Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας όπου, όλα εκεί, ανιστορούν την ξυπολυσιά και τη φτώχεια μας (8o): Ένα καψόνι

του Δημήτρη Κανελλόπουλου //

Ένα καψόνι που του σκαρώσανε δυο επιστήθιοι φίλοι του και του το ξεπληρώσανε εις το 10πλάσιο έντεκα χρόνια αργότερα.

 Κάπου, εκεί, τελειώνοντας το Γυμνάσιο, ο Σωτήρης με την παρέα του, αργοπορημένα λιγάκι, και ως «ενήλικες» πιά, για το κρασάκι και το μεζέ τους, ανεβαίνανε ταχτικά εις το Μαυρομάτι που από το Νησί αυτό το χωριό ήτανε δυο βήματα τόπος.

Ξεκινώντας από το γεφυράκι δίπλα στο χτήμα του Δημητριόλα. Καταπρώτο λόγο ο Σωτήρης με το Λεωνίδα τον Δημητρόπουλο και τον Τσερπέ τα δυό πλουσιόπαιδα της Μεσσήνης, οι λεγόμενοι από τους άλλους και «προύχοντες». Το πλείστο, μαζί τους, ξεκίναγε κι ένας Λεμπέσης συμμαθητής τους και ο Απόλλωνας ο Οικονομόπουλος γιός του σταθμάρχη μας. Ενώ στο χωριουδάκι, τους περιμένανε, Μαυροματέοι αυτοί, ο Πετρουλάκης ο Άδωνις με τον Μίμη το Γιωργούλα τον ξαδερφό μου, τον πιο ντρέγουρο της παρέας. Κι άντε, από κοντά, ως μαθητευόμενος, πότε, πότε και ο Γρηγόρης ο Πετρουλάκης. Φίλος μου, ο καλύτερος, που αργότερα, με το λόγο του και τα έργα του, ομόρφηνε την Αντίσταση.

Πολλές φορές, προπαντός για το τσάμπα, εσμίγανε ως παρέα στο σπίτι του Άδωνι ή σε μιας θείας του που εμπαίνανε ευκολότερα απ’ ότι στου ξάδερφού μου που αυτουνού το σπίτι βρισκότανε λιγάκι απόμερα από το χωριό στον αγροτόδρομο που μας πήγαινε εις την Πιπερίτσα.

Εκεί, στο σπίτι της θείας του Άδωνι, στα Πετροπουλακέικα, κάπου, κάπου, παρευρισκότανε και μια παπαδιά χήρα, πρωτοξαδέρφη τους. Όπου, ένα βραδάκι, στουπί στο μεθύσι ο φίλος τους ο Λεμπέσης για να φανεί αρεστός στη νοικοκυρά του σπιτιού, ύψωνε από κάθε τόσο και λίγο το ποτήρι του παρακινώντας τους να πιούνε όλοι τους «εις την υγεία του μακαρίτη του παπά». Ένα πράγμα που κυκλοφορούσε τότε και ως ανέκδοτο.

Με την πλερωμή, εσταθμεύανε στην ταβέρνα, απ’ όσο θυμάμαι και πάλι ενός Πετρουλάκη που μ’ ένα γιό του, εσυναγωνιζόντανε πολύ μαζί τους σε μυαλό και σε ηλικία. Εκεί, μια φορά από τις πολλές οι δυό «προύχοντες» με τον Άδωνι, το Σωτήρη και το Γιωργούλα, οι πέντε τους, ξεμεθύσανε με το ζόρι κοιτάζοντας ο ένας τον άλλονε για το ρεφενέ «εις το καταδύναμη». Από το λόγο πως ο λογαριασμός είχε ξεφύγει πολύ απ’ τα μέτρα τους. Βασιζόμενοι οι τρεις άλλοι να τους εβγάζανε ασπροπρόσωπους ο Τσερπές με το Λεωνίδα το Δημητρόπουλο. Που όμως αυτή την φορά δεν επαρουσιαστήκανε πρόθυμοι εις το ρόλο τους. Φέρνοντας σε πολύ δύσκολη θέση τους πιο ανεχείς μεταξύ τους.

Ήτανε η εποχή που οι τρεις φίλοι, ο Σωτήρης με τον Τσερπέ και με το Γιωργούλα «εσπουδάζανε» εξαιτίας της διαγωγής τους, στη Καλαμάτα όπου θα τους συναντήσουμε σε ένα άλλο κεφάλαιο. Και για το περιστατικό που μιλάμε, εις την ταβέρνα του Πετρουλάκη, ναι μεν ο Σωτήρης εδιάθετε ένα δεκάρικο αλλά το είχε για βδομαδιάτικο ή έστω, και για το εισιτήριο της επιστροφής του.

Ωστόσο, βλέποντας ο καημένος την απροθυμία των αλλωνώνε και για να δώσει το καλό το παράδειγμα, το έβγαλε από την τσέπη του και πρώτα, πρώτα, το εκούνησε πέρα, δώθε, μπροστά εις τα μάτια τους.

