Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας όπου, όλα εκεί, ανιστορούν την ξυπολυσιά και τη φτώχεια μας (9o): Πώς εδιορίστηκα κατάσκοπος και σε βάρος του

Πως εδιορίστηκα κατάσκοπος και σε βάρος του. Χάρη στη καχυποψία του αδερφού του και στο «πουτανάκι» της κυρά- Μάρθας.
 
Έχοντας τελειωμένο πια το σχολείο, το ’38, Αύγουστο με Σεπτέμβρη, που ξαναφάνηκε στο Νησί ο Σωτήρης, ήρθε τρεχάμενος στο σπίτι μας ο Δημήτρης ο αδερφός του. Απελπισμένος που δεν έβρισκε το ξάδερφό μου τον Μάκ τον κολλέγα του που οι δυό τους εκρατάγανε μερικά μυστικά από μένα. Ή τουλάχιστο, το νομίζανε. Που όμως υποχρεώθηκε να μου φανερώσει το ένα, το σοβαρότερο, αναγκασμένος να με βάλει βάρδια στο πόδι του που γι’ αυτό, και τον έψαχνε.
Επειδή ο ίδιος είχε δουλειά που, όπως κατάλαβα από το φλάουτο που εκουβαλούσε, θα ήτανε να πάει στο δάσκαλό του για το μάθημά του που δύσκολα τόχανε.
– Στις έντεκα, το αργότερο, μου είπε, θα πρέπει να βρίσκεσαι εις το σπίτι μου. Το αργότερο εις τις έντεκα μου ξανάπε και να μη φύγεις αν δε γυρίσω.
Όχι με το παρακαλετό αλλά με την διαταγή του, ένα πράγμα που μ’ ανησύχησε. Ακόμα περισσότερο και με την εξήγηση που μου χάρισε:
– Γιατί φοβάμαι, τον μπαγάσα τον χωροφύλακα, μου εξήγησε, ότι το λιγότερο θα είναι να μας γράψει ο «Ρωμιός», εννοώντας μιαν εφημερίδα σατιρική που κυκλοφορούσε εκείνα τα χρόνια. Όχι βέβαια του Σουρή αλλά ένα άλλο είδος πολύ στο χυδαίο.
Υποψιάστηκα, βέβαια, ότι με το «χωροφύλακας» που ξεστόμισε καταφερότανε σε βάρος του Σωτήρη, του αδερφού του. Επειδή ψιθυριζότανε εκείνη την εποχή στο Νησί πως δυό τρεις απόφοιτοι της σειράς του είχανε καταταχτεί εις τη χωροφυλακή με γαλόνι. Κάτι που μου το επιβεβαίωσε κιόλας όπως να είχε μπροστά του το Μάκ που αυτουνού δεν του έκρυβε ποτέ, τίποτα. Υποψιασμένος σ’ αυτό κι από το λόγο πως εκείνον τον καιρό είχε ξαναφανεί στο Νησί ο Σωτήρης.
      – Στις έντεκα το πρωί, από μέρα σε μέρα, μου εμπιστεύτηκε, συνεχίζοντας, έρχεται στο σπίτι μας, συνάμενο, κουνάμενο, εκείνο το «πουτανάκι» της κυρά – Μάρθας. Αλλά για άλλο πράγμα, βέβαια, και όχι για να ξετρίψει τάχα, τα γαλλικά του που ακόμα καλά, καλά, δεν τα έχει αρχινημένα…
         Και μιλώντας για την κυρά – Μάρθα αναφερότανε στη γυναίκα ενός μηχανικού, Αθηναίου ή Πειραιώτη, που εδούλευε εκείνον τον καιρό στο Νησί, στις μελέτες που εγινόντανε για τα αντιπλημμυρικά έργα στον Πάμισο που μπορεί να ήτανε και κανένας υπάλληλος Υπουργείου.
Πάντως, ήτανε το μόνο που δεν επερίμενα για ν’ ακούσω καθώς εμιλούσε με τέτοιον τρόπον για ένα κοριτσάκι που θα επερπάταγε, τότε, στα έντεκα, βία στα δώδεκα.
