Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας όπου, όλα εκεί, ανιστορούν την ξυπολυσιά και τη φτώχεια μας (4o)

Του Δημήτρη Κανελλόπουλου

Πώς εχάθηκε στο Νησί ένας φίλος του Κορωνιός, επονομαζόμενος και «Τσολίνας». Που από άγνοια οι Νησιώτες, αποδίνανε την αρρώστεια του στο ποδόσφαιρο.

Αργότερα, μεγαλώνοντας, εκατάλαβα, το πόσο πολύ εφανέρωνε το ενδιαφέρον τους για το Σωτήρη και για τη φαμελιά του, η αγανάχτηση που νιώθανε για το ποδόσφαιρο και για τον «Αχιλλέα» του Κάβετα, ο Τζίνος με το Δουβίκα και την παρέα τους.

Ξεκινώντας το περισσότερο κι από το πάθημα ενός φίλου του Κορωνιού, στο επώνυμο, που έπαιζε εξτρέμ εις τον Πάμισο. Επειδή από άγνοια, βέβαια, αποδίνανε στο ποδόσφαιρο και τη νεφρίτιδα που είχε πάθει αυτό το παιδί στα είκοσι δύο του. Κι εχάθηκε ένας μεγάλος γκολτζής που τον εφωνάζανε οι Νησιώτες «Τσολίνα». Επειδή έμοιαζε πολύ με έναν παιχταρά Αθηναίο.

Αυτό το παιδί κατάπεσε απότομα και νομίζανε πως έφταιγε εις αυτό η φτώχεια και η ορφάνια του, που δεν εταιριάζανε με τις φιγούρες και τα τσαλίμια, που έκανε με τη μπάλα στην Απάνω Πλατεία, στ’ Αλώνια. Και αναφερόμενοι στη χήρα τη μάνα του, δεν ελέγανε η θεία Μαρία ή η κυρία τάδε, ας πούμε, αλλά η μητέρα του Κορωνιού. Επειδή ο γιος της με το ποδόσφαιρο, είχε γίνει μεγάλη προσωπικότητα του Νησιού. Που όμως αυτό και τον έφαγε, όπως λέγανε.

Εμείς, προχωρώντας να τελειώσουμε το Γυμνάσιο, θυμάμαι ότι σιγά, σιγά εξεκόβαμε από τις παλιές μας παρέες. Από τα άλλα γειτονάκια μας, τους συμμαθητές μας και τους φίλους μας στο Δημοτικό, που μπαίνανε σε τέχνη ή ακολουθούσανε τις αγροτικές επιστήμες. Αλέτρι και αξίνα. Εφερόμαστε λιγάκι ως ρατσιστές, ένα πράγμα που δεν εγινότανε έτσι με τις παλιότερες ηλικίες. Προπαντός με τη σειρά του Σωτήρη όπου και ο ίδιος είχε κρατήσει πολύ τις φιλίες του με τον Πανίτσα το ράφτη και μ’ ένα τσοπανοπαίδι που εκαθότανε προς του Χότζα, όπως με τον Πέτρο το Μαθιόπουλο και με το Λυμπέρη το Στάθη, το μεγαλύτερο αδερφό της Ανίκας, που χάθηκε από το χτικιό.

Και με τον Κορωνιό, που ελέγαμε, εκράτησε τη φιλία του μέχρι τέλους. Όπως και όλη η παλιοπαρέα του, που του εκουβαλούσανε κάθε μέρα από ένα κοτόπουλο καθώς και το γάλα του, ελπίζοντας μαζί με τη μάνα του να τον εγλυτώνανε. Επειδή και οι γιατροί τότε, δεν ελέγανε εις τον άρρωστό τους «σου μένουνε τόσες βδομάδες ας πούμε ή τόσοι μήνες» για να προλάβαινε τη διαθήκη του ή τον εξομολόγο του. Όπως και οι δικοί του παρόλο που θα το γνωρίζανε από τον Κορκονικήτα. Επειδή δύσκολα εχάνανε την πίστη τους στο Θεό και στα γιατροσόφια.