– Εγώ, έχω ένα δεκάρικο τους απολογήθηκε, αλλά το προόριζα για βδομαδιάτικο και για το εισιτήριό μου. Έτσι τους είπε με το «έλεος» εις τα χείλη του, αλλά όπως τους έβλεπε ασυγκίνητους αναγκάστηκε να το ακουμπήσει δίπλα στο πιάτο του.

Δίχως ωστόσο να συγκινηθούνε μ’ αυτή την απελπισμένη χειρονομία του οι δυό προύχοντες, παρά από λίγο, λίγο και μεταβίας τάχα, εμαζέψανε από άλλα είκοσι φράγκα οι δυό τους, αφήνοντας ασυμπλήρωτο το λογαριασμό τους για το επόμενο Σάββατο, όπως υποσχεθήκανε εις τον ταβερνιάρη. Ξέροντας εις το μεταξύ πως ο Γιωργούλας ήτανε αδέκαρος και ο Άδωνις «καλεσμένος» τους εις τα όσα πολλά του χρωστούσανε ως ταχτικοί «μουσαφίρηδες» πότε στο σπίτι το δικό του και πότε στης θείας του. Ένα πράμα που εφαρμάκωσε το Σωτήρη που ο καημένος, στην αρχή τουλάχιστο, το υπολόγιζε και ως φάρσα.

Και αμίλητοι, σηκωθήκανε όρθιοι, έτοιμοι να γυρίσουν στα σπίτια τους και ο Σωτήρης στα μαύρα πανιά όσο σκεφτότανε πως θα ματαίωνε το ταξίδι του εις την Καλαμάτα, αν δεν το αποφάσιζε να πήγαινε και να γύριζε ποδαράτα. Με δίχως ούτε μιά δεκάρα στην τσέπη του για το ψωμοτύρι του.

Ο Πετρουλάκης ο μεγαλύτερος, ο πατέρας του φίλου τους, φαίνεται ότι από το τεζάκι του, όπου εστεκότανε, τα έβλεπε και τα άκουγε όλ’ αυτά. Κι επαρουσιάστηκε ως πιο ανθρώπινος από τον Τσερπέ και το Δημητρόπουλο, που κατάλαβε πως, ως πιο ανεχή, τον δουλεύανε τον καημένο τον φίλο τους.

Επήγε, λοιπόν, στο τραπέζι τους και καταπρώτο εσήκωσε το δεκάρικο του Σωτήρη και με το στανιό το παράδωσε εις το νοικοκύρη του.

– Το δεκάρικο, Σωτήρη, παιδί μου, του είπε, όπως και τα άλλα δέκα φράγκα που λείπονται από το λογαριασμό σας, θα τα χρεώσω μεν όλα σε σένα, αλλά για όποτε ευκολύνεσαι…

– Για όποτε ευκολύνεσαι, εξανάπε δυνατότερα, αποτεινόμενος λιγότερο στο Σωτήρη και περισσότερο στον Τσερπέ και το Δημητρόπουλο που εγνώριζε τις φαμελιές και τα πλούτη τους. Που όλ’ αυτά τα μάθαινα από πρώτο χέρι, χάρη στο φίλο μου το Γρηγόρη, αυτό που σας έλεγα. Που μου τα πρόφταινε από θαυμασμό σ’ αυτή την παλιοπαρέα. Και ξέροντας ως πρωταγωνιστή το Γιωργούλα τον ξάδερφο μου. Που τον είχανε κι αυτόνε ως πρότυπο.

Γυρίζοντας από κάπου σε κάπου σ’ αυτή την ασυγχώρητη φάρσα τους, οι δυό προύχοντες σχεδόν εδακρύζανε. Περισσότερο ο Λεωνίδας ο Δημητρόπουλος. Επειδή ο Τσερπές, όπως μου το εξήγησε αυτό πολύ αργότερα, δεν ήτανε εκείνον τον καιρό ο νεαρός με το περίσσιο το χαρτζιλίκι που ενομίζανε οι Νησιώτες και οι συμμαθητές του. Μη ξέροντας πως η φαμελιά του παρολίγο να έβγαινε στους πέντε δρόμους. Από ένα λάθος του πατέρα του να υπογράψει εγγυητής «εν λευκώ» για ένα Καλαματιανό μεγαλέμπορα που «εν γνώσει» του εχρεωκόπησε ψεύτικα, παγιδεύοντας τον μπάρμπα- Μιχάλη.

Εξιστορώντας μου την δυστυχία που επεράσανε εκείνα τα χρόνια στο σπιτικό τους, επέμενε ότι ήμουν ο πρώτος Νησιώτης που το άκουγα από το στόμα του. Για να μην τον μεμφόμουνα τόσο πολύ, για την φάρσα που έκανε στο Σωτήρη μαζί με τον Λεωνίδα. Αναγκασμένος να μην δείχνεται εις τον κόσμο όπως μου εξήγησε, για τη συφορά που είχε πέσει στη φαμελιά τους.

Έχοντας δίκιο σ’ αυτό που έλεγε ότι δεν είχε ακουστεί τίποτα στο Νησί, κάτι που θα το ήξερα από τους δικούς μου αφού το μαγαζί τους είναι ζήτημα αν άπεχε τα πενήντα μέτρα από το δικό μας. Και οι πατεράδες μας επαρουσιαζότανε και μια στάλα ως φίλοι.