– Μα αυτό ρε συ, είναι μικρό, ένα νιάνιαρο, του επαρατήρησα.
– Μικρό είναι το μάτι σου, μου απάντησε, γιατί δεν έχεις προσέξει, συμπλήρωσε, πόσο εφουσκώσανε τα βυζάκια του.
Παρότι τον ήξερα και θεοσεβούμενο που επήγαινε ταχτικά εις την εκκλησία, εντούτοις το έβρισκα ως πολύ υποκριτικό και ως άδικο, όλο αυτό από μέρους του. Πολύ περισσότερο που ήξερα, από πρώτο χέρι, και τις δικές του εργολαβίες με την Γκασάμη τη Βούλα. Όμως θέλοντας και να ξανάβλεπα το Σωτήρη, επειθάρχησα εις την εντολή του. Επειδή σ’ όλο αυτό τον καιρό, που είχε μεσολαβήσει από την τελευταία κουβέντα μας για τα βιβλία, βρισκόμουνα πιο ενήμερος σχετικά με τον Μπαλζάκ και με τον Τολστόι. Και θα έπαιρνα και το αίμα μου πίσω, αν ήθελε και είχε υποψιαστεί τις μπαρούφες που του είχα πετάξει.
Ακόμα πιο πολύ μάλιστα που στο μεταξύ, είχα διαβάσει και Γαλλική ποίηση, μαγεμένος από το Βιγιόν, τον ποιητή το ληστή, και τον Βερλάιν τον αλκοολικό που αυτουνού κρατώ ακόμα ένα θαυμάσιο τετράστιχο εις τη μνήμη μου.
…λυγμολαλιά, λες τα πουλιά
του φθινοπώρου στέρνουν
και στην καρδιά βαρυθυμιά
μονότονη μου φέρνουν…
Κι όχι να πεις, αλλά στο ίδιο ακριβώς μέτρο είχα συνταιριάξει κι ένα δικό μου λυρικό ποιηματάκι αφιέρωμα στη δική μας, τη Νησιώτικη αμμουδιά και την αύρα της Μπούκας. Λογαριάζοντας να του το απάγγελνα κιόλας. Γυρεύοντάς του ν’ ακούσω κι απ’ αυτόνε κάτι δικό του, πιστεύοντας ως αδύνατο να μη γράφει στιχάκια. Κι, έτσι, προπονούμενος στην απαγγελία μου έφτασα στον Άγιο – Θανάση, στο σπίτι του. Αλλά δίχως να τελειώσω αυτό με το σχέδιο του αδερφού του. Επειδή ούτε ο ίδιος μου έδωσε την ευκαιρία που επερίμενα. Νιώθοντας ο καημένος και πολύ ένοχος που είχα μπει σε βάρος του, ως κατάσκοπος στην αυλή του.
Από μιά ζωστήρα πλατειά  που όπως είδα, εκρεμότανε ψηλά εις τον τοίχο, εβεβαιώθηκα για τον επαγγελματικό προσανατολισμό του Σωτήρη που με δέχτηκε σάμπως να με περίμενε. Γιατί θα με είχε ιδεί από το παράθυρο, βέβαια, από πριν βγει στο δρόμο να με καλωσορίσει και να μου ανοίξει την πόρτα τους . Χαμογελαστός, μην ξέροντας το ρόλο που έπαιζα.
Ωστόσο, όπως τον εβρήκα ώριμο άντρα και πολύ στο επίσημο με τη γραβάτα και το κουστούμι του, δεν μπόρεσα να χαρώ την εγκαρδιότητα που μου έδειξε, σάμπως να είμαστε από παλιά φίλοι. Παραγνωρίζοντας τη διαφορά μας στα χρόνια που σ’ αυτή την ηλικία λογαριαζόντανε.