Σ’ αυτό με τα κοτόπουλα και τον Κορωνιό που σας έλεγα, είχε γίνει μεγάλο θέμα εις το Νησί πως οι φίλοι του άρρωστου παιδιού, εκλέβανε, όπως λεγότανε, τις ξένες κότες που τάχα για ευκολία τους τις εζαλίζανε πετώντας τους καλαμπόκι μουσκεμένο στο κρασί ή το ούζο. Ή περασμένο στ’ αγκίστρια που επιάναμε στο ποτάμι τα ψάρια ή στο χωριό μας τις τσίχλες και τα κοτσύφια.

Είχε διαδοθεί, μάλιστα, πως την είχε αναλάβει αυτή την υπόθεση η Αστυνομία, όταν εβασίλευεν εκεί ο υπομοίραρχος ο άκληρος, που η γυναίκα του είχε πάθει το ανεμογκάστρι. Όπως το καταγράφει αυτό ο Σωτήρης στη Μεθυσμένη του Πολιτεία. Μπορεί κι από μίσος στο πρόσωπό του που είχε κλείσει δυό, τρεις από την παρέα του και στο τμήμα ένα απόγευμα, για εκφοβισμό, βέβαια.

Ρωτώντας πάνω σ’ αυτό, αργότερα, το Σωτήρη, θυμάμαι που εγέλασε για όσα λεγόντανε, που τα περισσότερα ήσαντε όπως μου είπε νησιώτικες φαντασίες. Αλλά με το φαρμάκι στο γέλιο του καθώς εθυμότανε το ορφανό παλικάρι που με το θάνατό του είχε χηρέψει δυο φορές και τη μάνα του.

– Το γάλα, μου εξήγησε, μας το δίνανε, μέρα παρά μέρα, οι γειτόνισές του. Και τις κότες, πότε ο ένας και πότε ο άλλος από τους φίλους του, που οι περισσότεροι, τις εκλέβανε μεν, αλλά από το κοτέτσι της μάνας τους.

– Και όμως εσένανε πιο πολύ ένοχο λογαριάζανε για τις κότες οι Νησιώτες και η Αστυνομία, του είπα, και δεν το αρνήθηκε.

– Επειδή ως πιο σβέλτος, επαραδέχτηκε, ήμουνα πάντοτε ο πρωταίτιος κάθε που καρυδώναμε καμιά πουλακίδα αδέσποτη. Είτε για το μακαρίτη τον Κορωνιό είτε για το γλεντάκι που εκάναμε στην Παλιά Βρύση, στο κουτούκι του Τράγου.

Ένα άλλο στέκι εδιάθετε η παρέα του στο ποτάμι τον Πάμισο. Εκεί στο μέρος που αδερφονότανε το γιοφύρι του τρένου με το άλλο της δημοσιάς, όπου ύπαρχε μια στεγασμένη σκοπιά, ένα είδος φυλάκιο, για ν’ απαγγιάζει ο φύλακας της γραμμής ο Μελέτης. Πάντα ανήμπορος και αδούλευτος που θα τον είχανε διορίσει εκεί ως φιλάσθενο, τουλάχιστο, για να έβγαζε το ψωμί του.

Αυτός, πάλι, περισσότερο για τους φίλους του, είχε τα σύνεργα του καφέ και δυό τρία ποτηράκια για το ρακί που σερβίριζε το «κατάστημα». Ενώ το νερό το ανάσερνε μ’ έναν κουβά κατευθείαν απ’ το ποτάμι. Κι όσο για το κατούρημα, πελάτες και μαγαζάτορας το είχανε εύκαιρο εις το πρόχωμα. Για το ψιλό τους, καβάλα τη γραμμή για να γλυτώσουνε το περπάτημα.

Χάρη στον Απόλλωνα, τον πρωτότοκο του σταθμάρχη, τον ποδοσφαιριστή που ελέγαμε, ο Μελέτης, όλους τους φίλους του, το Σωτήρη και την παρέα του, τους είχε μη στάξει και μη βρέξει εις την παράγκα του. Περισσότερο το απόβραδο που κατεβαίνανε για τις βόλτες τους. Όπου και καμιά βολά εξημερωνόντανε γυρίζοντας λαθρεπιβάτες από την Καλαμάτα ή το Ασπρόχωμα. Με τη μεσολάβηση του Απόλλωνα, βέβαια.

