αν χρειαστεί με το σπαθί στο χέρι…»
Έκανε να φύγει, μα την τελευταία στιγμή γιγαντώθηκε η Κρήτη μέσα της. Έκρινε σωστό να συμπληρώσει με τα μάτια γεμάτα αλμύρα:

«Εδώ θρησκεία το σπαθί και πίστη το μαχαίρι
και τ’άρματα απαράδοτα κι απάτητα τα κάστρα,
επά΄ναι ο πόλεμος γιορτή και το ντουφέκι γλέντι
και πανηγύρι ο θάνατος κι ο Χάρος συντοπίτης…»

Αύριο, θα γιόρταζαν την Ένωση της Επτανήσου…
Αύριο, την ώρα που ο ουρανός θα κρεμά τα πρώτα τριαντάφυλλα στο Ιόνιο, μια Γοργόνα θα αφήσει την πλώρη για να χορέψει ελεύθερη με γαλανόλευκα πανιά στο πιο ψηλό κατάρτι…

Αύριο, εν ονόματι τής αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα 21 Μάη, 2021

ℹ️  Από το υπό έκδοση βιβλίο: «Οιστρήλατος, Ιόνιος πλους».
Στη φωτο κεφαλίδας ο Διονύσιος Σολωμός, αριστερά ελαιογραφία ανώνυμου (μουσείο Μπενάκη 0,33 x 0,30 μ).
Η προσωπογραφία του εθνικού ποιητή, φιλοτεχνημένη μετά το θάνατό του, είναι μια από τις ελάχιστες που έχουν διασωθεί.

Το αφήγημα αφιερώνεται στην Κατερίνα Σολδάτου


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεννήθηκα στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962 και μεγάλωσα στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Εκεί έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Η ζωή με έφερε στην Κέρκυρα, όπου για τριάντα τρία χρόνια εργάστηκα ως Διοικητικός Υπάλληλος στη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν κι όμως η λέξη που με ορίζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγαπώ τον πεζό λόγο κι ας επιστρέφω πάντοτε στην ποίηση. Ως «Χαρούλα Βερίγου» γοητεύομαι από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια της Κρήτης. Ως «Ζωή Δικταίου» επιστρέφω την ευγνωμοσύνη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη, τον Ανδρέα Ζιάκα, τον Γιάννη Νικολάου, τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και τον Θοδωρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBook

Εργογραφία

  • Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
  • Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
  • Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
  • Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
  • Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
  • Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα

Ζωή Δικταίου Να χα μια χούφτα θάλασσα σ΄ένα γυαλί κλεισμένηΣυμμετοχές σε συλλογικά έργα

  • «Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία – 2020, Αθήνα
    Εκδόσεις: Ατέχνως
  • «Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: το βιβλίο, 2017, Αθήνα
  • Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή- Νοέμβριος 2020,

facebook logo click