Όμως το πρόγραμμα, όπως το εσχεδιάζα, χάλασε και από το λόγο που σχεδόν την ίδια στιγμή εμφανίστηκε εις το δρόμο και το «πουτανάκι» της κυρά – Μάρθας «συνάμενο και κουνάμενο» μαζί με το αδερφάκι της το μικρότερο που αυτό εβιάστηκε να τρέξει στη διπλανή πλατωσίτσα στ΄ Αλαφακέϊκα, για το παιχνίδι του με τους φίλους του.
Επέρασε με το «μπονζούρ» και τα τέτοια, αλλά εκόπηκε που με είδε και μου φάνηκε ότι εκοκκίνισε κιόλας. Αλλά λιγότερο από μένα, που ήθελα να ιδώ το πόσο είχανε φουσκώσει τα δυό βυζάκια της αλλά δεν το μπόρεσα.
Εκάθησα στην αυλή τους όσο εκράτησε η «εξέταση» και η «παράδοση», ως τάχα διαβάζοντας ένα βιβλίο, δίχως να καταλάβω ότι σε κάτι μπορεί να στεναχωρήθηκε με την παρουσία μου ο Σωτήρης που δε θα ήτανε, βέβαια, και χαζός για να τόδειχνε. Κι έφυγα σχεδόν αμέσως μόλις εγύρισε ο αδερφός του. Ως ένοχος που καταλάβαινα ότι είχε άδικο εις τις υποψίες του. Που ωστόσο, όπως το πιστεύω και σήμερα, σ’ αυτό θα είχε πρωτοστατήσει πιο πολύ, όχι ο αδερφός του ή ο ξάδερφός μου ο Μάκ, αλλά η Ελένη η αδερφή τους. Που ήτανε «αυστηρών αρχών» και πολύ αφοσιωμένη στα θεία.
Τέλοσπάντων, φεύγοντας η μικρή μαζί με το αδερφάκι της και το «ορεβουάρ» που μας πέταξε, ο Σωτήρης μ’ εσυνόδεψε πηγαίνοντας του λόγου μου στον ανήφορο για το χτήμα μας κι αυτός στης Ανίκας που δεν εζούσε ο αδερφός της ο Στάθης ο άρρωστος.
Μπαίνοντας στην πλατωσιά εις τ’ Αλαφακέϊκα, μου έκανε εντύπωση που αυτός επερπατούσε  δίπλα μου στον μπουχό, δίχως να έχουνε λερωθεί τόσο πολύ τα παπούτσια του. Χάρη στο βάδισμά του. Ενώ στη στροφή επετάχτηκε μιά Λαμπροπούλου νομίζω, γειτόνισά τους, και τον αγκάλιασε. Δακρυσμένη, μαζί με τα φιλιά που του έδινε επειδή είχε μάθει τον ερχομό του και δεν είχε αξιωθεί να πάει στο σπίτι του για  το καλωσόρισμα που του όφειλε. Σχεδόν ικετεύοντας το Σωτήρη να μπαίναμε για ένα κέρασμα εις το σπιτικό της. Που σ’ όλο αυτό, τα παιδιά της γειτονιάς είχανε παρατήσει το παιχνίδι τους, κάνοντας ένα ημικύκλιο γύρω μας. Ίσως θαυμάζοντας ως επίσημο το Σωτήρη για τη γραβάτα που εφορούσε. Πάντοτε με τη ρίγα στο κόκκινο.
Εχωρίσαμε πριν να λοξοδρομήσει για τον προορισμό του, δίπλα εις τα Σκληβέικα . Όπου μέσα στις χαμοκέλες εζούσανε συφάμελα με την ελονοσία και με τη φτώχεια τους, δυό, τρία, αδέρφια. Ανακατεμένα τα παιδιά τους με τα μαρτίνια και τις κατσίκες τους.
Αδύνατο, είτε ο ένας μας είτε ο άλλος, να φανταστούμε ότι απ’ αυτούς, τους γείτονές του, θα έβγαινε πενήντα, εξήντα χρόνους αργότερα μια «Μις Κόσμος» που θα εδόξαζε την Ελλάδα μας.
(Φωτό: Πανοραμική άποψη του Μεσσηνιακού κόλπου και της Καλαμάτας από το όρος Λυκόδημος)