Αυτός ο Μελέτης, ήτανε φίλος και συνομίληκος του Παναγιώτη του Ζέπου του γαμπρού του Σωτήρη και, αν δε σας το παραλείψω θα ιδείτε και τον καλό ρόλο που έπαιξε στη ζωή του. Σ’ έναν καιρό που γι’ αυτόνε, δεν ύπαρχε άλλο καλύτερο αγαθό από τον καλό λόγο και τη φιλία, που ο Μελέτης τα είχε και τα διάθετε και τα δυό μπόλικα. Στον Παναγιώτη το Ζέπο διπλά και τριπλά, για τους λόγους που αν το βρω σκόπιμο θα τους μάθετε.

Η πρώτη μας γνωριμία με το Σωτήρη. Χάρη στη «δανειστική» βιβλιοθήκη που λειτουργούσε εις την Μεσσήνη.

Δεν ξέρω αν αυτό ερχότανε από παλαιότερα και έγινε πολύ της μόδας στις μέρες μου. Αλλά τουλάχιστο από πριν την Δικτατορία του Μεταξά και μέχρι τον πόλεμο, το Νησί ήτανε για μας τους νεότερους και τον πολύ κόσμο, μια «Δανειστική Βιβλιοθήκη» με πολλή κίνηση. Ξέχωρα που σα μαθητές, τουλάχιστο οι μισοί από μας, εγράφαμε στιχάκια και πεζοτράγουδα. Μαζί με τα «λευκώματα», που κυκλοφο-ρούσανε, «τι εστί έρως» ή «τι θα θέλατε να είστε αν δεν ήσασταν αυτό που είσθε» και άλλα παρόμοια.

Με λίγα λόγια, όταν μαθαίναμε πως είχε παρουσιαστεί κανένα καινούργιο βιβλίο εις το Νησί, μυθιστόρημα ως επί το πλείστον, εβάναμε μεσάζοντες φίλους μας ή γνωστούς μας για να το δανειστούμε από τον ιδιοχτήτη του. Είτε το εδιαβάζαμε εις τα πεταχτά από νύχτα σε νύχτα, δανεικό από τους τυχερούς που είχανε εξασφαλίσει προτεραιότητα.

Μπαίνοντας στο Γυμνάσιο ή τον επόμενο χρόνο, έγινα στο Νησί το επίκεντρο από το λόγο πως ένας γιατρός ξάδερφος μου, μου έστειλε πέντ’ έξι βιβλία, τα πρώτα από μια σειρά με τον τίτλο «Γράμματα – Επιστήμαι – Τέχναι», ντυμένα ομοιόμορφα, ίσως και δερματόδετα. Η ουσία είναι ότι αυτό εστάθηκε η αφορμή να ξεφύγω από την «Ωραία του Πέραν» και τον «κόμη το Μοντεχρήστο». Κι από τη «Γέφυρα των Στεναγμών», που κοιμόμουνα και ξυπνούσα στη Βενετία, μουσκεμένος στο δάκρυ.

Τέλοσπάντων, μαθαίνοντάς το αυτό ο Σωτήρης από το Δημήτρη τον αδερφό του ή τον ξάδερφο μου το Μάκ, μου τους έστειλε και τους δύο προξενητάδες, ένα πράγμα που μου άρεσε, βέβαια. Επειδή εκείνον τον καιρό ο Σωτήρης είχε περισσότερο εξυψωθεί εις το άτομό μου και σα μπαλοδόρος στον Αχιλλέα, το σωματείο του Κάβετα.

Εις το παρεδώσε μας με τα «Γράμματα – Επιστήμαι – Τέχναι» εσμίξαμε δυό, τρεις, φορές εις το σπίτι του και θυμάμαι ότι σ’ εκείνονε, από τα βιβλία μου, άρεσε πιο πολύ ο «Ελ – Γκρέκο» που εμένα τότε με τρομάζανε οι ζωγραφιές του. Και που ως Δομίνικο που τον εδιάβαζα, ούτε και που το εκατάλαβα το πόσο έλληνας ήτανε αυτός ο κρητικός, ο τρισμέγιστος… Εγώ είχα ξετρελαθεί μ’ ένα άλλο βιβλίο αυτής της σειράς το «Ραΐνεκε Φουξ» που θα ήταν κάτι το αντίστοιχο με την «κυρά – Μαριώ» τη δική μας. Αφού είχε πρωταγωνίστριά του την αλεπού που με την εξυπνάδα της έκανε άνω, κάτω, όλα τα άλλα ζώα του δάσους.

Με παρακάλεσε και του άφησα για άλλη μια βδομάδα το Θεοτοκόπουλο. Κι ευχαριστήθηκα που χάρη σ’ αυτήν την παράταση τόνε ξαναείδα, αλλά δίχως να του πάρω έστω ένα αυτόγραφο που να εθύμιζε τις δόξες του για τις κατεβασιές που έκανε εις τ’ Αλώνια.

Στη κουβέντα μας, φευγαλέα, με ρώτησε αν είχα διαβάσει το Ζολά ή τον Γκόργκι και μου μίλησε για τον Τολστόι και το Μπαλζάκ που, προπάντων ο τελευταίος, μου ήτανε εντελώς άγνωστος και ως όνομα. Όμως του επαρουσιάστηκα ως «πλήρως ενήμερος» δίχως ευτυχώς και κείνος να δώκει άλλη συνέχεια στο θέμα, χαρίζοντάς μου μαζωμένα τα «μπράβο» καθώς με ξεπροβόδιζε στον Άγιο – Θανάση, κρατώντας τον «Γκρέκο» στην αμασχάλη μου.

Εμένα πια που ελογάριαζα ως κομουνιστές το Σωτήρη και την παρέα του, βλέποντας τον θαυμασμό του για τον Τολστόι και τον Μπαλζάκ, τους εξέλαβα και τους δυό ως μεγάλους επαναστάτες που γι’ αυτό σκέφτηκα ότι με παρότρυνε με τον τρόπο του να τους διάβαζα. Και βέβαια, έπεσα από τα σύννεφα μαθαίνοντας, αργότερα, ότι ο Μπαλζάκ ήτανε βασιλόφρονας. Επειδή τότε, ως εκεί έφτανε και μένανε το μυαλό μου.

Κάποτε, στην κατοχή, τον ερώτησα αν είχε πιστέψει πραγματικά την μπαρούφα που του είχα πετάξει για τη γνωριμία μου και τις «σχέσεις» μου με τους μεγάλους λογοτέχνες που μου ανάφερε. Κι αυτός με το διφορούμενο που έκρυβε πάντοτε στο χαμόγελό του, μου είπε πως «όχι». Ενώ σε λίγο, σα να το ξανασκέφτηκε, το πράγμα μου έδωσε μια πιο καθησυχαστική απάντηση.

– Να σου πω κάτι, μου είπε. Αν πράγματι σου παρουσιάστηκα έτσι έξυπνος και σε ρωτούσα για όλα αυτά που μου λες, τότε βέβαια, δεν είσαι συ αλλά κάποιος άλλος που ξεκίνησε τις μπαρούφες.

Όπως θα σας το καταγράψω αυτό και αλλού, ήτανε πάντοτε χαμηλόφωνος και μειλίχιος. Από τις λίγες φορές που τον άκουσα πως ύψωσε την φωνή του, ήτανε αποτεινόμενος στο Δημήτρη τον αδερφό του. Επειδή ήσαντε δυό διαφορετικοί χαρακτήρες. Όχι ο «καλός» κι ο «κακός», βέβαια, αλλά ο ένας τους πατώντας πάντοτε στέρεα εις τα πόδια του. Επίμονος, πεισματάρης που ξεπερνούσε και τον ίδιο τον εαυτό του, στο λίγο που, κάθε φορά, εστόχευε στη ζωή του. Για να κρατάει πάντοτε το κεφάλι του έξω από το νερό και να επιζούσε ως νοικοκύρης. Ότι αν ετύχαινε η ζωή να κρινότανε εις την αριθμητική αυτός θα την έφτανε το πολύ στην αφαίρεση. Μην ξέροντας σε τι πηλίκα και σε τι γινόμενα θα μπορούσανε να τον παρασύρουνε ο πολλαπλασιασμός και η διαίρεση. Χάρη που ήτανε ένας άνθρωπος που δίχως να τόνε μέμφεσαι, άφηνε τα μεγάλα όνειρα εις τους άλλους. Σ’ αυτούς που μπορεί να τους επερίσσευε το θάρρος και η αυτοπεποίθηση, όπου ανάμεσά τους βρισκότανε και ο Σωτήρης ο αδερφός του.

Αλλά και στο Δημήτρη, υψώνοντας τη φωνή του ο Σωτήρης, δεν έκρυβε την τρυφεράδα που ένιωθε για το μικρότερο αδερφό του, ως προστάτης του εις τα παιδικά τους που τους εφανερωθήκανε όλα τους δίσεχτα. Τον αποκαλούσε «γύφτο» ή «μπεζεβέγκη» και κατάληγε σχεδόν πάντοτε εις το «άντε να χαθείς», μια φράση δική του που ήτανε και το ψωμοτύρι του. Αλλά και για το Δημήτρη θα σας πω περισσότερα, όχι για τους λόγους που θα νομίζετε, ότι δηλαδή εχρηματίσαμε φίλοι και συμμαθητές στο σχολείο, ή επειδή εβρεθήκαμε συμφοιτητές στον ίδιο ουλαμό, στα Χανιά το ’40. Αλλά γιατί παραμείναμε και συγκάτοικοι στην Αθήνα σ’ όλο το διάστημα από το ’43 που ανεβήκαμε, μέχρι το ’48 που εβγήκα παράνομος, προορισμένος για τις εξορίες και τα Στρατοδικεία. Πρωταγωνιστής κι αυτός στο σήριαλ που ανοίξαμε μ’ αυτό το βιβλίο για το Σωτήρη.

Και μεγάλωσε ο θαυμασμός μου στο πρόσωπο του, βλέποντας σ’ ένα ράφι του σπιτιού του τον «Όμηρο» και παραδίπλα την «άνευ διδασκάλου Γαλλική Μέθοδο».

Μπαίνοντας εις το σπίτι τους, τον καιρό που ο Σωτήρης τελείωνε το Γυμνάσιο, δίπλα στο παράθυρο της εισόδου τους, από την μεριά της Ανατολής, έβρισκες ένα σεντούκι ψηλό, πάντοτε σκεπασμένο με μια κουβέρτα. Ως είδος γραφείο, όπου απάνω του ακουμπούσε ο Σωτήρης τα ελάχιστα σχολικά που εδιάθετε και που αργότερα το κληρονόμησε δικαιωματικά ο Δημήτρης ως δευτερότοκος. Μαζί με την καρέκλα που, παλαιότερα, άνηκε και αυτή εις τον αδερφό του.

Θυμάμαι που σ’ αυτό το σεντούκι, δίπλα στο «Γκρέκο» τον εδικόνε μου, αναπαυόντανε και δυό, τρία άλλα βιβλία, ξενόγλωσσα, γαλλικά, πολύ ταλαιπωρημένα. Και μια ραγισμένη σχολική πλάκα με το κοντύλι της και το πάνινο σφουγγαράκι της. Που εκατάλαβα ότι σ’ αυτή έγραφε ο Σωτήρης και ξέγραφε τα φρατζέζικα και τους κανόνες ή τις λέξεις που μάθαινε από μόνος του. Όπου μονάχα γι αυτόν και για έναν Γιώργη Αποστολόπουλο από την Πιλαλίστρα, είχε ακουστεί εις τα μέρη μας ένα τέτοιο πράγμα παράξενο.

Ενώ εμείς, στις δυο τάξεις που τα «εσπουδάσαμε» τα γαλλικά, στο Γυμνάσιο δεν εκρατήσαμε παρά μονάχα δέκα, είκοσι, λέξεις. Και δυό στιχάκια που και βέβαια δεν θα μας τα δίδαξε η καθηγήτριά μας η Καριζώνη. Αφού εκρύβανε μέσα τους πολλή πονηράδα που γι αυτό και τα απαγγέλναμε λιγάκι πιο μεγαλόφωνα για να μας ακούνε οι συμμαθήτριές μας. Η Ελένη η Τζώρτζη, η Μακαρούνη, η Λουΐζα η Παπαμάρκου και οι φιλενάδες τους. Και απ’ όσο θυμάμαι, σε απόδοση στα ελληνικά, όπως μας το είχε διδάξει, με δίδακτρα τέσσερα, πέντε τσιγάρα, ο Γιώργης ο Σαραντάκης, αυτό το στιχάκι ήτανε το εξής :

Ζε βουζέ ζε βους αντόρ

Και βουαγιέ βού ζανκόρ

Αλλά το περισσότερο που μ’ επαρεξένεψε σ’ αυτές τις επισκέψεις μου στο Σωτήρη, ήτανε τα άλλα δυό, τρία παλιά βιβλία που εκρατούσε πλαγιασμένα σ’ ένα ραφάκι στον τοίχο. Με πάνω, πάνω την Οδύσσεια του Ομήρου και από κάτω, δεύτερο στη σειρά, «Το Συμπόσιο του Πλάτωνα». Στο «πρωτότυπο» όπως φαίνεται, αφού, κάθε τόσο στα διάκενα όσο και σ’ όλα τα περιθώρια, κυριαρχούσανε ψηλές σημειώσεις με το μολύβι το φάμπερ. Που και βέβαια θ’ αντιστοιχούσανε στη μετάφρασή τους.

Κάτι που ανέβασε ακόμα πιο ψηλότερα τον θαυμασμό μου στο πρόσωπό του. Που εξόν από τα γαλλικά εσπούδαζε και τ’ αρχαία. Όχι για το σχολείο ή για το «μπράβο» και τους βαθμούς των καθηγητών, αλλά επειδή εδιψούσε για μάθηση. Πάντοτε με δανεικά και ξένα βιβλία. Απορώντας που το είχε αποφασίσει αυτό από μονάχος του. Διαψεύδοντας τα όσα άσχημα ελεγόντανε για τη διαγωγή του. Φερόμενοι από πολλούς, μαζί με το Γιωργούλα και τον Τσερπέ, ως τα χειρότερα παραδείγματα για μας τους μικρότερους.

Τέλοσπάντων, σε όλ’ αυτά που είχαμε ειπεί κάποτε για τον Γκόργκι και τον Τολστόι όπως σας έλεγα, τα καταφέραμε και συνεννοηθήκαμε μαζί στα ελληνικά που δε νομίζω πως υστερούνε σε τίποτα από τα γαλλικά ή τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Και με επαίνεψε, ως μεγαλύτερος, που εδιάβαζα λογοτεχνία και ποίηση, επίτηδες μπροστά στο Δημήτρη τον αδερφό του, θέλοντας να τόνε ρίξει εις το φιλότιμο. Υψώνοντας από μια στάλα και τη φωνή του. Που αφτουνού, περισσότερο από τα μαθήματα κι από τα μυθιστορήματα, του αρέσανε το μαντολίνο και το ταμπούρλο που έπαιζε στις γιορτές και στις γυμναστικές επιδείξεις. Ενώ ήτανε γραμμένος και εις την μπάντα του Δήμου, αγοράζοντας κι ένα φλάουτο μεταχειρισμένο που τον παίδευε και το παίδευε ασταμάτητα.

Επειδή ερωτευμένος μέχρι τα μπούνια με τη γειτονοπούλα του την Γκασάμη τη Βούλα, φαίνεται πως την έβλεπε τη μουσική και ως επαγγελματικό προσανατολισμό εις τον βίο του.